Sunday 8 August 2010

Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Επίλογος



Το επόμενο πρωί ο Λόρδος Ασάφενμπεγκ ξύπνησε νωρίς, αλλά δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Έχοντας άγνοια των χτεσινών γεγονότων, πήρε το καμπανάκι με το οποίου καλούσε την καμαριέρα και άρχισε να το κουνάει. Όμως η καμαριέρα του που θα του έφερνε το πρωινό αργούσε να έρθει. Συνέχισε να το κουνάει, περιμένοντας. Ήταν βολικός εργοδότης, ήθελε να πιστεύει, και μπορούσε να παραβλέψει, ακόμα και να συχωρέσει ορισμένα λάθη των υπηρετών του. Ειδικά από την Γκέρτυ. Η Γκέρτυ ήταν από τις πιο συμπαθείς καμαριέρες που δούλευαν για αυτόν. Ποτέ δεν του είχε κινήσει την υποψία, σε αντίθεση με αρκετούς από τους υπόλοιπους υπηρέτες. Μετά από αρκετή ώρα, άκουσε βήματα να ανεβαίνουν την σκάλα. Επιτέλους θα έπαιρνε το πρωινό του, σκέφτηκε. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, στο δωμάτιο του μπήκαν ο μάγος, το ξωτικό το οποίο είχε μια μεγάλη και άσχημη μελανία στο μισό της πρόσωπο, ο νάνος τον οποίο λόγο ύψους έβλεπε με δυσκολία από το κρεβάτι, και τελευταία η Γκέρτυ.

‘Όχι, όχι, δεν σας προσέλαβα να μου φέρνετε ΚΑΙ το πρωινό’, είπε ο Λόρδος, ‘Μόνο για τα έπιπλα και εκείνη την άλλη δουλίτσα, ξέρετε’. Ο Λόρδος απέφευγε να πει τις υποψίες του μπροστά στην Γκέρτυ, τουλάχιστον όχι ακόμα. Άρχισε να σηκώνετε από το κρεβάτι, αλλά τον διέκοψε ο μάγος.

‘Καλύτερα μείνετε ξαπλωμένος, έχουμε κάτι να σας πούμε, τίποτα το πολύ ανησυχητικό, αλλά…’

‘Τι συνέβη?’ Ρώτησε ο λόρδος, πιο πολύ από περιέργεια, παρά από ανησυχία. ‘Χαχα, παρακοιμήθηκα μαγείρισσα και δεν ετοίμασε τα πρωινά? Το συνηθίζει, έχει ξέρετε ένα πρόβλημα το αλκοόλ”

‘Βασικά η μαγείρισσα δεν παρακοιμήθηκε απλώς. Πως να το πω. Να, ας πούμε τώρα κοιμάται με τον Μορρ’ πρόσθεσε ο Νέκραλ κάπως διπλωματικά.

‘Κοιμάται με τον Μορρ? Δηλαδή είναι νεκρή?’ Δεν μπορούσε να το πιστέψει ο Λόρδος. Από την άλλη η Κάρλα είχε σοβαρό πρόβλημα με τον αλκοολισμό. Όλα ήταν πιθανά.

‘Ναι, αναγκάστηκα να την σκοτώσω.’ Πρόσθεσε με περηφάνια ο μάγος.

‘Τι? Την σκότωσες?’, είπε ο λόρδος σαν να μην πίστευε στα αυτιά του.

‘Ε ναι, δεν σου είπα όμως ότι αυτή ήταν είχε βάλει το υπνωτικό Σλαφ στο δείπνο’.

‘Υπνοτικό?’

‘Ναι, έβαζε καιρό τώρα υπνωτικό στα φαγητά σας για να είστε κοιμισμένοι και να μην είστε παρατηρητικοί. Για αυτό οι περισσότεροι υπηρέτες σου ήταν οκνηροί. Αυτές ήταν οι εντολές που τις έδινε η αίρεση της’.

‘Αίρεση? Πια αίρεση! Μα τι λες?’ Είπε ο λόρδος

‘Η αίρεση του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού. Χτες είχαν σκοπό να κάνουν ανενόχλητοι την δαιμονική τελετή, αλλά δεν μπορούσαν γιατί είχα το δαιμονικό βιβλίο και προσπάθησαν να μου το πάρουν’.

‘Πιο δαιμονικό βιβλίο? Και γιατί έφερες δαιμονικό βιβλίο μαζί σου!’ Φώναξε τρομαγμένος ο Λόρδος.

‘Δεν το έφερα, το βρήκα στην βιβλιοθήκη της έπαυλης’.

‘Στην βιβλιοθήκη της έπαυλης?’ Όλα αυτά είχαν αρχίσει να ανχώνουν τον λόρδο.

‘Μάλλον τα διάβαζε ο βιβλιοθηκάριος ο Γκέηζαλς, αλλά είναι και αυτός νεκρός. Τα βιβλία τα πήρα εγώ να τα παραδώσω στο Κολέγιο της μαγείας, οπότε όλα καλά’. Είπε ο μάγος. Του φαινόταν διασκεδαστικό που ο λόρδος επαναλάμβανε ότι έλεγε σε μορφή ερώτησης.

‘Είναι νεκρός και ο βιβλιοθηκάριος?’ Ο Λόρδος άρχισε να νομίζει ότι όλα αυτά είναι ένα άσχημο όνειρο.

‘Ναι, ήταν και αυτός μέλος της αίρεσης του Πήρσον’.

‘Η αίρεση ήταν του Πήρσον?’ Ο Πήρσον ήταν ο αρχιμπάτλερ του λόροδυ.

‘Σου είπα, η αίρεση του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού. Αλλά μην ανυσηχείς, είναι νεκρός και ο Πίρσον, οπότε μάλλον αυτό είναι το τέλος της αίρεσης, οπότε όλα καλά’.

‘Και ο Πήρσον είναι νεκρός? Πώς?’

‘Τον σκοτώσαμε και αυτόν μαζί με την μαγείρισσα και τον Γιατρό. Μην ανησυχείς’. Πετάχτηκε ο νάνος που ήθελε εδώ και ώρα να προσθέσει και αυτός κάτι στην συζήτηση. Ο Μάγος έγνεψε καταφατικά.

‘Ο Γιατρός? Τι, ήταν μέλος της αίρεσης και αυτός?’

‘Ναι, ναι’ είπε χαρούμενος ο Νέκραλ. ‘Και ο φρουρός ο Πίτερ, μην τον ξεχνάς αυτόν.’

‘Τι? Τον σκοτώσατε και αυτόν?’ Ρώτησε ο λόρδος. Όλα ήταν πιθανά πια.

‘Όχι, τον σκότωσε ο Άλμπρεχτ ο αμαξάς’, τον διόρθωσε ο νάνος

‘Α, μπράβο του, τουλάχιστον ο αμαξάς δεν ήταν μέλος της αίρεσης’.

‘Όχι, ήταν μέλος της αίρεσης’, τον διόρθωσε ο Μάγος. ‘Κατά λάθος σκότωσε τον φρουρό, εμάς σημάδευε, αλλά αστόχησε’.

‘Και τον αιχμαλωτίσατε τον αμαξά μετά? Γρήγορα να τον ανακρίνουμε.’ Ο Λόρδος ήθελα να φτάσει στον πάτο του μυστηρίου.

‘Α, ο αμαξάς απέδρασε, αλλά επειδή εξω ήταν αρκετοί κτηνάθρωποι, δεν θα μου έκανε εντύπωση αν τον έχουν πιάσει και αυτόν πριν μας επιτεθούν’, είπε ο Νέκραλ με πολύ καθησυχαστικό τόνο.

‘Κτηνάνθρωποι?!?, αναφώνησε απορημένος ο Λόρδος. Σίγουρα έβλεπε ακόμα ένα κακό όνειρο.

‘Ναι, μάλλον η παρουσία του πίνακα του χάους, δρούσε ως φάρος για αυτούς και τους προσελκούσε στην έπαυλη.’

‘Ποιος δαιμονικός πίνακας!’ Είπε τρομαγμένος ο Λόρδος. Υπήρχαν δαιμονικοί πίνακε στην έπαυλή του και δεν το ήξερε?

‘Αυτός που κατάπιε τον Ανδρέα Φον Μπρούνερ, ήταν στο αίθουσα πίσω από την τραπεζαρία κριμένος κάτω από μια γαλάζια κουρτίνα’.

‘Κατάπιε τον Φον Μπρούνερ? Μα την ανάσα του Σϊγκμαρ, τι ακούω?’

‘Είναι γεγονός ότι πρέπει να ερευνήσουμε όταν πάμε στο Ούμπερσράηκ τι σχέση έχουν οι Μπρούνερ με τον Πίρσον’, είπε ο Μάγος, δίνοντας λόγια στην σκέψη του, και σύνεχισε.

‘Ναι, εκεί είχαν βάλει να κάθετε και ο σιδεράς ο νάνος Κόρντεν Κόργκασον με το ζόρι. Να κοιτάει τον πίνακα με τις ώρες μέχρι να τρελαθεί, για να τον τρελάνουν, αλλά τέρμα αυτά. Τον πίνακα τον πήραν οι κτηνάνθρωποι, αλλά και να μην τον έπαιρναν όλοι οι πιστοί της αίρεσης είναι νεκροί. Εκτός ίσως από τον Άλμπρεχτ. Οπότε, όλα καλά’

‘Πως πήραν τον πίνακα?’ Ρώτησε ο λόρδος, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να ακούσει την απάντηση.

‘Ε, μπήκαν στην έπαυλη, πήγαν στο υπόγειο, στην μυστική αίθουσα που γινόντουσαν οι ιεροτελεστείες, σκότωσαν τους υπόλοιπους πιστούς, πήραν τον πίνακα και έφυγαν. Τουλάχιστον δεν σκότωσαν την Γκέρτυ που οι πιστοί θελαν να την θυσιάσουν. Να τη, εδώ είναι, μια χαρά, σώα και αβλαβή’, είπε ο Νέκραλ, δείχνοντας την Γκέρτυ, η οποία χαμογέλασε ντροπαλά στον Λόρδο. ‘Οπότε, όπως είπα, όλα καλά.’

‘Μισό λεπτό’, είπε ο Λόρδος, ‘Κάτσε να δω αν κατάλαβα καλά’. Πήρε βαθιά ανάσα. ‘Ο Πίρσον, ο αρχηγός της αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού, για κάποιο λόγο, έφερε έναν δαιμονικό πίνακα στην έπαυλη, προσηλύτισε τον Ανδρέα Φον Μπρούνερ και τους πιο πολλούς υπηρέτες. Μετά ο πίνακας κατάπιε τον Ανδρεα Φον Μπρούνερ, ήρθα εγώ, ο Πίρσον συνέχισε τις τελετές, μετά έφερα εσάς, την ίδια μέρα που ο Πίρσον θα προσπαθούσε να κοιμίσει όσους δεν ήταν πιστοί, και με την βοήθεια του πίνακα, των δαιμονικών βιβλίων στην βιβλιοθήκη, και την θυσία τις Γκέρτυ θα καλούσε ένα δαίμονα. Αλλά προλάβατε να σκοτώσετε τους μισούς από αυτούς, τους άλλους μισούς οι κτηνάνθρωποι, ο αμαξάς όμως δραπέτευσε. Ο Γιατρός, η Μαγείρισσα, ο Πίρσον, ο βιβλιοθηκάριος, οι περισσότεροι φρουροί και σχεδόν όλοι οι υπηρέτες είναι νεκροί είτε από εσάς, είτε από τους κτηνάνθρωπους, και το οίκημα έχει υποστεί ζημίες από τις μάχες. Ξεχνάω τίποτα?

‘Τον κηπουρό! Ήταν μέλος της αίρεσης και αυτός. Είχε φυτέψει το βότανο με το οποίο παρασκεύαζαν τον υπνωτικό, το Σλαφ. Αλλά τον σκοτώσαμε και αυτόν!’ Πετάχτηκε το ξωτικό, αλλά το μετάνιωσε. Και μόνο που άνοιξε το στόμα τις, ένας πόνος διαπέρασε το σαγόνι της που μάλλον το είχε ραγίσει.

‘Α, νεκρός και ο κηπουρός’, είπε ο Λόρδος, χωρίς να του προκαλεί εντύπωση η τελευταία αποκάλυψη. ‘Εγώ σας φώναξα εδώ να ξεδιαλύνετε το μυστήριο. Όχι να ξεπαστρέψετε όλο το προσωπικό! Τι ‘όλα καλά μου λέτε’!’

‘Όλα καλά γιατί δεν σκοτώθηκε ο Κλάους’, είπε η Ιρόνη, αλλά μάλλον δεν το εννοούσε.

‘Οχι, όχι,’ διόρθωσε ο μάγος, ‘όλα καλά, γιατί τώρα θα μπορείς να επιστρέψεις στην Ούμπερσράηκ λέγοντας πως κατάφερες να καταστρέψεις μια αίρεση’, και λίγο βιαστικά πρόσθεσε, ‘με την βοήθεια μας’. Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε, ‘επίσης οι Μπρούνερ θα σου έχουν ευγνωμοσύνη, και σε εμάς βέβαια, που ανακάλυψες τι απέγινε ο Ανδρέας Φον Μπρούνερ. Και μάλιστα θα σου κρατούν ακόμα μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη αν δεν αποκαλύψεις ότι κάποιο μέλος των Φον Μπρούνερ είχε ανακατευτεί με την Αίρεση αυτή!’.

‘Ναι σωστά’, είπε ο Λόρδος, αλλά ακόμα φαινόταν να μην έχει πειστεί, ‘Βέβαια όλα αυτά είναι μακροπρόθεσμα οφέλη. Για την ώρα έχω να μιλήσω στις αρχές, να κανονίσω κηδείες, να μιλήσω στους συγγενείς των θυμάτων, και να κάνω επισκευές στην οικία. Δεν είμαι κανένας πλούσιος λόρδος που πνίγεται στα χρήματα ξέρετε’,

‘Ναι, αλλά σκέψου τι θα είχε γίνει αν δεν μας είχες φωνάξει’, είπε ο Νάνος αγανακτισμένος. ‘Το πιο πιθανό να ήσουν τώρα το γεύμα κάποιου δάεμονα!’.

Ο Λόρδος χλόμιασε. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. ‘Ναι, μάλλον έχετε δίκιο, και υποθέτω σας χρωστάω την και εγώ με την σειρά μου την ευγνωμοσύνη μου’, αποφάσισε ο λόρδος. ‘Πολύ καλά, θα σας πληρώσω άλλα 6 ασημένια σελήνια στον καθένα σας, για την σημερινή μέρα, και 30 σελίνια μπόνους σύνολο. Και αν χρειαστείτε κάποια συστατική επιστολή για άλλους λόρδους, θα σας την δώσω’. Και με την τελευταία του λέξη έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Θα ήταν πολύ δύσκολη η σημερινή μέρα και αποφάσισε να κοιμηθεί άλλες λίγες ώρες για να πάρει δυνάμεις.

Την επόμενη μέρα, η καμαριέρα Γκέρτυ έδωσε την παραίτηση της στον λόρδο, ο οποίος την δέχτηκε.
Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει που ήθελε να φύγει μακριά από αυτήν την έπαυλη. Του έκανε όμως εντύπωση το βλέμμα λατρείας που έριχνε στον Νέκραλ όλη την ώρα. Οι τυχοδιώκτες, αφού βοήθησαν στο συμμάζεμα της έπαυλης και στην ταφή των νεκρών, ξεκίνησαν για την επιστροφή στην Ούμπερσράηκ. Σε όλη την διαδρομή ο Κλάους γκρίνιαζε συνεχώς, αλλά οι τυχοδιώκτες είχαν μάθει να τον αγνοούν. Η Ιρώνη του ζήτησε να την προμηθεύσει ένα τόξο γιατί είχε αποφασίσει να αποφεύγει τις μάχες σώμα με σώμα από εδώ και πέρα. Ο Κλάους βλέποντας το ενδεχόμενο να βγάλει εύκολο κέρδος της υποσχέθηκε ότι μόλις φτάσουν στην πόλη θα επικοινωνούσε με τις επαφές του για να δει τι μπορεί να κάνει.

Μετά το χωρίο Γκέησμπαχ, ο Μάγος μαζί με την Γκέρτυ πήραν άλλο δρόμο από του υπόλοιπους τυχοδιώκτες. Οι πρώτοι πήγαν στην πρωτεύουσα της Ρέηκλαντ, στην πόλη Αλτντορφ, για να δώσουν το δαιμονικό βιβλίο στο κολέγιο μαγείας, και ο νάνος με το Ξωτικό και τον Κλάους, συνέχισαν τον δρόμο τους για την πόλη Ούμπερσράηκ.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Friday 6 August 2010

Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Η Αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού


 
Ο Μάγος, τρικλίζοντας έτρεξε προς την έπαυλη. Όλα γύριζαν γύρω του. Δεν είχε συνέλθει ακόμα από την αναστροφή του μαγικού ανέμου. Μπήκε στην έπαυλη ανέβηκε τις σκάλες και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του λόρδου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και δεν άκουγε τίποτα από μέσα. Φοβήθηκε ότι είχε φτάσει πολύ αργά. πήρε θάρρος για το θέαμα που τον περίμενε και μπήκε μέσα. Ο Λόρδος ήταν όπως τον είχε αφήσει. Κοιμόταν στο κρεβάτι με τα ρούχα. Την ίδια στιγμή άκουσε φωνές και κραυγές. Οι ήχοι προέρχονταν πίσω από την βιβλιοθήκη. Κοίταξε στο πάτωμα και είδε γρατσουνιές, σαν κάποιος να είχε σπρώξει πολλές φορές το έπιπλο δεξιά και αριστερά στο παρελθόν. Έσπρωξε την βιβλιοθήκη προς την μεριά των γρατζουνιών στο πάτωμα και από πίσω της ανακάλυψε ένα μυστικό πέρασμα που ούτε ο Λόρδος δεν θα ήξερε ότι υπήρχε. Το ακολούθησε. Μόνη πηγή φωτός μια μαγική φλόγα που άναψε ο ίδιος ο Νέκραλ βλέπει και να μην στραβοπατήσει όπως τότε στο Κολέγιο Μαγείας όταν είχε χαθεί στα μπουντρούμια. Έφτασε στην αίθουσα που είχε επισκεφτεί το πρωί, αυτή με το σημάδι του χάους στο πάτωμα, που είχε επισκεφτεί χτες. Το πάτωμα όμως τώρα ήταν γεμάτο αίματα, κουφάρια υπηρετών και τα απομεινάρια του κάδρου του πίνακα του Δαιμονικού Ματιού. Πάνω στο βωμό ήταν δεμένη και φιμωμένη, η Γκέρτυ Χόχεν, μια από τις υπηρέτριες του λόρδου Ασάφενμπεργκ. Ο Νέκραλ την έλυσε και η Γκέρτυ, με δάκρυα στα μάτια, τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε. Αργότερα ήρθαν και οι υπόλοιποι τυχοδιώκτες. Η μάχη με τους εναπομείναντες κτηνάνθρωπους ήταν εύκολη. Το ηθικό των κτηνανθρώπων είχε σπάσει ύστερα από τον θάνατο του Κτηνάνθρωπου και τράπηκαν γρήγορα σε άτακτη φυγή.
Ο Μάγος κατέβηκε στην αίθουσα του δείπνου με γοργά βήματα. Βρήκε τους υπόλοιπους εκεί, να συζητάνε πίνοντας Μπράντυ με τον γιατρό και τον κηπουρό. Η μαγείρισσα είχε έρθει να πάρει τα πιάτα. Ο Πίρσον έκανε νόημα στον μάγο να τον ακολουθήσει στην άκρη του δωματίου, εκεί που ήταν το έπιπλο με τα ποτά, για να μιλήσουν μόνοι.

Του σέρβιρε ένα ποτήρι μπράντυ. ‘Με πληροφόρησε ο βιβλιοθηκάριος ότι έχεις στην κατοχή σου ορισμένα βλάσφημα βιβλία’, είπε ο Πίρσον. Ο Νέκραλ ς δεν το αρνήθηκε και ο Πίρσον συνέχισε. ‘Πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι που δεν έχω πει σε κανένα. Το λέω σε εσένα γιατί κάθε λεπτό που περνάει είναι πολύτιμο. Εργάζομαι σε αυτό το οίκημα πολύ πριν έρθει ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ, για την ακρίβεια από την εποχή του Λόρδου Ανδρέα Φον Μπρούνερ’. Ο Νέκραλ δεν απάντησε. Περίμενα να δει που θα το κατέληγε. Ο Φον Μπρούνερ είχε εξαφανιστεί από την έπαυλη πριν 1 χρόνο. ‘Ο Ανδρέας είχε μπλέξει με μια αίρεση, την Αίρεση του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού’, συνέχισε απτόητος ο Πίρσον. ‘Καθόταν στην άλλη αίθουσα, την αίθουσα του Πίνακα, και κοίταγε τον πίνακα επί ώρες, έχανε την αίσθηση του χρόνου. Και ήρθε η μέρα, που δεν βγήκε ποτέ από την αίθουσα. Σαν να τον κατάπιε ο πίνακας!’ Όσο περισσότερο μίλαγε ο Πίρσον, τόσο πιο σίγουρος γινόταν ο Νέκραλ ότι έμπλεκε την αλήθεια με ψέματα. Ο Πίρσον συνέχισε. ‘Εκείνη την εποχή με πλησίασε ένας Κυνηγός Μαγισσών, πράκτορας της Τάξης του Σίγκμαρ, ο … μμμ πως τον λέγαν…. ο Μπομπ Σουγκαρπαντς, ναι αυτός! Και μου ανέθεσε την αποστολή να βρω στοιχεία για την αίρεση αυτή. Μου είπε ότι η έρευνα μου είναι για το καλό της Αυτοκρατορίας!’. Ο Νέκραλ ήταν σίγουρος ότι επινόησε το όνομα εκείνη την στιγμή. ‘Ο κύριος Σούγκαρπαντς επίσης μου είπε, όχι, με διέταξε, να συλλέξω και να του παραδώσω όποιο βλάσφημο βιβλίο πέσει στην αντίληψη μου! Το τάγμα του Σίγκμαρ θα το κατέστρεφε, και ο οίκος Φον Μπρούνερ θα μου χρωστούσε χάρη που κατάφερα να καθαρίσω το όνομα τους’. ‘Κατάλαβα’, είπε ο Νέκραλ ‘Και από εμένα τι θες? Εγώ είμαι εδώ για να μεταφέρω τα έπιπλα του Λόρδου?’ ‘Μα μην κοροϊδευόμαστε κύριε Νέκραλ. Δεν νομίζω ο Λόρδος θα φώναζε έναν Μάγο μόνο για να του μεταφέρει τα έπιπλα. O γιατρός μου είπε ότι ήδη ανακαλύψατε τον πίνακα και τον αφήσατε στον ναό. Πολύ σωστή κίνηση οφείλω να ομολογήσω. Αλλά και ο βιβλιοθηκάριος μου είπε ότι βρήκατε κάποια βλάσφημα βιβλία! Πρέπει να μου τα δώσετε για να τα παραδώσω στον τέτοιον, τον… τον Μπομπ!’ ‘Δεν βρήκα τίποτα βιβλία’, μπλοφάρει ο Νέκραλ. Τότε ακούει την πόρτα της αίθουσας να κλειδώνει από τον φρουρό που είχε επιστρέψει. Αν θυμόταν καλά τον έλεγαν Πίετερ Κοχ, και ήταν αυτός που πήγε το φαγητό στους υπόλοιπους στο φρουραρχείο. Τα αποφάγια που έφερνε ήταν από… χοιρινό! ‘Δεν μου δίνεις άλλη επιλογή, εσύ μου σπρώχνεις το χέρι!’ Φωνάζει ο Πίσρον για να τον ακούσουν όλοι στην αίθουσα. ‘Πιστοί του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού, αλλάξτε την Πίστη στους άπιστους!’.

Ταυτόχρονα όλοι όσοι είχαν παραμείνει στην τραπεζαρία σηκώθηκαν. Εκτός του Χέντρικ που κοιμόταν μέσα στην πουτίγκα του, και του σαστισμένου Κλάους του έμπορου, που προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνετε. Η οργή ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο όσων σηκώθηκαν. Ο Πίρσον άρχισε να μουρμουρίζει αποκρυφιστικές προσευχές που είχαν άσχημη επίδραση στην πνευματική διαύγεια των τυχοδιωκτών. Η μαγείρισσα Κάρλα άδραξε την ευκαιρία, έβγαλε από την ζώνη της ένα μπαλτά, ο γιατρός ένα χειρουργικό νυστέρι. Ο Πίετερ, ο φρουρός, και ο κηπουρός από ένα μαχαίρι ο καθένας. Ο Άλμπρεχτ ο αμαξάς εμφάνισε ένα μουσκέτο από τον κόρφο του, από αυτά που έχουν συνήθως οι αμαξάδες για την ασφάλεια τους όταν κάνουν δρομολόγια. Έστρεψε το μουσκέτο προς τον νάνο, αλλά ο Πίρσον ήταν στην μέση. Ο Χέντρικ, παρέμεινε ναρκωμένος μέσα στην πουτίγκα, και ο Κλάους Φον Ροθστάην είχε ασπρίσει και κοκαλώσει στην θέση του. Ο νάνος πετάχτηκε και αυτός όρθιος μαζί με την Ιρόνη, με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το τσεκούρι του και το κάρφωσε στο στομάχι του Πίερσον. Η μαγείρισσα, με τυφλό μίσος χτυπάει με τον μπαλτά την πλάτη του μάγου. Ο Μάγος αποτραβιέται μακριά της και αγνοώντας τον πόνο καταφέρνει να επικαλέσει τον μαγικό άνεμο Άσκι, και βιαστικά τον απελευθερώνει εκτοξεύοντας ένα Μαγικό Βέλος που καρφώνεται στο κεφάλι της Κάρλας. Το άψυχο κουφάρι της χτυπάει στον τοίχο και σωριάζετε στο πάτωμα. Η Ιρόνη με μια κίνηση βρίσκετε πίσω από τον Γιατρό, και του χώνει το μαχαίρι της στα πλευρά του. Η κραυγή του γιατρού είναι εκκωφαντική και θα σήκωνε στο πόδι όλη την έπαυλη αν αυτοί που κοιμόντουσαν δεν ήταν ήδη ναρκωμένοι. Ο φρουρός και ο κηπουρός πέφτουν πάνω στον Νέκραλ για να τον ακινητοποιήσουν και ο Πίρσον, αγνοώντας την πληγή στο στομάχι του και τα έντερα του που κρέμονταν αρχίζει να επικαλείται τις Καταστροφικές Δυνάμεις δείχνοντας τον μάγο. ‘Δώστε μου Δύναμη να αναπροσαρμόσω την Σάρκα του άπιστου κατ’ εικόνα και ομοίωση του Νάργκλ, του θεού της διαστροφής και της μετάλλαξης!’ φωνάζει ο Πίρσον και παράξενα χρώματα αναπηδούν από το χέρι του.

Ο Νέκραλ ένιωσε την σάρκα του να μυρμηγκιάζει, και τους μυς του να συσπώνται. Μυς που δεν γνώριζε, σε μέρη που δεν ήξερε ότι υπήρχαν. Ξαφνικά τα χρώματα χάθηκαν και ο Πίερσον σοργίαστηκε στο έδαφος χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώση το ξόρκι του. Πίσω του ήταν η Ιρόνη που καθάριζε μαχαίρι της, που μόλις είχε μπήξει στην πλάτη του Πίρσον. Ο αμαξάς χάνει την αυτοσυγκράτηση του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πέθανε ο αρχηγός της αίρεσης του. Πιέζει την σκανδάλη του μουσκέτου του προς το μέρος της Ιρόνη, χωρίς να τον νοιάζει ποίον άλλο θα πάρουν τα σκάγια. Η Ίρόνη έκανε μια απεγνωσμένη βουτιά για να καλυφθεί, και τα σκάγια ίσα που την έξυσαν, το δερμάτινο πουκάμισό της όμως άρχιζε να κοκκινίζει και θα χρειαζόταν και ράψιμο, πέρα από το πλύσιμο. Ο φρουρός πίσω της, έπιασε την κοιλιά του. Η κίνηση αυτή του προκάλεσε έντονο πόνο και απομάκρυνε τα χέρια του από το σημείο του σώματος του που ακουμπούσε. Τα χέρια του ήταν κόκκινα. Σωριάστηκε στο έδαφος όταν κατάλαβε ότι τον είχαν διαπεράσει τα σκάγια του μουσκέτου.

Ο αμαξάς δεν είχε υπολογίσει ότι τα πράγματα θα πήγαιναν έτσι. Έκανε έναν γρήγορο απολογισμό της κατάστασης. Ο Πίερσον κειτόταν νεκρός δίπλα από τα έντερα του, η μαγείρισσα νεκρή και αυτή στην άλλη μεριά του δωματίου και δίπλα της νεκρός και ο γιατρός και ο φρουρός (ο τελευταίος από το μουσκέτο του, πρόσθεσε). Στην λίστα συμπλήρωσε και τον κηπουρό που μόλις δέχτηκε ένα θανατηφόρο χτύπημα από τον νάνο. Τότε ο Άλμπρεχτ έκανε την πρώτη του σωστή κίνηση και στραγήγημα. Πήδησε μέσα από το παράθυρο, έπεσε στον κήπο και έτρεξε σαν διάβολος δαέμονας προς τα τείχη. ‘Μάγε, σε καθιστώ υπεύθυνο για όσα μέλη της Αίρεσης μου χάθηκαν! Αν είχες επιστρέψει το βιβλίο μας, τώρα ο Πίρσον θα ζούσε και θα λατρεύαμε τον Αφέντη Δάεμονα που θα είχαμε επικαλέσει! Δεν θα σε ξεχάσω όσο ζωωωω’ απείλησε ο Άλμπρεχτ και χάθηκε στην νύχτα.

Πίσω στην αίθουσα του δείπνου, ο Κλάους Φον Ρόθσταην δυστυχώς βρήκε την φωνή του και άρχισε να τσιρίζει για βοήθεια. Ο Νάνος έκλεισε τα αιτία του και ο μάγος σάστισε από την διαπεραστικότητα της τσιρίδας. ‘Σκασμός’ του είπε η Ιρόνη και του έριξε ένα σκαμπίλι για να ηρεμήσει. ‘Μα! Μα κάθε φορά που σας βλέπω, κινδυνεύει η ζωή μου. Το μόνο που μας λείπει τώρα είναι μερικοί κτηνάνθρωποι’, είπε ο Κλάους όταν συνήλθε, τρίβοντας το μάγουλο του. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και από το έξω, πέρα από το σπασμένο παράθυρο άρχισαν να ακούγονται κτηνώδη ουρλιαχτά, τύμπανα και γαβγίσματα. Ο Κλάους άρχισε να τσιρίζει πάλι και η Ιρόνη αναγκάστηκε να του ρίξει άλλο ένα σκαμπίλι. ‘Πρέπει να την κόψεις αυτήν συνήθεια. Έχει αρχίσει να με πονάει το χέρι μου’, του είπε. Ο Κλάους έβαλε το ένα χέρι του στο μάγουλο του που είχε γίνει κατακόκκινο και με το άλλο έκλεισε το στόμα του. Αφού έδεσαν την πληγή του μάγου, και ανάκτησαν τις δυνάμεις τους, βγήκαν και αυτοί από το παράθυρο για να ερευνήσουν τι γίνεται έξω. Στα αριστερά τους, λίγο πιο μακριά από την κεντρική είσοδο της έπαυλης, ήταν η μεγαλύτερη ομάδα κτηνανθρώπων που είχαν δει ποτέ συγκεντρωμένη σε ένα μέρος. Δώδεκα Ούνγκορς, το κατώτατο είδος κτηνάνθρωπων, αυτό που δεν έχει καν ολόκληρα κέρατα. Ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες και πολέμαγαν τρεις φρουρούς που είχαν ξυπνήσει με το ζόρι από τον λήθαργου του δηλητηρίου. Πιο δίπλα ήταν τρεις Γκορς, μεγαλύτεροι από τους Ούνγκορς και με μεγάλα κέρατα, πολέμαγαν τον Αρχηγό της φρουράς, τον κυνηγό Όλβερ και τα τρία σκυλιά από την Τιλέα. Τέλος, τεράστιος Γκορ Πολέμαρχος έδινε εντολές και μόλις είδε τους τυχοδιώκτες άρχισε να τους πλησιάζει απειλητικά. Τρεις Γκορ, τον ακολουθούσαν. Ο Πολέμαρχος φόραγε μια σκουριασμένη αλυσιδωτή πανοπλία, και όλοι κράταγαν τσεκούρια ή ρόπαλα. Η θέα του πελώριου Πολέμαρχου (είχε το ύψος τεσσάρων νάνων) έκανε τους τυχοδιώκτες να χάσουν το θάρρος τους για μια στιγμή. Μόλις ανασυγκροτήθηκαν οι τυχοδιώκτες, έσπευσαν να τους αναχαιτίσουν τους αντιπάλους τους.

Ο Μάγος έμεινε πίσω, μάζεψε τον Άσκυ, τον άνεμο της μαγείας του και ταυτόχρονα φώναξε στους υπόλοιπους τυχοδιώκτες: ‘Μην τους αφήσετε να μπουν στην έπαυλή, πρέπει να προστατεύσουμε τον Λόρδο’, και συνέχισε μουρμουρίζοντας ‘…αν θέλουμε να πληρωθούμε στο τέλος’. Κάτι δεν πήγε καλά όμως. Eνώ συγκέντρωνε τα αποθέματα της μαγείους του ανέμου Ασκυ, έχασε την αυτοσυγκέντρωση του και η μαγεία παλινδρόμησε. Ο άνεμος της μαγείας εκφορτίστηκε στα μούτρα του κυριολεκτικά, τα κόκαλα του κροτάλισαν και ο Νέκραλ έπεσε στα γόνατα με τις παλάμες του να ακουμπάν στο έδαφος. Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας μάταια να διώξει τις λάμψεις από την όραση του. Το ξωτικό και ο νάνος τρομοκρατήθηκαν από την απότομη εκπυρσοκρότηση μαγείας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο μάγος χειριζόταν την μαγεία πλημμελώς και απερίσκεπτα. Αν κατάφερναν να βγουν ζωντανοί από το καταραμένο κυνηγετικό οίκημα, θα είχαν μια μακροσκελή συζήτηση μαζί του.



Αυτό όμως θα γινόταν κάποια άλλη στιγμή. Τώρα προτεραιότητα είχαν οι Ουνγκορς, Γκορς, και ο πολέμαρχος που ήταν μπροστά τους. Ο Νάνος και το Ξωτικό όρμηξαν στον πελώριο Πολέμαρχο, αγνοώντας το ένστικτο αυτοσυντήρησης τους. Φώναξαν τις πολεμικές ιαχές τους των φυλών τους για να πάρουν κουράγιο ενώ κάναν έφοδο προς τον τρίμετρο αντίπαλο. ‘Για το Ούλθουαν και τον Βασιλέα-Φοίνικα!!’ φώναξε το ξωτικό. ‘Δόξα στα Ορυχεία του Κάρακ-Άλγκαραζ και στα τιμημένα καμίνια των προγόνων μου!’ Ολοκλήρωσε ο νάνος, φροντίζοντας να συμπεριλάβει περισσότερα ορόσημα από το ξωτικό, έτσι για φιγούρα. Ο Πολέμαρχος απέκρουσε το τσεκούρι του νάνου. Η Ιρόνη, πιο πολύ από τύχη παρά από επιδεξιότητα, κατάφερε να τον χαρακώσει, χωρίς να του κάνει ιδιαίτερη ζημιά. Ο Πολέμαρχος εξοργίστηκε, σήκωσε το τεράστιο χέρι του, το οποίο ακολούθησε μια ελλειπτική και επιταχυνόμενη τροχιά με προορισμό το πρόσωπο του Ξωτικού. Ακούστηκε ένα ηχηρό ‘κπλαφ’, και το ξωτικό απογειώθηκε, συνεχίζοντας την πορεία που είχε ξεκινήσει το χέρι του Πολέμαρχου. Όταν η Ιρόνη έμενε στο (ε)ξωτικό νησί Ούλθουαν, έβλεπε τα πουλιά που πετούσαν από κλαδί σε κλαδί και ονειροπολούσε πως θα ήταν να είχε φτερά. Ίσως μάθαινε κάποια άλλη φορά, αλλά όχι τώρα γιατί είχε λιποθυμήσει πολύ πριν προσγειωθεί στο έδαφος και δεν μπόρεσε να απολαύσει την αίσθηση της πτήσης. Ο Κλάους, ο λιπόψυχος χοντρέμπορος (με όλη την σημασία της λέξης), κοιτούσε με τρόμο όσα συμβαίνουν γύρω του. Από νευρική αντίδραση άρχισε να χαχανίζει και ψέλλισε, ‘Αν δεν είναι αυτό ποιητική δικαιοσύνη, τότε δεν ξέρω τι είναι’, τρίβοντας ασυναίσθητα το μάγουλο που του είχε χαστουκίσει πρωτύτερα η Ιρόνη.

Στο βάθος οι έξι Ούνγκορς ξεπάστρεψαν τους τρεις φρουρούς με τους οποίους είχαν συμπλακεί, με λίγες απώλειες. Έστρεψαν την προσοχή τους στον αρχηγό της φρουράς, τον κυνηγό και τα σκυλιά του, οι οποίοι φαίνεται να νίκαγαν στην μάχη με τους τρεις Γκορς. Ο Νάνος κοίταξε το λιπόθυμο ξωτικό. Η μάπα της είχε αρχίσει να αποκτά μια απαίσια μελανιά. Δεν την συμπαθούσε ιδιαίτερα, αλλά από την άλλη δεν συμπαθούσε περισσότερο αυτούς που χτυπάνε τους συμμάχους του. Με μανία και αλλεπάλληλα χτυπήματα εξόντωσε τον Πολέμαρχο και δύο από τα τρία Γκορ που ήταν δίπλα του. Το τρίτο, άρχισε να τρέχει προς την είσοδο της έπαυλης. Ο Νάνος έτρεξε να προστατεύσει το αναίσθητο ξωτικό από τους αντιπάλους. Παίρνοντας βαθιές ανάσες φώναξε στον μάγο να σοβαρευτεί και να σηκωθεί από το έδαφος, αρκετά ξεκουράστηκε. Κάποιος έπρεπε να πάει να προστατεύσει τον Λόρδο από τον κτηνάνθρωπο.

Πήγαν όλοι μαζί στο πρόχειρο νοσοκομείο που είχε δημιουργήσει στον πρώτο όροφο η Αδερφή Σόνια. Εκεί, χωρίς να περιμένει να ακούσει τι συνέβη, τους περιποιήθηκε τα τραύματα. Όταν ηρέμησε η Γκέρτυ, τους εξιστορήθηκε τι είχε γίνει στο υπόγειο. Όση ώρα τους μίλαγε, τα μάτια της δεν ξεκόλλαγαν από τον Νέκραλ. Τους είπε πως αμέσως μετά το δείπνο, και αφού είχε πάρει άδεια από τον Πίρσον να πάει για ύπνο νωρίτερα επειδή δεν αισθανόταν καλά, την απήγαγαν οι άλλοι υπηρέτες, αυτοί που τώρα κείτονται νεκροί στο υπόγειο. Την έφεραν εδώ με σκοπό να την θυσιάσουν μπροστά στον πίνακα του Δαιμονικού Ματιού. Με το αίμα της, είπαν, θα κατάφερνε ο Μέγας Αρχιερέας, ο Πίρσον, να καλέσει τον Δάεμονα. Περίμεναν τον Πίρσον να έρθει με το βιβλίο επίκλησης του Δάεμονα, αλλά καθυστερούσε. Όταν στο τέλος άκουσαν βήματα, νόμιζαν ότι ήρθε ο Πίρσον, αλλά ήταν δύο κτηνάνθρωποι, οι οποίοι τους σκότωσαν και πήραν τον πανί του πίνακα και έφυγαν. Όταν τελείωσε την ιστορία, την πήρε ο ύπνος. Οι τυχοδιώκτες έμειναν μαζί της και κοιμήθηκαν και αυτοί. Το πρωί θα τα έλεγαν όλα στον λόρδο και θα ξεκίναγαν τον δρόμο της επιστροφής. Με τον θάνατο του Αρχιερέα Πίρσον και τον περισσότερων μελών, είχε έρθει το τέλος της Αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού.

Ή έτσι νόμιζαν.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς. 

Monday 2 August 2010

Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Χοιρινό και Πάπια, μετά Επιδορπίου

"Παράξενα έθιμα έχουν αυτά τα Ξωτικά" - Ρίκαρντ Ασάφενμπεργκ, λόρδος



Η άμαξα προχώρησε και μπήκε μέσα στο κυνηγετικό κατάλυμα. Ο φρουρός έκλεισε πάλι νωχελικά την πύλη και ο Χέντρικ αποφάσισε να μην κάνει σκηνή. Δεν υπήρχε λόγος να του φωνάξει που δεν τους άνοιγε την πύλη όσο μαινόταν έξω η μάχη. Και ο ίδιος ο Χέντρικ το ίδιο θα έκανε. Η προστασία του εργοδότη του, του Λόρδου Ασάφενμπεργκ είχε προτεραιότητα. Η άμαξα προχώρησε και τελικά σταμάτησε στο αμαξοστάσιο, δίπλα από τους στάβλους.

Οι εργάτες στον στάβλο δεν σηκώθηκαν από την θέση τους για να λύσουν το άλογο από το βαγόνι. O Χέντρικ τους φώναξε να τσακιστούν. Οι τυχοδιώκτες κατέβηκαν και κοίταξαν τριγύρω τους. Είδαν στο βάθος, στο τέρμα του μονοπατιού με τα παρτέρια των λουλουδιών, την είσοδο της έπαυλης. Η έπαυλη ήταν μονοόροφη με την οροφή να έχει ελαφριά κλίση για να μην λιμνάζουν τα νερά της βροχής και παραπετάσματα, δίνοντας στο κτήριο μια πολεμική χροιά. Η καμινάδα ήταν ετοιμόρροπη και γενικότερα η έπαυλη δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Κισσοί σκαρφάλωναν στους τοίχους και τα παράθυρα ήταν βρόμικα από την γλίτσα. Μάλιστα σε ένα από όλα τα παράθυρα του πρώτου ορόφου, ο νάνος παρατήρησε μια φιγούρα με μαύρα μαλλιά κολλημένα πίσω με μπριγιαντίνη, και έναν επίδεσμο στο κεφάλι γύρω από το αυτή και καλύπτοντας το ένα του μάτι να τους παρακολουθεί. Η φιγούρα μόλις είδε τον νάνο να τον κοιτάει απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Γύρο από την έπαυλη ήταν ένας μεγάλος κήπος, στην μία άκρη είχε έναν μικρό ναό, στην άλλη άκρη είχε το σιδεράδικο και μια μικρή λιμνούλα. Δίπλα από το αμαξοστάσιο ήταν τα κλουβιά των σκύλων (με τουλάχιστον δύο σκύλους μέσα, κρίνοντας από τα γαβγίσματα) και ένα σπιτάκι για τον φροντιστή τους. Πιο δίπλα ήταν η αποθήκη του κηπουρού ο οποίος μάλλον εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντα τους γιατί τα ζιζάνια φαίνεται πώς κέρδιζαν την μάχη στον κήπο. Το ξωτικό παρατηρώντας τους φροντιστές του στάβλου παρατήρησε ότι και αυτοί, όπως και οι φρουροί έκαναν βαριεστημένες κινήσεις και είχαν κόκκινα μάτια, όπως όταν κάποιος που υποφέρει από εποχιακές αλλεργίες. Στην πόρτα στην είσοδο της έπαυλης στο βάθος κοντοστεκόταν ένας εύσωμος τύπος, με πλούσια γενειάδα, που φορούσε μια κόκκινη ρόμπα και αρκετά διακοσμητικά μπιχλιμπίδια που τους χαιρετούσε με ενθουσιασμό
Ο Χέντρικ τους οδήγησε στον λόρδο, υποκλίθηκε και έκανε τις συστάσεις. Ο Λόρδος, αρκετά εξωστρεφής, τους χαιρέτησε όλους, ρωτώντας τους για την ‘περιπετειούλα έξω από την πύλη, και αν τραυματίστηκε κανείς. Κλίνοντας το μάτι, με συνωμοτικό ύφος, τους λέει να τον βοηθήσουν να μεταφέρουν τα έπιπλα ως την μεγάλη σάλα. Όλοι πήραν από ένα έπιπλο και άρχισαν την μετακόμιση. Εκτός από τον νάνο που για να εντυπωσιάσει τον ξωτικό, και να ικανοποιήσει το αίσθημα ανωτερότητας του, πήρε δύο έπιπλα, γεγονός που προκάλεσε τον θαυμασμό και το καλοπροαίρετο γέλιο του Λόρδου, το οποίο δεν διάρκεσε πολύ και για την ακρίβεια του κόπηκε εντελώς όταν ο νάνος έριξε το ένα από τα δύο έπιπλα. Όταν τελείωσαν την μεταφορά, ο Λόρδος τους μάζεψε στην μεγάλη σάλα, τους έβαλε να κάτσουν στο μεγάλο τραπέζι και ο Χέντρικ βγήκε έξω και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Τότε ο Λόρδος τους εξήγησε γιατί τους φώναξε εδώ.

‘Όπως θα σας είπε εδώ, η μεταφορά επίπλων είναι απλά η κάλυψη σας για αυτό που θέλω να σας ζητήσω. Δεν έχω εγκατασταθεί πάνω από μια εβδομάδα εδώ, και ήδη νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά με τους υπηρέτες. Κατάρα! Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά κάτι μαγειρεύουν.’ Για να δώσει έμφαση κοπάνησε και το χέρι του στο τραπέζι. ‘Αυτό που θέλω είναι να κατασκοπεύσετε τους υπηρέτες, χωρίς να σας πάρουν χαμπάρι. Αν σας ρωτήσουν πείτε ότι βοηθήσατε στην μεταφορά των επίπλων που μεταφέρατε από το Ούμπερσράηκ. Αν τους το πείτε αυτό, μπορεί και να σας λυπηθούν. Δείτε τι μπορείτε να ανακαλύψετε, και τα λέμε το βράδυ στα ιδιαίτερα δωμάτια μου, μετά το δείπνο. Α, και να μην το ξεχάσω, να πείτε στην μαγείρισσα πιο από τα δύο πιάτα προτιμάτε για το δείπνο. Χοιρινό, ή πάπια. Εγώ προτείνω το χοιρινό!.’ Αφού συνέχισαν με λίγη ακόμα κουβεντούλα σχετικά με το κατάλυμα, και την ζωή στην εξοχή ο Λόρδος αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του για να μελετήσει τα βιβλία του.

Οι τυχοδιώκτες είχαν μείνει για λίγο μόνοι στην μεγάλη σάλα και συζητούσαν τις επόμενες ενέργειες και επιλογές τους, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν 2 υπηρέτες για να συμμαζέψουν το δωμάτιο. Χαιρέτησαν τους τυχοδιώκτες με δισταγμό. Δεν είχαν συνηθίσει στην θέα των ξωτικών, και ο μάγος τους προκαλούσε ανησυχία. Το ξωτικό όμως, έσπασε τον πάγο πιάνοντας τους την κουβέντα για άσχετα θέματα. Θυμήθηκε τι τους είπε ο λόρδος και ανάφερε ότι είχαν μεταφέρει τα έπιπλα από την πόλη ως εδώ. Οι υπηρέτες έδειξαν να κατανοούν και να συμπάσχουν με την ταλαιπωρία τους. Τότε η Ιρόνι παρατήρησε ότι ο ένας από τους δύο υπηρέτες δεν είχε κόκκινα μάτια και από την τσέπη του εξείχε ένα χαρτάκι. Τις φάνηκαν ύποπτα τα σημάδια αυτά, και επειδή βαριόταν, αποφάσισε να δανειστεί για λίγο το χαρτάκι. Για να σπάσει την μονοτονία ρε παιδί μου. Αμέσως προσποιήθηκε ότι χάνει την ισορροπία της, και βρήκε κράτημα από τον υπηρέτη. Τυχαία, εντελώς τυχαία, το χέρι τις γλίστρησε μέσα στην τσέπη του και με μια κίνηση πήρε το χαρτάκι και το φυτεύει ταυτόχρονα στην χούφτα του νάνου. Ήταν ένα κόλπο που έκανε συχνά όταν έπαιζε ‘Βρες τον Ιερέα’ στα χαρτιά. Ο νάνος δεν κατάλαβε πολλά και χαχάνισε το παραπάτημα του ξωτικού, μέχρι που είδε ότι στο χέρι του είχε ένα χαρτάκι. Τότε κατάλαβε τι ακριβώς έγινε και το βούλωσε. Μετά το περιστατικό αυτό, και αφού ξαναπιάσανε την κουβεντούλα με τους τυχοδιώκτες, οι υπηρέτες ρωτάνε πιο από τα δύο πιάτα θα προτιμήσουν για το δείπνο, ώστε να ενημερώσουν την μαγείρισσα Το ξωτικό και ο μάγος επιλέγουν την πάπια, ενώ ο νάνος το χοιρινό.

Όταν έφυγαν οι υπηρέτες, ο νάνος ξετυλίγει το χαρτάκι. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έγραφε, το μόνο που διέκρινε ήταν μουντζούρες και ζωγραφίτσες, λουλουδάκια, ένα κόκαλο και ένα φαλλικό σύμβολο. ‘Ίσως θα έπρεπε να το δώσεις σε κάποιον που ξέρει ανάγνωση’, του είπε ο μάγος ειρωνικά. ‘Χρμφ’, απάντησε ο νάνος και πέταξε το χαρτάκι στην Ιρόνι, που το ξετύλιξε και διάβασε δυνατά. ‘Η πάπια είναι καλή’. Αμέσως και ο τρεις τους άρχισαν να κάνουν εικασίες και θεωρίες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάποιος δηλητηριάζει το προσωπικό. Προφανώς η πάπια θα είναι το ασφαλές γεύμα για να φάει ο ύποπτος και οι συνεργάτες του.

Ο νάνος και το ξωτικό βγήκαν πάλι έξω στην αυλή και κατευθύνθηκαν προς τον ναό για να τον ερευνήσουν, ο μάγος έμεινε πίσω για να ερευνήσει το διπλανό δωμάτιο. Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, ένα άσχημα συναίσθημα τον κυρίεψε. Το δωμάτιο, ήταν άδειο, εκτός από ένα μικρό τραπέζι με έξι άβολες καρέκλες, ένα τζάκι, ένα παράθυρο από το οποίο έμπαινε φως και ένα τοίχο με μπλε κουρτίνες. Αν και το κλίμα ήταν ήπιο όταν ήταν έξω, στο δωμάτιο επικρατούσε ψύχος. Μάλιστα τα χνώτα του μάγου ήταν ορατά, όπως τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Χωρίς να σκεφτεί λογικά, αποφάσισε να κάψει μια καρέκλα στο τζάκι, αλλά πριν ανάψει την φωτιά, είδε ότι το τζάκι, που ήταν ευρύχωρο είχε χερούλια στο εσωτερικό του που αν τα χρησιμοποιούσε θα μπορούσε να σκαρφάλωσε στην καμινάδα. Αντί αυτού αποφάσισε να ανοίξει τις μπλε κουρτίνες. Αλλά δεν περίμενε το θέαμα που αντίκρισε. Ένας αποτρόπαιος και ανατριχιαστικός πίνακας που αιχμαλώτισε το βλέμμα του. Ο χρόνος του φάνηκε ότι πάγωσε, και τον έλουσε κρύος ιδρώτας παρά το κρύο που επικρατούσε στο δωμάτιο. Ο πίνακας, πλαισιωμένος από ένα ξύλινο κάδρο με γεωμετρικά σχήματα που χλεύαζαν τους κανόνες γεωμετρίας που του είχαν μάθει στο Κολέγιο της Μαγείας, απεικόνιζε ένα τεράστιο μάτι, με πλήρη διασταλμένο την ίριδα και ίχνη αίματος στην κόρα. Δεν ήταν σίγουρος αν τα αίματα ήταν ζωγραφισμένα, ή αληθινές πιτσιλιές. Πίσω, στο παρασκήνιο του πίνακα, ένα πέπλο μπλε και μοβ χρωμάτων σχεδόν έμοιαζε να κουνιέται όπως ένα απλωμένο σεντόνι που το φυσάει ο αέρας. Το δωμάτιο του φάνηκε να μικραίνει και να μεγαλώνει ταυτόχρονα, το ταβάνι έτοιμο να τον πλακώσει. Ήταν σίγουρος πως αν κατάφερνε να αποσβολωθεί και να απομακρυνθεί από τον πίνακα, το μάτι θα συνέχιζε να τον βλέπει. Άνοιξε το Βλέμμα του στην Μαγεία, και είδε την αύρα του Χάους να λούζει τον πίνακα. Ώστε ήταν αλήθεια. Το Χάος είχε τρυπώσει στην έπαυλη. Πήρε βαθιά αναπνοή και κατάφερε να κάνει το πρώτο βήμα προς τα πίσω. Μετά το δεύτερο, και το τρίτο, και μετά έσυρε τα πόδια του μέχρι που έφτασε στο τζάκι χωρίς να το καταλάβει. Μπήκε μέσα στην καμινάδα που του έκρυψε την θέα του πίνακα προς μεγάλη του ανακούφιση. Έκλεισε τα μάτια του, και τα άνοιξε πάλι αμέσως, γιατί το μυαλό του του έπαιζε παιχνίδια και η εικόνα του μεγάλου ματιού είχε αποτυπωθεί πίσω από τα βλέφαρα του. Έπιασε τα χερούλια και σκαρφάλωσε στην καμινάδα, λερώνοντας τα ρούχα του με μαύρη στάχτη. Αλλά δεν τον ένοιαζε, του ήταν αρκετό που είχε βγει έξω στην οροφή και έβλεπε τον καθαρό ουρανό. Ανέπνευσε τον φρέσκο αέρα και ανασυγκροτήθηκε Κάτω έβλεπε την Ιρόνη και τον Βλας να κατευθύνονται προς τον ναό. Μια ξύλινη σκάλα ήταν στερεωμένη στην μια πλευρά της οροφής, την χρησιμοποίησε και κατέβηκε κάτω Ένα σκαλί έσπασε από το βάρος, αλλά κατάφερε και κρατήθηκε. Έκανε μια νοητή σημειώσει να το θυμηθεί την επόμενη φορά που θα χρησιμοποιούσε την σκάλα.

Έτρεξε να προφτάσει τους συντρόφους του προσπαθώντας να μην μπλεχτεί με την κόκκινη (τώρα πια και λίγο μαύρη) ρόμπα του και πέσει με τα μούτρα στο χώμα και σχεδόν τα κατάφερε. Αλλά δεν έπεσε στο χώμα τουλάχιστον. Η σαβούρα που έφαγε τον προσγείωσε μέσα στο παρτέρι με τα φυτά του κηπουρού. Περίεργο, αλλά τα φυτά αυτά κάτι του θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι, ίσως να έφταιγε το σοκ που είχε υποστεί από την θέα του βέβηλου πίνακα. Έκοψε ένα ματσάκι για να ρωτήσει την Ιρόνη που ήταν και αυτή σπουδαγμένη, τουλάχιστον πιο πολύ από τον νάνο. Όταν συναντήθηκε με τους άλλους, είχαν ήδη φτάσει στον Ναό, στην ουσία ένα ξύλινο σπιτάκι, με ένα λίθο για τις δεήσεις και ένα μικρό τζάκι. Ο Μάγος Νέκραλ τους είπα στα γρήγορα για τον Χαοτικό πίνακα, και για τα φυτά που βρήκε. Η Ιρόνι του είπε πως τα φυτά αυτά είναι βότανα που χρησιμοποιούνται για την δημιουργία ενός ελιξήριου που προκαλεί οκνηρία και υπνηλία. Ο ναός φαινόταν αχρησιμοποίητος, αλλά υπήρχαν ίχνη ότι κάποιος τον είχε επισκεφτεί πριν κάποιες μέρες. Ο νάνος κοίταξε το τρίπτυχο του ναού. Όπως όλοι οι ναοί του Σϊγκμαρ, έτσι και αυτός απεικόνιζε ένα ομοίωμα του πολεμικού σφυριού που είχαν δωρίσει οι νάνοι στον Σίμγκαρ πριν αποθεωθεί. Μόνο που ο Κρανιοθραύστης, το όνομα του σφυριού, ήταν βρώμικος. Δεν περίμενε κάτι παραπάνω από τους ανθρώπους, σκέφτηκε ο νάνος και δοκίμασε να καθαρίσει. Τότε είδε ότι και ομοίωμα δεν ήταν πιστό αντίγραφο. Για την ακρίβεια είχε αρκετές διαφορές με το Κρανιοθραύστη. Όπως το καθάριζε, το σφυρί έπεσε, και πίσω του ήταν το κανονικό ομοίωμα Άρα, πιο σφυρί ήταν αυτό που κάποιος το είχε κρύψει σε κοινή θέα? Το σκούπισε λίγο καλύτερα και είδε τα ρουνικά σκαλισμένα γράμματα στην άκρη του. Το έσφιξε στην ζώνη του και πλησίασε τους υπόλοιπους.

Όταν ο Μάγος τους είπε για τον πίνακα του Ματιού του Χάους, αποφάσισαν ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να τον φέρουν εδώ στο ναό του Σίγκμαρ. Οι γνώσεις του μάγου και του ξωτικού συμφωνούσαν ότι αν μείνει ο πίνακας στο ναό ένα μερόνυχτο το Χάος θα εξαγνιζόταν. Πολύ πιθανό να σταμάταγαν και οι επιθέσεις από τους κτηνάνθρωπους. Όλοι ήξεραν ότι τα κειμήλια του Χάους λειτουργούν σαν φάρος για πλάσματα που υπηρετούν τις Καταστροφικές Δυνάμεις. Όταν έφτασαν στο δωμάτιο, μπήκαν γρήγορα μέσα για να πάρουν τον πίνακα. Ο μάγος, σε μια σπάνιο στιγμή πνευματικής διαύγειας φώναξε, ‘ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ!’ πριν μπουν μέσα, αλλά ήταν αργά. Οι τυχοδιώκτες αντίκρισαν όλοι τον πίνακα και ένα αίσθημα ομαδικού φόβου και πανικού, τους κυρίευσε και έμειναν για λίγα λεπτά ακίνητη, δίνοντας μια εσωτερική μάχη. Όταν η λογική νίκησε την τρέλα, τύλιξαν τον πίνακα με την κουρτίνα και τον πήγαν στον ναό. Επιστρέφοντας πάλι στην έπαυλη, συνάντησαν τον αρχιμπάτλερ του Λόρδου, ο οποίος συστήθηκε ως Πίρσον. Ήταν η φιγούρα που είχε δει ο νάνος όταν είχαν πρωτοέρθει. Είχε το κεφάλι του τυλιγμένο στις γάζες, καλύπτοντας και το ένα αυτί και μάτι του, καθώς και το ένα του χέρι, τραύματα από την επίθεση τον κτηνάνθρωπων. Τους απάντησε μερικές ερωτήσεις και τους πρότεινε να πάνε και στον πρώτο όροφο να δουν την Αδερφή Σόνια στον ξενώνα που είχε μετατραπεί σε πρόχειρο ξενοδοχείο. Εκεί, πέρα από την Αδερφή Σόνια, ήταν 4 φρουροί κατάκοιτοι, οι δύο με σοβαρά τραύματα, τον γιατρό Όττο Γκρέηχολς και τον κηπουρό Μπέρτολντ. Σε ένα κρεβάτι στην γωνία ήταν και ένας νάνος που παραμιλούσε. Σε συζήτηση που είχαν με όλους αυτός, ο Μάγος κατάληξε στην υπόθεση ότι ο κηπουρός είναι ηλίθιος και θαυμάζει τον γιατρό. Η Αδερφή ήταν τυφλή και ο νάνος τρελός. Για την ακρίβεια πάνω στο παραμιλητό του έλεγε φράσεις του στυλ ‘Το μάτι που δεν βλέπει ξέρει που είναι αυτό που το μάτι που τα βλέπει όλα φοβάται’, ‘Μην αφήσετε να μου κόψουν τα γένια’ και ‘η γροθιά τον προγόνων μου είναι το μόνο πράμα που φοβούνται’΄. Ο νάνος Βλας, μιλώντας με την τυφλή αδερφή (η οποία σαν Σιγκμαρίτισα, συμπαθούσε τους νάνους), του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν συμπαθούσε καθόλου τον Βιβλιοθηκάριο (ήταν οκνηρός και τεμπέλης) και τον κυνηγό (ήταν αντικοινωνικός και έκανε παρέα μόνο με τα σκυλιά του).

Στην συνέχεια ερεύνησαν την κουζίνα. Εκεί ήταν η αλκοολικιά μαγείρισσα Κάρλα η οποία ετοίμαζε το δείπνο και δεν είχε χρόνο για κουβεντούλα. Στο κελάρι ανακάλυψαν μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα τούνελ που τους έβγαλε σε μια μυστήρια υπόγεια αίθουσα που στο πάτωμα είχε χαραγμένο το άστρο του Χάους, κεριά στους τοίχους, ένα μικρό βωμό και μια βιβλιοθηκούλα με ύποπτα βιβλία (τα πήρε ο Νέκραλ για να τα μελετήσει)7. Υπήρχαν άλλα δύο παρόμοια τούνελ. Ακολουθώντας το ένα βγήκαν στην βιβλιοθήκη της έπαυλης προς μεγάλη έκπληξη του βιβλιοθηκάριου ο οποίος δεν ήξερε την ύπαρξη της καταπακτής και του τούνελ. Ψάχνοντας στα ράφια ο μάγος βρήκε 2 απαγορευμένους τόμους, από αυτούς που αν οι Κυνηγοί Μαγισσών βρουν επάνω σου, σε καταδικάζουν σε θάνατο στην πυρά. Το τόμο ‘Μια Ανησυχητική Εισήγηση’, που πραγματεύεται με την επιλογή του θανάτου ή της αθανασίας υπό της υπηρεσίες των σκοτεινών δυνάμεων, και το χειρόγραφο ‘Παράξενα Λουλούδια’ ένα συμπονετικό θεατρικό έργα υπέρ των μεταλλαγμένων του Χάους. Ο Μάγος πήρε και τους δύο τόμους, ύστερα από αντίσταση του βιβλιοθηκάριου για να τους καταστρέψει αργότερα. Ο Βιβλιοθηκάριος φώναζε ότι οι τόμοι αυτοί είναι επικίνδυνοι αν πέσουν σε λάθος χέρια, και πως καλύτερα να παραμείνουν στην βιβλιοθήκη υπό την επιτήρηση του, μιας και ήταν αρμόδιος για τέτοια θέματα. Τελικά αναγκάστηκε να σωπάσει όταν ο Βλας Χένγκελσσον έχασε την υπομονή του, και την βρήκε πάλι μόνο όταν έσπασε το τραπέζι του στα δυο με το σφυρί του.

Ο Μάγος κατευθύνθηκε προς τα κλουβιά των σκυλιών για να μιλήσει με τον κυνηγό Όλβερ Γκαντ και οι υπόλοιποι ξεκίνησαν προς την αίθουσα του δείπνου. Η κοιλιά τους είχε αρχίσει να παραπονείται και το δείπνο δεν θα αργούσε να ξεκινήσει. Ο Νέκραλ βρήκε 3 κλουβιά για σκύλους, αλλά μόνο 2 σκύλους μέσα στα κλουβιά. Επειδή στο κολέγιο μαγείας τους είχαν κάνει πέρα από μαθήματα για ξόρκια και ελιξίρια, υπολόγισε ότι ένας σκύλος θα είχε βγει βόλτα με το αφεντικό του. Μπήκε στο σπιτάκι δίπλα από τα κλουβιά για να κάνει τις έρευνες του. Το σπιτάκι, πέρα από το κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και μια μεγάλη ντουλάπα δεν είχε τίποτα άλλο. Άνοιξε την ντουλάπα και από μέσα έπεσε πάνω του το άψυχο πτώμα ενός κτηνάνθρωπου και τον έριξε στο πάτωμα. Μερικά άκρα του έλειπαν. Με πανικόβλητες κινήσεις, αφού πάλεψε μαζί του στο πάτωμα για μερικά δευτερόλεπτα, κατάφερε να το παραμερίσει. Από την πόρτα άκουσε ένα βροντερό γέλιο. Ένας ημίγυμνος τύπος γέλαγε μαζί του. Είχε ξυρισμένο το κεφάλι και αρκετές ουλές στο κορμί του. ‘Αυτό θα σε μάθει να μην ψάχνεις στα ξένα δωμάτια χωρίς άδεια’ του είπε ο κυνηγός Όλβερ Γκαντ. Με όση αξιοπρέπεια του είχε μείνει, ο μάγος σηκώθηκε από το πάτωμα. ‘Μα γιατί έχεις πτώματα στην ντουλάπα!’ Ούρλιαξε ο μάγος. Είχαν αρχίσει να τον κουράζουν όλα αυτά τα φρικιαστικά θεάματα σε αυτήν την καταραμένη βίλα. Η ψυχική του υγεία κρεμόταν από μια κλωστή. ‘Για τους σκυλούς. Για να φτιάξουν όρεξη’, απάντησε μονολεκτικά ο Όλβερ. ‘Σκύλοι? Σαν να λες τα λιοντάρια, γάτες’, είπε ο Νέκραλ. Οι σκύλοι που είχε δει στα κλουβιά ήταν πράγματι τεράστιοι. ‘Σου προκαλούν δέος ε?’, είπε ο Όλβερ, ικανοποιημένος με την απάντηση του Νέκραλ. ‘Είναι από την Τιλέα, ξέρεις’. Ο Νέκραλ ήξερε. Τα σκυλιά από την Τιλέα, είναι τεράστια και χρησιμοποιούνται συνήθως στο στρατό. . Εύκολα μπορούν να νικήσουν κτηνάνθρωπους, μερικές φορές ακόμα και Γκορ. Ο Νέκραλ ρώτησε τον Όλβερ αν είχε παρατηρήσει τίποτα παράξενο. Ο Όλβερ απάντησε πως ναι, οι τελευταίες επιθέσεις των κτηνάνθρωπων έχουν αυξηθεί και σε συχνότητα, αλλά και σε μένος. Επίσης του εκμυστηρεύτηκε πως ο Πίερσον και ο αμαξάς, ο Άλμπρεχτ σταμάτησαν να επισκέπτονται τα κλουβιά με τα σκυλιά, γιατί όποτε τους μύριζαν τα σκυλιά, μετά γάβγιζαν ασταμάτητα. Από την άλλη πάλι, δεν είναι και πολύ που τα επισκέπτονται, και ούτως ή άλλως γαβγίζουν σχεδόν συχνά τα σκυλιά και από μόνα τους.

Ο Μάγος καθώς επέστρεφε στην έπαυλη ήδη άλλη μια άμαξα να καταφθάνει στην έπαυλη. Μέσα επενέβαινε ο ανυπόφορος έμπορος Κλάους Φον Ρόθσταην, ο οποίος ήταν γνωστός στην παρέα. Όταν είδε τον μάγο, έτρεψε άτσαλα προς το μέρος του, ιδρώνοντας υπερβολικά, και χαιρετώντας τον. ‘Ω μα αν δεν είναι ο αξιότιμος Νέκραλ Χαλγκμουντ, σωστά! Δεν πέρασε μια μέρα από την ιστορία με την άμαξα, και πάλι συναντιόμαστε. Μα τι σύμπτωση!’ αναφώνηξε με την τσιριχτή και άκρως αντιπαθητική φωνή του. ‘Ναι, τι σύμπτωση’. Συμφώνησε μέσα από τα δόντια του ο Νέκραλ. ‘Πως από εδώ?’ ‘Μα ένας έμπορος του δικού μου βεληνεκούς, με πολιτικές βλέψεις, πρέπει να κάνει κοινωνικές επαφές με τους λόρδους. Και ο λόρδος Ασάφενμπεργκ, είναι κελεπούρι. Ύστερα από τον αρραβώνα του με την Λουντμιλδα Φον Μπρούνερ, και την σχέση του με τους Φον Μπρούνερ, θα είναι σημαντική προσθήκη στο πελατολόγιο μου και στην αντζέντα μου. Σε συμβουλεύω να τον έχεις από κοντά και δεν πρόκειτε να χάσεις. Όλοι οι μεγάλοι μάγοι του κολεγίου είχαν κάποιον λόρδο να τους πατρονάρει στα πρώτα τους βήματα. Και εσύ σίγουρα θα θες να γίνεις μεγάλος μάγος, όχι? Πάμε, πάμε. Έχουμε αργήσει για το δείπνο, και πεινάω!’. Ο Νέκραλ μπορούσε σχεδόν να δει τα σάλια του Κλάους Φον Ρόθσταην να τρέχουν.

Όταν συναντήθηκαν στην αίθουσα δείπνου με τους υπόλοιπους, η Ιρόνη δεν έκρυψε την έκπληξη τους του είδε τον Κλάους. Τον σκεφτόταν μάλιστα γιατί τελευταία είχε προκύψει η ανάγκη να εφοδιαστεί με ένα τόξο. Τον ρώτησε αν μπορεί να την προμηθεύσει με ένα και τις είπε ότι θα μιλήσει με τα κανάλια εφοδιασμού του (δικά του λόγια ήταν αυτά) και θα τις βρει κάτι. Όταν επιστρέψουν στην Ούμπερσράηκ, καλά θα κάνει να τον επισκεφτεί.. Σιγά σιγά ήρθαν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι και έκατσαν στο τραπέζι. Ο Όλβερ ο κυνηγός, ο Όττο ο βιβλιοθηκάριος, Ο Γιατρός και ο Μπέρτολντ ο Κηπουρός, και ο Αλμπρεχτ ο αμαξάς. Δεν ήταν κανένας φρουρός παρών (αυτοί τρώνε στο φυλάκιο. Η Αδερφή Σόνια, προτίμησε να μείνει στο νοσοκομείο για να περιποιηθεί τους τραυματίες. Τελευταίος ήρθε ο λόρδος Ασάφενμπεργκ, και στα αριστερά του έκατσε ο Βερν Χέντρικ. Ο αρχιμπάτλερ Πίρσον άρχισε να διατάζει στο υπηρετικό προσωπικό να φέρνει το πρώτο πίατο (σούπα). Το προσωπικό έσερνα τα πόδια του και μάλιστα κατάφεραν να χήσουν και ένα πίατο σούπας πάνω στον κηπουρό, το οποίο έκανε έξαλλο τον Πίρσον. Συνέχισαν με το δεύτερο πιάτο, χοιρινό ή πάπια. Υπήρξε μια αναστάτωση με το χοιρινό του λόρδου το οποίο ήθελε να αλλάξει η Ιρόνη με την πάπια της. Στην αρχή ο λόρδος απόρησε, αλλά μετά σκέφτηκε ότι είναι κάποιο έθιμο των ξωτικών, και για να αποφύγει διπλωματικό επεισόδιο, άλλαξε το πιάτο του με της Ιρονις (τελικά όμως ο Νέκραλ του έδωσε το δικό του χοιρινό για να πάρει αυτός την πάπια). Την ίδια στιγμή άρχισαν να γαβγίζουν τα σκυλιά του Όλβερ, ο οποίος αναγκάστηκε να πει ένα ξερο ΄με συγχωρείτε και να φύγει πριν φάει το χοιρινό του’. Συνέχεια είχε η πουτίγκα, και ήδη οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να χασμουριούνται. Ο Βερν Χέντρικ αποκοιμήθηκε και το κεφάλι του έπεσε μέσα στο γλυκό. Ο Λόρδος σηκώθηκε και πήγε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του, φωνάζοντας τον Μάγο για να ποιούν λίγο μπράντυ, πριν λήξει η βραδιά. Η υπηρέτρια Γκέρτιε Χόχεν ζήτησε άδεια από τον Πίρσον να αποσυρθεί και αυτή στα διαμερίσματα της διότι δεν αισθανόταν καθόλου καλα. Ο Πϊρσον της έδωσε την άδεια, και της ευχήθηκε καλή ανάπαυση. Οι υπόλοιποι έμειναν στην αίθουσα και συζήταγαν με τον κηπουρό, τον γιατρό και τον βιβλιοθηκάριο για φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα (ποίος είναι ο καλύτερος ζύθος, πια πόλη έχει τις ομορφότερες σερβιτόρες, και ούτω κάθε εξής).

Ο Λόρδος, έκλεισε την πόρτα και αμέσως σοβαρεύτηκε. Ρώτησε τον μάγο για την εξέλιξη τον ερευνών τους. Ο Μάγος του είπε για τα απαγορευμένα βιβλία, για την κρυμμένη αίθουσα με τα παγανιστικά σύμβολα, για τον Χαοτικό πίνακα, για τα λουλούδια που έχει φυτέψει κάποιος τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υπνωτικό, και ότι υπάρχει πιθανότητα κάποιος (ποίος?) να θέλει να κοιμίσει τους καλεσμένους, για να κάνει ανενόχλητος την τελετουργία του… χμ..
ΟΥΠΣ – ΣΚΑΤΑ!!!

Με καθυστέρηση 20 λεπτών ο εγκέφαλος του Νέκραλ έλυσε τον γρίφο του Οικήματος Γκρούνγολτν. Αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ είχε ήδη αποκοιμηθεί και δεν ξύπναγε με τίποτα!

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.