Tuesday 27 July 2010

Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Αι Πανούργαι Ενέδραν.

 "Ποίος είναι αυτός ο Λούκος Πάπαρμπεγκ που νομίζει ότι μπορεί να με νικήσει σε διαγωνισμό μπύρας? " - Βλας Χένγκελσσον, Σφαγέας των Τρολ




Ο νάνος Βλας Χένγκελσσον κοίταξε με περιέργεια την αφισοκολλημένη προκήρυξη . Σίγουρα θα ήταν σπουδαία η αμοιβή κρίνοντας τις αντιδράσεις των περαστικών. Ο ίδιος δεν γνώριζε ανάγνωση και έβλεπε μόνο μουτζούρες και ορνιθοσκαλίσματα. Έκανε ένα μικρό πηδηματάκι για να την φτάσει, την έσκισε και την έβαλε στον γυλιό του. Κάποιον θα έβρισκε που να μπορεί να διαβάσει, για την ώρα προτεραιότητα είχε να πιει μπύρα.

Μπήκε μέσα στο πανδοχείο το Φεγγάρι του Ναύτη. Αγνόησε τον κόσμο που είχε μαζευτεί αν και τον παραξένεψε, γιατί το πανδοχείο είχε τα μαύρα του τα χάλια, και πλησίασε την σανίδα που προφανώς ήταν ο πάγκος του μπαρ. Ζήτησε από τον πανδοχέα ένα μεγάλο ποτήρι από το ‘Ζύθο του Υδροκέραυνου’ και τον ρώτησε αν υπήρχε κανείς εδώ μέσα που να ξέρει να διαβάζει. Ο πανδοχέας κοίταξε προς τα τραπέζια και με το δάχτυλο του του έδειξε ένα θηλυκό ξωτικό που καθόταν σε ένα τραπέζι στο βάθος μαζί με έναν άνθρωπο ντυμένο με μια κόκκινη ρόμπα που έπαιζε με ένα τσακμάκι. Ο Νάνος δεν συμπαθούσε τους μάγους της Φωτεινής Τάξης, αλλά όχι όσο δεν συμπαθούσε τα Ξωτικά, το σίγουρο ήταν όμως ότι κάποιος από τους δυο τους θα ήξερε ανάγνωση. Κατευθύνθηκε προς το τραπέζι τους, έχοντας το προαίσθημα ότι πρόκειται να κάνει άλλο ένα από τα Μεγάλα Λάθη του Βλας Χένγκελσσον, όπως συνήθιζαν να του λένε οι άλλοι νάνοι στα καμίνια του Κάρακ Άζγκαλ.
Χωρίς πολλά λόγια ο Βλας, βγάζει την προκύρηξη, την κοπανάει στο τραπέζι και λέει κοφτά και με αγένεια, χωρίς να ξεκολάει τα μάτια του από την προκύρηξη: ‘Τι γράφει εδώ?’. Το ξωτικό κίνησε το χέρι του πιάσει την προκήρυξη, εκνευρισμένη με τον τρόπο του νάνου, άλλα όλοι οι νάνοι είναι έτσι, δύστροποι. Αλλά ο μάγος την πρόλαβε. Διάβασε την προκύρηξη γρήγορα, και του εξήγησε ότι πρόκειται για δουλεία μεταφοράς επίπλων, και ότι θα πρέπει να απεθυνθεί στον αρμόδιο, τον Χέντρικ, που βρίσκεται σε αυτό το πανδοχείο για να πάρει συνεντεύξεις από τους ενδιαφερόμενους. Αφού συστήθηκαν οι τρεις μεταξύ τους, αποφάσισαν να μιλήσουν στον Χέντρικ. Η αμοιβή δεν ήταν άσχημη και είχαν ανάγκη τα χρήματα.

Ο Χέντρικ, ένα γεροδεμένος άνθρωπος, με γάζες στο αριστερό του χέρι, ήταν αρκετά δύστροπος στην αρχή αλλά τελικά δέχτηκε να τους προσλάβει, εξηγώντας τους ότι ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ είχε πάρει σαν κληρονομιά το Οίκημα Γκρούνβαλντ, έξω από το Ούμπερσράηκ, του οποίου ο περασμένος ιδιοκτήτης είχε εξαφανιστεί, πιθανώς να είχε κλεφτεί με κάποια ντόπια από το Ούμπερσράηκ. Ούτως ή άλλως το Οίκημα αυτό δεν ήταν της τάξης του, και όλοι είχαν αναρωτηθεί, γιατί να τον έστειλε εκεί η οικογένεια του, οι Φον Μπρούνεν. Οι Φον Μπρούνεν ήταν γνωστή οικογένεια στην πόλη και είχαν μεγάλη εξουσία. Ήταν παράξενο που είχαν στείλει εκεί τον Ανδρέας Φον Μπρούνεν, τον Φον Μπρούνεν που εξαφανίστηκε από εκεί πριν κανα εξάμηνο. Ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ, με το που πήγε στο οίκημα πριν μια βδομάδα είχε ένα αίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά με τους υπηρέτες και ότι κάτι οργανώνουν κάτω από τα μάτια του. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς. Ήθελε κάποιους πρόθυμους να τους κατασκοπεύσουν με το πρόσχημα ότι μεταφέρουν τα έπιπλα του. Αύριο το πρωί κιόλας θα ξεκινούσαν για το Γκρούνβαλντ. Όταν η ξωτικιά Ιρόνι, έσπασε την σιωπή της και ρώτησε τον Χέντρικ για το τραυματισμό του, είπε ότι ήταν από μια επίθεση κτηνανθρώπων στο οίκημα πριν μια βδομάδα περίπου. Τον τελευταίο καιρό είχαν πληθύνει οι ενέργειες των κτηνανθρώπων στην περιοχή. Οι φρουροί του οικήματος τους απώθησαν όταν προσπάθησαν να εισβάλουν στο οίκημα. Είχαν απώλειες, αλλά οι κτηνάνθρωποι είχαν περισσότερες. Η τελευταία εξέλιξη άρεσε ιδιαίτερα στον νάνο. Τι πιο ωραίο από το να κερδίσει χρήματα και να πολεμήσει και μερικούς κτηνανθρώπους για ξεμούδιασμα. Ίσως τελικά να μην ήταν λάθος να μιλήσει στον Μάγο και στο Ξωτικό.
Αφού κέρδισαν την δουλεία, ο νάνος έπρεπε να το γλεντήσει πίνοντας τρεις μπύρες. Έπαιξε και ένα στοίχημα ότι θα έπινε άλλες τρεις πιο γρήγορα από το ντόπιο πρωταθλητή στην Ταχύτητα Πόσης Μπύρας, τον Λούκο Πάπαρμπεργκ, και προς μεγάλη διασκέδαση όλων, ο νάνος έχασε το στοίχημα. Μεθυσμένος, δέχτηκε άλλο ένα στοίχημα, στο μπραντ-ντε-φερ αυτήν την φορά, και νίκησε τον Παπαρμπεργκ. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί με τον μεθυσμένο νάνο και τις αστείες ιστορίες του, και δεν τον άφησαν να πληρώσει τίποτα. Είχε γίνει η μασκότ του πανδοχείου.

Αφού ξεκουράστηκαν, το επόμενο πρωί βρήκαν τον Χέντρικ, ανέβηκαν στο κάρο που μετέφερε τα πράματα και ξεκίνησαν για το Γκρουνβαλντ. Η Ιρόνι δυσανασχέτησε με τον τρόπο μετακίνησης τους. Περίμενε τουλάχιστον μια άμαξα. Ένα υψηλό ξωτικό δεν θα καταδεχόταν ποτέ να ταξιδεύψει καθισμένη σε ένα βαγόνι πάνω σε έπιπλα που μετέφερε. Αλλά αφού δεν είχε λεφτά πια, χάρη στον σατανικό Καβλάουχεν Φον Σβάρτσενκαλτσεν, μετρημένες να είναι οι ώρες του, δεν είχε και άλλη επιλογή. Η διαδρομή ήταν βαρετή. Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και ζεστός και είχαν κάνει καλό χρόνο. Ο Χέντρικ, την περισσότερη ώρα γκρίνιαζε για το τραύμα του, μια για τους χωρικούς και για το πόσο μακριά είναι το οίκημα από την πόλη. Ο μάγος δεν μίλαγε πολύ αλλά προτιμούσε να σκαλίζει το ματσούκι του και να παίζει με το τσακμάκι του. Το ξωτικό προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα στον νάνο, ο οποίος όταν πέρασαν τους εύφορους λόφους Βόρμπεργκλαντ είχε ήδη αρχίσει να εκνευριζόταν με τις ερωτήσεις τις. Βέβαια με άλλα ξωτικά θα είχε εκνευριστεί πολύ νωρίτερα, οπότε ίσως να τα πηγαίναν καλά οι δύο τους, αρκεί να βρει τρόπο να την κάνει να μιλάει λιγότερο. Αν τις έκοβε την γλώσσα ίσως, σκέφτηκε και άρχισε να γελάει μόνος του. Πέρασαν το χωρίο Γκέησμπαχ, είδαν τον ‘Κήπο του Μορρ’ του χωριού και τις σκαλιστές ταφόπλακες, και μετά μπήκαν μέσα στο δάσος του Ρέηκβαλντ. Το πράσινο παραπέτασμα από της φυλλωσιές των δέντρων, έκρυψε τον ήλιο και την θέα τον Γκρίζων Βουνών του Νότο. Όσο βάθαινε το ημίφως, ο Χέντρικ σταμάταγε να παραπονιέται, και στο τέλος σταμάτησε εντελώς. Τα μάτια του κοίταγαν αριστερά και δεξιά, και με τον παραμικρό θόρυβο του δάσους τιναζόταν. Οι τρεις τυχοδιώκτες ήταν σε επιφυλακή για οτιδήποτε. Το ξωτικό, κρύφτηκε κάτω από τα έπιπλα στο βαγόνι, γεγονός που φάνηκε πολύ αστείο στον νάνο, ενώ το ξωτικό συμπλήρωσε ότι πρόκειται περί μανούβρας τακτικού πλεονεκτήματος.

Σε κάποια στιγμή, ο μαθητευόμενος μάγος Νέκραλ Χάλγκμουντ, εντόπισε, ή έτσι νόμισε, ένα ζευγάρι κόκκινα μάτια να τους παρακολουθούν από ένα θάμνο. Κατέβηκε με τον νάνο να ερευνήσει. Δεν ήταν κανείς στο θάμνο, αλλά ανάλυψανν σημάδια από οπλές στο έδαφος να κατευθύνονται βαθύτερα μέσα στο έδαφος. Ο Χέντρικ φώναξε από την άμαξα να προχωρήσουν και να μην χάνουν άλλο χρόνο. Δεν θα είχαν για πολύ ώρα φως, και καλύτερα να φτάσουν στο οίκημα μια ώρα αρχύτερα, δεν ήταν πολύ μακρυά τώρα. Όταν έφτασαν, βγαίνοντας σε ένα ξέφωτο, είδαν ότι το οίκημα να ορθώνεται μπροστά τους. Προστατευόταν από έναν τοίχο, τέσσερα μέτρα ψηλό, και μια ταφρο. Ένας φρουρός έκανε αργά την περιπολία του στην κορυφή του παραπετάσματος και ένας άλλος βρισκόταν στο σπιτάκι των φρουρών. Η πύλη ήταν κλειστή. Όταν είδαν την άμαξα, αντάλλαξαν χαιρετισμούς με τον Χέντρικ και άρχισαν σιγά σιγά να κατευθύνονται προς την πύλη να την ανοίξουν, αλλά τότε ακούστηκαν εχθρικές κραυγές από το δάσος. Πολλά πράγματα γίνανε ταυτόχρονα.

Μια ομάδα από τρεις κτηνάνθρωπους με κομμένα κέρατα, και έναν ακόμα αρκετά μεγαλύτερο με μεγάλα μυτερά κέρατα και κυνόδοντες βγήκε από την βλάστηση του δάσους, μεταξύ του βαγονιού και της πύλης. Μια ίδια ομάδα εμφανίστηκε αρκετά πίσω τους και πλησίαζε με γρήγορα και σταθερά βήματα. Μέσα από το δάσος ακουγόντουσαν κραυγές και κόρνες. Ο Χέντρικ, αμέσως ανέβηκε στο πίσω μέρος του βαγονιού, πάνω στα έπιπλα βγάζοντας ένα μαχαίρι, και βρίζοντας του φρουρούς που κάναν τόσο αργές κινήσεις και δεν άνοιγαν την πύλη. Οι φρουροί φώναζαν και αυτοί με την σειρά τους φωνάζοντας ότι δεν πρόκειται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του καταλύματος και ότι δεν θα ανοίξουν την πύλη όσο υπάρχουν κτηνάνθρωποι έξω. Ο νάνος τους καθησύχασε λέγοντας τους, ότι η πύλη θα ανοίξει πολύ σύντομα τότε, και με μια ακροβατική κίνηση, πήδησε από το βαγόνι και έφτασε τον γεροδεμένο κτηνάνθρωπο, καρφώνοντας του το τσεκούρι στα πλευρά του με μια ρευστή και αβίαστη κίνηση. Ο μάγος άρχισε να μαζεύει την μαγική του δύναμη, και το ξωτικό κατέβηκε από το βαγόνι και έμπηξε το μαχαίρι της στο λαρύγγι σε έναν εκ των τριών συνανθρώπων που περιστοίχιζαν τον μεγαλόσωμο (αργότερα έμαθαν ότι οι μεγαλόσωμοι κτηνάνθρωποι ονομάζονται Γκορ).

Ανακάλυψε ότι οι κτηνάνθρωποι γίνονται πολύ σιωπηλή όταν έχουν ένα μαχαίρι στο λαρρύγκι τους και αποφάσισε να κάνει το ίδιο και στον δεύτερο κτηνάνθρωπο. Ο μεγαλόσωμος κτηνάνθρωπος με μίσος, έγδαρε τον νάνο χρησιμοποιώντας τα νύχια του, κάνοντας του μια μεγάλη πληγή στο πόδι, την οποία ο νάνος ούτε που κατάλαβε μέσα στην έξαψη της μάχης. Αυτή θα ήταν και η τελευταία κίνηση που έκανε γιατί ο μάγος πέταξε ένα μαγικό βελάκι (άλλο να το λεω, και άλλο να το βλέπεις, είναι δύσκολο να το περιγράψω) στο μεγαλόσωμο κτηνάνθρωπο αποτελειώνοντας την δουλεία που είχε ξεκινήσει ο νάνος. Στην συνέχεια απανθράκωσε τον τρίτο κτηνάνθρωπο της πρώτης ομάδας. Ο φρουρός που ήταν στις επάλξεις άδειασε τα βέλη της Βαλίστρας του στην δεύτερη ομάδα, ξοδεύοντας αρκετό χρόνο στοχεύοντας, χωρίς όμως να πετύχει τίποτα.

Στην συνέχεια ο νάνος έτρεξε στην δεύτερη ομάδα, σκότωσε τον δεύτερο Γκορ και ο μάγος αποτελείωσε με φωτιά του υπόλοιπους, με την βοήθεια του ξωτικού. Είχαν ξεφύγει δύο όμως και κατευθύνονταν προς την ασφάλεια του δάσους. Ένας ήταν ιδιαίτερα τραυματισμένος από τις φλόγες του μάγου και πάνω στην εξάντληση και τον πόνο που ένιωθε από τα εγκαύματα, στραβοπάτησε σε μια ρίζα, έπεσε με το κεφάλι και δεν σηκώθηκε ποτέ. Ο άλλος συνέχισε να τρέχει και μόνο ο μάγος, τυφλωμένος από την αδρεναλίνη και την ένταση της μάχης συνέχισε να τον κυνηγάει τυφλά, χωρίς να σκέφτεται ότι μπορεί να τον οδηγεί σε παγίδα αγνοώντας τις απελπισμένες κραυγές του νάνου και του ξωτικού. Είχε παθιαστεί με την μάχη, κλασσικό φαινόμενο των οξύθυμων μάγων της Φωτεινής Τάξης. Αγνόησε τα τύμπανα που ακούγονταν από το δάσος, και απανθράκωσε και τον τελευταίο κτηνάνθρωπο και γύρισε προς το βαγόνι. Οι φρουροί είχαν ήδη ξεκινήσει να ανοίγουν την πύλη, αφού δεν υπήρχε πλέον ορατή απειλή, με την χαρακτηριστική τους ταχύτητα (ή μάλλον έλλειψη αυτής).

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Friday 23 July 2010

Ωφθαλμός αντί ωφθαλμού: Αι Τίμιαι Εργασίαι

Μια μέρα αργότερα και ένα σελίνι λιγότερο


Dramatis Personae

Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Μάρκλεφ, ξωτικό αγύρτης
Μπρουνχίλντα, ευγενές ξωτικό
Νέκραλ Χάλγκμουντ, μαθητευόμενος μάγος της Φωτεινής Τάξης






Τρία Ευγενή Ξωτικά και ένας Μαθητευόμενος Μάγος της Φωτεινής τάξης συναντιόνται στο πανδοχείο Το Φεγγάρι του Ναύτη στην πόλη Ούμπερσραϊκ. Θα μπορούσε να ήταν η αρχή ενός κακού ανεκδότου, και ποιος ξέρει? Ίσως στο τέλος όλοι να γελάσουμε. Όχι όμως τα τρία ξωτικά και ο μάγος. Με λιγοστά χρήματα, προσπαθούν να γεμίσουν το στομάχι τους με οποιοδήποτε τρόπο βρουν. Τα δύο ξωτικά, ο Μάρκλεφ και Ιρόνη είχαν γνοωριστή πριν λίγες μέρες στο Πανδοχείο το Φεγγάρι του Ναύτη. Προσπαθώντας να κερδίσει χρήματα ο Μάρκλεφ προκάλεσε την Ιρώνη σε μια παρτίδα χαρτιών με έπαθλο αρκετά ασημένια σελήνια. Ο Μάρκλεφ δεν είχε σκοπό να παίξει δίκαια. Είχε μάθει μερικά κόλπα για να κλέβει στα χαρτιά. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν ότι η Ιρόνη είχε ακριβώς τις προθέσεις. Χωρίς να πολυλογώ, το Ξωτικό που αποκαλούσε τον εαυτό του Μάρκλεφ, κατάφερε να κερδίσει 5 σελήνια από το Ξωτικό Ιρονι παίζοντας και κλέβοντας στο χαρτοπαίγνιο ‘Που είναι ο Ιερέας’. Στην συνέχεια η Ιρόνι έκλεψε πίσω τα λεφτά που έχασε, παίζοντας το ίδιο παιχνίδι, το έκλεψε σωστά και δίκαια, όπως αναφώνησε και ο Μάρκλεφ. Αφού είδαν ότι δεν πρόκειται να βγάλουν χρήματα κλέβοντας ο ένας τον άλλον αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, κλέβοντας τους υπόλοιπους και όχι μόνο.

Η Ιρόνη ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας Μάκαντερ. Μια οικογένεια ευκατάστατων ευγενών ξωτικών εμπόρων. Έφυγε από το νησί Ούλθουαν και επισκέφτηκε την Αυτοκρατορία για να δει περισσότερα από τον Παλαιό Κόσμο και να αποφύγει μια βαρετή ζωή με προκαθορισμένο μέλλον ως έμπορος. Κατά την διαμονή της στην Αλτντορφ σύχναζε στο Πανδοχείο ‘Τα Όπλα της Αυτοκρατορίας’ και έπαιζε χαρτιά στην ημι-παράνομη υπόγεια λέσχη του πανδοχείου. Ο παρικμασμένος ευγενής Λόρδος Καβλάουχεν Φον Σβάρτσενκαλτσεν όμως τελικά αποδείχτηκε καλύτερος στο κλέψιμο από ότι η Ιρόνι, με αποτέλεσμα να τις πάρει μέχρι και το δαχτυλίδι με το οικογενειακό έμβλημα του Οίκου Μάκαντερ. Άπορη πλέον, με μοναδικό εφόδια τα ρούχα που φοράει, το μαχαίρι της, μια τράπουλα με παραπανίσιες φιγούρες, δύο ζευγάρια ζάρια, το ένα ζευγάρι πειραγμένο, και αρκετή μνησικακία για τον Λόρδο Καβλάουχεν Φον Σβάρτσενκαλτσεν, αναγκάστηκε να ακολουθήσει ένα καραβάνι που πήγαινε στην πόλη Ούμπερσραϊκ, διασκεδάζοντας τους πλούσιους ταξιδιώτες ως κάνοντας τρικ με την τράπουλα και παίζοντας το ‘Που Είναι Ο Ιερέας’, και εκεί ήταν που γνώρισε τον Μάρκλεφ και τους υπόλοιπους.

Ο Μαθητευόμενος Μάγος Χαλγκμουντ ξεπουλούσε τις πυρομαντικές του τεχνικές για την διασκέδαση φαντασμένων ευγενών της πόλης Ουμπερσράηκ. Τα γέλια και οι κοροϊδίες που εισέπραττε ήταν περισσότερα από τα σελήνια που έβγαζε. Είχε αποφασίσει ότι δεν θα συνέχιζε αυτήν την απασχόληση καιρό. Εξάλου ο μέντοαρας του από το κολέγιο της μαγείας, τον είχε στείλει στον έξω κόσμο για να μάθει πως κάτι που δεν θα μάθενε διαβάζοντας τα βιβλία στις βιβλιοθήκες, και αυτό το κάτι σίγουρα δεν ήταν ο εξευτελισμός.

Το κάποτε υπερήφανο ξωτικό Μπρουνχίλντα διανυκτέρευε σε ένα μικρό δωμάτιο του πρώτου και μοναδικού ορόφου του πανδοχείου μαζί με δύο ποντίκια. Όταν είδα στο πανδοχείο τα άλλα δύο ξωτικά αποφάσισε να κάνει παρέα μαζί τους. Ήθελε και αυτή να γνωρίσει περισσότερα για την κουλτούρα των ανθρώπων. Στο νησί της Ούλθουαν άκουγε μόνο άσχημα πράγματα για την φυλή των ανθρώπων και ήθελε να τους γνωρίσει με τα δικά της μάτια για να σχηματίσει μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη. Όταν συνάντησε την Ιρώνη, της ήταν πια ξεκάθαρο ότι έπρεπε να την ακολουθήσει.

Ένα πρωινό, ο Σύνηρ Μάργκριτζ, ο πανδοχέας του Φεγγαριού του Ναύτη, φίλος του μέντορα του Νέκραλ, τον ενημέρωσε ότι η άμαξα που θα του έφερνε ένα δέμα που περίμενε από τον Μέντορα του στο Κολέγιο της Μαγείας, τον Μάγο Φιρμπόλους Ρεντστόουν, είχε καθυστερήσει μια μέρα. Στην ίδια άμαξα ήταν συνεπιβάτης και φύλακας ο Ρούντγκερ Άμπνετ. Ο Άμπνετ ήταν ένας από του λίγους φίλους που έκανε στην Ράικλαντ ο Μάρκλεφ.

Χωρίς να χάσουν χρόνο, αφού δεν είχαν και τίποτα καλύτερο να κάνουνο ο Μάρκλεφ και η παρέα του, μαζί με τον Νέκραλ ξεκίνησαν να βρουν την άμαξα ή τα ίχνη της. Και δεν βρήκαν μόνο ίχνη, αλλά και κτηνάνθρωπους του Χάους που την λεηλατούσαν. Κατά την διάρκεια της μάχης, αλλά και μετά, ήρθαν αντιμέτωποι με τον θάνατο, αλλά και την απληστία και την τσιριχτή φωνή του Κλάους Φον Ρόθσταην, έμπορα και επιβάτη της άμαξας. Κατάφεραν να σώσουν τον φύλακα της άμαξας Ρούντγκερ Άμπνετ, αλλά και να κλέψουν το πουγκί του νεκρού αμαξά. Στην άμαξα επενέβαινε ο Κλάους Φον Ρόθσταην που ήταν τρομοκρατημένος από την εμφάνιση των κτηνανθρώπων και κλειδαμπαρωμένος μέσα στην άμαξα. Η μετέπειτα εμφάνιση των Ξωτικών και του μάγου, δεν τον ενθουσίασε επίσης. Ήταν βλέπετε ένα στενόμυαλο πλάσμα, που μισούσε τις γυναίκες, τα ξωτικά, και τους μάγους. Και τους νάνους δεν χώνευε, αλλά ευτυχώς δεν έβλεπε κανέναν από αυτούς τριγύρω.

Αφου οι τυχοδιώκτες ξεπάστρεψαν με ευκολία τους κτηνανθρώπους προσπάθησαν να ανοίξουν την πόρτα της άμαξας, αλλά ο Κλάους είχε άλλες απόψεις. Ακολούθησε μια χρονοβόρα διαπραγμάτευση με τον Κλάους Φον Ροθστάην χωρίς να καταφέρουν να καταλήξουν κάπου. Αν και ο καιρος από βροχερός, γρήγορα μετατράπηκε σε κανονική καταιγίδα. Η ατμόσφαιρα στην άμαξα ήταν και αυτή τεταμένη, όπως και τα νεύρα των τυχοδιοκτών, ειδικά του μάγου που ήταν και οξύθυμος. Ακόμα δεν έχω συναντήση μάγο της Φωτεινής Τάξης που να μην είναι οξύθυμος .είναι η αλήθεια. Ένας μαγικός πίδακας φωτιάς ξεπήδησε από τα χέρια του Νέκραλ, και χτύπησε την πόρτα της άμαξας. Αργότερα ο Μαθητευόμενος Μάγος Χάλγκμουντ δικαιολογήθηκε ότι το έκανε έν βρασμό ψυχής. Τελικά συμφώνησαν με τον Κλάους να τους δώσει το δέμα που προοριζόταν για τον Νέκραλ με αντάλλαγμα έξη ασημένια σελήνια, την υπόσχεση να του επισκευάσουν την άμαξα και να τον προστατεύσουν στον γυρισμό για την πόλη του Ούμπερσράηκ. Η συμφωνία περιλάμβανε και τον όρο να αφηγηθούν έτσι τα γεγονότα ώστε να αναδειχτεί ο Κλάους ως ο Ήρωας της Ημέρας. Με αυτήν την ιστορία θα μπορούσε να αποκτήσει ακόμα περισσότερη πολιτική δύναμη παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως Ήρωα.

Κανένα από τα ξωτικά δεν αναρωτήθηκε τι ήταν μέσα στο δέμα. Και ο Χάλγκμουντ δεν θεώρησε σκόπιμο να τους ενημερώσει.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.