Friday 24 September 2010

Ιντερλούδιο: Βλάσφημο Μοιρολόι


Dramatis Personae

Γκέρτυ Χόχεν, πρώην υπηρέτρια του Λόρδου Ρίκαρντ Ασάφενμπεργκ



Η Γκέρτυ έριξε μια κουβέρτα πάνω της. Το κρύο διαπερνούσε τα κόκαλα της. Η παράγκα που μοιραζόταν με την συγκάτοικο της ήταν στην βορειότερη συνοικία της Ούμπερσραηκ. Μακριά από το αναθεματισμένο πανδοχείο το Φεγγάρι του Ναύτη και τους απεχθείς πελάτες του, αλλά δυστυχώς σε μέρος που το χτύπαγαν βοριάδες. Από το κρύο τα χνώτα της άφηναν ένα μικρό συννεφάκι, αλλά δεν μπορούσε να το δεί γιατί ήταν σκοτάδι. Έτριψε τα χέρια της για να ζεσταθεί. Νόμισε ότι κάτι άκουσε απ’ έξω. Άνοιξε την πόρτα της. Κανείς. Πριν την κλείσει είδε ένα λευκό φάκελο στο σκαλοπάτι της, τον φώτιζε το πράσινο και μιαρό φως του δεύτερου φεγγαριού, του Μόρρσλιμπ. Είχε ζωγραφιστά δύο ζάρια. Χαμογέλασε. Είχε αρχίσει να νομίζει ότι ο ζητιάνος της είχε πει ψέματα για να πάρει τα λεφτά της. Τελικά όμως έλεγε την αλήθεια. Όντως γνώριζε κάποιον στην συντεχνία των κλεφτών, γιατί από αυτούς ήταν το γράμμα. Έσκυψε, το πήρε, και μπήκε πάλι μέσα κλείνοντας την πόρτα.

Έκατσε στην καρέκλα της και άναψε το κερί που ήταν πάνω στο τραπεζάκι. Το δωμάτιο φωτίστηκε, οι τοίχοι είχαν παράξενα σκαλίσματα. Το ίδιο και το τραπεζάκι. Άνοιξε το γράμμα προσεκτικά και έβγαλε το σημείωμα. Το ξεδίπλωσε και το διάβασε. ‘Πέθανε στην Στρομντορφ. Έκαψαν και το κουφάρι του’, έγραφε. Η Γκέρτυ ξαναδιάβασε το γράμμα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Το δίπλωσε και το έβαλε πάλι στο φάκελο, και αυτόν με την σειρά του τον έβαλε στον κόρφο της. Το βλέμμα της ήταν απλανές, κοίταζε στο κενό. Αφηρημένα ακολουθούσε με το δάχτυλό της το περίγραμμα του αστεριού με τις οχτώ ακίδες που ήταν χαραγμένο στο τραπεζάκι.

Άρχισε να ζαλίζετε, αλλά κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει να πάρει ανάσα από την στιγμή που διάβασε το μήνυμα και μετά. Ανέπνευσε και άρχισε να χασκογελά ασταμάτητα. Μετά το χαχάνισμα εξελίχθηκε σε νευρικό γέλιο. Σηκώθηκε όρθια, κλοτσώντας την καρέκλα της μακριά. Έριξε το κεφάλι της πίσω, και απόλαυσε το γεγονός γελώντας μανιακά, το γέλιο της κάλυπτε όλους τους άλλους θορύβους. Ούτε στα πιο νοσηρά όνειρα της δεν περίμενε να πεθάνει τόσο γρήγορα. Ακόμη καλύτερα. Τώρα μπορούσε να πάρει την εκδίκηση της από τον άντρα που της είχε φερθεί τόσο άσχημα και από τους φίλους του που του επέτρεπαν να της φέρεται με αυτόν τον τρόπο.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Tuesday 21 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Νύχτα των ζωντανών-νεκρών.


Dramatis Personae

Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Νέκραλ Χάλγκμουντ, μαθητευόμενος μάγος της Φωτεινής Τάξης




Ενώ δίνονταν οι απαραίτητες εξηγήσεις στην φρουρά, άλλος ένας κεραυνός χτύπησε την Απαστράπτουσα Πέτρα, τρομάζοντας τους κατοίκους που είχαν μαζευτεί. Ο Νέκραλ άλλαξε γνώμη σχετικά με την πέτρα, και αποφάσισε να την δώσει στον Νίκλαους Σούλμαν να την μελετήσει, αντί να την κρατήσει ο ίδιος. Ούτε. Όχι ότι εμπιστευόταν τις γνώσεις του Σούλμαν αλλά προτιμούσε να μην είναι στο ίδιο δωμάτιο με την πέτρα που ελκύει τους κεραυνούς. Ο Λούκας δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Τώρα που πέρασε η επίδραση της αδρεναλίνης από την μάχη, άρχισε να έχει κρυάδες και να ανακατεύεται. Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να πάει πέσει στο κρεβάτι του και να μην σηκωθεί μέχρι να φύγουν από αυτή την αναθεματισμένη πόλη. Τους παράτησε και πήγε στο πανδοχείο του Υδροκέραυνου να ξεκουραστεί.

Η τελευταία τους στάση πριν επιστρέψουν στο Πανδοχείο τους ήταν να επισκεφτούν τον ναό του Σήγκμαρ. Ο Εφρέζι είχε πειστεί ότι οι κεραυνοί που έπεφταν συχνά στον ναό δεν ήταν τυχαίοι. Μετά την πρόσφατη εμπειρία του με την Απαστράπτουσα Πέτρα είχε δημιουργήσει στον μυαλό του την εντύπωση ότι πρέπει να υπήρχε στην οροφή του ναού κάποιο άλλο κομμάτι της πέτρα. Όταν μπήκαν μέσα, ο Ιερέας Γκότσαλκ του υποδέχτηκε με χαρά. Είχε ακούσει για την μάχη τους με τους Κτηνανθρώπους και τους συνέχαιρε για τον ζήλο που δείχνουν εναντίον των εχθρών της Αυτοκρατορίας. Τα τραύματα τους ήταν εμφανή και ο Ιερέας απολογήθηκε που δεν μπορούσε να τους προσφέρει ανακούφιση με τις ιατρικές ικανότητες της πίστης του. Τους εξήγησε ότι αυτές λειτουργούν μόνο σε κατάσταση μάχης, γιατί τότε μόνο ο Σήγκμαρ θεωρεί ότι πρέπει να παρέμβει. Αφού τώρα είναι ζωντανοί, δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης. Τα τραύματα τους θα επουλωθούν με το πέρασμα του χρόνου. Να επικαλεστούν την βοήθεια των θεών τώρα, θα ήταν ύβρης. Παρ’όλα αυτά, τους συνέστησε να ακολουθήσουν πιο συμβατικές οδούς και να επισκεφτούν δύο γιατρούς, λέγοντας τους ότι έρχονται με τις συστάσεις του. Στην συνέχεια τους εξιστορήθηκε για τις δικές τους μάχες όταν ήταν νέος, και έπαιρνε μέρος στις εκστρατείες του τάγματος, εναντίων πρασινοτόμαρων και απέθαντων. Ο Εφρέζι, με σεβασμό τον διέκοψε και ρώτησε αν έχει την άδεια του να σκαρφαλώσει στον ναό για να ελέγξει την οροφή. Αυτό παραξένεψε τον Γκότσαλκ, αλλά δεν βρήκε λόγο να του το αρνηθεί, αλλά τον παρακάλεσε να προσέξει να μην χαλάσει τα σκαλίσματα και διακοσμήσεις της πρόσοψης. Ο Νέκραλ, παίρνοντας θάρρος, τον ρώτησε αν μπορούσε να σκάψει το πάτωμα για να δει αν υπάρχει καμία θαμμένη πέτρα. Ο Ιερέας εξοργίστηκε με το θράσος του μάγου και την ιδέα του να βεβηλώσει το καθαγιασμένο έδαφος του ναού.

Ενώ συνέχισαν να συζητάνε, ο Εφρέζι βγήκε έξω και κοίταξε από πια μεριά του ναού να σκαρφαλώσει στην οροφή. Αφού κατέληξε από πού θα προσέγγιζε την αναρρίχηση έκανε το πρώτο βήμα. Η αναρρίχηση δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αν εξαιρέσει κανείς την βροχή που έπεφτε και έκανε της προεξοχές από τις οποίες κρατιόταν ο Εφρέζι να γλιστράνε. Μετά από ένα αγωνιώδες δεκάλεπτο, κατάφερε να φτάσει στην οροφή του ναού. Πριν προλάβει σταθεί στα πόδια τους, όλα ασπρίζουν γύρω του. Ένας κεραυνός έπεσε πάνω, όχι μόνο τυφλώνοντας τον παροδικά, αλλά τον πετάει και κάτω από την οροφή του ναού.

Ο Νέκραλ και η Ιρώνη άκουσαν ένα υπόκωφο γδούπο έξω από το ναό και αμέσως κατάλαβαν τι έγινε. Τρέχουν έξω και βλέπουν τον Εφρέζι να κείτεται λιπόθυμος, το σώμα του να έχει πάρει μια αφύσικη πόζα. Δίπλα του ήταν ένας κάτοικος του χωριού που έκπληκτος κοίταζε μία τον ουρανό και μια τον Εφρέζι. Βλέποντας τους τυχοδιώκτες προσπάθησε να αποποιηθεί τυχόν ευθύνες που θα του έριχναν λέγοντας:

‘Έπεσε… Έπεσε από τον ουρανό!’

Δυσκολεύτηκαν να τον συνεφέρουν. Ο Εφρέζι ήταν ήδη σε άσχημη κατάσταση από την μάχη με τους Κτηνανθρώπους, και όσο πέρναγε ο καιρός γινόταν και χειρότερα. Πέρα από τα προηγούμενα τραύματα του, τώρα με το πέσιμο δεν μπορούσε να εστιάσει και την όρασή του σε μακρινά αντικείμενα . Ο ντόπιος που ήταν δίπλα του, συστήθηκε ως Γουόλτρουτ, και κατάλαβαν ότι ήταν ο καθυστερημένος του χωριού. Σε κάθε χωριό υπήρχε και ένας. Θεωρούσε τον Εφρέζι σαν τον ουρανοκατέβατο φίλο του. Ο Σήγκμαρ του έφερε τον φίλο που του είχε ζητήσει! Κατευθύνθηκαν προς το πανδοχείο και περίμεναν τον γιατρό που κάλεσε για αυτούς ο πανδοχέας Σεμπάστιαν.

Όσο περίμεναν, ο έμπορος της συντεχνίας, Φλόριαν, τους είπε ότι είχε έρθει στο πανδοχείο και ο Κλάους σε άσχημη κατάσταση και πήγε να ξεκουραστεί. Τους είπε πως είχε έρθει και ο Λούκας, χλομός σαν κιμωλιά, και πήγε στο δωμάτιο του χωρίς να πει κουβέντα. Θα μπορούσαν να φύγουν αμέσως μόλις επισκευαστεί η γέφυρα. Όταν ήρθε ο γιατρός, έκανε ότι μπορούσε για να ανακουφίσει τους πόνους και τα τραύματα των τυχοδιωκτών. Έβαλε το δάχτυλο του μέσα στα μούτρα του Εφρέζι και το κουνούσε δεξιά και αριστερά. Τα μάτια του Εφρέζι δεν ακολουθούσαν το δάχτυλο του, οπότε αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει μαλάξεις στον οφθαλμό του. Αφού τύλιξε με γάζες τα τραύματα τους, ξεκίνησε να φύγει, αλλά ο Νέκραλ τον σταμάτησε και τον ρώτησε από πού είναι. Τους είπε από την Ναλν. Ο γιατρός δεν άργησε να καταλάβει ότι οι τυχοδιώκτες ήξεραν ότι είναι επικηρυγμένος, αλλά κατάφερε να τους πείσει να μην τον καταδώσουν, τουλάχιστον για την ώρα, γιατί μπορεί να προσφέρει έργο στην Στρόμντορφ, και στο κάτω-κάτω ο λόγος που τον είχαν επικηρύσσει ήταν και λίγο γελοίος. Πριν κοιμηθούν, τους επισκέφτηκε ο Κέσσλερ.

‘Πως πάει?’

‘Ας τα λέμε καλά’, απάντησε ο Νέκραλ. Ο Εφρέζι χασμουρήθηκε αλλά όταν άνοιξε το στόμα του, ένας πόνος διαπέρασε το κεφάλι του. Δεν έπρεπε να κάνει απερίσκεπτες κινήσεις αν ήθελε να αποφύγει τον πόνο.

‘Μόλις συλλάβαμε όλη την οικογένεια Χολτς, τον Τρίσταν Έηγκελ και την Κέιλα Κόμπλποτ. Στο τσακ μάλιστα. Ετοιμάζονταν να το σκάσουν για να διαφύγουν από την δικαιοσύνη’. Ο Κέσσλερ σταμάτησε και κοίταξε τους τυχοδιώκτες.

‘Αύριο το μεσημέρι θα γίνει η δίκη με συνοπτικές διαδικασίες’, συνέχισε να λέει με το στόμα γεμάτο. ‘Οι Γέροντες της πόλης σας θέλουν για μάρτυρες κατηγορίας’. Απέφυγε να σχολιάσει την απουσία του Άντλερ από την σύνθεση του δικαστηρίου. Υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είναι παρών και αυτός στην δίκη. Δεν είναι ασήμαντο γεγονός δύο οικογένειες να προμηθεύουν για θυσίες κτηνανθρώπους. Κοίταξε τους τυχοδιώκτες.

‘Αγοράστε και καινούργια ρούχα. Δεν θα ήταν πρέπον να εμφανιστείτε ενώπιον των Γερόντων και τον ενόρκων με σκισμένα ρούχα’. Σηκώθηκε και ξεκίνησε προς την πόρτα. Λίγο πριν βγει έξω τους είπε, ΄Στο Δημαρχείο, στις 3 το μεσημέρι. Μην αργήσετε. Τα λέμε εκεί’.

Οι τυχοδιώκτες έπεσαν να κοιμηθούν. Ο ύπνος τους ήταν βαρύς και το πρωί ξύπνησαν πιο αργά από το συνηθισμένο. Όλοι τους ήταν φανερά πιο ξεκούραστοι. Θα έμεναν στην πόλη άλλη μια-δύο μέρες για να ξεκουραστούν και να αναρρώσουν πλήρως από τα τραύματα τους, και μετά θα επέστρεφαν στην Ουμπερσράηκ. Μόνο ο Εφρέζη δεν κατάφερε να ξεκουραστεί όσο θα ήθελε γιατί τα όνειρα του τα είχε στοιχειώσει εκείνη η βραδιά στην Ουμπερσράηκ, που του είχαν επιτεθεί οι απέθαντοι. Στο σημερινό όνειρο του, τον κυνηγούσαν σε όλη την πόλη και το μόνο καταφύγιο που βρήκε ήταν στον κήπο του Μορρ, σε ένα φρεσκοσκαμμένο τάφο που έγραφε το όνομα του. Κατέβηκαν στην τραπεζαρία για το πρωινό τους, και μετά πήγαν να αγοράσουν καινούργια ρούχα. Συνάντησαν τον χαζό του χωριού, τον Γουόλτρουτ, ο οποίος ήταν πολύ χαρούμενος που είδε πάλι τον φίλο του Εφρέζι, όρθιο στα πόδια του. Η Ιρώνη, πιο πολύ από συνήθεια, παρά από ανάγκη, προσπάθησε να κλέψει λεφτά από τις τσέπες ενός περαστικού αλλά την είδαν οι φρουροί και την συνέλαβαν. Επειδή ήδη είχε βοηθήσει αρκετά το χωριό, αποφάσισαν να την βάλουν σε ένα κελί για λίγες ώρες για να σκεφτεί τι έκανε μήπως και βάλει μυαλό. Το κελί ήταν υπόγειο, βρόμαγε ακαθαρσίες και ήταν πλημμυρισμένο ως το γόνατο λόγω τις ακατάπαυστης βροχής των τελευταίων ημερών. Και το χειρότερο ήταν ο δεσμοφύλακας της. Εϊχε σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Ναλν, αλλά γύρισε στην Στρομντορφ χωρίς να βρει δουλειά. Όποτε είχε κρατούμενους, ανοίγει φιλοσοφικές συζητήσεις μαζί τους, πιο πολύ απαγγελίες μάλλον παρά συζητήσεις, για να ξεχνάει το αντικείμενο που σπούδασε. Όλη αυτή η ακατάπαυστη πολυλογία του, είχε ζαλίσει την Ιρώνη. Λίγο ήθελε για να βουτήξει το κεφάλι της μέσα στο βρομόνερα για να σταματήσει να τον ακούει.

Όταν ήρθε η ώρα της δίκης ο Εφρέζι και ο Νέκραλ κατηφόρισαν προς την πλατεία. Ο αέρας στον δρόμο βρόμαγε από της μυρωδιές των βυρσοδεψείων, αλλά είχαν αρχίσει πια να συνηθίζουν την μυρωδιά Οι φρουροί αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερη την Ιρώνη μιας και ήταν βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Την έβαλαν να υποσχεθεί ότι δεν θα ξανάκανε ‘άλλες πουστιές στην πόλη τους’ (αυτήν την φράση χρησημοποίησαν) και της ξεκλείδωσαν το κελί. Η Ιρώνη δέχτηκε και τους το υποσχέθηκε, αλλά είχε σταυρωμένα τα δάχτυλα της. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και δεν χώραγαν όλοι μέσα στο δημαρχείο. Ακόμα και έξω από το δημαρχείο, στην πλατεία, είχε δημιουργηθεί συμφόρηση, παρά τον βροχερό καιρό. Κανείς δεν θα μπορούσε να χάσει το γεγονός της χρονιάς, ακόμα και αν έριχνε ο ουρανός καρέκλες (ή Εφρέζιδες, αχαχαχαχ!). Πέρα από τους Χολτς, στους κατηγορούμενους ήταν και ο Τρίσταν Εήγκελ και το Χάλφλινγκ η Κέιλα Κομπλεποτ. Η Κέιλα δεν ήταν ντόπια, από μόνο του το γεγονός αυτό ήταν άκρως ενοχοποιητικό. Ήδη οι χωρικοί φώναζαν για την καταδίκη της. Οι Χολτς όμως ήταν ντόπιοι, αλλά παρόλα αυτά, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους κατοίκους. Τα ανήλικα παιδιά των Χολτς δεν θα δικάζονταν, αλλά θα δίνονταν για υιοθεσία, αλλά ποιος θα τα δεχόταν? Το κατηγορητήριο περιλάμβανε πολλές κατηγορίες. Ο Νέκραλ που ήταν ο πιο σπουδαγμένος σχετικά με την γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας προσπάθησε να θυμηθεί ποίες ήταν οι κατηγορίες. Κλοπή περιουσίας, Καταστροφή περιουσίας, Απαγωγή, Φόνοι, Κακοποίηση ανθρώπων, Κακοποίηση ζώων, Ανθρωποθυσία, Θυσία ζώων, Συναναστροφή με υπηρέτες του χάους. Φοροδιαφυγή! Ειδικά αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρό τους. Τα πράγματα ήταν σκούρα για τους Χολτς και το σινάφι τους. Από τώρα μπορούσε να δει το κρέμασμα όλων των ενήλικων Χολτς και της Κέιλα, έξω από το χωριό, στο Πεδίο της Βεράνας. Και δεν είχε άδικο. Η δίκη ήταν για τα προσχήματα. Το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο. Οι ένορκοι έκαναν μερικές υποτυπώδεις ερωτήσεις στους τυχοδιώκτες και οι Γέροντες, διέκοπταν για να κάνουν ερευνητικές ερωτήσεις, αφήνοντας ταυτόχρονα υπονοούμενα για την πλημμελή τήρηση των καθηκόντων του απόντος δημάρχου, έβγαλαν την ετυμηγορία. Η υπεράσπιση επιχειρηματολόγησε ότι οι θυσίες που έγιναν δεν είχαν θύματα ντόπιους, και ήταν και για καλό σκοπό, για την σωτηρία της πόλης! Αφού ακούστηκαν όλες οι πλευρές, οι γέροντες συνεδρίασαν μυστικά αλλά και σύντομα. Μετά, ο γέροντας Γκέρμπερ σηκώθηκε, βάρεσε το σφυράκι του στο έδρανο και φώναξε:

‘Οι Γέροντες είναι έτοιμη να βγάλουν απόφαση’. Καθάρισε το λαιμό του, και συνέχισε.
‘Εις το όνομα της Βεράνα της Δίκαιης, ο Όττο Χόλτς, Ο Ράηνερ Χολτς, η Μαίρη Χολτς, ο Κλάους ο Χοντρός, συγνώμη, ο Κλάους Χόλτς, ο Τρίσταν Έηγκελ και η Κέιλα Κόμμπλεποτ, κρίνονται ένοχοι χωρίς επιφύλαξη ενώπιον του Σήγκμαρ, για εγκλήματα κατά της αυτοκρατορίας. Η ποινή είναι άμεσος απαγχονισμός στο λιβάδι της Βεράνα.’

Ο Νέκραλ έκανε το χέρι του γροθιά και το τράβηξε πίσω, λέγοντας μέσα από τα δόντια του ‘Γιές!’. Ήταν μια κίνηση που συνήθιζαν να κάνουν οι μάγοι της Ουράνιας Τάξης όταν οι προβλέψεις τους βγαίνουν αληθινές. Θεώρησε ότι ήταν πρέπων να το κάνει και αυτός στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Όλος ο κόσμος που είχε μαζευτεί στην δίκη, σαφώς ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της δίκης, άρχισε να κατευθύνετε στο πεδίο έξω από το χωριό. Στην ουσία ήταν ένα λιβάδι με μια μεγάλη πλατφόρμα πάνω στην οποία υπήρχαν οι κρεμάλες. Επειδή ήταν πολλά τα άτομα που θα κρέμαγαν σήμερα, δεν χώραγαν στις κρεμάλες και έτσι αποφάσισαν να τους κρεμάσουν δύο-δύο. Σε μια κρεμάλα μάλιστα χώρεσαν και τρεις από τους κατηγορούμενος. Ο Νέκραλ παρατήρησε ότι υπήρχαν ήδη δύο κρεμασμένοι. Ρώτησε τους ντόπιους και τους είπαν ότι είναι κρεμασμένοι εκεί από την προηγούμενη μέρα της αφίξεως τους στην Στρομντορφ. Είχαν κλέψει πρόβατα. Η Ιρώνη εντόπισε ένα σημείο στο λιβάδι που το χρώμα ήταν πιο μαύρο. Της εξήγησαν ότι εκεί είχαν κάψει πέρσι έναν νεκρομάντη. Τον Λάζαρους Μουρν. Τον είχαν συλλάβει επειδή βρήκαν στοιχεία ότι εξασκούσε την τέχνη της Νεκρομαντείας. Αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστικός ο θάνατος του γιατί ο νεκρομάντης, κατά την πυρπόληση του δεν φώναξε καθόλου. Γενικότερα και κατά την διάρκεια της δίκης ήταν ακίνητος, κατατονικός. Αναγκάστηκαν να τον κουβαλήσουν δυο φρουροί ως το πεδίο. Η Ιρώνη κοίταξε τους Χολτς. Ο απαγχονισμός τους, σίγουρα δεν θα ήταν αθόρυβος. Ήδη φώναζαν, και καταριόντουσαν τους ντόπιους. Η Μαίρη, ευχόταν ο γιος της να καταστρέψει το χωριό, αλλά ήταν πολύ μικρός για να είναι απειλή.

Μετά τον απαγχονισμό, το απογευματάκι, οι ντόπιοι κατευθύνθηκαν προς το πανδοχείο του Υδροκέραυνου, για να συζητήσουν τα τελευταία κουτσομπολιά. Οι τυχοδιώκτες πήγαν να δουν τον Ιερέα στον ναό του Σήγκμαρ. Ο Ιερέας τους είπε για το νέο όνειρο που είδε στον ύπνο του το βράδυ. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους, ήταν σαφές ότι δεν είχε κοιμηθεί καλά. Τους είπε ότι είχε δει μια μεγάλη λίμνη από την οποία εξείχαν οι ξύλινες στέγες σπιτιών. Οι στέγες, τους είπε, έμοιαζαν πάρα πολύ με αυτές της Στρόμντορφ. Όσο μίλαγαν η Ιρώνη παρατήρησε τις πόρτες πίσω από τις κουρτίνες στα βάθος του ναού και έκανε μια νοητή σημείωση να τις ερευνήσει βράδυ, όταν θα έπεφτε ο Ιερέας για ύπνο. Η μια οδηγούσε σίγουρα στο δωμάτιο του Ιερέα, αλλά η άλλη που θα οδηγούσε?

Επέστρεψαν στο πανδοχείο για να ξεκουραστούν. Ο Λούκας ήταν ακόμα άρρωστος. Ήταν χλωμός, και δεν δεχόταν να φάει ή να πιει. Ούτε καν μπύρα, μα τα γένια του Σήγκμαρ! Ο Εφρέζι άρχισε να ανησυχεί για την κατάσταση του. Όταν άγγιξαν το κούτελο του, ζεμάταγε.. Ο οργανισμός του χρειαζόταν ενέργεια για να επουλώσει από τα τραύματα και να πολεμήσει το κρυολόγημα του. Ο Γιατρός είπε πως πρέπει να αρρώστησε επειδή στεκόταν στην βροχή πολύ ώρα Αν δεν έτρωγε κάτι μέσα στις επόμενες μέρες, θα κινδύνευε η ζωή του. Ο Νέκραλ επισκέφτηκε τον Νίκλαους Σούλμαν για να δει πως πάει η μελέτη της πέτρας. Ο Νίκλαους δεν είχε κάνει μεγάλη πρόοδο στην ανάγνωση της πέτρας. Είχε και αυτός μαύρους κύκλους στα μάτια του. Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλο το βράδι από την μελέτη. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τις σημειώσεις σταματάει είπε στον Νέκραλ ότι η πέτρα πρέπει να είναι μέρος ενός χάρτη. Πόσα κομμάτια ακόμα υπήρχαν και τι έδειχνε ο χάρτης δεν μπορεί να είναι σίγουρος, αλλά η ηλικία της πέτρας είναι άνω των 1000 ετών.

Η Ιρώνη αποφάσισε να γλιστρήσει αθόρυβα από το πανδοχείο και να πάει στον ναό για να κάνει την δική της έρευνα. Περπατούσε στα σκοτεινά σοκάκια, κρυμμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα των κατοίκων της πόλης. Ένοιωσε ένα ψυχρό αεράκι να διαπερνάει τα κόκαλα της. Σαν κάποιος να περπατάει πάνω από τον τάφο της, όπως συνήθιζαν να λένε οι πολίτες της Αυτοκρατορίας. Το ίδιο αεράκι ένιωσε και ο Εφρέζι και αρκετοί από τους πελάτες του πανδοχείου. Ήταν στην κεντρική σάλα, και τους είδε ξαφνικά, να αγκαλιάζονται ή να ανασκουμπώνονται σαν να τους διαπερνάει ένα ρίγος. Ο Νέκραλ ένιωσε το ίδιο και ένα αρρωστημένο συναίσθημα στρογγυλοκάθισε στο στομάχι του. Ένιωσε τα σωθικά του να δένονται κόμπος. Κανείς δεν κατάλαβε τι προμήνυε αυτός ο απόκοσμος άνεμος, αλλά η βραδιά απέκτησε μια κατήφεια και το γλέντι σταμάτησε. Σιγά-σιγά, κατευθύνθηκαν όλοι για ύπνο, συμπεριλαμβανομένου του Νέκραλ και του Εφρέζι.

Η Ιρώνη μπήκε αθόρυβα στον ναό, και κρύφτηκε πίσω από το άγαλμα του Σήγκμαρ. Ο ναός ήταν άδειος. Όχι, ψέματα. Ξαφνικά ήρθε ο νεαρός μύστης και άρχισε να καθαρίζει τα ιερά κειμήλια. Η Ιρώνη κράτησε την αναπνοή της και έμεινε ακίνητη μέχρι να τελειώσει. Όταν έφυγε ο νεαρός, παραβίασε σιγά-σιγά την πόρτα της κρύπτης και κατέβηκε στο υπόγειο. Το δωμάτιο ήταν το μέρος που φύλαγαν όλα τα ιερά κειμήλια, ποτήρια, φυλαχτά και κηροπήγια του ναού. Στην μέση ήταν ένα μεγάλο βιβλίο με εξώφυλλο από δέρμα που είχε γραμμένους τους ιερούς ύμνους του Σήγκμαρ. Την Ιρώνη δεν την ενδιέφεραν καθόλου οι ύμνοι των ανθρώπων και τα βιβλία τους. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Την προσοχή την αιχμαλώτισε ένα φυλαχτό. Ήταν ένας μικρός, χρυσός αετός. Αρκετά μικρός για να τον κρύψει στην τσάντα της, και αρκετά χρυσός για να πιάσει καλή τιμή στην μαύρη αγορά. Άρπαξε τον χρυσό αετό χωρίς δεύτερη σκέψη, τον καταχώνιασε στην τσέπη της τσάντας της, ανέβηκε τα σκαλοπάτια, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να επιστρέφει χαρούμενη στο πανδοχείο.

Ο Εφρέζι και ο Νέκραλ κοιμόντουσαν πολύ βαριά. Οι τελευταίες μέρες ήταν εξουθενωτικές. Τόσο βαριά που δεν άκουσαν τα χτυπήματα στην μπροστινή πόρτα του πανδοχείου. Ο Πανδοχέας όμως τα άκουσε. Άνοιξε το παράθυρο του και έβγαλε το κεφάλι του έξω και φώναξε πως είναι κλειστά και δεν πρόκειται να ανοίξει σε μεθυσμένους ταραχοποιούς. Μετά από λίγο, ο Νέκραλ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του. Νόμισε ότι άκουσε να σπάει η μπροστινή πόρτα. Θυμήθηκε τα αντίστοιχα επεισόδια στο Πανδοχείο Το Φεγγάρι του Ναύτη πριν κάτι μέρες και πήγε να ξυπνήσει τον Εφρέζι και την Ιρώνη. Ο Λούκας ήταν άρρωστος, στο κρεβάτι του πόνου και προτίμησε να μην τον ενοχλήσει. Το δωμάτιο της Ιρώνη ήταν άδειο. Περίεργο. Ο Εφρέζι ήταν εκεί. Τον σκούντηξε, αλλά δεν ξύπναγε. Μια πιστολιά αντήχησε στο πανδοχείο από τον κάτω όροφο. Επιτέλους, ο Εφρέζι ξύπνησε αλλά και αρκετοί ένοικοι. Πόρτες δεξιά και αριστερά στον διάδρομο άνοιγαν και οι ένοικοι έβγαζαν τα κεφάλια τους έξω να δουν τι γίνεται, αλλά κανείς δεν τόλμαγε να ξεμυτίσει από το δωμάτιο του. Οι δύο τυχοδιώκτες πήγαν προς την σκάλα. Συγκρούστηκαν με τον πανδοχέα που κρατούσε ένα αχνιστό μουσκέτο Μπλάντερμπας, και τους δύο γιους του που την ίδια στιγμή ανέβαιναν τις σκάλες κατατρομαγμένοι. Κάτι ψέλλισαν, δείχνοντας κάτω από τις σκάλες, αλλά οι τυχοδιώκτες δεν κατάλαβαν τι εννοούσαν ούτε μπορούσαν να δουν. Κατέβηκαν τις σκάλες και αντίκρισαν ένα αποκρουστικό θέαμα.



Τα περισσότερα κεριά και φανάρια του δωματίου ήταν κλειστά. Αυτά που είχαν παραμείνει αναμμένα παρείχαν ελάχιστο φως στο χώρο. Η πόρτα ήταν θρυμματισμένη και σπασμένη προς τα μέσα. Ένας φρουρός κειτόταν νεκρός, το κεφάλι του έλειπε, και ο τοίχος δεξιά από την πόρτα ήταν πιτσιλισμένος με έντονα κόκκινα αίμα και φαιά ουσία. Το σώμα του σπαρτάραγε σαν να πολέμαγε ακόμα με τον θάνατο. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος με τα μέλη της οικογένειας Χολτς. Από το λαιμό τους κρεμόντουσαν οι θηλιές με τις οποίες τους είχαν κρεμάσει. Οι άκρες των θηλιών φαγωμένες.. Δεν έλειπε και ο Τρίσταν, η Κέιλα, και οι δύο κρεμασμένοι κλέφτες προβάτων. Τα κεφάλια τους γέρνανε δεξιά η αριστερά, και το σαγόνι τους κρεμόταν ανοιχτό, το πρόσωπο τους είχε μια ηλίθια έκφραση, τα μάτια τους κοίταγαν το κενό και αντί να μιλάνε έβγαζαν ένα μακρόσυρτο βογκητό. Ο Νέκραλ και ο Εφρέζι σάστισαν προς στιγμή στην θέα του φόνου και τον απέθαντων, αλλά ο Εφρέζι γρήγορα βρήκε κουράγιο. Θυμήθηκε την νύχτα στην Ούμπερσράηκ που του είχαν επιτεθεί απέθαντοι. Τα όνειρά του των είχαν προετοιμάσει για την σημερινή αναμέτρηση. Όρμησε. Τέσσερα μέλη της οικογένειας Χολτς τον πλησίασαν. Οι υπόλοιποι τέσσερις κατευθύνθηκαν προς τις σκάλες που ήταν ο Νέκραλ και ο και ο Σεμπάστιαν που κρατούσε το μουσκέτο Μπλάντερμπας με χέρια που έτρεμαν.

Ο Νέκραλ κατέβηκε τα σκαλιά, μάζεψε απόθεμα από τον άνεμο Άσκυ και αμόλησε μια πύρινη μπάλα στο πιο κοντινό απέθαντο. Το σώμα που κάποτε άνηκε στον Όττο τυλίχτηκε στις φλόγες και σωριάστηκε στο έδαφος. Σε λίγα μόνο λέπτα το μόνο που είχε απομείνει ήταν τα απανθρακωμένα λείψανα του. Οι υπόλοιποι τρεις απέθαντοι περικύκλωσαν τον Νέκραλ. Ο Σεμπάστιαν πυροβόλησε με το μουσκέτο του. Η σφαίρα διαπέρασε το σώμα της απέθαντης Μαίρης, προς στιγμήν την σταμάτησε, αλλά μετά η Μαίρη συνέχισε την πορεία της σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ο Εφρέζι κοπάνησε την σιδερόμπαλα του στο κεφάλι του Ρέηνερ, ανοίγοντας του μια φρικτή τρύπα. Ο Ρέηνερ φάνηκε να μην ενοχλείτε ιδιαίτερα και απλώνοντας τα χέρια του, τυλίγεται γύρω από τον Εφρέζι, ο οποίος δεν ένιωσε ιδιαίτερα ευχάριστα, τόσο κοντά σε νεκρή σάρκα.

Η Ιρώνη ακούγοντας τον πρώτο πυροβολισμό επιτάχυνε το βήμα της. Όταν άκουσε και τον τρίτο ήταν πλέον σίγουρη ότι προέρχονταν από το πανδοχείο της. Άρχισε να τρέχει. Ξαφνικά έχασε την όραση της, και μπροστά της, σαν όραμα είδε τον ιερό, χρυσό αετό που είχε κλέψει. Στραβοπάτησε και έπεσε στα λασπόνερα. Σηκώθηκε και συνέχισε. Είδε την πόρτα του πανδοχείου ανοιχτή και από έξω είδε τι διαδραματιζόταν μέσα. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Νεκροζώντανοι είχαν πλημμυρίσει το πανδοχείο. Έβγαλε το τόξο της και άρχισε να εκτοξεύει βέλη στους απέθαντους. Το πρώτο βέλος αστόχησε, το δεύτερο και τρίτο καρφώθηκε στο σώμα του Ρέηνερ. Το σώμα του σωριάστηκε στο έδαφος. Το τέταρτο βέλος είχε διαπεράσει το ήδη τρύπιο κρανίο του.

Τρεις απέθαντοι άρπαξαν τον Νέκραλ και τον έριξαν στο πάτωμα. Το σώμα του χάθηκε κάτω από τα κορμιά τον απέθαντων που άρχισαν να του δαγκώνουν την σάρκα. Ο Σεμπάστια δεν μπορούσε να πιστέψει το θέαμα που έβλεπε στο κάτω μέρος της σκάλας. Κόκκινο αίμα άρχισε να πλημμυρίζει το πάτωμα, και τότε κατάλαβε ότι ο Νέκραλ ήταν νεκρός. Είδε το δάχτυλο του να πατάει την σκανδάλη επανειλημμένα. Την πρώτη φορά το μουσκέτο πυροβόλησε και πέτυχε την πλάτη ενός απέθαντου. Της υπόλοιπες φορές δεν είχε μπαρούτι και απλά ακουγόταν ένα κλικ κλικ. Δύο από τους τρεις απέθαντους άφησαν το νεκρό σώμα του Νέκραλ και ανέβηκαν τις σκάλες, ρίχνοντας στο πάτωμα τον Σεμπάστιαν. Ο τρίτος απέθαντος πλησίαζε τον Εφρέζι από πίσω. Ο Εφρέζι δεν τον είχε αντιληφθεί. Τότε ο Νέκραλ, σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του. Από το μπράτσο του, έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας και φαινόταν το κόκκαλο. Ο Νέκραλ με την τελευταία του πνοή, εξαπέλυσε μια πύρινη μπάλα, το τελευταίο ξόρκυ που θα έκανε ποτέ του. Η μπάλα πέτυχε τον απέθαντο πριν πλησιάσει Εφρέζι, αφήνοντας τον στον τόπο. Ο Εφρέζι γύρισε να δει πίσω του. Ο Νέκραλ, μέσα σε μια λίμνη αίματος, με κομάτια κρέατος να λείπουν από το σώμα του, του είπε:

‘Άκου προσεκτικά… αυτό που θα… σου πω… ναααργκκχχχχ…γκλγκλ!’, και ξεψύχησε.

Η Ιρώνη αμόλησε άλλα τέσσερα βέλη στον απέθαντο Τρίσταν, αποτελειώνοντας τον. Οι δύο απέθαντοι που είχαν ανέβει στις σκάλες κατασπάραξαν τον Σεμπάστιαν. Ο Εφρέζι ανέβηκε δύο δύο τα σκαλιά, αλλά ήταν πολύ αργά. Εύκολα έσπασε τα κρανία των απέθαντων που ήταν απασχολημένοι να τρώνε τα έντερα του πανδοχέα. Η Ιρώνη αποτελείωσε και τους απέθαντους που βρίσκοντας την κάτω αίθουσα. Όταν ήρθαν οι φρουροί με τον Κέσσλερ, κανένας νεκρός δεν είχε πια το παραμικρό σημάδι ζωής. Πριν προλάβει να ελέγξει την φρικτή σκηνή μάχης, η Ιρώνη έτρεξε στο πτώμα του Νέκραλ. Τον είχε δει να κρύβει κάποια νομίσματα στην μπότα του. Έψαξε στα βιαστικά.

‘Αχα!’, βρήκε, δύο χρυσά νομίσματα. Απομακρύνθηκε γρήγορα πριν την πάρουν πρέφα οι φρουροί που πλησίαζαν, αλλά ο Νέκραλ ήταν αυτός που θα είχε τον τελευταίο λόγο. Η Ιρώνη γλίστρησε στο πηχτό αίμα του Νέκραλ που είχε ποτίσει όλο το δάπεδο και ο ξωτικός πισινός της συγκρούστηκε με βια στο δάπεδο. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Για κακή της τύχη είχε πέσει πάνω στον χρυσό αετό που είχε κλέψει από τον ναό. Σαν να την τιμωρούσε ο Σήγκμαρ για την ιεροσυλία της. Γρήγορα μάζεψε τον χρυσό αετό και τον έβαλε πάλι στην τσάντα της μαζί με τα δύο χρυσά νομίσματα, το μόνο της ενθύμιο από τον μαθητευόμενο μάγο Νέκραλ Χάλγκμουντ, αιώνια του η μνήμη.

‘Μα το Σήγκμαρ, τι έγινε εδώ!’ Φώναξε έξαλλος ο Κέσσλερ. Κανείς δεν ήταν σίγουρος αν ο εκνευρισμός του προερχόταν από το γεγονός ότι υπήρχαν 2 πολίτες νεκροί ή επειδή εμφανίστηκαν απέθαντοι στην πόλη του, ή επειδή ένα μέλος της φρουράς ήταν τόσο απρόσεκτος ώστε να μετατραπεί και αυτός σε απέθαντο. Κόσμος από τα γύρω σπίτια είχε μαζευτεί. Ο Κέσσλερ άρχισε να τους διώχνει, λέγοντας ‘Φύγετε, φύγετε. Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε, εδώ!’

Οι φρουροί είχαν ήδη βγάλει το πτώμα του Νέκραλ και του Σεμπάστιαν στο πίσω μέρος της αυλής του πανδοχείου και τους είχαν βάλει φωτιά, όταν ακούστηκε μια ανδρική φωνή από το δρόμο.
Βοήθεια! Βοήθεια! Ζωντάνεψε!’

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Sunday 19 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ιντερλούδιο - Πέρα από την νότια πύλη, στο βάλτο


Ένας κεραυνός ακούστηκε από τον νότο, κοντά στον βάλτο. Αν κάποιος από τους τυχοδιώκτες ήταν εκεί θα έβλεπε το σωριασμένο σώμα του Ιζ-Κα, και τις στάλες της βροχής να αραιώνουν το αίμα από την μεγάλη πληγή. Ο μυτερός κορμός του δέντρου που καρφώθηκε όταν έπεσε, εξείχε από την πλάτη του. Αν ήταν εκεί οι τυχοδιώκτες θα έβλεπαν με φρίκη ότι ο κεραυνός έπεσε ακριβώς πάνω στο κουφάρι του. Θα άσπριζε ακόμα και το μελανιασμένο πρόσωπο του ξωτικού από τον τρόμο, όταν θα αντιλαμβάνονταν ότι ο Ιζ-Κα άρχιζε να κουνάει τα χέρια του ψηλαφίζοντας το λασπωμένο χώμα. Δεν ήταν νεκρός. Ο ματωμένος κορμός άρχισε να χάνεται από την τρύπα της πλάτης του, καθώς, αργά και προσεκτικά στην αρχή, πιο σίγουρα μετά, άρχισε να σηκώνεται. Δεν ήταν όμως κανείς τους εκεί, και κανείς δεν άκουσε το φοβερό ουρλιαχτό, γεμάτος μίσος που αντήχησε στους βάλτους. Ο Ίζ-Κα, δίψαγε για εκδίκηση και πεινούσε για την σάρκα των ανθρώπων που τον ντρόπιασαν στην αγέλη του. Δεν θα αργούσε η στιγμή που θα γευόταν την σάρκα τους, ακόμα και αν έπρεπε να γκρεμίσει ολόκληρο το χωριό των ανθρώπων στον Βορρά.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Απαστράπτουσα Πέτρα.


Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν προσπαθώντας να εξοικειωθούν με την πόλη και τους κατοίκους της. Πέρα από την συνεχή βροχή, τις λάσπες,την μπόχα από την επεξεργασία του δέρματος και την ξενοφοβία, η πόλη είχε αρκετά παράξενα έθιμα. Ο Εφρέζι για παράδειγμα γνώρισε ένα παιδάκι που για να βγάλει το χαρτζιλίκι του μάζευε με τους φίλους του τις κοπριές των ζώων από τους δρόμους και τις πούλαγαν στα βυρσοδεψία (τα οποία ανήκουν όλα στον κ. Μέρσελ), για λίγα χάλκινα νομίσματα.

Η Ιρώνη ρώτησε έναν ντόπιο για το άγαλμα του Όλαους Στίκχελμ στην πλατεία. Οι ντόπιοι δεν συμπαθούσαν τους ξένους, αλλά από την άλλη ήταν περήφανοι για τον ήρωα τους, οπότε έκαναν μια εξαίρεση και τις εξήγησαν. Πριν από 500 χρόνια, όταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Αλτντορφ ήταν υπό πολιορκία από τον απέθαντο στρατό του οίκου βρικολάκων Φον Κάρσταην, μια μικρή στρατιά απέθαντων είχε έρθει να πολιορκήσει την Στρόμντορφ. Όμως ο Όλαους με λιγοστούς στρατιώτες από την πόλη, κατάφερε να τους απωθήσει στο ποταμό Τράνινγκ, στο σημείο Φρόθινκ Φιορντ, αλλά υπέκυψε στα τραύματα του, στην όχθη του ποταμού και πέθανε. Όταν 80 χρόνια πριν είχαν έρθει πρασινοτόμαροι να λεηλατήσουν την πόλη, φτάνοντας στο ποταμό όμως, χωρίς λόγο, άλλαξαν πορεία και έφυγαν προς τα βουνά του νοτιά. Πολλοί λένε πως σηκώθηκε από τον τάφο του ο Όλαους και τους έδιωξε. Όσοι ώρα εξηγούσαν οι ντόπιοι την ιστορία ο Εφρέζι παρατήρησε ότι όχι ένας, αλλά δύο κεραυνοί έπεσαν στον ναό του Σήγκμαρ, ενώ από μέσα ακουγόντουσαν τα τραγούδια του ποιμνίου και η φωνή του παπά να διαβάζει το ‘Κατά Σήγκμαρ Ευαγγέλιο’. Ο Λούκας ήταν κουρασμένος από την πρόσφατη μάχη με τους ληστές και δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Το ίδιο και ο έμπορος Φλόριαν, ο οποίος ύστερα από λίγο τους είπε ότι θα τους συναντούσε στο Πανδοχείο του Υδροκέραυνου και σηκώθηκε να φύγει.

Οι τυχοδιώκτες πήγαν στα βυρσοδεψία και μίλησαν με τους εργάτες. ¨Εμαθαν ότι οι ντόπιοι πλούσιοι έμποροι δεν συμπαθούσαν καθόλου τον Δήμαρχο Άντλερ και τον θεωρούσαν έναν απλό φοροεισπράκτορα του Γκραφ Σίγκισμουντ της Ούμπερσράηκ. Ο Γκραφ είχε επιλέξει τον Άντλερ, κάτοικο της Ούμπερσράηκ να έρθει στην Στρόμντορφ για να υπηρετήσει ως δήμαρχος. Όλα πήγαιναν καλά, και λόγω των διασυνδέσεων του Άντλερ με την Ουμπερσράηκ το εμπόριο είχε ανθίσει στην Στρομντορφ. Αλλά μετά, κάτι του συνέβη και κλείστηκε στο σπίτι του χωρίς να ασχολείται με τίποτα, αναθέτοντας όλα τα καθήκοντα του στον Διοικητή της Φρουράς Κέσσλερ, άλλος ένας μη-ντόπιος. Μερικοί ντόπιοι έλεγαν ότι είχε πεθάνει η γυναίκα του, άλλοι έλεγαν ότι όχι, η γυναίκα του είχε πεθάνει 2-3 χρόνια πριν, όχι πριν 2 μήνες, γιατί τότε ήταν που κλείστηκε στο δημαρχείο και σταμάτησε να κάνει δημόσιες εμφανίσεις.

Σειρά είχε μια επίσκεψη στην ταβέρνα η Κατραρόλα της Σούπας. Έξω υπήρχε ένα πλημμυρισμένο από την βροχή παρτέρι με μαγειρικά βότανα Η βροχή που έπεφτε από την μια, και η λιμνούλα που είχε μαζευτεί, εμπόδισε τον Νέκραλ να δει ότι ορισμένα από τα βότανα ήταν συστατικά του υπνωτικού Σλάφ, ένα υπνωτικό που παραλίγο να δοκιμάσει και ο ίδιος πριν μερικές βδομάδες στο περιστατικό στο [[Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Χοιρινό και Πάπια, μετά Επιδορπίου | κατάλυμα Γκρούνγολντ]]. Μέσα στην ταβέρνα επικρατούσε ησυχία και ηρεμία. Οι μόνοι πελάτες ήταν μέλη της φρουράς. Αργότερα έμαθαν ότι η Χάλφλινγκ ιδιοκτήτρια, Κέιλα Κομπλεποτ, έκανε έκπτωση στα μέλη της φρουράς, ώστε να αποτρέπονται οι φασαρίες, λόγω της παρουσίας τους. Η Κέιλα ήταν χαρωπή και ευγενική. Τους υποδέχτηκε και τους πρόσφερε ένα πιάτο σούπα. Την ρώτησαν για τον έμπορο Κλάους γιατί είχαν μάθει ότι τον είχαν δει να έρχεται στην ταβέρνα της με τους φρουρούς του. Τους είπε ότι όντως είχε κοιμηθεί εδώ το βράδυ με τους δύο φρουρούς του. Το πρωί έφυγε νωρίς, την ξύπνησε μάλιστα για να πληρώσει, χωρίς τους φρουρούς του, οι οποίοι τον περίμεναν να εμφανιστεί μέχρι που βαρέθηκαν και έφυγαν.

Πηγαίνοντας στο πανδοχείου του Υδροκέραυνου, οι τυχοδιώκτες συνάντησαν τον ζητιάνο Εντουάρντο Ροντρίγκες. Η αναπνοή του βρόμαγε αλκοόλ, τα ρούχα του ήταν βρόμικα, και κοιμόταν σε ένα σοκάκι. Όταν τους ζήτησε τους ζήτησε λίγα λεπτά. Ο Νέκραλ παρατήρησε ότι ενώ ήταν ρακένδυτος, είχε ένα μυτερό σπαθί, καλογιαλισμένο και πολύ καλής ποιότητας. Τους εξήγησε ότι ήταν του πατέρα του. Όταν τον ρώτησαν για την ιστορία του και αν είδε τον Κλάους, ή την άμαξα του με το άσπρο πόνυ, τους είπε ότι θα τους πει ότι θέλουν να μάθουν αν τον κεράσουν ζύθο. Συμφώνησαν και κίνησαν για το πανδοχείο. Πριν μπουν μέσα, άκουγαν κάποιον να τραγουδάει παράφωνα και το πλήθος να διασκεδάζει με τον ‘καλλιτέχνη’, μάλλον εις βάρος του. Όταν άνοιξαν την πόρτα όμως, το γέλιο κόπηκε και όλοι γύρισαν να τους κοιτάξουν με καχυποψία.

‘Δεν είναι ντόπιοι!’, είπε κάποιος.

‘Ψηλομύτες, από την πόλη’, είπε κάποιος άλλος.

‘Και ένα ξωτικό!’

‘Με μελανιασμένη μάπα, αχαχαχα΄. Συμπλήρωσε ένας θαμώνας, και οι άλλοι γέλασαν.
’Έφεραν και τον Εσταλό τον Μεθύστακα, μα τον Σίγκμαρ, θα πρέπει να κλείσουμε την μύτη μας’.
‘Και πίσω πίσω, τί είναι αυτός? Και άλλος μάγος?’

Το ξωτικό σήκωσε το ένα φρύδι της. “Τι εννοούν ‘και άλλος μάγος’”?, ρώτησε τον Εντουαρντο.
Της εξήγησε πως πριν από δυο βδομάδες, λίγο πριν χειροτερέψει περισσότερο ο καιρός, ήρθε ένας μάγος από την Ουράνια Τάξη των κολεγίων της Μαγείας για να μελετήσει τα καιρικά φαινόμενα της πόλης μας.

‘Ονομάζεται Νίκλαους Σούλμαν και μένει εδώ, στο πανδοχείο του Υδροκέραυνου. Στην αρχή ήταν παράξενος, ακόμα είναι, αλλά έχει πλάκα. Κάθε τέταρτη μέρα της οχτωμάδας διδάσκει στα παιδιά της Στρόμντορφ γράμματα, εδώ στο πανδοχείο’.

Η Ιρώνη άρχισε να σκέφτεται και αυτή τρόπους για να σπάσει τον πάγο στο πανδοχείο και να κάνει την παρουσία της ομάδας της πιο καλοδεχούμενη.

“Κερνάω μπύρα όλους!” Φώναξε στον πανδοχέα.

Όλοι ήπιαν μπύρα, αλλά η διάθεση τους απέναντι στους ξένους δεν είχε αλλάξει σημαντικά. Μέχρι που είπε ο μπάρμαν είπε στο ξωτικό, ‘τώρα είναι και η σειρά μας να σε κεράσουμε’. Άρχισε να γεμίζει ένα ποτήρι μπύρα. Ταυτόχρονα χαχάνιζε με τους πελάτες που ήταν κοντά. Της δίνει την μπύρα. Η Ιρώνη είχε την διαίσθηση ότι κάποια πλάκα της ετοίμαζαν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ήπιε την μπύρα μονορούφι προς έκπληξη όλων.

Έκπληξη όχι επειδή ήπιε μονοκοπανιά την πιο ισχυρή μπύρα της περιοχής, αλλά γιατί δεν δίστασε καθόλου να καταπιεί και το ποταμίσιο σωληνοσκούλικο που είχαν βάλει μέσα. Ήταν το κλασσικό αστειάκι που έκαναν σε κάθε καινούργιο επισκέπτη της πόλης και πάντα ακολουθούσε πολύ γέλιο με τις αντιδράσεις του. Το ξωτικό όμως τους στέρησε την απόλαυση αυτή. Τώρα όμως είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Άρχισαν να βλέπουν τους ταξιδιώτες με άλλο μάτι. Μερικοί χαμογέλασαν και όλας.

Εκεί γνώρισαν τον κακόφωνο βάρδο, Πάρτον Αλαγκιά, ο οποίος τους πληροφόρησε να προσέχουν όταν μιλάνε στον πανδοχέα τον Σεμπάστιαν, γιατί πριν δυο μήνες είχε αυτοκτονήσει η γυναίκα του. Είχε πέσει στο πηγάδι και πνίγηκε. Αργότερα μπήκε και ο Μπέημπερ στην ταβέρνα, ένας κυνηγός λιγομίλητος, αλλά από ότι τους είπε ο Πάρτον ήταν ο καλύτερος στο τόξο στο χωριό. Και αυτού η γυναίκα είχε πεθάνει, αλλά αυτήν την σκότωσαν οι κτηνάνθρωποι τους οποίους μισεί θανάσιμα. Ο Νέκραλ σχολίασε, κοιτώντας χαρακτηριστικά την Ιρώνη, ότι οι γυναίκες στην Στρομντορφ, πεθαίνουν συχνά. Ο Εντουάρντο τους είπε την ιστορία του. Ήταν στρατιώτης στην πόλη Μαργκαρίτα στην μακρινή Εστάλια. Παράτησε το πόστο του και έγινε μισθοφόρος, αλλά όταν αποφάσισε να ταξιδέψει στον νέο κόσμο, το πλοίο του έπεσε θύμα της σκληρής πειρατίνας Τζανίν, καπετάνισσα του πειρατικού πλοίου Ο Μονόκερος. Την αποκαλούσαν Λιονταρίνα της Λιονίζ και τον πέταξε στην θάλασσα. Κολύμπησε πολλά χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στην ακτή και παραλίγο να τον φάνε καρχαρίες. Τους περιέγραφε πως είχαν κεφάλι σε σχήμα σφυριού. Όση ώρα μιλούσε, όταν πέρναγαν κυρίες μπροστά του, ακούμπαγε με το χέρι του την άκρη του αστείου καπέλου του, ως ένδειξη ευγενούς χαιρετισμού. Οι τυχοδιώκτες που τον άκουγαν, είχαν την αίσθηση ότι είχε εμπλουτίσει την αληθινή ιστορία με αρκετές ανακρίβειες και υπερβολές.

Αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους για να ξεκουραστούν. Εκτός του Εφρέζι, που δεν κατάφερε να ξεκουραστεί γιατί είχε τους γνωστούς του εφιάλτες. Απέθαντοι των κυνήγαγαν αλλά ξοπίσω τους έτρεχαν και κτηνάνθρωποι και μικροί πράσινοι διάβολοι. Και έτρεχε κατευθείαν προς ένα τεράστια πράσινη οδοντοστοιχία. Το πρωί, η Ιρώνη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ακόμα είχε την μελανία στην μούρη της. Ήξερε ότι όσοι την κοίταγαν, έστρεφαν το κεφάλι τους αλλού. Αυτό την εμπόδιζε να ασκήσει το χόμπυ της, την χαρτοπαιξία, γιατί πολύ απλά κανείς δεν ήθελε να παίξει χαρτιά με κάποιον που δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια. Ούτε να ανοίξει κουβέντα με τους ντόπιους δεν μπορούσε. Αποφάσισε να ψάξει πιο εντατικά να βρει κάποιον να της γιατρέψει το μελάνωμα. Μια γυναίκα που της σύστησαν ως ντόπια μαία και γνώστρια γιατροσοφιών δεν κατάφερε να την βοηθήσει. Η Ιρώνη έφτυσε στο χώμα από τα νεύρα της και βλαστήμησε τους θεούς των Ξωτικών (σημ. Τον GM δηλαδή) για την γκαντεμιά της. Οι σύντροφοί της χλόμιασαν. ‘Δεν είναι σωστό να βρίζεις τους θεούς (σημ. Τον GM δηλαδή), γιατί μπορεί να θυμώσουν και να πολλαπλασιαστούν οι κακουχίες σου’, της είπαν.

Στην συνέχεια επισκέφτηκαν επιτέλους τον ναό του Σήγκμαρ. Ένας παπάς, γεροδεμένος αλλά και μεγάλος στην ηλικία, ντυμένος με την επίσημη πανοπλία του Τάγματος του Σήγκμαρ, τραγούδαγε έναν πολεμικό ύμνο. Το ποίμνιό του από κάτω, τον συνόδευε. Στο κέντρο ήταν η Ιερή Τράπεζα, και δεξιά και αριστερά, δύο τεράστια αγάλματα του Σήγκμαρ, που κρατούσαν το πολεμικό Σφυρί Κρανιοθραύστη. Πίσω από το παπά ήταν δύο κόκκινες κουρτίνες που έκρυβαν δύο πόρτες. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με σύμβολα του Αυτοκρατορικού Αετού και του Ιερού Σφυριού Γκαλ-Μάραζ. Αγιογραφίες έδειχναν τον στρατό το αυτοκράτορα να σφάζει πρασινοτόμαρους, κτηνανθρώπους, στρατιώτες του Χάους και απέθαντους, τους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Το ξωτικό δεν μπορούσε να περιμένει και διέκοψε την τελετή ρωτώντας αν υπάρχει κανένας γιατρός εδώ μέσα. Ο παπάς εκνευρισμένος από την βλασφημία και την υπεροψία την πέταξε έξω. Το ξωτικό πήγε γύρω γύρω και έβλεπε από το τζάμι με τα ψηφιδωτά. Τον Εφρέζι τον είχε συνεπάρει ο λόγος του παπά. Μίλαγε για τις νίκες της αυτοκρατορίας απέναντι στους πρασινοτόμαρους και στους απέθαντους. Μίλαγε για την Ιερή Συμμαχία του Σήγκμαρ με τους νάνους, για τον Αυτοκράτορα Καρλ Φρανζ και τον παντοδύναμο στρατό του, αλλά μίλαγε και για τους δύσκολους καιρούς που προβλέπει ότι ζυγώνουν την πόλη τους και θα βάλουν όλους τους σε δοκιμασία. Τα μάτια του γυάλιζαν, σαν να περίμενε με ανυπομονησία να δοκιμάσει πάλι το σφυρί του σε μάχη εναντίων των εχθρών του Αυτοκράτορα.

Όταν τελείωσε η λειτουργία, ο Ιερέας πλησίασε τους τυχοδιώκτες και τους συστήθηκε ως Μάνφρεντ Γκότσαλκ. Ο Εφρέζι δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον Ιερέα. Ο Γκοτσταλκ τους ρώτησε αν τους έχει ξαναδεί πουθενά γιατί οι φάτσες τους είναι γνωστές. Είπαν όχι. Ο Ιερέας θυμήθηκε. Τους είπε για τα όνειρα που βλέπει τις τελευταίες βδομάδες στα οποία συχνά πρωταγωνιστούσαν οι ίδιοι. Τώρα τους αναγνώρισε. Τους είπε ότι έβλεπε μάχες με κτηνανθρωπους, απέθαντους και μικρούς πράσινους διαβόλους, οι οποίοι χόρευαν γύρω από μια πελώρια πράσινη οδοντοστοιχία. Τους είπε ότι είδε και έναν μάγο πάνω σε μια λίμνη να πολεμάει με τα κύματα ενώ κεραυνοί άστραπταν γύρω του. Ο Νέκραλ ξεροκατάπιε.

Ύστερα συνέχισαν τις ερωτήσεις για τον επικηρυγμένο γιατρό και για τον Κλάους Φον Ρόθσταην. Για τον γιατρό δεν έμαθαν πολλά, αλλά για τον Κλάους συμπέραναν ότι κανείς δεν τον είχε δει να φεύγει από την πόλη. Είχαν δει όμως το κάρο του να φεύγει αργά το βράδυ από την νότια πύλη και να το οδηγάει ένας κοκκινολαίμης (σημ. μετ. redneck )αγρότης, ο Ράηνερ Χολτς, που πήγαινε στην φάρμα του. Άρα η καλύτερη τακτική ήταν να πάνε στην φάρμα για ερωτήσεις. Άρχισαν να κατευθύνονται νότια, έξω από την πόλη προς τις άκρες του βάλτου Ομπερσλέηχτ. Στο σημείο που υπέθεταν ότι θα ήταν η φάρμα, διέκριναν στον ορίζοντα πορτοκαλί φως. Φωτιά. Επιτάχυναν τα βήματα τους. Έφτασαν σε μια φρεσκοκαμμένη φάρμα. Έβλεπαν σημάδια μάχης στο χώμα και στην λάσπη, και αποτυπώματα από ανθρώπινα πόδια και πόδια ζώου που είχε οπλές. Παντού υπήρχε στάχτη, λάσπη, αίμα και κοπριά. Σε ένα σημείο βρήκαν και ένα φυλαχτό, ένα ασημένιο αστέρη με οχτώ άκρες. Το σύμβολο του Χάους. Δεν το άγγιξαν.Ο καπνός και οι στάχτες έκαναν την αναπνοή δύσκολη. Ο Λούκας βρήκε βουλιαγμένο στο χώμα μια πλάκα που έγραφε ‘Εήγκελ’. Άρα αυτή η φάρμα ήταν των Έηγκελ, όχι τον Χόλτς. Παρακάτω είδαν άλλη μια φάρμα, ανέπαφη. Όποιος είχε επιζήσει θα ήταν εκεί. Κατευθύνθηκαν προς την φάρμα.

Στην αυλή της φάρμας δύο αγρότες λογομαχούσαν. Ο ένας με σκισμένα ρούχα και ματωμένος.

‘Έσεις φταίτε, οι Χολτς!’

‘Εμείς? To φταίξιμο είναι δικός σας Τρίσταν, που σταματήσατε!’

Κόσμος μαζευόταν γύρω τους, μέλη της οικογένειας των Χολτς. Εξαθλιωμένες φιγούρες με παράξενα χαρακτηριστικά, σίγουρα λόγω αιμομιξίας.


‘Μα αυτό που είχατε συμφωνήσει, που είχαμε συμφωνήσει, ήταν απάνθρωπο! Και κοίτα που κατέληξε!’

Ο Τρίσταν ήταν εκτός εαυτού. Τράβηξε μαχαίρι.

‘Θα πληρώσεις για τον χαμό της οικογένειας μου!’.

Ο Μάγος μάζεψε μαγεία. Ήθελε να τους κάνει να σταματήσουν. Πήρε μια τρομακτική μορφή και με φωνή μεγενθυμένη από τον άνεμο Άσκυ φώναξε:

‘Σταματήστε!’

Όλοι κοκάλωσαν. Δεν είχαν παρατηρήσει τους τυχοδιώκτες. Η θέα του μάγου ήταν απόκοσμη και τρομακτική. Ο Τρίσταν άφησε το μαχαίρι να πέσει. Η γυναίκα, τον αγκάλιασε και τον πήρε μέσα στο σπίτι. Φώναξε και τους τυχοδιώκτες.

Όταν ηρέμησαν τα πράματα, οι τυχοδιώκτες άρχισαν τις ερωτήσεις. Γιατί είχαν πάρει το καρότσι και το πόνυ του Κλάους? Τους εξήγησαν ότι τους τα πούλησε, αλλά ήταν εμφανές ότι έλεγαν ψέματα. Τελικά τα ομολόγησαν όλα. Στον βάλτο υπήρχε μια μεγάλη αγέλη κτηνανθρώπων. Για να μην ορμήσουν και λεηλατήσουν την πόλη, οι Χολτς και οι Έηγκελ, τους έδιναν ζώα, μπύρες, φαγητά για να τα θυσιάσουν ή να φάνε. Έτσι είχαν συμφωνήσει. Εκτός από αυτά, έδιναν και τον περιστασιακό τουρίστα, ή έμπορο, όπως τον Κλάους. Ήταν ένα μικρό κάκο, για την σωτηρία του χωριού. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν. Μέχρι που πέθανε από φυσικά αίτια ο πατέρας τον Εήγκελ, και οι γιοι του αρνήθηκαν να συνεχίσουν τις θυσίες. Και το πλήρωσαν ακριβά. Η γυναίκα πλησίασε τους τυχοδιώκτες και τους ζήτησε να την βοηθήσουν. Κατάλαβε ότι ήταν γενναίοι και άξιοι εμπιστοσύνης. Τους είπε ότι θα ήθελα να τους συστήσει σε κάποιον. Αλλά έπρεπε να την ακολουθήσουν σε στον βάλτο.




Ξεκίνησαν προς τον βάλτο Ομπερσλέηχτ, οι τυχοδιώκτες, η Μαίρη Χολτς και ο άντρας της Όττο. Μπήκαν στο βάλτο. Οι αστραπές φώτιζαν παροδικά την απόκοσμη βλάστηση του βάλτου. Πλησίασαν ένα γέρικο δέντρο, με μακριά κλαδιά χωρίς φύλλα. Στο χώμα ήταν διάσπαρτα κόκαλα και κρανία ζώων. Και μερικών ανθρώπων. Το δέντρο, αντί για φύλα, υπήρχαν κρεμασμένα χαϊμαλιά και φυλαχτά. Στο κορμό του ήταν δεμένος ο Κλάους. Ο Εφρέζι έλεγξε τον παλμό του. Ήταν ζωντανός, αλλά αναίσθητος. Καλού κακού του έβγαλαν το δαχτυλίδι. Έτσι, ακόμα και αν πέθαινε ή αν τον έχαναν και δεν τον ξανάβλεπαν ποτέ μπροστά τους, δεν θα έχαναν την αμοιβή από την συντεχνία των εμπόρων. Η Μαίρη νόμιζε ότι ήταν ήδη νεκρός ο Κλάους, μάλλον δεν είχαν έρθει ακόμα οι Κτηνάνθρωποι να τον πάρουν. Η Μαίρη τους είπε να περιμένουν, όπου να’ναι θα έρθει αυτός που ήθελε να τους συστήσει. Μετά από λίγο είπε ‘Είσαι εδώ?’, και ύστερα ‘Μπορείς να έρθεις. Θα μας βοηθήσουν’.

Μια ψιλή φιγούρα ξεπρόβαλε από τα βάθη του βάλτου. Κρατούσε ένα ξύλινο κοντάρι αντί για μπαστούνι και όλο της το σώμα ήταν καλυμμένο από μια μακριά ρόμπα. Μίλησε με φωνή που ακουγόταν σαν να αντηχούσε μέσα από ένα κρανίο ζώου.
‘Θέλετε να βοηθήσετε να καταστραφούν οι κτηνάνθρωποι του βάλτου? Να σωθεί το χωριό?’

Κανείς δεν είπε το αντίθετο. Η φιγούρα τους εξήγησε τι γνώριζε. Οι κτηνάνθρωποι ανήκουν στην Φάρα του Κακού Δοντιού. Ο αρχηγός τους είναι ο πολέμαρχος Ιζ-Κα, τα κίνητρα του ήταν απλά, θέλει να καταστρέψει τα Έργα των Ανθρώπων. Πρόσφατα, ανακάλυψαν μια πέτρα που έλκει τους κεραυνούς, την θεωρούν ιερή και έχει εδραιώσει την εξουσία του Ιζ-Κα πάνω στους κτηνανθρώπους. Αν κάποιος καταφέρει και την κλέψει, τότε θα δημιουργηθεί σχίσμα στους κτηνανθρώπους και θα αλληλοσπαραχτούν.

Οι τυχοδιώκτες έβαλαν φωτιά στο γέρικο δέντρο για αντιπερισπασμό. Ήλπιζαν να τραβήξουν την προσοχή των κτηνανθρώπων εδώ, και να πάρουν την πέτρα ανενόχλητοι. Μετά, ο Λούκας και ο Εφρέζι άρχισαν να σέρνουν το βαγόνι μέσα στις λάσπες του βούρκου κατευθύνθηκαν προς το μέρος του βάλτου που έπεφταν οι κεραυνοί και υπέθεταν ότι εκεί θα βρίσκετε η Απαστράπτουσα Πέτρα. Ο Μάγος χρησιμοποιώντας της ελάχιστες γνώσεις του για τους βάλτους τους έδειχνε πιο μονοπάτι να ακολουθήσουν, προσπαθώντας να αποφύγει σημεία δύσκολα, δύσβατα, ή και επικίνδυνα. Υπήρχαν μέρη που τα κουνούπια ήταν μολυσμένα και άλλα μέρη που ο βούρκος μπορούσε να σε καταπιεί ολόκληρο. Η Ιρώνει είχε προχωρήσει μπροστά για να ανιχνεύσει την περιοχή. Έφτασε και στο ξέφωτο που ήταν η μεγάλη πέτρα των θυσιών των Κτηνανθρώπων και πάνω της είδε την Απαστράπτουσα Πέτρα, γύρω γύρω χόρευαν ανθρωπόμορφες φιγούρες, με κέρατα και πόδια ζώων. Γύρισε στην ομάδα και τους είπε τι είδε. Τους ανέφερε και για τα αποτυπώματα των κτηνανθρώπων που πήγαν να ερευνήσουν την φωτιά που έβαλαν ως αντιπερισπασμό αλλά δυστυχώς δεν είχαν φύγει όλη. Η μάχη ήταν αναπόφευκτη. Συνέχισαν την πορεία του μέχρι το ξέφωτο και σταμάτησαν ενώ ήταν ακόμα καλυμμένοι από την βλάστηση. Μπροστά τους έβλεπαν την πέτρα των κτηνανθρώπων και από πάνω της την απαστράπτουσα πέτρα που έπρεπε να πάρουν. Γύρω γύρω οι κτηνάνθρωποι συνέχιζαν να χορεύουν εκστασιασμένοι. Όταν έπεφτε κεραυνός, αυτός χτύπαγε την πέτρα. Τότε οι κτηνάνθρωποι εκστασιάζονταν ακόμα περισσότερο και χτύπαγαν τα στήθη τους, θεορόντας ότι είναι οιωνός των Σκοτεινών Θεών. Ένας τεράστιος Κτηνάθρωπος ήταν πιο κοντά στην πόρτα, γονατιστός και με τα χέρια ψηλά, μουρμούριζε φράσεις που δεν έβγαζαν νοήμα. Μετά από λίγο σηκώθηκε. Όταν στάθηκε όρθιος κατάλαβαν ότι πέρναγε στο ύψος έναν μέσο άνθρωπο για τουλάχιστον δύο κεφάλια, χωρίς να υπολογίζουν τα τεράστια κέρατα του. Στις άκρες τους, κρέμονταν χαϊμαλιά και φυλακτά. Τα κίτρινα δόντια του ήταν μακριά και έβγαιναν έξω από τα χείλη του. Δεν μπορούσε να ήταν άλλος από τον Ιζ-Κα. Η θέα του τεράστιου Πολέμαρχου Γκορ, ταρακούνησε τους τυχοδιώκτες και προσωρινά έχασαν την ψυχραιμία τους. Οι κτηνάνθρωποι που χόρευαν, άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά ‘Ιζ-κα, Ιζ-κα, Ιζ-κα’, και μετά άρχισαν να μυρίζουν τον αέρα. Είχαν ανιχνεύσει ανθρώπινη μυρωδιά. Γύρισαν προς το μέρος των τυχοδιωκτών, με το μίσος να ζωγραφισμένο στα μάτια τους.

Οι κτηνάνθρωποι ήταν υπεράριθμοι. Οι τυχοδιώκτες δεν είχαν καμία ελπίδα να τους νικήσουν. Στο μόνο που έλπιζαν ήταν να κλέψουν την πέτρα γρήγορα και να εξαφανιστούν. Η Ιρώνη άρχισε να ελίσσεται και να πλησιάζει την πέτρα περιφερειακά, προσπαθώντας να μην γίνει αντιληπτή από τους κτηνανθρωπους. Ο Λούκας και ο Εφρέζι ετοίμασαν τα όπλα τους για μια γρήγορη και αιματηρή σύγκρουση. Από πίσω τους ο Νέκραλ άρχισε να μαζεύει την μαγεία του ανέμου Άσκι, αλλά βιάστηκε να πραγματοποιήσει την διαδικασία και πλήρωσε την απερισκεψία του. Όπως συνήθως, έτσι και τώρα η μαγεία που επικαλέστηκε εκπυρσοκρότησε στα μούτρα του. Αν και δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, ο Νέκραλ είχε μολυνθεί από το Χάος, λόγω μιασματικής μαγείας. Ξαφνικά, ένα μοβ είδωλο του εμφανίστηκε και αντέγραφε τις κινήσεις του με διαφορά λίγων δευτερολέπτων. Στην αρχή σάστισαν όλοι. Ήταν απλό αντίγραφο, σαν αντανάκλαση. Είχε υπόσταση, μπορούσε να τους χτυπήσει? Τα νεύρα τεντώθηκαν με την απερισκεψία του μάγου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε τέτοιο λάθος, και κάποια μέρα θα τους στοιχίσουν τα λάθη του ακριβά. Ξαναπροσπάθησε να μαζέψει μαγεία και αυτήν την φορά τα κατάφερε, έστειλε ένα μαγικό βέλος στον πρώτο Γκορ που τους πλησίαζε, τραυματίζοντας τον βαριά. Το δεύτερο μαγικό βέλος του Νέκραλ τον αποτελείωσε. Δύο άλλοι Γκορ, καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια για να καλήψουν μεγάλη απόσταση σε λίγο χρονικό διάστημα, ορμάν στον Λούκας. Λίγο πριν εμπλακούν με τον Λούκας, σκύβουν το κεφάλι και προτάσσουν τα κέρατα τους,. Ο πρώτος προσπαθεί να τον πετύχει στο στομάχι, αλλά ο Λούκας αποφεύγει το χτύπημα επιδέξια, και ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται την ορμή του πρώτου Γκορ, για να του καταφέρει ένα χτύπημα με το σπαθί στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το δεύτερο Γκορ όμως πετυχαίνει τον Λούκας στον ώμο και πέφτουν στο έδαφος μαζί, μια μπλεγμένη μάζα από μυς και σπαθιά. Ένας τελευταίος Γκορ ορμάει στον Εφρέζι με την ίδια τεχνική, κάνοντας του ένα σοβαρό τραύμα στο πόδι. Ο Εφρέζι προετοιμασμένος για την κίνηση αυτή, αν και δεν κατάφερε να την αποφεύγει, μπόρεσε και αυτός να εκμεταλλευτεί την ορμή του Γκορ, την βροχή, το λασπωμένο χώμα και τον κακό έλεγχο που είχε στο σώμα του ο Γκορ κατά την διάρκεια της μανούβρας. Χαμηλώνει την σιδερόμπαλά του και το Γκορ μπλέκεται με τα πόδια του στην αλυσίδα και πέφτει. Με λίγες κινήσεις, ο Εφρέζει τον εξοντώνει και πάει να βοηθήσει τον Λούκας. Ο Νέκραλ κάνει άλλο ένα ξόρκι στο πρώτο Γκορ, το οποίο υποκύπτει στα τραύματα του. Ο Λούκας, εκμεταλλεύεται την βοήθεια του Εφρέζι, και οι δύο μαζί πλάτη πλάτη, αποτελειώνουν και τους άλλους Γκορ.

Μέσα στον πανικό της μάχης δεν είχαν δει τον Πολέμαρχο Γκορ, Ιζ-κα, που τους είχε πλησιάσει επικίνδυνα. Ένας κεραυνός φώτισε το τεράστιο τσεκούρι του που το κράδαινε ψηλά με τα δυο του χέρια. Άρχισε να διαγράφει μια ελλειπτική τροχιά, που στο διάβα της βρήκε όχι μόνο τον Λούκας, αλλά και τον Εφρέζι που δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από τον Λούκας. Αίμα πιτσίλισε τα δέντρα δίπλα τους και τον Νέκραλ που ήταν δυο βήματα πιο πίσω. Ο Λούκας πισωπάτησε κρατώντας το στήθος του. Η μπλούζα του είχε σκιστεί και σιγά σιγά έπαιρνε ένα έντονο πορφυρό χρώμα. Ο Εφρέζι ήταν πιο άτυχος. Η τσεκουριά τον βρήκε στα πλευρά, το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει πριν χάσει τις αισθήσεις του ήταν το ματωμένο έδαφος να τον πλησιάζει επικίνδυνα.

Ο Νέκραλ έριξε άλλο ένα μαγικό βέλος στον Ίζ-κα. Ο πόνος που ένιωσε το Πολέμαρχος τον ανάγκασε να στρέψει την προσοχή του στο ανθρωπάκι με την κόκκινη ρόμπα. Ο Λούκας βιαστικά πήρε τον λιπόθυμο Εφρέζι στην πλάτη και άρχισε την άτακτη οπισθοχώρηση. Ο Ιζ-κα με το τσεκούρι του, διέγραψε μια ακόμα τροχιά, αυτή την φορά ανάποδα. Το πλατύ μέρος του τσεκουριού βρήκε τον Νέκραλ στο στήθος, με αποτέλεσμα να τον πετάξει τρία μέτρα πίσω. Γρήγορα συνήλθε από το χτύπημα και άρχισε και αυτός την οπισθοχώρηση. Ο Ιζ-κα τους είχε πάρει στο κινήγη. Στα τυφλά ο Νέκραλ έριξε ένα τελευταίο μαγικό βέλος που πέτυχε τον Ιζ-κα, τον έκανε να παρατήσει και να σωριαστεί στο έδαφος. Ένας κεραυνός φώτισε το σώμα του Ιζ-κα. Είχε καρφωθεί πάνω σε έναν μυτερός κορμό. Οι υπόλοιποι Κτηνάνθρωποι, έχασαν το ηθικό τους βλέποντας τον Ιζ-κα να ξεψυχάει. Αμέσως οι δυνατότεροι άρχισαν να αλληλοσπαράζονται, ώστε να επικρατήσει ο ισχυρότερος που θα αντικαταστούσε τον Ιζ-κα.

Η Ιρώνη βρήκε ευκαιρία και προχώρησε προς την Απαστράπτουσα Πέτρα και προσεκτικά άρχισε να κόβει τα δεσμά της, αποφεύγοντας δύο κεραυνούς που έπεφταν δίπλα της. Όταν ολοκλήρωσε το κόψιμο, πήρε την πέτρα και άρχισε να τρέχει σαν τον άνεμο, προσπαθώντας να είναι αρκετά γρήγορη ώστε να μην την πετύχουν οι κεραυνοί που φαίνονταν ότι προσέλκυσε η πέτρα.

Όλοι μαζί αντάμωσαν στην φάρμα τον Χολτς. Οι Χολτς περιποιήθηκαν τα τραύματα τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Μετά ρώτησαν τη έγινε και τους παρακάλεσαν να μην πουν τίποτα στην φρουρά. Μάθαινα το μάθημα τους. Ακόμα και αν είχαν καλό σκοπό, αυτό που έκαναν ήταν ασυγχώρητο και θα έπρεπε να μάθουν να ζουν με τις τύψεις τους, αλλά δεν θα ξαναέκαναν θυσίες στους κτηνάνθρωπους. Οι τυχοδιώκτες, μαζί με τον Κλάους ξεκίνησαν για την πόλη. Το πρώτο πράγμα που έκαναν όταν έφτασαν εκεί ήταν να ενημερώσουν την φρουρά για τα εγκλήματα της οικογένειας Χολτς. Αμέσως μια διμηροία ξεκίνησε για να τους συλλάβει. Ο Κέσσλερ έμεινε για να ακούσει τι ακριβώς συνέβη και του τα είπαν όλα. Είχε αρχίσει να μαζεύεται ένα μικρό πλήθος γύρω τους και όταν έμαθαν τι συνέβη άρχισαν να χειροκροτούν και να ζητωκραυγάζουν τους ήρωες. Η φασαρία αυτή προσέλκυσε το ενδιαφέρον του μάγου της Ουράνιας Τάξης, ο οποίος τους πλησίασε και τους συστήθηκε, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την απαστράπτουσα πέτρα και τους ρώτησε αν θα του την έδιναν να την μελετήσει. Η πέτρα είχε μια αρχαία γραφή των Ξωτικών, στην οποία τους διαβεβαίωσε ότι είναι ειδικός. Ακόμα και η Ιρώνη δεν μπορούσε να την διαβάσει. Οι τυχοδιώκτες ευγενικά αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ο Νέκραλ ήθελε να την στείλουν κατευθείαν στα κολέγια της μαγείας, αλλά ήταν δύσκολο αυτό μιας και η γέφυρα δεν είχε επισκευαστεί ακόμα.
Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Friday 17 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Καλώς ήλθατε στην Στρόμντορφ



Ο κόσμος στο πανδοχείο είχε αρχίσει να ηρεμεί ύστερα από τα χτεσινοβραδινά έκτροπα. Η συνοδεία της λαίδης Γκράβιν ετοιμαζόταν να φύγει. Οι τυχοδιώκτες μάζευαν τα πράγματα τους για να επιβιβαστούν στην άμαξα που τους περίμενε όταν η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε και μια γυναίκα φορώντας την στολή της φρουράς της Ουμπερσράηκ μπήκε με γοργά βήματα μέσα. Η στάση της ήταν σοβαρή και επίσημη. Την ακολουθούσαν άλλα πέντε άτομα με παρόμοιο ντύσιμο. Η γυναίκα συστήθηκε κοφτά και αυστηρά στους πελάτες του πανδοχείου που είχαν μαζευτεί στο κοινό δωμάτιου. Την έλεγαν ‘Αντρεα Πφέφερ, και ήταν διοικήτρια της Φρουράς της πόλης. Την είχε φωνάξει ο Σύνηρ για να της αναφέρει το περιστατικό της περασμένης βραδιάς και να συλλάβει τους ενόχους. Όταν την είχε φωνάξει όμως δεν ήξερε ότι όσοι ένοχοι είχαν απομείνει θα ήταν νεκροί το πρωί. Αφού της εξήγησε με λεπτομέρεια τα γεγονότα, η Άντρεα πήρε την κατάθεση της Λαίδης Γκράβιν. Μετά απευθύνθηκε στους τυχοδιώκτες τους οποίους είχε στην αναμονή και δεν επέτρεπε να φύγουν με την άμαξα του εμπόρου προτού πάρει και την δική τους κατάθεση. Όταν την πήρε, και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχαν ανάμιξη με τους δολοφόνους της βραδιάς, τους επέτρεψε να φύγουν και τους προειδοποίησε ότι δεν θα ανεχτεί τυχοδιώκτες που παίρνουν τον νόμο του Αυτοκράτορα στα χέρια τους. Για την δουλεία αυτή υπήρχε η Φρουρά της πόλης.

Στην άμαξα βρήκαν τον έμπορο και μέλος της συντεχνίας των εμπόρων που τους είχε μισθώσει για να βρουν τον εξαφανισμένο Κλάους Φον Ρόθσταην να τους περιμένει. Με έκπληξη τους είδαν ότι οδηγός της άμαξας ήταν ο Λούκας Πάπαρμπεργκ. Ο Λούκας είχε γίνει τοπικός μύθος στην συνοικία που ήταν το πανδοχείο Το Φεγγάρι του Ναύτη, γιατί είχε κερδίσει πριν ένα μήνα έναν νάνο σε διαγωνισμό μπύρας. Κάτι τέτοιο μέχρι πρότινος το θεωρούσαν απίθανο να γίνει. Παρόλα αυτά, δεν ήξεραν ότι ο Λούκας είχε και την ιδιότητα του αμαξά. Για την ακρίβεια δεν την είχε, αλλά ήταν και αυτή μια περιστασιακή εργασία για να βγάλει το μεροκάματο. Αν οι ταξιδιώτες ήξεραν πόσο γνώστης της τεχνικής της οδήγησης αμαξών είναι, θα προτιμούσαν να πάνε στην Στρομντορφ με καράβι.
Οι τυχοδιώκτες μπήκαν στην άμαξα μαζί με τον έμπορο ο οποίος τους συστήθηκε ως Φλόριαν Βέλτσερ. Ο Νέκραλ έφερε μαζί του και μερικά άχυρα για να κοιμηθεί. Το περασμένο βράδυ δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι και ήταν σε υπερένταση. Όταν ήταν σε υπερένταση, αντικείμενα που ήταν τριγύρω του συνήθιζαν να αρπάζουν φωτιά. Από την αϋπνία είχε μπερδευτεί και δεν είχε καταλάβει πως είναι ο εσωτερικός χώρος. Τα άχυρα πιο πολύ τον τσίμπαγαν, αυτόν και τον Εφρέζι, παρά τον βοήθησαν να ξεκουραστεί καλύτερα. Η Ιρώνη, για να εκμεταλλευτεί την παρατηρητικότητα της έκατσε έξω, στο μπροστινό κάθισμα της άμαξα, δίπλα στον Λούκας, για να παρατηρεί την διαδρομή για ύποπτες καταστάσεις. Οι δρόμοι, όσο πιο μακριά από τις πόλεις, τόσο πιο επικίνδυνοι ήταν. Και οι Οδοφύλακες δεν μπορούσαν να είναι παντού ταυτόχρονα. Η Ιρώνη, κατά την διάρκεια της διαδρομής διηγήθηκε στον Λούκας τις περιπέτειες της με τον μάγο Νέκραλ, και τον φανατικό θρησκόληπτο Εφρέζι. Επίσης του είπε για τον παράξενο νάνο Βλας Ανγκελσσον, ο οποίος είχε φύγει για να πάει στα καμίνια της Κάρακ-Αζ-Γκαραζ, και για την ξωτικιά Μπρουνχίλντα και τον αγύρτη Μάρκλεφ. Του είπε για την αίρεση που ανακάλυψαν στο κατάλυμα Γκρούνγοουλντ, και πως ο Λόρδος Ρίκαρντ Ασσάφενμπεργκ τους χρωστούσε χάρη. Του είπε πως έσωσαν τον Κλάους Φον Ροθστάιν, μια φορά από ενέδρα κτηνάνθρωπων και άλλη μια φορά από τα νύχια της Αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού, και πως τώρα τρέχουν για να τον σώσουν για άλλη μια φορά. Του είπε επίσης για την πολυτάραχη χτεσινή βραδιά. Ο Λούκας από την μεριά του, την μόνη περιπέτεια που είχε να διηγηθεί ήταν όταν νίκησε σε διαγωνισμό τον νάνο Βλας Ανγκελσσον, αλλά την ιστορία αυτή την ήξεραν ήδη όλοι, πόσο μάλλον η Ιρώνη που τον Βλας τον ήξερε καλύτερα από τον Λούκας. Για αυτό κράτησε το στόμα του κλειστό.

Όση ώρα μίλαγαν, είχαν απομακρυνθεί από την ανατολική πύλη της Ούμπερσράηκ και προχώραγαν παράλληλα με τα σύνορα του δάσους Ράηκβαλντ. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να το διασχίσουν, αλλά προτιμούσαν να το κάνουν το πρωί όταν θα ξημέρωνε γιατί το δάσος ήταν συνηθισμένο μέρος που έστηναν ενέδρα. Στις αρχές του δάσους οι ληστές και πιο βαθιά οι κτηνάνθρωποι και ακόμα χειρότερα τέρατα τα οποία δεν είχε επιζήσει ποτέ κανείς για να τα περιγράψει. Οι τυχοδιώκτες δεν είχαν σκοπό να μπουν τόσο βαθιά στο δάσος, αλλά ληστές μπορεί να εγκυμονούσαν οπουδήποτε. Στα αριστερά τους ήταν πάντα ο Ποταμός Τόεβελ. Ο ποταμός αυτός πέρναγε και μέσα από την Ουμπερσράηκ, και μάλιστα ήταν δίπλα από το πανδοχείο τους και εκεί αγκυροβολούσαν εμπορικά πλοία για να ξεφορτώσουν εμπορεύματα.

Όταν η άμαξα έκανε στάση για να ξεκουραστούν τα άλογα και να κοιμηθούν οι ταξιδιώτες, η Ιρώνη πηρε την πρώτη βάρδια. Κοίταξε τον ποταμό βαριεστημένα. Ο ποταμός είχε το χαρακτηριστικό του κόκκινο χρώμα. Οι ντόπιοι πόλης πίστευαν πως ήταν κόκκινο γιατί στις πηγές του ποταμού στα Γκρίζα Βουνά γινόντουσαν συνέχεια μάχες. Οι νάνοι πολέμαγαν τα Όρκς και το αίμα τους έβαφε το ποταμό. Το ξωτικό δεν πίστευε αυτές τις ανοησίες. Το κόκκινο χρώμα του ποταμού σίγουρα θα προερχόταν από το χρώμα του υπέδαφος ή της λάσπης.

Το πρωί συνέχισαν το ταξίδι τους για την Στρόμντορφ. Είχαν μπει στο δάσος το οποίο τώρα έκρυβε την θέα τον Γκρίζων Βουνών και του ηλιόλουστου ορίζοντα. Το λιγοστό φως που διαπερνούσε τις φυλλωσιές των δέντρων έδιναν ένα μουντό τόνο στο ταξίδι τους. Ο Λούκας δεν είχε ξανακάνει την διαδρομή Ουμπερσράηκ-Στρόμντορφ και ευχόταν να μην πέσει σε κανένα φυσικό εμπόδιο. Ήταν νευρικός γιατί τώρα ήταν μεγαλύτερη η πιθανότητα να πέσουν σε ενέδρα. Τα μάτια του κοίταγαν μια μπροστά, μια δεξιά και μια αριστερά. Ακόμα και τα άλογα ήταν νευρικά, χλιμίντριζαν χωρίς λόγο και είχαν άτακτο βηματισμό. Ξαφνικά η Ιρώνη είδε έναν κορμό στο δρόμο της, καλυμμένο με φύλλα για να μην φαίνεται. Μάταια φώναξε στον Λούκας να σταματήσει. Ο Λούκας δεν πρόλαβε να αντιδράσει, τα άλογα πήδηξαν τον κορμό, αλλά η άμαξα έχασε την πορεία της, αναπήδησαν οι αριστεροί τροχή, έχασε την πορεία της και έπεσε πλάγια, σκορπίζοντας την Ιρώνη και τον Λούκας. Οι υπόλοιποι ήταν μέσα στην άμαξα, και ταρακουνήθηκαν βίαια από την πρόσκρουση χτυπώντας τα τοιχώματα του εσωτερικού της άμαξας. Ο Φλόριαν έχασε τις αισθήσεις του. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν ομιλίες από τις δύο απέναντι άκρες του δρόμου.

Αμέσως ο Λούκας και η Ιρώνη κατάλαβαν ότι είχαν πέσει θύματα ενέδρας. Ο Λούκας σηκώθηκε και κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το τράνταγμα που είχε υποστεί. Η Ιρώνη κρύφτηκε πίσω από την πεσμένη άμαξα και προσπαθούσε να εντοπίσει τους ληστές που τους είχαν στήσει την ενέδρα. Η ξωτικιά της όραση της έδινε ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων. Έβλεπε πολύ καλύτερα στο σκοτάδι από ότι οι άνθρωποι. Μέσα από την άμαξα βγήκε γρήγορα και ο Εφρέζι, ενώ ο μάγος έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι του για να βρει στόχο για το ξόρκι του. Τέσσερα βέλη εκτοξεύθηκαν από ισάριθμες βαλλίστρες. Όλα είχαν στόχο τον Λούκας που ήταν πιο εκτεθειμένος από τους άλλους. Από τα τέσσερα βέλη, το ένα μόνο κινδύνεψε να τον πετύχει, αλλά καρφώθηκε στην ασπίδα του που είχε προλάβει να χρησιμοποιήσει ως κάλυψη. Οι ληστές αναγκάστηκαν να αποκαλύψουν την θέση τους, ήταν κρυμμένοι σε θάμνους στις αντίθετες πλευρές του δρόμου για να εκτοξεύσουν τα βέλη τους. Τώρα οι τυχοδιώκτες είχαν στόχους. Ο Λούκας έτρεψε προς το μέρος της μια από τις δύο ομάδες και βάρεσε την μάπα ενός ληστή με την ασπίδα του. Ο ληστής έπεσε κάτω, το πρόσωπο του κόκκινο από το αίμα που έτρεχε από τα σκισμένα χείλη του. Ο Λούκας είδε ότι του έλειπαν μερικά δόντια. Δεν ήταν σίγουρος αν έφταιγε η ασπίδα του για αυτό ή όχι. Η Ιρώνη εξαπέλυσε ένα βέλος σε έναν άλλο ληστή και τον βρήκε στο πόδι. Η κραυγή του αντήχησε στο δάσος. Ο μάγος άρχισε να μαζεύει τον άνεμο της μαγείας απρόσεκτα και βιαστικά. Η μαγεία αναδιπλώθηκε και τον χτύπησε. Μια εκτυφλωτική λάμψη του έλουσε και έχασε το φως του προσωρινά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναδιπλώνει η μαγεία μπροστά του, αλλά ποτέ δεν θα το συνήθιζε. Και κάθε φορά το αποτέλεσμα της αναδίπλωσης ήταν διαφορετικό. Ο Εφρέζι που ήταν δίπλα του ξαφνιάστηκε από το απότομο και δυνατό φως. Εκείνη την ώρα έτρεχε και αυτός προς το μέρος του Λούκας για να επιτεθεί στους ληστές, αλλά παραπάτησε. Σηκώθηκε, βλαστήμησε τον Νέκραλ και συνέχισε την πορεία του. Οι τρεις ληστές συνέχισαν να πετάν βέλη, ενώ ο πεσμένος ληστής με τα λιγοστά δόντια σηκώθηκε βιαστικά και έβγαλε το σπαθί του, ορμώντας στον Λούκας. Ο Λούκας απέφυγε το χτύπημα και αντεπιτέθηκε καρφώνοντας το σπαθί στην κοιλιά του ληστή. Ο ληστής σωριάστηκε για άλλη μια φορά κάτω, αλλά ο Λούκας ήξερε ότι δεν θα σηκωνόταν ποτέ ξανά. Οι ληστές είδαν ότι είχαν να κάνουν με εκπαιδευμένους αντίπαλους και όχι ανυπεράσπιστους εμπόρους, και αυτό τους είχε επηρεάσει ψυχολογικά. Οι επιθέσεις τους ήταν πιο απρόσεκτες, σαν να προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο διαφυγής, παρά να ήθελαν να τους ληστέψουν πια. Ο Εφρέζι έφτασε έναν ληστή και τον βάρεσε με την σιδερόμπαλα του, φέρνοντας τον χέρι του από κάτω προς τα πάνω. Η μπάλα τον βρήκε στο πιο αδύναμο σημείο του. Ο Εφρέζι θα ορκιζόταν ότι η κραυγή που άκουσε ήταν μερικούς τόνους πιο ψιλή. Με ένα γρήγορο χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, Ο Εφρέζι έβγαλε τον ληστή από την δυστυχία του.

Οι άλλοι δύο ληστές που είχαν επιζήσει τράπηκαν σε φυγή, αλλά δεν θα ξέμπλεκαν τόσο εύκολα. Η Ιρώνη πρόλαβε τον ένα και τον ακινητοποίησε. Τον δεύτερο τον κυνηγούσε ο Νέκραλ σε κατάσταση εκτός εαυτού μαζί με τον Εφρέζι. Ο ακινητοποιημένους ληστής κοιτούσε μια τον φίλο του να τρέχει κυνηγημένος από τον μάγο και μια το ξωτικό. Την παρακάλεσε να τους χαρίσει την ζωή και ότι έχει πληροφορίες που ίσως τις φανούν χρήσιμες. Η Ιρώνη δέχτηκε και ο ληστής άρχισε να της λέει ότι είχαν ακούσει ότι στην Στρομντορφ, στην πόλη που προφανώς πήγαιναν οι τυχοδιώκτες, γιατί μόνο εκεί καταλήγει ο δρόμος, υπήρχε ένας γιατρός / φυσιοθεραπευτής που πήγε στην πόλη αυτή πριν από 2 χρόνια. Πριν πάει στην Στρόμντορφ, έμενε στην Ναλν, την πρώην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Εκεί, τον είχε επισκεφτεί μια Βαρόνη που έπασχε από δυσκοίλια, αλλά αντί να την θεραπεύσει την έκανε να έχει μονίμως αέρια. Μάλιστα είχε δημιουργηθεί και ένα διπλωματικό επεισόδιο εξαιτίας των αερίων της σε μια σύσκεψη που είχε. Η αμοιβή που είχε ορίσει ανερχόταν στα διακόσια ασημένια σελήνια! Όση ώρα της εξιστορούσε το γεγονός, συνεχώς την ρωτούσε αν ο μάγος θα τον αφήσει ελεύθερο γιατί τον φοβόταν. Η Ιρώνη του έλεγε πως ναι, αλλά ο ληστής είχε και μια μικρή αμφιβολία. Όταν ο μάγος έκαψε ζωντανό τον ληστή που κυνηγούσε, οι αμφιβολίες του ληστή που είχε ακινητοποιήσει η Ιρώνη πολλαπλασιάστηκαν, αλλά η Ιρώνη πάντα τον καθησύχαζε. Τελειώνοντας την ιστορία του, η Ιρώνη τον άφησε, με την βοήθεια του Λούκας, σήκωσε την άμαξα, και ο Νέκραλ τον έκαψε ζωντανό. Μέσα στην άμαξα, ο Φλόριαν ήταν ακόμα λιπόθυμος και η Ιρώνη όταν δεν κοίταγε κανείς, τον απάλλαξε από τα βάρη της τσέπης του. Όταν τελικά συνήλθε, άρχισε να ακουμπάει το σώμα του, ψάχνοντας για πληγές, ή σπασμένα κόκαλα, αλλά δεν βρήκε τίποτα από αυτά. Επίσης δεν βρήκε τίποτα και στις τσέπες του και ρώτησε τι έγινε, και αν είχαν πέσει θύματα ληστών. Η Ιρώνη χωρίς να χρειαστεί να πει ψέματα, είπε πως ναι, τους την έπεσαν ληστές, αλλά όλα είναι καλά τώρα. Ο Φλόριαν στεναχωρήθηκε που του είχαν πάρει τα λεφτά, όχι γιατί θα του έλειπαν, αλλά γιατί με αυτά είχε σκοπό να πληρώσει τις υπηρεσίες του αμαξά Λούκας. Αλλά ξέχασε το περιστατικό γρήγορα όταν μέσα στην άμαξα μπήκε ο Εφρέζε φορώντας μόνο τα εσώρουχα. Ο Εφρέζι του καθησύχασε και τους εξήγησε ότι ενώ κυνηγούσε και αυτός τον ληστή στο δάσος, πέρασε από θάμνους με αγκάθια και του σκίστηκαν τα ρούχα.

Όταν η άμαξα βγήκε από το δάσος, αντάμωσε και πάλι τον ποταμό Τόεβελ. Τα Γκρίζα Όρη να υψώνονταν μπροστά τους απειλητικότερα, άρχισε να μαζεύονται σύννεφα στον ουρανό και δεν άργησε να έρθει και η βροχή. Στην αρχή ψιχάλιζε, αλλά μετά μετατράπηκε σε μπόρα. Λίγο πριν μπουν στο χωριό της Στρομντορφ, τα τείχη του φαίνονταν στο βάθος, είδαν ένα ξύλινο κρεμαστό γεφύρι. Η άμαξα ίσα που θα χώραγε, και ο ποταμός είχε φουσκώσει από την βροχή. Τα κύματα μερικές φορές κουκούλωναν την γέφυρα και ήταν επικίνδυνη η διέλευση. Ήταν όμως ο μόνος δρόμος για να φτάσουν στην πόλη. Άφησαν την άμαξα πίσω του. Ο Μάγος την έκαψε. Καλύτερα να μην είναι χρήσιμη για κανέναν παρά να την πάρουν ληστές για διευκόλυνση τους, σκέφτηκε. Άρχισαν να περνάνε την γέφυρα ένας-ένας. Πρώτος πέρασε ο Λούκας, ισορροπώντας στο γλιστερό ξύλινο δάπεδο της γέφυρας. Ακούστηκαν ξύλα να ραγίζουν και μετά από λίγο η γέφυρα άρχισε να καταρρέει. Ο Εφρέζι έτρεξε και πήδησε πάνω από το σημείο που κατέρρεε, το ίδιο και η Ιρώνη και ο Νέκραλ, αν και ο τελευταίος με λιγότερη χάρη γιατί τον ενοχλούσε η ρόμπα του. Ο Φλόριαν όμως δεν τα κατάφερε και έπεσε στο ποτάμι. Η ορμή του ποταμού άρχισε να τον παρασέρνει και κολυμπούσε μανιωδώς για να μείνει στο ίδιο σημείο. Φώναξε να φέρουν σκηνή από την άμαξα, αλλά ο Εφρέζι του θύμισε ότι την είχαν κάψει. Ο Φλόριαν άρχισε να απομακρύνετε. Το ορμητικό ποτάμι τον είχε παρασύρει. Ο Λούκας που όλη την ώρα σκεφτόταν κάποιο έξυπνη λύση είπε ‘Μα το λουκάνικο του Σίγκμαρ, θα πέσω να τον σώσω’. Και με τα λόγια αυτά βούτηξε στο ποτάμι. Αλλά η ορμή ήταν δυνατότερη από ότι είχε υπολογίσει και τον παρέσυρε και αυτόν. Ένα ξύλινο μέρος της γκρεμισμένης γέφυρας τον χτύπησε στο κεφάλι και έχασε τις αισθήσεις του.

Ο μάγος, ο Εφρέζι και το ξωτικό κοίταγαν τα σώματα των δύο φίλων τους, να τα παρασέρνει ο κόκκινος ποταμός. Αποφάσισαν να ακολουθήσουν την ορμή του ποταμού με τα ποδιά για να δουν που θα τους ξέβραζε. Μετά από λίγο είδαν έναν μύλο που δούλευε με την ορμή του ποταμού, και δίπλα ένα σπιτάκι, μάλλον του μυλωνά. Ο Εφρέζι χτύπησε την πόρτα. Ο μυλωνάς που άνοιξε, τρόμαξε βλέποντας τον σχεδόν γυμνό Εφρέζι. Όταν τους εξήγησαν τι έγινε στους φίλους τους, τους είπε ότι ρίχνει και δίχτυα στο ποτάμι για να πιάσει τα φημισμένα χέλια του Ρέηκ. Για μεγάλη τους τύχη στα δίχτυα βρίσκονταν λιπόθυμοι ο Φλόριαν και ο Λούκας. Τους έβγαλαν έξω και κοίταγαν τα σώματα τους.

‘Ξέρετε,’ τους λέει ο μυλωνάς ‘κάποιος θα πρέπει να τους κάνει το Φιλί της Ζωής’.

‘Σωστά’, είπε ο Εφρέζι, ‘κάποιος πρέπει να τους δώσει το … Φιλί της Ζωής’. Προφανώς δεν ήθελε να είναι αυτός.

‘Το Ξωτικό να το κάνει!’, φωνάζει ο Μάγος. Κανείς τους δεν ήθελε να φιλήσει τον Λούκας και τον έμπορο, ‘είναι και γυναίκα και είναι πιο φυσικό!’

‘Μα είμαι ξωτικό εγώ, δεν ξέρω να κάνω το Φιλί της Ζωής ή όπως το λέτε εσείς οι άνθρωποι’, είπε σαν δικαιολογία η Ιρώνη. Έλεγε ψέματα.

‘Εγώ πάντως δεν το κάνω’, είπε ο μυλωνάς.

‘Γιατί όχι?’, τον ρώτησε η Ιρώνη. ‘Από την Στρομντορφ δεν είσαι. Θα ήθελες να λέμε στα ταξίδια ότι στην Στρόμντορφ, πέρα από τον κακό καιρό, έχει και άκαρδους κατοίκους’.

‘Μα τον Σίγκμαρ, όχι! Με έπεισες!’ είπε ο μυλωνάς. Το ξωτικό είχε εκμεταλλευτεί την περηφάνια του μυλωνά για την πόλη του. Η έτσι νόμισε. Όταν έδωσε το Φιλί της Ζωής στον Λούκας, η διάρκεια του ήταν παραπάνω από όσο έπρεπε. Ο Λούκας είχε συνέλθει, αλλά ο μυλωνάς συνέχισε να τον φυλάει κρατώντας τον γερά από τα μπράτσα του. Όταν απομάκρυνε το στόμα του από το στόμα του Λούκας, το βλέμμα του έλαμπε. ‘Ορίστε! Είναι σώος και αβλαβής. Πως σε λένε φίλε μου? Εμένα με λένε Ένος.’

‘Λούκας’, είπε ο Λούκας μπερδεμένος. Μετά καταλάβει τι είχε γίνει. ‘Γρήγορα, ο έμπορος πρέπει να τον σώσουμε!’, είπε και έκανε τεχνητή αναπνοή στον έμπορα. Όλοι οι άλλοι ανακουφίστηκαν που δεν χρειάστηκε να περάσουν την διαδικασία ξανά. Ο Ένος δεν τους άφηνε να φύγουν αν δεν στέγνωναν πρώτα στην φωτιά του Τζακιού του. Εκεί τον ρώτησαν αν ξέρει για κανέναν κάτοικο της πόλης που είχε πάει τα τελευταία δυο χρόνια. Είπε ότι αρκετοί είναι κάτοικοι που δεν είχαν γεννηθεί στο χωριό, αλλά ο μόνος που θυμάται ότι είχε πάει τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ο Δήμαρχος ο Άντλερ. Αλλά δύσκολα θα τον βρουν γιατί από ότι λένε η φήμες ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του έχει κλειστεί στο δωμάτιο του, στον πάνω όροφο του δημαρχείου και δεν βλέπει κανέναν. Εκτός από τον διοικητή της Φρουράς τον Άρνο Κέσσλερ, που έχει πλέον αναλάβει και καθήκοντα του βοηθού του Δημάρχου.

Οι τυχοδιώκτες ευχαρίστησαν τον μυλωνά Ένος και συνέχισαν προς την πόλη. Έφτασαν στην δυτική πύλη, την πύλη Αλτντορφ (γιατί από εκεί έπρεπε να βγει όποιος ήθελε να πάει στην Αλτντορφ). Ο φρουρός τους ρώτησε από που έρχονται και τη θέλουν στην πόλη. Τους είπε ότι δεν έρχονται συχνά ξένοι στην πόλη και να μην κάνουν φασαρίες, γιατί ο Διοικητής έχει μικρή υπομονή για τους ταραχοποιούς. Τον ρώτησαν αν ξέρει κανέναν που να έχει έρθει τα τελευταία δύο χρόνια ελπίζοντας να πάρουν πληροφορίες για τον επικηρυγμένο γιατρό. Τους είπε ότι ο Δήμαρχος είχε έρθει στην πόλη τον καιρό αυτό, ένας βάρδος είχε έρθει πολύ αργότερα, σχεδόν πριν τρεις μήνες, και στο διάστημα αυτό είχε έρθει και ένας απένταρος πολεμιστής από την Εστάλια, ο οποίος ζητιάνευε λεφτά όταν δεν είχε. Όταν είχε, έπινε μπύρες στην ταβέρνα του Υδροκέραυνου.

Μόλις πέρασαν την πύλη, τα πρώτα σπίτια που είδαν ήταν κάτι καλύβες. Σε μια από αυτές παρατήρησαν μια γυναίκα να τους κοιτάει. Υπήρχαν ξύλινες σανίδες στους κεντρικούς δρόμους για να μην λερώνονται με λάσπες οι κάτοικοι. Στα μικρά σοκάκια όμως δεν υπήρχαν αυτές οι σανίδες και η λάσπη ξεπέρναγε τον αστράγαλο. Η πόλη ήταν κυριευμένη από μια απαίσια μυρωδιά που προερχόταν από τα βυρσοδεψία τα οποία ήταν εγκατεστημένα μέσα στην πόλη και όχι κάπου απόμερα όπως συνηθιζόταν. Οι κάτοικοι δεν παραποιούνταν γιατί η διεργασία δέρματος ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες για την ευημερία της πόλης. Μάλιστα οι τυχοδιώκτες παρατήρησαν πολλά μαγαζιά που εμπορεύονταν σε ρουχισμό από δέρμα. Δερμάτινα καπέλα, παντελόνια, μέχρι και πανοπλίες, όλα πολύ καλής ποιότητας. Καθώς περιπλανιόνταν στην πόλη, πέρασαν ένα κτήριο που έλεγε ‘Εξαγωγές Μπρένερ’, και ένα που έγραφε ‘Ταβέρνα το Χύτρα της Σούπας’. Οι ντόπιοι δεν αποδείχτηκαν ιδιαίτερα φιλόξενοι. Δεν έμοιαζαν να θέλουν τουρίστες στην πόλη τους και με δυσκολία έμαθαν πιο είναι το σπίτι του διοικητή της φρουράς. Μπήκαν μέσα για να βρούν τον Κέσσλερ, αλλά το γραφείο του ήταν γεμάτο από ντόπιους που ήθελαν να λύσουν τα θέματα τους. Ο γραμματέας είπε στους τυχοδιώκτες ότι ο Κέσσλερ δεν είναι εδώ και αν θέλουν να κλείσουν ραντεβού για την επόμενη βδομάδα αν υπάρχει κάποιο σοβαρό θέμα. Βγήκαν έξω και συνέχειας προς το κέντρο της πόλης που βρισκόταν το η Πλατεία Αγοράς.

Η πλατεία είχε πολύ κόσμο, παρά το ανεμοβρόχι, που έκανε τις αγορές του από τους πάγκους των εμπόρων, κάτω από τις στέγες τον πάγκων. Στο κέντρο ήταν ένα μεγάλου μπρούτζινο άγαλμα καλυμμένο από πράσινη πλατίνα. Μια επιγραφή στην βάση του έγραφε ‘Όλαους Στικχελμ. Ο Σωτήρας της Πόλης μας’. Είχε το ένα χέρι σηκωμένο ψηλά κρατώντας ένα ξίφος. Το άγαλμα σαν να κοιτούσε όλη την αγορά, έτοιμο να την υπερασπιστεί από κάθε απειλή. Δίπλα υπήρχε ένα καλοδιατηρημένο πηγάδι, με τον κουβά βυθισμένο στο νερό. Γύρω γύρα από την πλατεία ήταν τα πιο πολυτελή σπίτια του χωριού, τριώροφα και με ανοιχτά τα παράθυρα, εκτός από το δημαρχείο, που τα παράθυρα ήταν κλειστά, ρωγμές είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους, και αναρριχητικά φυτά είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στον τοίχο. Στην μια άκρη της πλατεία ήταν ένας μικρός βωμός για την θεά της Υγείας, την Σάλια, και στην άλλη άκρη ένας μεγαλοπρεπείς ναός του Σίγκμαρ με την διπλή πόρτα του ορθάνοιχτη, σαν να προσκαλεί όλον τον κόσμο μέσα. Σε μια άλλη άκρη ήταν οι σιτοβολώνες που τους φύλασσαν δύο φρουροί. Οι σιτοβολώνες ήταν κρεμαστοί, ώστε να μην μπορούν να έχουν εύκολοι πρόσβαση τα διάφορα τρωκτικά. Και επίσης ήταν καλυμμένοι με πανιά για να προστατεύονται τα σιτηρά από τον καιρό.
Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Monday 6 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Μια ήσυχη βραδιά στο Φεγγάρι του Ναύτη.




Να σας μιλήσω για τον Εφρέζι.

Ο Εφρέζι είναι ένας νεαρός της Ούμπερσράικ. Για να βρει χρήματα, όπως πολλοί νεαροί της Ούμπερσραηκ, κατατάχτηκε στην τοπική φρουρά της πόλης, περιμένοντας να κάνει κυρίως αγκαρίες, εξάλλου δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του σπαθί. Βέβαια, στην φρουρά όταν πήγε δεν του έδωσαν σπαθί. Λόγω περικοπών, του έδωσαν μια μια ξύλινη λαβή με μια σιδερένια μπάλα στην άκρη. Και ούτε κάποια εξάσκηση του έκαναν, ούτε για αγγαρεία των έστειλαν. Αλλά δεν του το είπαν έτσι, όχι. Του είπαν θα πας με άλλους τέσσερις φρουρούς στον Κήπου του Μορρ για μια γρήγορη αγγαρεία, να καθαρίσετε έναν δύο τάφους. Ο Εφρέζι ήξερε ότι ‘Κήπο του Μορρ’ ονομάζουν τα νεκροταφεία στην αυτοκρατορία, αλλά δεν ήξερε ότι ‘καθαρισμός τάφου’ εννοούσαν να ‘ξανα΄σκοτώσουν απέθαντα πτώματα που διαφωνούσαν με την ταφή τους. Μάλιστα όταν έφτασε εκεί, η θέα τους τον έκανε να χάσει τα λογικά του. Όταν τα πράματα γύρω του, άρχισαν να βγάζουν νόημα, ήταν σε έναν ναό του Σίγκμαρ και άκουγε το λόγο του Ιερέα. Τα λόγια του ιερέα πλημμύρισαν την ψυχή του και έδιωξαν τις τύψεις που είχε για την άτακτη φυγή του. Έδιωξαν τις τρομακτικές εικόνες που είδε στο νεκροταφείο και του έδωσαν έναν σκοπό στην ζωή του. Να προστατέψει την Αυτοκρατορία από τους απέθαντους, τους δαέμονες και τους αιρετικούς και οποιαδήποτε άλλη απειλή. Έτσι είχε πει ο Σίγκμαρ, έτσι είχε κηρύξει ο Ιερέας και ο Εφρέζι από εδώ και πέρα θα ζούσε για να μεταδώσει την αλήθεια και το φως της πίστης της Θρησκείας Του Σίγκμαρ.

Με αυτές τις σκέψεις μπήκε ο Εφρέζι στο Πανδοχείο του Φεγγαριού του Ναύτη και με την ελπίδα να βρει ζωντανούς τους φίλους του που τελευταία φορά είχε δει στον Κήπο του Μορρ. Το πανδοχείο ήταν σχεδόν γεμάτο, παράξενο φαινόμενο. Πάντα έμπαινε μέσα κόσμος, συνήθως για να αποφύγει την μπόχα των ανοιχτών υπονόμων της Ούμπερσραήκ, αλλά δεν πρέπει να ήταν αυτός ο λόγος για τον χαμό που γινόταν μέσα. Οι φίλοι του δεν ήταν εκεί. Ο Εφρέζι δεν ήθελε να σκεφτεί τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Ο πανδοχέας έτρεχε πάνω κάτω να εξυπηρετήσει τους καλεσμένους, δύο γκαρσόνες έπαιρναν παραγγελίες από τα τραπέζια και ένας ακόμα άνδρας καθόταν πίσω από τον πάγκο για τα ποτά, εκεί που συνήθως καθόταν ο πανδοχέας, ο Σύνηρ.

Ο Εφρέζι γνώριζε τον Σύνηρ από παλιά. Ο Σύνηρ είχε έρθει στην Ούμπερσραηκ πριν χρόνια κουβαλώντας αρκετά χρυσά νομίσματα και η αγορά του πανδοχείου ήταν η πρώτη και μόνη επένδυση που έκανε. Τον πλησίασε να μάθει γιατί είχε τόσο κόσμο.

‘Α, Εφρέζι, συγνώμη για την αναστάτωση. Μου είχαν πει ότι θα έρθει η Λαίδη Γράβιν, αλλά κανείς δεν μου είπε ότι θα έφερνε 6 φρουρούς, 8 υπηρέτες, και άλλους 2-3 γνωστούς της! Πάλι καλά που σκέφτηκα και προσέλαβα δύο ακόμη άτομα ως προσωρινό προσωπικό. Μισό λεπτό’, λέει ο Σίνηρ και πάει στο πάγκο να δώσει ένα ακόμα δωμάτιο και επιστρέφει. ‘Όπως έλεγα, έχει κλείσει ένα ολόκληρο διάδρομο από δωμάτια στον πάνω όροφο. Κάτσε όπου βρεις και θα σου στείλω μια γκαρσόνα να πάρει την παραγγελία σου’.

ΏΡΑ 8:00

 

Ο Εφρέζι κοίταξε το δωμάτιο για να βρει μέρος να κάτσει. Έξι μεγάλα τραπέζια υπήρχαν και σε όλα κάθονταν κάποιοι, χωρίς όμως να γνωρίζουν αναγκαστικά ο καθένας τον διπλανό του. Σε ένα από αυτά ήταν ένας μεγαλόσωμος και γεροδεμένος τύπος που έκανε μπραντεφερ με όποιον τον προκαλούσε, κατόπιν στοιχήματος. Φαινόταν αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του. Γύρω του είχαν μαζευτεί υπηρέτες της Λαίδης Γράβιν και τον συνέχαιραν όποτε νίκαγε (δηλαδή όλη την ώρα). Μάλλον θα ήταν με την παρέα της Λαίδης και αυτός. Επίσης ήταν και δυο φρουροί κοντά του, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν τον φύλαγαν ή αν και αυτός ήταν φρουρός. Δεν φαινόταν να τους έχει ανάγκη. Δίπλα του καθόταν και ένας κύριος, πιο σοβαρός με ελαφρώς γκρίζα μαλλιά, γυαλιά και έναν χαρτοφύλακα. Έμοιαζε με γιατρό. Σε ένα άλλο τραπέζι αναγνώρισε τον Λούκος Πάπαρμπεργκ να πίνει μπύρα με τους φίλους του. Ο Λούκος είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστός και αρεστός στις γυναίκες του Ούμπερσράηκ μετά την νίκη του σε πόση μπύρας εναντίον ενός νάνου. Σε ένα άλλο τραπέζι είδε ένα χαλφλινγκ να παίζει μόνο του με μια τράπουλα χαρτιών και να έχει ένα ηλίθιο χαμόγελο. Αποφάσισε να το αποφύγει. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες με ανόητα και χαζοχαρούμενα χαλφλινγκς. Άρα το μόνο τραπέζι που μπορούσε να κάτσει ήταν αυτό που καθόταν μια γυναικεία φιγούρα σκεπασμένη με μια κάπα με κουκούλα. Το μυστήριο τον διέγειρε.

Όταν έκατσε στο τραπέζι κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν ξωτικό, και υπέθεσε ότι για αυτό φόραγε κουκούλα. Πολύ δεν συμπαθούσαν τα υπεροπτικά ξωτικά. Τους εκνέυριζε που σύγκριναν όλα τα επιτεύγματα της Αυτοκρατορίας με τα δικά τους. Βέβαια το ίδιο έκαναν και οι νάνοι, αλλά οι νάνοι ήταν ιεροί σύμμαχοι της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Σήγκμαρ είχε συμμαχήσει μαζί τους, αιώνες πριν και η θρησκεία του απαιτούσε κάθε πιστός να βοηθάει τους νάνους όταν έχουν ανάγκη την βοήθεια του. Παρόλα αυτά, ο Εφρέζι δεν ήταν τόσο απόλυτος. Στο κάτω κάτω και τα ξωτικά έκαναν πόλεμο εναντίων του Χάους, και ο εχθρός του εχθρού σου δεν είναι φίλος σου? Προσπάθησε να της πιάσει την κουβέντα.

‘Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Εφρέζι!’

‘Γεια σου’ είπε το ξωτικό, σπάνια της μίλαγαν τόσο ευθέως οι άνδρες. Συνήθως την απέφευγαν λόγω της φυλής της. ‘Είμαι η Ιρώνη του Οίκου Μακαντερ’, είπε με περηφάνια σηκώνοντας την μύτη της ψηλά. Ο Εφρέζι είδε έκπληκτος με τέραστια μελανιά στο πρόσωπο της, κουσούρι από κάποιο πρόσφατο τραύμα. Αποφάσισε ότι τελικά την κουκούλα την φόραγε για να κρύψει την μελανιά αυτή και όχι για κάποιο άλλο λόγο.

‘Που το έπαθες αυτό?’, ο Εφρέζι δεν ήταν διπλωμάτης, όταν ήθελε να μάθει κάτι.

‘Πολεμώντας τους εχθρούς της αυτοκρατορίας σας. Της αυτοκρατορία των ανθρώπων’, είπε η Ιρώνη χωρίς να είναι σίγουρη αν τελικά άξιζε το κόπο να χαλάσει την φυσική της ομορφιά.

‘Απέθαντους? Στον κήπο του Μορρ?’ ρωτάει ο Εφρέζι, ελπίζοντας να ακούσει νέα για τους φίλους του. ‘Έζησε κανείς τους!’

‘Όχι, κτηνανθρώπους, στο κατάλυμα Γκρούνγολντ. Δεν επέζησε κανείς.’ Ο Εφρέζι μπερδεύτηκε. Πιο κατάλυμα? Κτηνανθρώπους? Και αυτοί είναι εχθροί της αυτοκρατορίας και του Σίγκμαρ! Και τι δουλεία είχαν οι φίλοι του στο κατάλυμα? Ως εκεί κυνήγησαν τους απέθαντους. Άρχισε να μπερδεύεται πάλι και να βυθίζεται στην άβυσσο του τρόμου και τις παράνοιας. Μόνο η θρησκεία του μπορούσε να τον βοηθήσει να ηρεμήσει. Χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και σηκώνεται όρθιος.

‘Ζήτω ο Σίγκμαρ και το σφυρί του! Ζήτω η Ιερή συμμαχία της αυτοκρατορίας με Νάνους!’, φώναξε και ηρέμησε. Μια παράξενη σιωπή έπεσε στο πανδοχείο, καθώς όλοι σταμάτησαν ότι έκαναν και γύρισαν το βλέμμα τους στον Εφρέζι. Αφού κατάλαβαν ότι ανάμεσα τους υπάρχει άλλος ένας τρελαμένος ζηλωτής, φανατικός οπαδός της θρησκεία του Σίγκμαρ, συνέχισαν ότι έκαναν και πριν. Αυτοί οι τρελοί ήταν άκακοι συνήθως (εκτός και αν νόμιζαν ότι είσαι κάποιος αιρετικός οπαδός των Σκοτεινών Δυνάμεων, όποτε συνήθως σε έκαιγαν ζωντανό).

ΏΡΑ 8:15

 

Η σερβιτόρα Μέριλυν Ανάργυρσσον πλησιάζει το τραπέζι της Ιρώνι και ρωτάει τον Εφρέζι αν θέλει να πιεί τίποτα. Του συστήνει τον Υρδοκέραυνο Ζύθο, αλλά ο Εφρέζι θέλει μόνο κόκκινο κρασί. Η Ιρώνη δεν είχε τελειώσει το ποτό της, αλλά ρωτάει την φίλη της την Μερίλυν αν ήξερε γιατί είχε τόσο κόσμο. Η σερβιτόρα ήταν αρκετά κωλοπετσωμένη και κάτι παραπάνω θα γνώριζε. Η Μέριλυν της εξηγεί ότι ο Λαίδη Γκράβιν Μαρία-Ούλρικ Φον Λιμπβιτζ από την πόλη Aμποστάην είναι η ανιψιά της Δούκισσας Εμμανουέλας της Ναλν, της πρώην πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Η Δούκισσα ήταν γνωστή για τα θρυλικά πάρτι της. Στο τελευταίο μάλιστα πέθανε και ένας καλεσμένος, ο Βαρώνος Σίγκισμουντ από την Ντάμενμπλατσ, ενώ τον συντρόφευε η Γκράβιν. Η Λαίδη τώρα βρίσκετε καθοδόν για την πόλη Κεμπερμπαντ για να ασκήσει το δικαίωμα της για Δίκη με Όπλα, και ο γεροδεμένος τύπος είναι ο υπερασπιστής στην μάχη και τον λένε Μπρούνο, ενώ ο κύριος με τα γκρίζα μαλλιά είναι ο δικηγόρος της. Στην Ουμπερσράηκ κάναν απλά μια στάση.

ΏΡΑ 8:25

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου και μπαίνουν δύο καλοντυμένοι κύριοι. Πλησίασαν τον Σύνηρ και των ρώτησαν κάτι. Ο Σύνηρ απαντάει δείχνοντας το τραπέζι που καθόταν η Ιρώνη. Οι κύριοι γνέφουν καταφατικά και πλησιάζουν. Κάθονται στο τραπέζι, κοιτάζονται μεταξύ τους και λένε στην Ιρώνη και τον Εφρέζι.

‘Μας είπε ο πανδοχέας ότι είστε τυχοδιώκτες. Θα θέλαμε τις υπηρεσίες σας’, είπαν, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο Εφρέζι δεν είναι με την Ιρώνη. Ο Εφρέζι βέβαια δεν είχε πρόβλημα. Κατάλαβε ότι ίσως κέρδιζε λεφτά. Η Ιρώνι τους έγνεψε να συνεχίσουν.

‘Είμαστε μέλη της συντεχνίας των εμπόρων’, είπε ο ένας, ενώ και οι δύο της έδειξαν τα δαχτυλίδια τους. Η Ιρώνη δεν κατάλαβε γιατί της έδειχναν τα δαχτυλίδια τους. Δεν τις φάνηκαν ιδιαίτερα ακριβά, αν και ήταν πανομοιότυπα. Ήθελαν να την εντυπωσιάσουν με τον πλούτο τους? Σε αυτό απέτυχαν οικτρά.

Ο κύριος συνέχισε να μιλάει, ‘Ένα μέλος της συντεχνίας μας, ενώ πήγε για εμπορικούς σκοπούς στην πόλη Στρομντορφ, δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Έπρεπε να έχει γυρίσει εδώ και μια εβδομάδα. Σαν μέλος της συντεχνίας, είμαστε υποχρεωμένοι να τον βοηθήσουμε αν κάτι κακό του έχει συμβεί’. Όπως είπαν το τελευταίο, κατάλαβε η Ιρώνη ότι πιο πολύ ενδιαφέρονταν για την τύχη του έμπορου από νομική δέσμευση, παρά από πραγματικό ενδιαφέρον.

‘Θα θέλατε να μισθώσετε της υπηρεσίες σας σε εμάς και να τον ψάξετε για λογαριασμό της συντεχνίας των εμπόρων?’

‘Ναι, ναι’ είπαν μαζί ο Εφρέζι και η Ιρώνη. Η Ιρώνη είχε βαρεθεί να περιμένει στο πανδοχείο τον μάγο να γυρίσει από την Άλτντορφ, και ο Εφρέζι ήθελε λίγα λεφτά.

‘Μόνος του ήταν ο έμπορος?’ Ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Όχι, είχε μαζί του και δύο σωματοφύλακες’.

‘Κάτι που να μας βοηθήσει στην αναζήτηση?’.

‘Είναι μικρή πόλη η Στρομντορφ. Όλοι θα ξέρουν για τον έμπορο που πήγε να τους πουλήσει κάρβουνο αν τους ρωτήσετε. Είχε πάει με ένα άσπρο άλογο που έσερνε ένα άσπρο βαγόνι με κάρβουνα. Μπορεί να τους είχε εκνευρίσει και με την συμπεριφορά του. Είναι λίγο παράξενος ξέρετε’ απάντησε ο ένας κύριος.

‘Μισό λεπτό.’ λέει η Ιρώνη. ‘Ποίο είναι το όνομα του έμπορου?’. Ο συνδυασμός αυτών που είπε ο κύριος την ανησύχησε. Πόσοι ‘παράξενοι έμποροι’ που εκνευρίζουν τους πελάτες τους μπορεί να υπάρχουν στην Ουμπερσράηκ.

‘Κλάους Φον Ρόθσταιν’, είπε ο κύριος με ύφος σαν να ντρέπεται για το μέλος της συντεχνίας τους.
‘Ο Κλάους! Θέλετε να πάω να σώσω τον Κλάους! Ξεχάστε το’, φώναξε η Ιρώνη.

‘Τον ξέρεις?’, ρώτησε ο Εφρέζι. Οι έμποροι δεν έδειξαν να εκπλήσσονται με την αντίδραση της.

‘Α, ώστε τον έχεις γνωρίσει έ? Κοίταξε, δεν μας νοιάζει αν τον βρείτε ζωντανό η νεκρό. Η προσπάθεια μετράει. Και κυρίως να μας επιστρέψετε το δαχτυλίδι του’. είπαν, δείχνοντας της πάλι τα πανομοιότυπα δαχτυλίδια τους.

‘Μα τι παίζει με αυτά τα δαχτυλίδια’, ρώτησε ο Εφρέζι, γλιτώνοντας την Ιρώνη από τον κόπο.
‘Αποδεικνύουν την συμμετοχή στην συντεχνία και εξασφαλίζουν σημαντικές εκπτώσεις για όσους τα έχουν. Δηλαδή έκπτωση από έμπορο σε έμπορο που είναι μέλος. Δεν θα θέλαμε να πέσει το δαχτυλίδι στα χέρια άλλων και για να μην παίρνουν εκπτώσεις που δεν δικαιούνται αλλά και για να μην τα αντιγράψουν’.

Η Ιρώνη και ο Εφρέζι συμφώνησαν τελικά να τους βοηθήσουν με το ανάλογο αντίτιμο. Η Ιρώνη εξασφάλισε και μια θέση για τον μάγο που θα γύρναγε σήμερα από την Αλτντορφ, και κανόνισαν το πρωί να τους περιμένει μια άμαξα για να ξεκινήσουν το τριήμερο ταξίδι προς την Στρομντορφ. Μετά από αυτά συνέχισαν να πίνουν μπύρες παρακολουθώντας τους αγώνες μπραντεφερ του Μπρούνο.

ΏΡΑ 8:45

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου και ο μπαίνει ο μάγος Νέκραλ με την Γκέρτυ, την βοηθό του. Εντόπισε την Ιρώνη και έκατσε στο τραπέζι της. Δεν της είπε για το δαιμονικό βιβλίο που είχε διαβάσει, ούτε ότι λιποθύμησε μετά και όταν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε για το έκτο δάχτυλο που έβγαλε από τότε στο αριστερό του πόδι και στην συνέχεια καυτηρίασε χρησιμοποιώντας όχι κανονική φωτιά, αλλά ένα δικό του ξόρκι. Της είπε όμως για τα κολέγια της μαγείας και την εξάσκηση που έκανε με τον μέντορα του, ο οποίος τον έστειλε πάλι στον έξω κόσμο για να συλλέξει πληροφορίες για τις μαγικές Δρομόπετρες, ώστε να διευρύνει λίγο την γνώση του. Επίσης της είπα πως τελειοποιήσει την τεχνική του μαγικού καυτηριασμού, και η Ιρώνη με χαρά του ζήτησε να της το αποδείξει θεραπεύοντας της ένα σοβαρό τραύμα που είχε αποκτήσει στα πλευρά από την μάχη της με τον Γουοργκορ. Βγήκαν και οι δύο έξω για να κάνει τα μαγικά του ο Νέκραλ, γιατί ο απλός λαός φοβάται την μαγεία και δεν θα ήταν σωστό να κάνουν ξόρκια μέσα στο πανδοχείο. Με περηφάνια ο Νέκραλ της είπε ότι θα της δείξει την υπεροχή της ανθρώπινης μαγείας και ότι η μαγεία των ξωτικών είναι υπερεκτιμημένη. Συγκεντρώθηκε και έκανε το ξόρκι του και το μόνο που κατάφερε ήταν να καυτηριάσει μια πληγή, αλλά δεν μπόρεσε να γιατρέψει την άσχημη μελανιά στο πρόσωπό της. Η Ιρώνη απογοητεύτηκε, αλλά δεν περίμενε τίποτα περισσότερο. Η τεχνική της μαγείας των ανθρώπων ήταν αξιολύπητη.

Όταν γύρισαν στο τραπέζι η Ιρώνη τον σύστησε στον Εφρέζι και του εξήγησε για την αυριανή τους αποστολή. Ο Νέκραλ φώναξε μια σερβιτόρα και ήρθε η Αντζέλικα, μια καινούργια σερβιτόρα που την προσέλαβε ο Σύνηρ ειδικά για την σημερινή πολυσύχναστη βραδιά. Της ζήτησε ένα τσάι. Οι μάγοι πάντα ζητάνε περίεργα ποτά. Τότε ο μαγος θυμήθηκε τον νανο και ρωτάει που βρίσκετε. Η Ιρώνη του εξηγεί ότι πριν 3 βράδια είδε εφιάλτες με τον τρελό νάνο που είχαν δει στο Γκρουνγοουλντ και αποφάσισε να πάει στα καμίνια των νάνων στην Καρακ-Αζγκαραζ για να ενημερώσει τους γέροντες σχετικά, αλλά και για το κειμήλιο που είχαν βρει, το σφυρί του Οίκο του Κόρντεν. Θα αργούσε να επιστρέψει και θα τους άφηνε μήνυμα στο πανδοχείο όταν γύρναγε.

‘Παράξενος αυτός ο νάνος’, μονολόγησε ο μάγος.

ΏΡΑ 8:55

 

O Νέκραλ νοικιάζει ένα μονόκλινο δωμάτιο και πάει να κοιμηθεί. Αφήνει την Γκέρτυ να κοιμηθεί στο πάτωμα για οικονομία. Η Ιρώνη και ο Εφρέζι έχουν την φαεινή ιδέα να πάνε στο σπίτι του Κλάους να ψάξουν για στοιχεία που μπορεί να μην βρήκαν οι συν τεχνίτες τους. Βρίσκουν μόνο το ημερολόγιο στο οποίο κρατάει τις σημειώσεις του ο Κλάους για τα απομνημονεύματα που γράφει. Η Ιρώνη διαβάζει για την ιστορία που είχε γράψει ο Κλάους που είχε κάνει ένα ξωτικό να του χορέψει προκειμένου να του πουλήσει κάτι φθηνότερα. Επίσης έγραφε και για το επικείμενο ταξίδι του στην Στρομντορφ. Χωρίς να βρουν τίποτα καινούργιο επιστρέφουν στο πανδοχείο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Δεν είχαν νυστάξει ακόμα και κάθονται στο τραπέζι τους.

ΏΡΑ 9:15

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου και τρεις ταξιδιώτες μπαίνουν στο πανδοχείο. Βγάζουν τα παλτά τους και κλείνουν ένα διπλό δωμάτιο με ένα ράντσο και παραγγέλνουν τρία γεύματα. Κάθονται σε ένα τραπέζι και αρχίζουν να μιλάνε μεταξύ τους. Όχι πολύ αργότερα, ένας υπηρέτης από την συνοδεία της Γκράβιν κατεβαίνει από τον πάνω όροφο που είναι τα δωμάτια και πάει στον Μπρούνο να του πει ότι η Γκράβιν είπε να σταματήσει το μπράντεφερ και να ανέβει πάνω να κοιμηθεί. Ο Μπρούνο όμως μάλλον δεν είχε σκοπό να πάει από τώρα για ύπνο. Όλα αυτά τα άκουσε το Ιρώνη με τα ξωτικά (και μεγάλα) αυτιά της. Θεώρησε ότι θα το εκτιμούσε η Λαίδη αν την βοηθούσε και πάει στο τραπέζι του Μπρούνο. Του λέει ότι πρέπει να πάει να ακούσει την Λαίδη. Ο Μπρούνο γελάει με το ξωτικό που του φαίνεται ιδιαίτερα αδύναμο. Θα την προκαλούσε σε μπραντεφερ, αλλά δεν θα είχε ενδιαφέρον. Της λέει ότι αν η Ιρώνη, μαζί με τον σύντροφό της, τον νικήσουν τότε θα πάει πάνω να κοιμηθεί. Η Ιρώνη και ο Εφρέζη δέχονται και αρχίζουν να καθαρίζουν το τραπέζι. Όλοι οι καλεσμένοι, αρχίζουν να βάζουν στοιχήματα. Δημιουργείτε αρκετή φασαρία. Ο Νέκραλ δεν μπορεί να κοιμηθεί με τόσο θόρυβο, αλλά το παλεύει.

Ο αγώνας ξεκινάει και ο Μπρούνο χάνει αμέσως. Μάλιστα είχαν βάλει τόση δύναμη οι αντίπαλοι του που το τραπέζι έσπασε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Άλλη φορά σκέφτεται να μην ξαναβάλει στοίχημα στο μπραντεφερ με δύο άτομα ταυτόχρονα. Οι πιθανότητες είναι εναντίων του. Ο θόρυβος ενόχλησε τον Νέκραλ και πρόσταξε την Γκέρτυ που κοιμόταν στο πάτωμα να πάει πιο κοντά στην πόρτα ώστε να λειτουργήσει και σαν ηχομόνωση. Μετά από λίγο ακούει φωνές από τον όροφο του, μερικές πόρτες να ανοιγοκλείνουν και βήματα στον διάδρομο και μετά στην σκάλα. ‘Παράξενοι ήχοι’, μουρμούρισε τσαντισμένος, και βγήκε έξω να ερευνήσει. Βλέπει την Λαίδη (δεν μπορούσε να ήταν καμία άλλη αυτή η παράξενη γυναίκα που είδε), να κατεβαίνει κάτω με τρεις φρουρούς συνοδεία. Την ακολούθησε.

Στο κάτω δωμάτιο, εκεί που ήταν ο Μπρούνο, επικρατούσε πανικός. Μερικοί προσπαθούσαν να επισκευάσουν το τραπέζι, ενώ ο πανδοχέας φώναζε για την ζημιά και χτύπαγε το χέρι του στον πάγκο, αλλά σταμάτησε όταν είδε δίπλα του 2 χρυσά νομίσματα. Τα είχε πετάξει η Λαίδη ως αποζημίωση.

‘Μπρούνο, πήγαινε στο δωμάτιο σου χωρίς δεύτερη κουβέντα. Γκούσταφ, γιατί δεν τον επέπληξες τόση ώρα?’, ρωτάει τον κύριο με τα γκρίζα μαλλιά. Ο Μπρούνο ανέβηκε τις σκάλες σαν βρεγμένη γάτα.

‘Λαίδη μου, δικηγόρος είμαι, όχι παιδοφύλακας’, απαντά ο Γκούσταφ.

Ο Εφρέζη έπιασε την πάρλα στην Λαίδη. Η Λαίδη αρχικά απέφευγε να του μιλήσει. Δεν ήθελε να συναναστρέφεται με τον απλό λαό, ειδικά με τρελαμένους φανατικούς, αλλά όταν κατάλαβε ότι την είχαν βοηθήσει, έστω και χωρίς λόγο, για να πάει στο δωμάτιο του ο ανυπάκουος Μπρούνο, αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί του για λίγο. Ο Εφρέζι της είπε ότι ήξερε για την δίκη. Η Λαίδη αρνήθηκε την ενοχή της, του είπε οτι ο Βαρώνος είχε μεθύσει πολύ, και όταν δεν τον πρόσεχαν λιποθύμησε με το κεφάλι μέσα σε ένα μπολ με φρουτπαντς, και πνίγηκε. Τώρα ο ανιψιός του την κατηγορεί για παράνομη μαγεία. Ο Εφρέζι προσπάθησε να καταλάβει αν του λέει αλήθεια η ψέματα, αλλά δεν του φάνηκε για άτομο που δεν είναι ειλικρινή. Στο κάτω κάτω, αν λέει αλήθεια ή όχι, θα το αποφασίσει ο Σίγκμαρ την Δίκη με Όπλα.

Η Λαίδη ανεβαίνει στο δωμάτιο της, την ακολουθεί ο δικηγόρος, οι φρουροί της και οι περισσότεροι υπηρέτες που φέρνουν μαζί τους και τις σούπες που θα σερβίρουν αργότερα.

ΏΡΑ 9:25

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου. Αυτήν την φορά μπαίνουν τέσσερα άτομα. Δύο από αυτά, ο Εφρέζι αναγνωρίζει ότι είναι βαρκάρηδες, από την ενδυμασία τους, οι άλλοι δύο προφανώς θα είναι τα άτομα που μετέφεραν. Ένας άνδρας και μια γυναίκα, όχι πολύ μεγάλη. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 25 ετών. Προσπαθεί να ακούσει την συνομιλία τους με τον Σύνηρ, αλλά δεν καταφέρνει πολλά. Το ζευγάρι είναι προφανές ότι έχει μάτια μόνο ο ένας για τον άλλο. Ανεβαίνουν την σκάλα, χωρίς να παραγγείλουν τίποτα και χάνονται στον πάνω όροφο.

‘Ποια ήταν τα ερωτευμένα πουλάκια μας?’ ρωτάει ο Εφρέζι τον Σύνηρ.

‘Ο κύριος και η κυρια Σμίτ. Νιόπαντροι από την γειτονική Γκρίσενβαλντ. Είχαν κλείσει δωμάτιο από χτες μέσω των βαρκάρηδων που τους έφεραν.’

‘Δεν ήξερα ότι είχες και σουίτα για νεόνυμφους’.

‘Μα τον Σίγκμαρ, όχι. Όλοι οι παράξενοι σήμερα βρήκαν να έρθουν, είπε με νόημα κοιτώντας το Χαλφλινγκ.

‘Χαχ, ναι και το Χαλφλινγκ. Έχω ακούσει είναι καλοί μάγειρες. Κάνε του πρόταση’.

‘Μπα, όλη μέρα παίζει με τα χαρτιά του. Θα δημιουργήσει προβλήματα, είμαι σίγουρος’.

Ο Εφρέζι πλησιάζει τους βαρκάρηδες. Κάτι δεν του πήγενε καλά. Γιατί να έρθει ένα νεόνυμφο ζευγάρι στην Ούμπερσραηκ. Και συγκεκριμένα στο Πανδοχείου του Φεγγαριού του Ναύτη. Σπίτια δεν είχαν?.
‘Να σας κεράσω μια μπύρα?’ ρωτάει τους βαρκάρηδες.

‘Παίζει ο Ρανταλ ζάρια?’ απαντάει ο βαρκάρης. Προφανώς η χαζή ερώτηση του Εφρέζι ήταν άξια μιας χαζής απάντησης.

‘Δύο μπύρες για τους νέους φίλους μου’ φωνάζει ο Εφρέζι στην Αντζέλικα.

Αφού τις ήπιαν άρχισαν να κουτσομπολεύουν.

‘Για πείτε μου, τι τρέχει με το ζευγάρι. Από ποιον κρύβονται και ζουζουνίζουν εδώ?’, είπε μπλοφάροντας.

‘Χαχ, το κατάλαβες και εσύ ε?’, η μπλόφα του Εφρέζι είχε πιάσει. ‘Ο κύριος και η κυρία Σμιτ, δεν είναι άλλοι από τον Φρίντριχ Φον Φαηφράουχεν, τον τρίτο γιο του Βαρώνου Μπόνο από την Βίσενλαντ. Και η κυρία Σμιτ είναι η Χάνα Λαστκαν, κόρη ενός πλούσιου ναυπηγού’, μετά από μια δραματική παύση, συνεχίζει πονηρά ο βαρκάρης ‘και αρραβωνιασμένη με τον γιο ενός άλλου πλούσιο ναυπηγού, τον Τόμας Πράμαλτνερ, χαρ χαρ’.

‘Ω’, είπε ο Εφρέζι, ‘κατάλαβα’.

‘Ναι ναι, θα φύλαγα την γλώσσα μου καλύτερα αν ο ‘κύριος Σμιτ’ μου πλήρωνε ένα δωμάτιο και δεν με έβαζε να κοιμηθώ στο κοινό δωμάτιο. Αλλά αφού με κέρασες μπύρα, δεν έχω καθόλου τύψεις που γλίστρησε η γλώσσα μου’.

Ο Εφρέζι γύρισε στο τραπέζι των άλλων και τους είπε τα κουτσομπολιά.

‘Παράξενα πράματα’, μονολόγησε ο μάγος.

ΏΡΑ 9:45

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου. Μπαίνουν δύο αμαξάδες και τους ακολουθούν τρεις μοναχοί του Μορρ, του θεού του άλλου κόσμου. Μαζί τους κουβαλάνε και μια σανίδα με έναν νεκρό καλυμμένο με ένα λευκό σεντόνι. Η έκφραση τους είναι σοβαρή.

‘Για δες κάτι παράξενα πράματα’, λέει ο Νέκραλ στην Ηρώνι και τον Εφρέζι.

Οι μοναχοί εξηγούν στον πανδοχέα, ότι μεταφέρουν ένα πτώμα για ταφή και θα χρειαστούν ένα δωμάτιο για την νύχτα. Οι αμαξάδες μπορούν να κοιμηθούν στο κοινό δωμάτιο. Το βράδυ επειδή θα προσεύχονται για την ψυχή του νεκρού, ίσως να κάνουν λίγο θόρυβο. Η ιδέα δεν αρέσει στον Σύνιρ, αλλά μια γρήγορη ανταλλαγή νομισμάτων τον κάνει να αλλάξει απόφαση γρήγορα. Οι μοναχοί ανεβαίνουν τις σκάλες σιγά σιγά, προσπαθώντας να ισορροπήσουν μαζί με την κάσα του νεκρού. Ο Νέκραλ, η Ιρώνη και ο Εφρέζι καρφώνουν τα μάτια τους στην πόρτα. Έχουν μπει στον παλμό της βραδιάς και είναι σίγουροι ότι σύντομα θα ανοίξει πάλι.



 

ΏΡΑ 9:45

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου.

‘Για να δούμε, τι θα δούμε’, λέει ο Νέκραλ.

‘Ναι, είναι πολύ διασκεδαστικά εδώ’, λέει ο Εφρέζι. Είναι σχεδόν σίγουρος ότι το πανδοχείο αυτό θα γίνει το νέο στέκι του.

Από την πόρτα μπαίνει δυναμικά μια γυναίκα με δερμάτινο καφέ παντελόνι, μπότες, άσπρο πουκάμισο, και ξανθά μαλλιά. Στο λαιμό της έχει τατουάζ ένα μαργαριταρένιο περιλαίμιο και μπήκε χαμογελαστή.

‘Οοοο’, αναφωνεί ο Εφρέζι σκουντώντας με τον αγκώνα και με νόημα τον Νέκραλ. Αν είχε μάθει ποτέ καλούς τρόπους, σίγουρα τους ξέχασε όταν την είδε. Η γυναίκα όμως τον άκουσε. Κοντοστάθηκε λίγο να τον αγριοκοιτάξει, αλλά αμέσως φόρεσε πάλι το χαμόγελο της και κατευθύνθηκε προς τον πανδοχέα ρωτώντας για δωμάτιο.

‘Κάτσε εδώ μέχρι να ηρεμήσεις λίγο’, λέει η Ιρώνι στον Εφρέζι ‘και άσε με να το χειριστώ εγώ το θέμα’.

‘Ποιο θέμα?’ είπε ο Εφρέζι αλλά η Ιρώνη μίλαγε ήδη με την γυναίκα.

‘Καλησπέρα. Συγνώμη για το θάρρος, αλλά βλέπω ότι ψάχνεις δωμάτιο, και επειδή είμαι και εγώ μόνη στο δικό μου, μήπως θα ήθελες να το μοιραστούμε? Δεν έχω πολλά λεφτά, θέλω να κάνω οικονομία και δεν θα με χάλαγε μια γυναικεία συντροφιά. Δεν πόσο σπανια πλένονται οι ‘συνεργάτες’’, είπε διπλωματικά η Ιρώνη.

‘Καταπληκτική ιδέα. Λέγομαι Ούρσουλα’, είπε.

‘Πολύ ωραία, αν θες έλα να κάτσεις μαζί μας, να πιεις ένα ποτό και ξαπλώνεις αργότερα’. Η Ούρσουλα την ακολούθησε. Ενώ προχωρούσαν προς το τραπέζι τους, η Ούρσουλα έκανε μια απότομη κίνηση με το δεξί της πόδι και το αριστερό της χέρι φέρνοντας το σώμα της μπροστά και μετά πάλι πίσω. Ένας θαμώνας της ταβέρνας που ήταν δίπλα της την μια στιγμή, την επόμενη ήταν φαρδύς πλατύς με τα μούτρα στο (όχι και τόσο καθαρό) πάτωμα.

‘Μου έβαλε χέρι’, είπε η Ούρσουλα απολογητικά στην Ιρωνη. Ο πεσμένος θαμώνας, χωρίς να το αρνηθεί, σηκώθηκε, ψέλλισε ένα συγνώμη, και απομακρύνθηκε.

Όταν έφτασαν στην παρέα της Ιρώνη, συστήθηκε στους υπόλοιπους. Ήταν αρκετά ομιλητική και τους είπε ότι είναι αγγελιοφόρος, και μεταφέρει ένα γράμμα από το Συμβούλιο της πόλης Κέμπερμπαντ προς την Ναλν, και έκανε μια στάση στην Ουμπερσράηκ.

Λίγο αργότερα ένας από τους τρεις ταξιδιώτες που είχαν κάτσει μόνοι τους στο τραπέζι στο βάθος σηκώνετε και ανεβαίνει τις σκάλες, οι άλλοι δύο συνεχίζουν να πίνουν το ποτό τους. Ο Εφρέζι αποφασίζει να τους μιλήσει, αλλά δεν είναι τόσο ομιλητικοί όσο περίμενε, επιστρέφει στο τραπέζι και παραπονιέται σχετικά στους άλλους.

‘Τι, δεν θέλουν να πιάσουν κουβέντα σε κάποιον άγνωστο? Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο’, λέει ο Νέκραλ που το μόνο πράμα που θέλει είναι να πάνε στα δωμάτια τους να κοιμηθούν επιτέλους.

ΏΡΑ 10:00

 

Δεν ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου, αλλά ένας υπηρέτης κατεβαίνει από την σκάλα και φωνάζει και τους υπόλοιπους της συνοδείας της Λαίδης Γκράβιν να ανεβούν στα δωμάτια τους. Την ίδια στιγμή κατεβαίνει ο ‘κύριος Σμίτ’ για να πάρει ένα μπουκάλι κρασί για το δωμάτιο. Συναντιέται με έναν υπηρέτη ο οποίος κοντοστέκεται. Μετά αρχίζει να μιλάει με τον Σμιτ, και η κουβέντα τους σιγά σιγά θερμαίνεται. Ο Σμιτ ανεβαίνει στο δωμάτιο του φανερά εκνευρισμένος.

Ο Νέκραλ που τους παρακολουθούσε κατάλαβε ότι κάποιου είδους απειλή έκανε ο υπηρέτης ‘ότι θα πει σε κάποιον για τον Σμιτ’. Ενώ ο υπηρέτης αποσυρόταν στο κοινό υπνοδωμάτιο για να κοιμηθεί, ο Νέκραλ ο Μάγος της Φωτεινής Τάξης είπε προφητικά, όπως θα έλεγε ένας Μάγος της Ουράνιας Τάξης:

‘Πάμε ένα στοίχημα ότι αυτός ο υπηρέτης δεν θα την βγάλει την βραδιά?’

Δυστυχώς για αυτόν, κανείς δεν δέχτηκε το στοίχημα του αυτήν την φορά.

‘Στοπ!’ Φωνάζει ο Εφρέζι.

‘Τι?’, λέει η Ιρώνη.

Ο Εφρέζι γυρνάει να δει πίσω του.

‘Γιατί έβαλες το χέρι σου στην τσέπη μου!’ λέει αγριεμένος στο χάλφλινκ.

‘Α, συγνώμη, ήθελα να δω τι είχες εκεί μέσα’. Λέει το χαλφινκ ξαφνιασμένο. Δεν περίμενε να τον καταλάβουν.

‘Δεν έχω τίποτα, αλλά θα αποκτήσω. Δώσε μου ότι έχεις στις τσέπες σου τώρα, αλλιώς θα σε καρφώσω στην φρουρά και θα περάσεις ένα κρύο και υγρό βράδυ στις φυλακές’.

Το χάλφλινκ φοβήθηκε και άδειασε τις τσέπες του για να την γλυτώσει. Μόνο σαβούρα είχε, κουμπιά, χνούδια και μερικούς άσσους από την τράπουλα του.

‘Με λένε Γκλίμπριν!’ λέει χαρούμενα προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο και να τον καλοπιάσει. ‘Δεν θα με καρφώσεις ε?’

‘Χάσου από τα μάτια μου’, του απαντάει ο Εφρέζι και του γυρίζει την πλάτη.

ΏΡΑ 10:10

 

Ο κόσμος είχε αραιώσει από το κοινό δωμάτιο. Η παρέα του Νέκραλ ετοιμαζόταν να ανέβουν στα δωμάτιο τους, όταν είδαν τον Μπρούνο να κατεβαίνει σιγά σιγά από της σκάλες, σαν ένα μικρό παιδί που είναι έτοιμο να κάνει αταξία. Πάει στο μπαρ και ζητάει μια μπύρα από τον βοηθό του Σύνηρ.
‘Και όταν αδειάσει το ένα ποτήρι, φέρε το άλλο’, συμπληρώνει.

Μετά από λίγο, αρχίζει πάλι το ίδιο τροπάριο με το μπραντεφερ. Νικάει έναν θαμώνα και αρχίζει να καυχιέται.

‘Για δες τον’, λέει η Ούρσουλα. Σηκώνεται και πάει προς τον μέρος του.

‘Δέχεσαι μια πρόσκληση από γυναίκα?’

‘Χμ? Γιατί όχι?’ λέει ο Μπρούνο. Πιάνει το χέρι της και περιμένει να τελειώσουν τα στοιχήματα των λιγοστών θαμώνων. Αρχίζει ο αγώνας.

Αρχικά το χέρι του Μπρούνο αρχίζει να κουνιέται προς τα πίσω. Ξαφνιάζετε. Δεν είχε βάλει όλη την δύναμη του, αλλά δεν περίμενε τόση αντίσταση από μια γυναίκα. Τώρα βάζει όλη την δύναμή του και για μισό λεπτό κανείς δεν φαίνεται να νικάει. Ο Μπρούνο αρχίζει να ιδρώνει στο πρόσωπο. Το χέρι της Ούρσουλας αρχίζει να τρέμει και ο Μπρούνο αποφασίζει να σταματήσει να το παίζει τζέντελμαν. Βάζει όλη την δύναμη του σε μια τελευταία προσπάθεια και καταφέρνει να νικήσει. Κοιτάει την αντίπαλο του με σεβασμό.

‘Μου επιτρέπεις να σε κεράσω μια μπύρα?’, της λέει και κάθονται σε ένα τραπέζι μόνοι τους για να τα πούνε.

Λίγα λεπτά αργότερα η Αντζέλικα τους σερβίρει μια κανάτα μπύρα.

Σε μια έκλαμψη ευφυίας και παρατηρητικότης ο Εφρέζι λέει στους άλλους.

‘Αυτήν την κανάτα που πήγαν στην φίλη σου, δεν την παράγγειλε κανείς τους!’ Λέει και τρέχει προς το τραπέζι του Μπρούνο και της Ούρσουλας.

‘Σταματήστεεεεε!!!’ Φωνάζει κάνοντας ένα σάλτο για να τους φτάσει πιο γρήγορα.

‘Τί έγινε’, λέει ο Μπρούνο, που ήταν απασχολημένος με την Ούρσουλα.

‘Την κανάτα, μην πιείτε από την κανάτα!’, απαντά ο Εφρέζι

‘Πια κανατά?’ λέει ο Μπρούνο, ήταν τόσο αποσβολωμένος στην Ούρσουλα και την κουβέντα που είχαν που δεν είχε δει ότι του έφεραν κανάτα μπύρα. ‘Α, αυτήν. Παράξενο, δεν την παραγγείλαμε εμείς, λάθος θα έγινε. Ούτως ή άλλως δεν είχα σκοπό να πιώ άλλο. Έχω μάχη αύριο!’.

‘Πάντως είμαι σίγουρος ότι είναι δηλητηριασμένη’, λέει ο Εφρέζι, ‘μισό λεπτό, θα σας το αποδείξω. Γκλίμπριν, έλα εδώ λίγο’. Λέει κοιτάζοντας το χάλφλινκ που καθόταν πιο δίπλα. Το χάλφλινκ σηκώνεται και τον πλησιάζει’.

‘Για πιες λίγο από αυτήν την μπύρα, μπορείς να μας επιβεβαιώσεις αν είναι από το Μουτ?’

‘Αν είναι από τη επαρχεία τον Χαλφλινκς? Φυσικά. Μια γουλιά μόνο φτάνει’, λέει ο Γκλίμπριν και πίνει από την μπύρα. ‘Οχι, δεν είναι από το Μουτ, με καμία δύναμη. Αυτή η μπύρα είναι σαν να πίνεις νερό από τους υπονόμους, και να έχεις βάλει μέσα και δύο σβόλους…’. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ την πρόταση του γιατί σωριάστηκε στο πάτωμα.

‘Είναι νεκρός?’ λέει ο Μπρούνο έκπληκτος. Η Ούρσουλα κοιτάει γύρω της.

‘Για να δούμε’, λέει ο Εφρέζι, και ακουμπάει το δάχτυλό του στον λαιμό του. ‘Δυστυχώς όχι. Αλλά θα κοιμάται για μια ολόκληρη μέρα!’. Ο Εφρέζι φωνάζει την Αντζέλικα, ‘Ποίος παρήγγειλε το μπύρα για τον Μπρούνο?’

‘Ένας από τους αμαξάδες μου είπε να την φέρω’, απαντάει με φυσικότητα.

Ο Εφρέζι πάει στο κοινό υπνοδωμάτιο για να τους ανακρίνει, και η Αντζέλικα βγαίνει από την πόρτα για να πετάξει την μπύρα με το υπνωτικό. Ο Εφρέζι βρήκε τους αμαξάδες να κοιμούνται. Δεν μπορεί να ήταν αυτοί που είχαν παραγγείλει την μπύρα. Μετά συνειδητοποιεί ότι η Αντζέλικα είχε βγει έξω. Τρέχει να την προλάβει, αλλά είχε γίνει άφαντη. Βλαστημώντας μπήκε πάλι μέσα. Βρίσκει τον Συνήρ και τον ρωτάει που την βρήκε και την προσέλαβε. Ο Συνήρ του λέει ότι είχε βάλει αγγελία ειδικά για σήμερα γιατί περίμενε την Λαίδη και την συνοδεία της. Πολύ κόσμο δηλαδή. Ο Εφρέζι, πάει στην Λαίδη, παραμερίζει την φρουρά έξω από την πόρτα της και της τα λέει όλα. Η Λαίδη δεν εκπλήσσεται. Ο γιος του Βαρώνου είναι τέτοιος χαρακτήρας που δεν θα δίσταζε να δολοφονήσει τον Υπέρμαχο της ώστε να μην μπορεί να την υπερασπιστεί στην Δίκη των Όπλων. Τον διαβεβαιώνει ότι θα βάλει άλλους δύο φρουρούς έξω από την πόρτα του Μπρούνο.

Ο Εφρέζι κατεβαίνει κάτω και λέει του Μπρούνο ότι θα ήταν καλύτερα να αποσυρθεί στο δωμάτιο του. Ο Μπρούνο δεν φέρνει αντίρρηση, και ο Εφρέζι μαζί με την Ούρσουλα επιστρέφει στο τραπέζι με τον μάγο και το ξωτικό.

ΏΡΑ 10:15

 

Ένας από τους μοναχούς του Μορρ κατεβαίνει από τις σκάλες και μιλάει στον Σύνηρ, αυτός συμφωνεί με αυτά που του λέει και ο μοναχός του δίνει μερικά νομίσματα. Ο μοναχός ανεβαίνει στο δωμάτιο του πάλι, και η Ούρσουλα πηγαίνει στον Σύνηρ του δίνει και αυτοί μερικά νομίσματα και τον ρωτάει τι του είπε ο μοναχός.

‘Νομίζω ότι ο Σύνηρ θα ανοίξει και άλλο πανδοχείο έτσι όπως πάνε τα πράματα’, παρατηρεί ο Εφρέζι. Η Ιρώνη λέει στην Ούρσουλα να πάνε να κοιμηθούν. Η Ούρσουλα συμφωνεί και ανεβαίνουν στο δωμάτιο τους και ξαπλώνουν.

ΏΡΑ 10:20

 

Ο Γκούσταφ, ο δικηγόρος της Λαίδης Γκράβιν κατεβαίνει στο κοινό δωμάτιο ντυμένος με την νυχτικιά του. Ανεβαίνει πάνω και μετά από λίγο τον ακολουθεί και ένας από τους δύο ταξιδιώτες που είχαν μείνει κάτω, αυτοί είχαν αρνηθεί να κοινωνικοποιήθουν με τον Εφρέζι. Ο Εφρέζι αποφασίζει να πάει να κοιμηθεί και αυτός, το ίδιο και ο Νέκραλ. Ο Εφρέζι θα κοιμόταν μόνος του, ο Νέκραλ στο δωμάτιο με την Γκέρτυ (η Γκέρτυ στο πάτωμα, δεν ήταν καιρός για τζέντελμεν).

ΏΡΑ 10:45

 

Ο Νέκραλ μόλις είχε γλαρώσει, αλλά θόρυβοι από το παραδίπλα δωμάτιο, μάλλον το δωμάτιο του δικηγόρου τον ξύπνησαν. Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα, ομιλία, μετά να κλείνει η πόρτα, ομιλία πάλι, πιο δυνατή, αλλά μέσω της πόρτας δεν άκουγε τίποτα, εκτός από την φράση ‘με εκβιάζεις?’, μετά ένα γδούπο, και ύστερα τίποτα. Παράξενα πράματα. Βλαστήμησε και βγήκε πάλι έξω, φώναξε τον Εφρέζι και μαζί πήγαν στο δωμάτιο του δικηγόρου. Χτύπησαν την πόρτα από τακτ, αν και ήταν βέβαιοι ότι ο δικηγόρος δεν ήταν πια μαζί τους στον κόσμο αυτό.

Ξαφνιάστηκαν όταν η πόρτα άνοιξε. Ο δικηγόρους τους κοίταξε με νυσταγμένα μάτια.

‘Παρακαλώ, τι θέλετε τέτοια ώρα?’

‘Ακούσαμε θόρυβο, είστε καλά?’ είπε ο Εφρέζι.

‘Ναι, ναι, μια χαρά. Κοιμόμουν. Γεία σας’, είπε και άρχισε να κλείνει την πόρτα. Όμως ο Νέκραλ νόμισε ότι κάτι είδε να εξέχει κάτω από το κρεβάτι. Για την ακρίβεια, ένα χέρι! Έβαλε αμέσως το πόδι του στην πόρτα και την μπλόκαρε πριν κλείσει. Μπήκε μέσα με ορμή, μαζί με τον Εφρέζι.

‘Τι είναι αυτό?’, είπε με φρίκη. ‘Ένα χέρι?’, κοίταξε κάτω από το κρεβάτι. Δεν ήταν σίγουρος αν ανακουφίστηκε η όχι που είδες ότι το χέρι συνοδευόταν και από το υπόλοιπο σώμα ενός από τους τρεις ταξιδιώτες, από αυτούς που είχαν αρνηθεί να κοινωνικοποιηθούν με τον Εφρέζι.

‘Τί είναι αυτό?’, επανέλαβε ο Νέκραλ, τραβώντας το πτώμα έξω.

‘Ε, ήρθε να με εκβιάσει και γλίστρησε, έπεσε και πέθανε!’, είπε απολογητικά ο δικηγόρος.

‘Μα έχει ένα μαχαίρι καρφωμένο στην κοιλιά του!’

‘Συγνώμη. Γλίστρησε, έπεσε στο μαχαίρι μου και πέθανε! Αλήθεια σας λέω!’.
‘Καλά, γιατί σε εκβίαζε?’

Ο δικηγόρος τους εξήγησε ότι όταν σπούδαζε στην Νάλν δικηγορικά πριν δέκα χρόνια, είχε γίνει μέλος μιας αδελφότητας. Τίποτα το ύποπτο, ήταν πολύ συνηθισμένο στα κολέγια. Αργότερα όταν υποψιάστηκε ότι κάτι ύποπτο υπάρχει με την αδελφότητα αυτή, έκοψε τις σχέσεις του και δεν τους ξαναείδε. Σήμερα όμως, η τύχη το έφερε να συναντηθεί με αυτούς τους τρεις που προφανώς τον αναγνώρισαν και θα τον εκβίαζαν ότι θα έλεγαν ότι είχε σχέσει με Αιρέσεις Δαεμόνων, γιατί προφανώς η αδελφότητα αυτή, αυτό ακριβώς ήταν. Ο Εφρέζι άφρισε, δεν του άρεσαν καθόλου τέτοιες αιρέσεις. Ήταν αντίπαλοι της αυτοκρατορίας και άρα της θρησκείας του. Σήκωσε το μανίκι του νεκρού και όπως το περίμενε, είδε το τατουάζ του. ‘ORDO ULTIMA’.

‘Νέκραλ ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε?’

‘Ε?’

‘Να σκοτώσουμε και τους άλλους δύο!’ είπε ο Εφρέζι.

‘Να το παίξουμε διπλωματικά. Πρώτα να ξεφορτωθούμε το πτώμα αυτό’. Είπε ο Νέκραλ. Ο δικηγόρος ανακουφίστηκε που δεν τον θεώρησαν ένοχο. Φώναξαν τον Σύνηρ και του είπαν τα γεγονότα. Ο Σύνηρ για να μην υπάρξει πανικός τους παρακάλεσε να είναι διακριτικοί με το πως θα συνεχίσουν από εδώ και προς. Ο Νέκραλ σκέφτηκε ότι καλύτερα να πάνε το πτώμα στο δωμάτιο των Μοναχών του Μορρ, του θεού των Νεκρών. Θα ήταν ειδικοί σε κάτι τέτοια, εχέμυθοι, και δεν θα είχαν πρόβλημα να μοιραστούν το δωμάτιο τους με έναν νεκρό. Ήταν συνηθισμένοι σε αυτά. Και έτσι έκαναν. Οι μοναχοί αν και εξεπλάγησαν, τελικά δεν είχαν καμία αντίρρηση. Στην συνέχεια μπούκαραν στο δωμάτιο των άλλων δύο ταξιδιωτών. Αυτοί ήταν σε εγρήγορση γιατί είχε αργήσει να επιστρέψει ο τρίτος φίλος τους και ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν θα σας κουράσω με την περιγραφή της μάχης. Ήταν πολύ σύντομη εξάλλου. Ο Εφρέζι χτύπησε τον πρώτο με την σιδερένια μπάλα του, πριν προλάβει να αντιδράσει. Έπεσε κάτω, και δεν ξανασηκώθηκε. Ποτέ.

Ο Νέκραλ, πέταξε μια μπάλα φωτιάς στον δεύτερο ο οποίος τυλίχτηκε στις φλόγες μαζί με το κρεβάτι. Καπνοί άρχισαν να γεμίζουν το δωμάτιο και για δέκα αγωνιώδη λεπτά ο Νέκραλ και ο Εφρέζι προσπαθούσαν να σβήσουν την φωτιά στο κρεβάτι. Όταν τα κατάφεραν, εστίασαν την προσοχή τους στους δύο νεκρούς.

‘Τώρα τι θα κάνουμε με αυτούς?’, είπε ο Εφρέζι. Ο ένας νεκρός είχε και αυτός το τατουαζ. Όσο για τον καψαλισμένο δεν μπορούσαν να δουν, αλλά πάντως μύριζε σαν φρεσκοψημένο κοτόπουλο. ‘Και δεν τους πάμε και αυτούς στους Μοναχούς’, είπε ο Νέκραλ. Φώναξαν και την Ιρώνη να τους βοηθήσει στην μεταφορά. Οι μοναχοί έκπληκτοι άνοιξαν την πόρτα, αλλά ούτε και αυτή τη φορά αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν. Είχε μαζευτεί κόσμος και κοίταγε το μακάβριο θέαμα. Ο πανδοχεάς απεγνοσμένα προσπαθούσε να τους στείλει στα δωμάτια τους, λέγοντας τοςυ ‘Φυγετε, φύγετε. Δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον να δείτε’, αλλά μάλλον το πλήθος διαφωνούσε. Ο μάγος, ο θρησκόληπτος και το ξωτικό, κουρασμένοι από την μεταφορά, επιστρέφουν στα δωμάτια τους για να κοιμηθούν λίγο αργότερα, αλλά…

ΏΡΑ 11:00

 

...άλλος ένας γδούπος ξυπνάει τον Νέκραλ. Αυτήν την φορά ερχόταν από το δωμάτιο των Σμιτ. Σηκώνετε από το κρεβάτι του και φωνάζει πάλι τον Εφρέζι και την Ιρώνη. Τρέχουν στο δωμάτιο του ‘Σμιτ’. Χτυπάνε την πόρτα και την ανοίγει ο Σμιτ.

‘Ακούσαμε ένα γδούπο!’, είπε ο Εφρέζι.

‘Μόνο έναν? Νεόνυμφη είμαστε. Καταλαβένεται…’, είπε με υπονοούμενο ο Σμιτ.

‘Δηλαδή η κα. Σμιτ είναι ζωντανή?’, ρωτάει η Ιρώνη.

‘Φυσικά!’

‘Να την δούμε’.

‘Μα δεν είναι ντυμένη!’

‘Έχει ένα λεπτό να ντυθεί!’

Τελικά, όταν ντύθηκε, εμφανίστηκε μπροστά τους, πίσω από την μισόκλειστη πόρτα. Αλλά όλα αυτά δεν άρεσαν στον Νέκραλ. Με βια χτύπησε την πόρτα και μπούκαρε μέσα. Όπως το περίμενε, είδε στο πάτωμα το πτώμα ενός υπηρέτη της Λαίδης Γκέρτυ.

‘Τι είναι αυτό!’, φωνάζει ο Νέκραλ.

‘Να σας εξηγήσω’, λέει ο Σμιτ χλωμιασμένος.

Και τους εξηγεί. Τους εξηγεί για τον παράνομο δεσμό του με την κα. Σμιτ, η οποία στην πραγματικότητα λέγεται Χάνα Λαστκαν, και αυτός στην πραγματικότητα λέγεται Φρίντριχ Φον Φαηφράουχεν, και ότι ο υπηρέτης αυτός, δούλευε κάποτε για τον οίκο του αρραβωνιαστικού της και τους αναγνώρισε και ότι απείλησε ότι θα τους καρφώσει. Ο κος Σμιτ ήταν αρκετά πλούσιος, ήταν γιος Βαρώνου, οπότε με λίγα νομίσματα αγόρασε την σιωπή τους, αρκεί να έβρισκαν ένα τρόπο να ξεφωρτόνονταν το πτώμα. Ο Νέκραλ του είπε να μην ανησυχεί και ότι είχε σκεφτεί κάτι.
‘Ανοίξτε λίγο πάλι’, είπε ο Νέκραλ στην πόρτα. Βασικά στους μοναχούς το είπε, αλλά η πόρτα βρισκόταν ανάμεσα τους.

‘Τι είναι πάλι?’, απάντησε ο μοναχός που άνοιξε την πόρτα.

‘Σας φέραμε άλλους δύο νεκρούς. Έχετε χώρο εκεί μέσα?’

‘Ε, θα τους χωρέσουμε και αυτούς, μα τον χορό του Μορρ, αλλά σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν’, είπε ο Μοναχός.

Η Ιρώνη άρχισε να γίνεται καχύποπτη. Οι Μοναχοί ήταν πολύ φιλικοί και βολικοί και αυτό δεν τις άρεσε.

‘Συγνώμη μπορώ να περάσω μέσα?’, τους ρώτησε.

‘Θα προτιμούσαμε, όχι. Οι ψυχές των νεκρών πρέπει να αναπαυτούν και να ξεκινήσουν το ταξίδι τους όσο γίνεται πιο σύντομα και χωρίς την παρουσία θνητών. Έτσι προτιμά ο Μορρ’.

‘Και όμως θα επιμείνω’, είπε απειλητικά η Ιρώνη.

Οι Μοναχοί δεν ήθελαν αιματοχυσία και την άφησαν να μπει. Μαζί της μπήκαν και ο Εφρέζι και ο Νέκραλ. Ήταν ασφυκτικά. Έξι ζωντανοί και πέντε νεκροί, ο ένας μάλιστα ξεροκαμένος.

‘Ποιο είναι το πρόβλημα?’, είπε απορημένος ο μοναχός.

‘Θέλω να δω τον νεκρό που είχατε φέρει όταν μπήκατε μέσα.

‘Γιατί?’

‘Θέλω να δω από τι πέθανε.’

‘Μα πνίγηκε στο ποτάμι, και η οικογένεια του είναι στην γειτονική πόλη. Περιμένουμε το πλοίο να έρθει να τον φορτώσουμε και να φύγουμε’, είπε.

‘Παρόλα αυτά, θέλω να τον δω’, επέμενε η Ιρώνη και σήκωσε το σάβανο από το πτώμα. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα 20, χωρίς τραύματα, με μια έκφραση γαλήνης στο πρόσωπο του. Θα έλεγε κανείς σαν να κοιμάται.

‘Χμ’, είπε η Ιρώνη και τον ξανασκέπασε. Δεν της άρεσε να κάνει λάθος. ‘Θα τα ξαναπούμε!’, τους λέει.

‘Έτσι όπως κυλάει η βραδιά, είμαι σίγουρος’, απάντησε ο μοναχός.

Πήγαν όλοι πάλι πίσω στα δωμάτια τους. Ο Νέκραλ σκόνταψε πάνω στην Γκέρτυ. Είχε ξεχάσει ότι κοιμάται στο πάτωμα. Έπεσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια…

ΏΡΑ 11:30

 

... και τα άνοιξε μετά από λίγο έντρομος. Κάποιος κοπάναγε την κεντρική πόρτα του πανδοχείου, πολύ δυνατά. Αν δεν άνοιγαν γρήγορα θα την έσπαγε. Σηκώθηκε, σκόνταψε πάλι στην Γκέρτυ, και κατέβηκε κάτω. Εκεί ήταν ήδη ο Εφρέζι και η Ιρώνη και ο βοηθός του πανδοχέα, ο Ντόναλντσον είχε ήδη ανοίξει την πόρτα. Έξω ήταν ένας νεαρός με τρεις μπράβους.

‘Που είναι ο βδελυρός Φρίντριχ Φον Φαηφράουχεν!’ είπε ο νεαρός ο οποίος ήταν φανερά πολύ μεθυσμένος.

‘Ποιός?’, απάντησε ο βοηθός. Δεν του είχε πει κανείς ότι αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του ‘κύριου Σμιτ’, και όσοι το ήξεραν δεν μίλαγαν.

‘Μην προσωποποιείστε άγνοια! Είδα την βάρκα του αραγμένη έξω!’, φώναξε ο νεαρός, αλλά και πάλι κανείς δεν μίλησε.

‘Πολύ καλά τότε, θα σπάσω όλες τις πόρτες μέχρι να τον βρω’, είπε και ανέβηκε τις σκάλες με τους τρεις μπράβους του.

Η πρώτη πόρτα που έσπασαν οι μπράβοι ήταν των Μοναχών. Αν και τον θέαμα τον ξάφνιασαν (όσο ξαφνιάστηκαν και οι μοναχοί), βεβαιώθηκε ότι ο Φρίντριχ δεν ήταν εκεί. Στην συνέχεια έσπασαν την πόρτα της Ιρωνη (η οποία του είπε ότι αν περίμενε λίγο θα του την άνοιγε), αλλά μέσα βρήκε μόνο την Ούρσουλα.

Μετά πήγαν να σπάσει την πόρτα του Νέκραλ, αλλά τον πρόλαβε ο μάγος και την άνοιξε. Ο νεαρός είδες την Γκέρτυ να κοιμάται στο πάτωμα και γύρισε να κοιτάξει τον Νέκραλ με ένα κατηγορηματικό βλέμμα.

‘Σταμάτα. Θα γκρεμίσεις όλο το πανδοχείο,’ είπε ο Εφρέζι που βαρέθηκε αυτήν την επίδειξη ανδρισμού. ‘Αυτή είναι η πόρτα που θες’, συνέχισε δείχνοντας του την πόρτα των ‘Σμιτ’. Ο νεαρός όρμηξε μέσα. Οι μπράβοι του έπιασαν τον Φρίντριχ, ενώ ο νεαρός άρχισε να φωνάζει. ‘Χάνα, πως τόλμησες?’

‘Τόμας, τι κάνεις εδώ! Σταμάτα! Άσε τον Φρίντιχ. Δεν ξέρεις τι κάνεις, είσαι μεθυσμένος!’. ‘Όχι. Ο Φρίντριχ θα πληρώσει. Γδύστε των και μαστιγώστε των στο κόλο!’ διέταξε τους μπράβους του. Η Χάνα άρχισε να κλαίει. Ο Εφρέζι μπήκε στην μέση.

‘Σταμάτα για το όνομα του Σίγκμαρ. Δεν είναι σωστά πράματα αυτά!’.

‘Δεν είναι σωστά! Δηλαδή ο Σίγκμαρ προτιμάει ο πλούσιος βαρώνος να ασελγεί πάνω στην αρραβωνιασμένη επειδή είναι γόνος ευγενών!’ φωνάζει ο Τόμας. Ο Εφρέζι δίστασε.

‘Έχεις δίκιο. Συνεχίστε να τον βαράτε!’, αποφάσισε ο Εφρέζι. Και ο Σίγκμαρ το ίδιο θα έκανε. Και οι μπράβοι συνέχισαν να τον βαράνε μέχρι που ο Φρίντριχ λιποθύμησε. Μετά τον πήραν μαζί με την Χάνα και έφυγαν από το πανδοχείο.

Και με αυτά ο μαγός, ο θρησκόληπτος και το ξωτικό πήγαν να ξαπλώσουν. Ο Νέκραλ είπε της Γκέρτυ να βγει έξω και αν δει τίποτα περίεργο να τον ξυπνήσει. Η Γκέρτυ του παραπονέθηκε ότι νυστάζει αλλά ο Νέκραλ δεν άλλαζε γνώμη. Η Γκέρτυ βούρκωσε γιατί επιτέλους κατάλαβε ότι για τον Νέκραλ ήταν ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Βγήκε έξω από το δωμάτιο. Ο Νέκραλ έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε.

ΏΡΑ 12:00

 

Μια κραυγή ακούγεται από το δωμάτιο των μοναχών. Μια παράξενη κραυγή η οποία διαρκεί αρκετή ώρα. Και μετά παράξενοι ήχοι. Όλο το πανδοχείο είναι πάλι στο πόδι. Ο Νέκραλ βγαίνει έξω, η Γκέρτυ δεν τον ξύπνησε και ήταν εκνευρισμένος. Αλλά στο διάδρομο που κοίταζε δεν την έβλεπε πουθενά. Ο πανδοχέας ήταν ήδη έξω από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου των μοναχών και μιλούσε με έναν που στεκόταν στην πόρτα. Τον πλησιάζει μαζί με τους άλλους και τον ρωτάει τι έγινε, όταν τελείωσε την συνομιλία.

‘Α όλα καλά, τίποτα το ανυσηχτικό’.

‘Μα τι λες, κάποιος ούρλιαζε εκεί μεσα!’, λέει ο Εφρέζι.

‘Ηταν ένας μοναχός. Αυτός που μου μίλαγε στην πόρτα μου εξήγησε ότι ένας από τους μοναχούς είναι πολύ εναρμονισμένος με τον άλλο κόσμο. Είναι από τους καλύτερους μοναχούς του Μορρ που έχουν δει, αλλά σε φάσεις παθαίνει παραλλήρημα. Τον είδα, τον είχαν στον πατομα οι άλλοι δύο μοναχοί ακινητοποιημένο μέχρι να του περάσει η επιληψία’, είπε ο Σύνηρ.

‘Μισό λεπτό’, λέει η Ιρώνη, ‘μίλαγες με τον ένα μοναχό και οι άλλοι δύο είχαν αυτό με την επιληψία ακινητοποιημένο στο πάτωμα?’

‘Ναι’.

‘Μα οι μοναχοί ήταν τρεις, όχι τέσσερις!’ εξηγεί η Ιρώνη.

Ο Εφρέζι είχε ακούσει αρκετά, και σπάει την πόρτα.

‘Δεύτερη φορά σημερα που σπάτε αυτήν την πόρτα’, είπε ο Σήνυρ, ‘ίσως θα ήταν καλύτερα να βάλω κουρτίνα εδώ’.

Η Ίρα μπήκε μέσα. Αλλά βλέπει τρεις μοναχούς να κάθονται και να προσεύχονται τον πεθαμενο. Τον ξεσκεπάζει, αλλά είναι ακίνητος. Ακουμπάει το αυτή της στο στήθος του και ακουεί αμηδρό τον χτύπο της καρδιάς τους.

‘Θα σας εξηγήσω εγώ τι γίνεται εδώ’, λέει η Ούρσουλα. Κανείς δεν την είχε ακούσει να έρχεται. ‘Αυτοί οι τρεις δεν είναι μοναχοί, είναι λαθρέμποροι. Και το λαθρεμπόριο που κάνουν είναι αυτός ο νεκρός. Για την ακρίβεια δεν είναι νεκρός αλλά ναρκωμένος. Πριν από λίγο ξύπνησε γιατί δεν περίμεναν ότι θα καθυστερούσαν τόσο και του είχαν ρίξει μικρή δόση. Όταν ξύπνησε άρχισε να φωνάζει αλλά τον ξαναναρκωσαν’.

‘Και τι το εξαιρετικό έχει αυτό?’ ρωτάει ο Νέκραλ.

‘Είναι ένας Υποκινητής’, εξηγεί η Ούρσουλα. Οι Υποκινητές αποπροσανατόλιζαν τα πλήθη με λόγους και τα έσπρωχναν σε εξεγέρσεις. Συχνά οι αυτοκρατορία επικήρυσσε τους πιο επικίνδυνους.

‘Υπάρχει μεγάλη αμοιβή για αυτόν. Βλέπεται δεν είμαι αγγελιοφόρος, αλλά κηνυγός επικυρηγμένων. Τον ακολουθούσα μέχρι που έφτασε στην Ούμπερσράηκ. Αλλά με πρόλαβαν αυτοί οι λαθρέμποροι και αποφάσισα να τους ακολουθήσω ως εδώ’, εξήγησε η Ούρσουλα

‘Δεν υπάρχει λογος να τσακωθούμε’, είπε ο ένας λαθρέμπορος. ‘Η αμοιβή είναι αρκετά μεγάλοι για να την μοιραστούμε όλοι μας΄.

‘Δεν θέλω μερίδιο εγώ’, είπε ο Εφρέζι. ‘Μου αρκεί να τιμωρηθεί ο Υποκινητης, ο εχθρος της αυτοκρατορίας εκ των έσω’. είπε.

‘Και εμένα δεν με ενδιαφέρει η αμοιβή. Θέλω μόνο να κοιμηθώ’.

‘Εγώ θέλω’, είπε η Ιρώνη. ‘Πενήντα σελήνια’.

‘Ορίστε, πάρτα’, απάντησε η Ούρσουλα. Η αμοιβή μάλλον θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από πενήντα σελήνια.

Βγήκαν και πάλι έξω και ξεκίνησαν για τα δωμάτια τους. Έξω τους περίμενε ο Σύνηρ. ‘Όλα καλά?’, ρώτησε.

‘Ναι μια χαρά. Α να σε ρωτήσω. Μήπως είδες την Γκέρτυ?’ είπε ο Νέκραλ.

‘Ναι, κατέβηκε της σκάλες και βγήκε έξω κλαίγοντας’, του απάντησε ο Σύνηρ.

‘Α, καλά’

‘Πάντως Νέκραλ οφείλω να σε προειδοποιήσω να προσέχεις σήμερα. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά πρέπει να υπάρχει κάποιος δολοφόνος ανάμεσα μας!’

ΏΡΑ 12:20

 

‘Τρία, δύο, ένα, τώρα!’, είπε ο Νέκραλ.

Μια γυναικεία κραυγή ακούστηκε από το δωμάτιο του Μπρούνο.

‘Ε, σιγά μην με άφηναν να κοιμηθώ’. Ο Νέκραλ σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ρουτίνα.
Πήγε προς το δωμάτιο του Μπρούνο, αφού έσμιξε τον Εφρέζι και την Ιρώνη. Οι φρουροί του Μπρούνο ήταν από έξω και κοίταγαν μέσα στο δωμάτιο. Η Ιρώνη παρατήρησε ότι είχαν χλωμιάσει. Μέσα από την πόρτα είδε την Υπηρέτρια να κοιτάω με τρόμο το πτώμα του Μπρούνο, σωριασμένο στο πάτωμα. Το πάραθυρο ήταν ανοιχτό. Πριν προλάβει να κουνηθεί η Λαίδη Γκράβην μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Μετά από λίγο βγαίνει έξω κρατώντας ένα ματωμένο μαχαίρι.

‘Αυτό το μαχαίρι ήταν καρφωμένο στην πλάτη του Μπρούνο’, είπε δείχνοντας το μαχαίρι σε όσους είχαν μαζευτεί εκεί. ‘Το έχει ξαναδεί κανείς αυτό το μαχαίρι!’, ρώτησε το πλήθος. Η Ιρώνη είχε ένα ασχημο προαίσθημα. Το μαχαίρι κάτι τις θύμιζε. Μια υπηρέτρια φώναξε ‘Είναι το μαχαίρι που είχε το ξωτικό!’.

Η υπηρέτρια έλεγε αλήθεια. Η Ιρώνη έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα.

‘Είναι αλήθεια. Είναι δικό σου το μαχαίρι αυτό?’, είπε η Γκράβιν. Οι φρουροί την πλησίαζαν απειλητικά. ‘Δείξε μας το μαχαίρι σου!’.

Δεν είχε δεύτερο μαχαίρι για να τους δείξει η Ιρώνη. Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα και να μπλοφάρει. ‘Δικό μου είναι αλλά θα μου έπεσε κάπου’. Δεν ήταν πολύ ισχυρή η μπλόφα. Ένας από το πλήθος φώναξε ‘ναι, σου έπεσε στην πλάτη του Μπρούνο!’.

‘Έχω την εξουσιοδότηση της θείας μου’, άρχισε η Γκράβιν, ‘να εξασκήσω το Αυτοκρατορικό δικαίωμα της απόδοσης κοινής δικαιοσύνης! Και θα το εξασκήσω εδώ και τώρα, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι εγώ είμαι αυτή που αδικήθηκε. Ως εκ τούτου, αποφασίζω ότι το ξωτικό και η παρέα της θα κλειδωθούν σε σε ένα δωμάτιο μέχρι πρωίας. Θα τους αφαιρεθούν όλα τα όπλα και αντικείμενα και θα τοποθετήσω φρούρους έξω από την πόρτα, αλλά και κάτω από το παράθυρο! Το πρωί θα φωνάξουμε την πρωινή περίπολο να τους συλλάβει. Εσύ όμως..’ είπε δείχνοντας τον Εφρέζι (ήταν ο πιο γεροδεμένος), ‘εσένα σε ορίζω σε αναπληρωτή Υπέρμαχο μου για την Δίκη με Όπλα και θα μείνεις στο δωμάτιο του Μπρούνο!’, είπε δυνατά για να το ακούσουν όλοι.

‘Και το πτώμα!’ ρωτάει ένας από το πλήθος.

‘Άσε το θα το φροντίσω’, λέει ο Συνήρ. ‘Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια’.


 

ΏΡΑ 01:20

 

Ο Νέκραλ είχε κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο με την Ιρώνη, όταν κάποιος του χτύπησε την πόρτα. Ήταν μια υπηρέτρια της Λαίδης Γκράβιν και τους είπε ότι ήθελε να τους δει.

‘Ζητώ συγνώμη’, είπε η Λαίδη, ‘αλλά ήταν απαραίτητο να σας κλειδώσω στα δωμάτια σας. Ήταν ο μόνος τρόπος να ηρεμήσω το πλήθος. Πιστεύω ότι είστε αθώοι. Μόνο ένας βλάκας θα άφηνε το όπλο στον τόπο του εγκλήματος. Είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για δουλεία πρακτώρων του γίου του Βαρώνου που πέθανε στο πάρτι της θείας μου. Αν έχω υποθέσει σωστά, ο πράκτωρας του θα κάνει μια τελευταία προσπάθεια να σκοτώσει τον νέο Υπέρμαχό μου, τον φίλο σας. Αλλα αυτή την φορά θα τον περιμένετε. Πάρτε ένα από τα όπλα σας -όχι όλα για να είμαι σίγουρη ότι δεν θα το σκάσετε – και πηγέντε στο πρώην δωμάτιο του Μπρούνο και περιμένετε. Αλλά προσοχή μην σας πάρει ο ύπνος.
Το δωμάτιο του Μπρούνο ήταν πίσσα σκοτάδι. Ο Εφρέζι ήταν χαρούμενος που ήρθαν και οι άλλοι στο δωμάτιο, και τώρα ένιωθε περισσότερη ασφάλεια. Έξω από την πόρτα είχαν εγκατασταθεί δύο φρουροί, και έξω, κάτω από το παράθυρο άλλος ένας. Προσπάθησαν να μην κοιμηθούν, αλλά ήταν μια δύσκολη νύχτα και μετά από κανα μισάωρο απέτυχαν στην προσπάθεια να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά και τους είχε πάρει ο ύπνος.

ΏΡΑ 02:10

 

Η Ιρώνη άνοιξε τα μάτια της. Μέσα στο ύπνο της, της φάνηκε ότι κάτι άκουσε. Τέντωσε τα ξωτικά αυτιά της και σταμάτησε να αναπνέει. Όντως άκουγε έναν θόρυβο σαν να γρατσουνάει κάποιος ξύλο. Η καλύτερα, σαν να τρίβετε ξύλο σε πέτρα. Ο ήχος προερχόταν από την καμινάδα του τσακιού. Κάποιος κατέβενε από την καμινάδα. Το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Σαν ξωτικό μπορούσε να δει καλύτερα από τους άλλους. Σκέφτηκε να βάλει το τόξο της κάτω από το τζάκι και να ρίξει ένα βέλος προς τα πάνω, αλλά το τόξο της και η κλήση της καμινάδας ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε αυτήν την μανούβρα. Αποφάσισε να ξυπνήσει τον Εφρέζι, την ίδια στιγμή που μια φιγούρα ξεπρόβαλε από το τζάκι.

Η Ίρωνη σκούντηξε τον Νέκραλ, ‘Ξύπνα!’, ένα μαχαίρι έλαμψε στο χέρι του δολοφόνου, ανέβηκε ψηλά και καρφώθηκε στον Εφρέζι που κοιμόταν ακόμα. Η Ιρώνη αμόλησε ένα βέλος από το τόξο της και ο Νέκραλ εκτόξευσε μια πύρηνη μπάλα που φώτησε όλο το δωμάτιο. Από το φως της πύρινης μπάλας είδαν τον Εφρέζι να σηκώνετε. Το μαχαίρι είχε αστοχήσει και είχε καρφωθεί στο πάπλωμα. Ο Δολοφόνος έπεσε νεκρός, πριν καταλάβει ο Εφρέζι τι έγινε. Οι φρουροί μπήκαν μέσα και όλοι προσπάθησαν να σβήσουν την φωτιά. Ο Σήνυρ ήρθε και αυτός και βλέποντας την φωτιά που είχαν θέσει πια υπό έλεγχο, σκέφτηκε ότι ήταν ατυχής η επιλογή του να αγοράσει ένα πανδοχείο φτιαγμένο από ξύλο.

Η Ίρώνη ερεύνησε το πτώμα του δολοφόνου. Ήταν ο βοηθός που είχε προσλάβει ο Σύνηρ πρόσφατα, ο Ντόναλτσον. Δύο πράκτορες του γιού του Βαρώνου είχαν καταφέρει να διεισδύσουν και να βρουν δουλειά στο πανδοχείο που θα έκανε την στάση της η Λαίδη Γκραβιν. Κοιτώντας καλύτερα, είδε ότι είχε ένα τατουάζ στο μπράτσο του. Ένα σκουριασμένο τρομπόνι. Η Ιρώνη σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να ψάξει σε πια οργάνωση ανοίκει το τατουάζ αυτό. Με τις σκέψεις αυτές, και αφού ενημέρωσαν την Λαίδη σχετικά με τον θάνατο του δολοφόνου, έπεσαν για ύπνο.

ΏΡΑ 4:30

 

Έξω άρχιζε να ξημερώνει. Κάποιος τους χτύπησε την πόρτα. Η Λαίδη μάζευε όλους τους καλεσμένους για να τους μιλήσει πριν φύγει. Ο μάγος, το ξωτικό και ο Σιγκμαρίτης σηκώθηκαν με δυσκολία. Τα βλέφαρα τους ήταν βαριά και με δυσκολία μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Κατέβηκαν τις σκάλες και συνάντησαν όλους τους άλλους. Περίμεναν δέκα λεπτά ακόμα για να έρθουν οι Μοναχοί και η Ούρσουλα, αλλά τίποτα. Όταν ο Σύνηρ πήγε στα δωμάτια τους ανακάλυψε τα πτώματα τους στο δωμάτιο τους, μαζί με το πτώμα του Υποκινητή. Αυτή την φορά ο Σύνηρ ήταν σίγουρος ότι ο Υποκινητής ήταν νεκρός γιατί έλειπε το κεφάλι του. Η Ούρσουλα ήταν άφαντη. Η Ιρώνη σκέφτηκε ότι μάλλον αποφάσισε να μην μοιραστεί την αμοιβή μαζί τους. Και ένα κεφάλι ήταν πιο εύκολο να μεταφέρει από έναν κοιμισμένο άνθρωπο. Θυμήθηκε το τατουάζ που είχε και η Ούρσουλα, ένα μαργαριταρένιο περιλαίμιο. Ίσως έπρεπε να ερευνήσει και αυτό το σύμβολο.
Η Λαίδη Γκράβιν ανακοινώνει στους καλεσμένους ποίος ήταν ο δολοφόνος και ότι το ξωτικό ήταν αθώο. Η Ιρώνη εισπράττει μερικά χειροκροτήματα από τους καλεσμένους. Στην συνέχεια η Γκράβιν τους λέει ότι φυσικά και δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τον Εφρέζι σαν Υπέρμαχο, γιατί προτιμά να νικήσει την Δίκη των Όπλων. Ευχαριστεί ξανά την παρέα της Ιρώνη και μαζί με τους υπηρέτες της και τους φρουρούς της αποχωρεί από το πανδοχείο.

Ο Σύνηρ άρχισε να μιλάει στο πλήθος. Ο απολογισμός της βραδιάς είναι…’ άρχισε να μετράει με τα δάχτυλα του, ‘τρεις οι μοναχοί, ο Μπρούνο, ένας υπηρέτεις, τρείς αιρετικοί (ο ένας καψαλισμένος), ο Ντόναλτσον. Μμμ, Α! Ο ακέφαλος Υποκινητής. Το Χάλφλινκ.’

‘Όχι, εγώ δεν πέθανα τελικά. Μόνο με νάρκωσαν!’, απαντάει ο Γκλίμπριν, ‘αλλά μα την μαγική κουτάλα, δεν κατάλαβα τίποτα από ότι έλεγε αυτή η κυρία. Τι έγινε?’

‘Α, το χάλφλινκ ζει’, λέει απογοητευμένος ο Σύνηρ. ‘Άρα έχουμε, δέκα πτώματα! Τι θα τα κάνουμε τώρα αυτά?’

Δεν υπήρχε ενδιαφέρον από το κοινό, όλοι τον αγνοούσαν, όποτε ο Σύνηρ απογοητευμένος λέει στον εαυτό του, ‘Κατάλαβα, πάλι ο μαλάκας θα τους θάψει…’

Λίγα λεπτά αργότερα, έρχονται ένας από τους εμπόρους, βρίσκει την Ιρώνη και της λέει: ‘Η άμαξα ξεκινάει από στιγμή σε στιγμή. Εμπρός, πάμε. Ελπίζω να κοιμηθήκατε καλά! Έχουμε δύσκολο ταξίδι μπροστά μας και με ενημέρωσαν ότι μια καταιγίδα πλησιάζει την Στρομντορφ.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.