Monday 29 November 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ο Κομήτης Με Την Μια Ουρά

Dramatis Personae

Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος της θρησκείας του Σήγκμαρ, από την Ουμπερσράηκ
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό, τζογαδόρος και τσαρλατάνος από την Ούλθουαν
Κρούσες Αηρονφαουντέρσσον, νάνος αμαξάς από το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην οπλίτης της φρουράς της Ουμπερσράηκ από όπου και κατάγεται.



Ο Μάγος Σούλμαν, άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και βγήκε έξω για να βρει τον νάνο Κρούσες. Ή τουλάχιστον αυτό το ψέμα είπε στους τυχοδιώκτες. Δεν του άρεσε που έμεναν μόνοι τους στο δωμάτιο του, αλλά αν όλα πήγαιναν καλά, δεν θα χρειαζόταν να γυρίσει πάλι πίσω. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου του όσο πιο ήρεμα μπορούσε, αν και έτρεμε από την υπερένταση. Είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τα σύμβολα του πέτρινου δίσκου και επιτέλους γνώριζε σε πιο ακριβώς σημείο βρισκόταν το Σύμπλεγμα. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργήθηκε ένας ποταμός πάνω από το Σύμπλεγμα. Αυτό ίσως μπέρδευε τα πράγματα. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε λόγος να το γνωστοποιήσει στους άλλους, θα δημιουργούσαν επιπλοκές χωρίς λόγο. Όσο πιο αργά καταλάβαιναν τι είχε γίνει, τόσο το καλύτερο.

Μεγάλος μέρος της επιτυχίας του την όφειλε σε αυτούς βέβαια. Στον Λούκας, τον Εφρέζι, την Ιρώνη και τον Κρούσες. Και τον μακαρίτη Νέκραλ, μην τον ξεχνάμε αυτόν. Το τέλος του ήταν τραγικό, αλλά αυτά είναι τα ρίσκα των τυχοδιωκτών. Βέβαια, η μεγάλη επιτυχία του, πέρα από τους τυχοδιώκτες, οφειλόταν στον ίδιο στον μεγαλύτερο βαθμό. Τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν είχε πάρει την πρωτοβουλία να έρθει σε αυτό το καταραμένο χωριό, αφήνοντας την ασφάλεια του κολεγίου του στην Άλτντορφ. Και φυσικά, τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τα οράματα του, αλλά και τα κομμάτια του πέτρινου δίσκου με τέτοια επιτυχία. Τελικά δεν είχε χάσει άσκοπα των καιρό του μαθαίνοντας την αρχαία Υψηλή Ξωτική διάλεκτο και γραφή.

Άρχισε να καταβαίνει τα σκαλιά του πανδοχείου ένα-ένα με συγκρατημένη ευφορία, χωρίς βιασύνη, αν και μέσα του ήθελε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει στο Σύμπλεγμα μια ώρα αρχύτερα και να μπορέσει να αντλήσει την παρθένα μαγεία του ανέμου Αζύρ. Από την άλλη δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή των θαμώνων, πόσο μάλλον των τυχοδιωκτών. Είχε προβλέψει ότι θα τον κυνηγήσουν, αλλά δεν ήταν κακό να πάρει ένα προβάδισμα.

Οι θαμώνες του μαγαζιού χαιρέτησαν φιλικά των Σούλμαν, και αυτός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Χαμογέλασε, γιατί οι θαμώνες δεν χαιρετούσαν τον πραγματικό Σούλμαν, αλλά μια έκφανσή του, που με μεγάλη δυσκολία είχε προσποιηθεί τόσο καιρό. Έπρεπε να προσποιείται ότι είναι αγαθός και λίγο ιδιότροπος. Έπρεπε να προσποιείται ότι τον νοιάζει το χωριό και τα προβλήματα των κατοίκων. Και το χειρότερο, έπρεπε να προσποιείται ότι χαίρεται να βοηθάει όλα αυτά τα καθυστερημένα και αγράμματα πιτσιρίκια στα οποία τους μάθαινε ανάγνωση και γραφή μια μέρα για κάθε αναθεματισμένη εβδομάδα.

Βγήκε έξω από το πανδοχείο του Υδροκέραυνου, και η βροχή έπεσε στο πρόσωπο του. Την μισούσε την βροχή της Στρομντορφ. Μουρμούρισε ένα ξόρκι του Κολεγίου της Ουράνιας Τάξης, και αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μπλε λάμψη, πέταξε ως τις κορυφές των σπιτιών και από εκεί, αιωρήθηκε ως την ανατολική πύλη. Μερικοί κάτοικοι είδαν την λάμψη και συνέχισαν να ακολουθούν την πορεία της με το βλέμμα τους, με το στόμα ανοιχτό, σαν βλάκες. ‘Πόσο τυπικό εκ μέρους των απολίτιστων χωρικών’, σκέφτηκε ο Σούλμαν. Προσγειώθηκε έξω από την δυτική πύλη και η μορφή του απέκτησε πάλι υπόσταση. Έκλεψε ένα άλογο που ήταν δεμένο στην πύλη, και καβαλώντας, άρχισε να καλπάζει δυτικά.

Όπως είχε προβλέψει, ο φρουρός θα προσπαθούσε να τον σταματήσει. ‘Στοπ!’, φώναξε ο φρουρός της πύλης σημαδεύοντας των με την βαλλίστρα του, ‘εσύ που έκλεψες το άλογο. Σταμάτα ή πυροβολώ’.
Αλλά ο Σούλμαν ήταν αυτός που ‘πυροβόλησε’ πρώτος. Ψέλλισε πάλι ένα ξόρκι από το μικρό ρεπερτόριο του, και ένα άυλο βελάκι που φεγγοβολούσε από το γαλάζιο χρώμα της μαγείας του ανέμου Αζύρ, έφυγε από τα χέρια του και καρφώθηκε στο στήθος του φρουρό, ρίχνοντας τον από το παρατηρητήριο. Ο δεύτερος φρουρός έσπευσε να βοηθήσει τον φίλο του, αγνοώντας τον αλογοκλέφτη. Αν είχε προβλέψει σωστά, σκέφτηκε ο Σούλμαν, ούτε το χτύπημα από το βελάκι του, ούτε η πτώση θα ήταν θανάσιμη για το φρουρό. Ο Σούλμαν εκνευρίστηκε. Όχι γιατί θα επιζούσε ο φρουρός και θα έδινε πληροφορίες στους διώκτες του, αλλά γιατί δεν ήταν απολύτως σίγουρος για την πρόβλεψή του.

Αυτός ήταν ο λόγος που βρισκόταν εδώ. Δεν είναι τυχαίο που οι προβλέψεις που κάνει είναι στην πλειοψηφία τους αβέβαιες. Όταν είχε μπει στο Κολέγιο της Ουράνιας Τάξης είχε κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και όνειρα. Οι καθηγητές του, τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν, αλλά η πρόοδος του ήταν αργή. Έμεινε τον διπλάσιο χρόνο από ότι οι άλλοι Μαθητευόμενοι μάγοι στον βαθμό του μαθητευόμενου. 

Ποτέ του δεν κατάφερε να προοδεύσει πέρα από τον βαθμό του Ακόλουθου. Έβλεπε τους συμμαθητές του να εξελίσσονται και αυτός να έχει μείνει στάσιμος. Ακόμα και οι μαθητευόμενοι που είχαν μπει στο κολέγιο μετά από αυτόν, τον είχαν ξεπεράσει πια και στις γνώσεις αλλά και στη θέση που κατείχαν στο κολέγιο. Ο Σούλμαν δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι θα έμενε στον βαθμό αυτό για πάντα (αν και το κολέγιο δεν είχε πρόβλημα με κάτι τέτοιο. Ήταν πολλοί αυτοί που πέθαιναν γέροντες πια χωρίς να περάσουν τον βαθμό του Μαθητευόμενου. Ακόμα και αυτοί που ήταν ‘αδύναμοι’ μάγοι, είχαν την χρησιμότητα τους στο κολέγιο). Ο Σούλμαν όμως ήθελε να αποκτήσει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο και ψάχνοντας στα βιβλία του μέντορα του, βρήκε μια αναφορά για το αρχαίο ερειπωμένο πύργο στον λόφο Τεμπεστ Ναπ. Τον είχαν χτίσει ευγενή ξωτικά, πολύ προτού συσταθεί η αυτοκρατορία του Σήγκμαρ. Ο λόφος αυτός βρισκόταν κοντά στο χωριό Στρομντορφ, αν και όταν είχε χτιστεί ο πύργος των ξωτικών, δεν υπήρχαν εκεί άνθρωποι. Στο χωρίο αυτό τώρα, διάβασε, επικρατούσε βροχερός καιρός, πιο βροχερός από τις γύρω περιοχές. Ψάχνοντας περισσότερα στην βιβλιοθήκη του Κολεγίου, βρήκε στοιχεία ότι ο πύργος στον λόφο Τεμπεστ Ναπ ήταν ένα ορόσημο που κάποτε έδειχνε την τοποθεσία μιας Οδόπετρας των ευγενών ξωτικών. Οι Οδόπετρες ήταν στην ουσία Συμπλέγματα μαγείας τοποθετημένα σε διάφορες περιοχές και κατεύθυναν τους ανέμους της μαγείας από της βόρειες και νότιες πύλες του Χάους προς το νησί της Ούλθουαν. Όταν οι άνεμοι της μαγείας έμεναν σε ένα σημείο στάσιμοι, τότε λίμναζαν και βάλτωναν, με αποτέλεσμα να μολύνονται και να δημιουργείται η Μαύρη Μαγεία, ο Μαύρος άνεμος, που επηρεάζει και μεταλλάσσει όλα τα όντα τις περιοχής με καταστροφικές συνέπειες. Οφθαλμοφανές παράδειγμα, η περιοχή της Σιλβάνια, το βασίλειο των απέθαντων βρικολάκων. Η Μαύρη μαγεία ήταν το ανάθεμα των μάγων, και συνυφασμένη με το Χάος. Το συγκεκριμένο Σύμπλεγμα που θα του υποδείκνυε ο πύργος στην Τέμπεστ Ναπ, κατεύθυνε αποκλειστικά τον Άνεμο Άζυρ, τον άνεμο της Ουράνιας Τάξης, δηλαδή του κολεγίου του. Αν έβρισκε το Σύμπλεγμα και το ράγιζε, θα μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση στον άνεμο, θα μπορούσε να αντλήσει την μαγεία του. Ο Σούλμαν θα γινόταν από τους πιο ισχυρούς μάγους της Ουράνιας Τάξης, και τότε όλοι θα αναγκαζόντουσαν να τον σέβοστούν.

Βέβαια, από την αρχή οι προσπάθειες του είχαν σκοντάψει σε ορισμένα προβλήματα. Αρχικά, όταν πήγε στον πύργο στον λόφο Τεμπεστ Ναπ, δεν μπόρεσε να βρει κατευθύνσεις για την τοποθεσία του Συμπλέγματος. Και όταν μετά προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την μαγεία του Ανέμου Άζυρ στο πύργο για να φορτίσει με μαγεία τις αρχαίες πέτρες των ξωτικών δεν υπολόγισε ότι ο πύργος ήταν εναρμονισμένος με τον Άνεμο Άζυρ. Έπρεπε να το είχε προβλέψει, αφού ο πύργος αφορούσε το Σύμπλεγμα για τον Άνεμο αυτό, άρα και η μαγεία του ανέμου θα ήταν πιο ασταθής και πιο βίαιη στο σημείο αυτό. Όταν ολοκλήρωσε το ξόρκι του, η μαγεία που είχε μαζέψει ο Σούλμαν αναδιπλώθηκε, αναστράφηκε και έσκασε στα μούτρα του. Κυριολεκτικά. Οι περαστικοί πρέπει να είδαν παράξενα μπλε χρώματα να τριγυρίζουν τον πύργο, το θέαμα θα ήταν τρομακτικό για όσους δεν γνώριζαν τι είχε γίνει. Οι περαστικοί όμως δεν είδαν τον Σούλμαν όταν αναδιπλώθηκε η μαγεία πάνω του, ούτε τα τραύματα του. Το πρόσωπο του σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα και γύρισε στο χωριό αιμόφυρτος. Ανάγκασε την Χιλντέτ, την μαία του χωριού να τον περιποιηθεί. Αν και η Χιλτντετ δεν περιποιούταν άνδρες του χωρίου, ο Σούλμαν ήταν ιδιαίτερα πιεστικός (και πειστικός), όπως ήταν και πιεστικός στο να μείνει το όλο θέμα μυστικό. Από εκείνη την ημέρα και μετά, χρησιμοποιούσε ένα απλό ξόρκι-κάντριπ αμφίεσης στο πρόσωπο του για να κρύβει τα τραύματα. Δεν υπήρχε λόγος να κάνουν παράξενες ερωτήσεις οι χωρικοί.

Όταν ήρθαν οι τυχοδιώκτες, μαζί με εκείνον τον άχρηστο μάγο της Φωτεινής Τάξης, των Νέκραλ, ο Σούλμαν είχε φοβηθεί ότι με την Μαγική του Ενόραση μπορεί να έβλεπε τα τραύματα του, διαπερνώντας το ξόρκι αμφίεσης του. Είχε σκεφτεί μια φτηνή δικαιολογία να χρησιμοποιήσει αν τον ανακάλυπταν, αλλά ευτυχώς η μαγεία του Νέκραλ ήταν αδύναμη και δεν μπόρεσε να διαπεράσει το πέπλο της αμφίεσης του. Και όταν του έφεραν την πρώτη πέτρα, λουσμένη στο άνεμο Άζυρ, κατάλαβε με πιο τρόπο επιτέλους θα έλυνε τον γρίφο της τοποθεσίας. Απλώς χρειαζόταν και τις υπόλοιπες πέτρες, τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ. Και όσο είχε την πέτρα στο δωμάτιο του, αν και δεν μπορούσε πια να ξεκουραστεί από τον ύπνο, ο ύπνος του ήταν γεμάτος οράματα και προφητείες που τον βοήθησαν να καταλάβει που βρίσκονταν τα άλλα κομμάτια. Όλες οι προφητείες είχαν βγει αληθινές. Προφανώς η δύναμη του ήδη μεγάλωνε. Ήταν σίγουρος πως και η τελευταία προφητεία που είχε δει, θα έβγαινε και αυτή αληθινή. Θα αντλούσε επιτυχώς την μαγεία από το Σύμπλεγμα και θα γινόταν από τους πιο ισχυρούς μάγους του Παλαιού Κόσμου. Για γούρι έτριψε το φυλαχτό με τον κομήτη που είχε περασμένο στον λαιμό του και συνέχισε το δρόμο προς τον κρυφό προορισμό του στον μαύρο ποταμό Τράνινγκ.

Ο Σούλμαν έβγαλε μια γάζα από την ρόμπα του. Ήταν ματωμένη και χρησιμοποιημένη πριν κάτι μέρες. Την είχε πάρει από το Πανδοχείο του Υδροκέραυνου. Είχε δώσει πολλά λεφτά στην γκαρσόνα Υλέην για να του την δώσει. Στην αρχή η γκαρσόνα αρνήθηκε να τον βοηθήσει αλλά όταν της είπε ότι ήθελε μόνο να κάνει ένα ξόρκι προστασίας για τον Λούκας, τότε δέχτηκε. Ήταν εύκολο να την ξεγελάσει. Ήταν κωλοπετσωμένη μεν, αλλά ήταν και χαζή. Όπως οι περισσότερες γυναίκες του χωριού. Και πολύ περισσότερο εκείνο το χαζοχαρούμενο ξωτικό, πως την έλεγαν, Αερόνι η κάπως έτσι. Κρατώντας την γάζα, άρχισε να μουρμουράει, και μια μπλε λάμψη την τύλιξε. Ο Σούλμαν χαμογέλασε. Ο Λούκας δεν θα ένιωθε τόσο καλά από εδώ και μπρος. Του την έδινε ο Λούκας γιατί του θύμιζε αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ο ίδιος. Ψηλός, γεροδεμένος, αθλητικός και ανθεκτικός. Και είχε και τον τρόπο του με τις γυναίκες, αν έκρινε από την συμπεριφορά της Υλέην όταν μιλούσαν για αυτόν. Επίσης από τους τυχοδιώκτες, ήταν ο μόνος που θεωρούσε πιο απειλητικό για τα σχέδια του. Το ξωτικό είχε μόνο μεγάλο στόμα, ο νάνος μπορούσε να χειριστεί μόνο την βαλλίστρα του, και με τέτοιο καιρό θα του ήταν άχρηστη (το είχε δει σε όραμα αυτό). Ο άλλος, ο θεοφοβούμενος, ήταν χτικιάρης και αρρωστιάρης. Δεν θα μπορούσε καν να τον πλησιάσει. Ο Λούκας όμως, αν χρειαζόταν θα μπορούσε να κολυμπήσει ως το σημείο του συμπλέγματος. Και το γεροδεμένο σώμα του, θα μπορούσε να απορροφήσει αρκετά χτυπήματα. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Με την κατάρα που του έριξε ούτε ο Λούκας θα μπορεί να σταθεί εμπόδια στα σχέδια του.

Οι ρόμπες του Σούλμαν είχαν βαρύνει από το νερό της βροχής που έπεφτε ασταμάτητα, αλλά ο Σούλμαν ούτε που έδωσε σημασία. Ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Τώρα, προέβλεπε, οι τυχοδιώκτες θα ήταν ήδη στο κατόπι. Ο δεύτερος φρουρός θα τους είχε πει προς τα πού πήγε. Μπορεί να τους το έλεγε και ο πρώτος φρουρός αν ζούσε, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε σημαντικό προβάδισμα τώρα. Σταμάτησε το άλογο του στις όχθες του ποταμού Τράνινγκ. Ήταν πολύ κοντά τώρα. Κοίταξε πάνω-κάτω την όχθη που βρισκόταν. Λίγο πιο κάτω βρήκε μια καλύβα ενός ψαρά. Όπως το είχε προβλέψει. Προχώρησε προς τα εκεί, κατέβηκε από το άλογο και πλησίασε την μια από τις δύο βάρκες του, αυτή που ήταν ριγμένη στο νερό. Ο ψαράς είχε άλλη άποψη, αλλά ο Σούλμαν του έριξε έναν μικρό κεραυνό. Αυτός ο ψαράς δεν θα ζούσε, για αυτό ήταν σίγουρος ο Σούλμαν αυτή την φορά. Μπήκε μέσα στην βάρκα και άρχισε να κωπηλατεί προς το σημείο στο οποίο βρισκόταν βυθισμένο το Σϋμπλεγμα. Με ένα ξόρκι, έκανε τον άνεμο να φυσήξει προς το μέρος που ήθελε, η βάρκα πήρε ταχύτητα από τον ξαφνικό άνεμο και ο Σούλμαν σταμάτησε την κωπηλασία.

Όταν τα ξωτικά είχαν φτιάξει το Σύμπλεγμα δεν υπήρχε ποταμός. Αλλά με το πέρασμα των χρόνων, ακόμα και η γεωγραφία της περιοχής είχε αλλάξει. Άκουσε φωνές από την όχθη. Η βροχή γινόταν πιο ισχυρή. Όπου να’ναι οι τυχοδιώκτες θα έφταναν την καλύβα του νεκρού ψαρά και θα αναγκάζονταν να πάρουν την άλλη βάρκα. Στον όραμα του είχε δει ότι ο πάτος της ήταν τρύπιος και αυτό προκάλεσε τον γέλωτα στον μάγο, που είχε ήδη φτάσει το σημείο στο οποίο βρισκόταν το Σύμπλεγμα.

Κοίταξε κάτω στο νερό. Δεν μπορούσε να δει τον πάτο του ποταμού. Αλλά αισθανόταν την ύπαρξη του Συμπλέγματος. Άρχισε να του επιτίθεται με τα ξόρκια του, αποδυναμώνοντας την άμυνα του Συμπλέγματος. Κάτι άρχιζε να φωσφορίζει στο βυθό. Το Σϋμπλεγμα είχε υπερφορτωθεί με τη μαγεία του ανέμου Άζυρ και άρχισε να εκπέμπει ένα μπλε φως, το οποίο σιγά σιγά είχε μετατραπεί σε έναν κάθετο πίδακα που έφτανε ως τα σύννεφα.

Μια έκρηξη πόνου στο στήθος του, έκανε τον Σούλμαν να χάσει την συγκέντρωση του. Ένα βέλος τόξου! Αδύνατον! Αυτό δεν το είχε προβλέψει στα όνειρα του. Είδε τους τυχοδιώκτες να σέρνουν μια βάρκα στην θάλασσα από την όχθη, και τον νάνο να τον σημαδεύει μαζί με το ξωτικό. Ανάθεμα!

‘Σταματήστε… ανόητοι! Δεν ξέρετε… τι… κάνετε!’, φώναξε με δυσκολία. Αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα του. Η πληγή μάλλον ήταν πιο σοβαρή από ότι φαινόταν. Ο Σούλμαν είχε φτάσει τόσο κοντά για να του χαλάσουν τα σχέδια αυτοί οι χωριάτες. Είχαν μπει στην θάλασσα με την βάρκα και έκαναν κουπί. Τον πλησίαζαν επικίνδυνα. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο Σούλμαν έκανε ένα ξόρκι και η καταιγίδα τον περικύκλωσε προστατεύοντας τον από τα βέλη. Ο νάνος πάτησε την σκανδάλη της βαλλίστρας του, αλλά το βέλος καρφώθηκε στην βάρκα του Σούλμαν. Ήταν δύσκολο να στοχεύεις από τόσο μακριά όταν είσαι μέσα σε βάρκα και επικρατεί τέτοια θεομηνία.

‘Σταματήστε! Ποιο… είναι το πρόβλημα σας!’, πράγματι, ο Σούλμαν δεν καταλάβαινε. Τι τους ένοιαζε αυτούς αν έσπαγε το Σύμπλεγμα και αποκτούσε πρόσβαση στην ισχυρή και καθαρή γαλάζια μαγεία? Ήταν σίγουρος ότι ούτε οι τυχοδιώκτες ήξεραν γιατί του εναντιωνόταν. Ήταν ηλίθιοι. Ίσως αν τους είχε καλοπιάσει νωρίτερα να τους είχε πάρει με το μέρος του, αλλά τώρα ήταν πολύ αργά. Τον είχαν εκνευρίσει και όταν τα αποθέματα της μαγείας γίνουν δικά του, όπως είχε προβλέψει, τότε θα τους σκότωνε παραδειγματικά. Για την ώρα προτεραιότητα είχε να σπάσει το Σύμπλεγμα. Δεν θα του έπαιρνε πολύ ώρα. Όπου να’ναι τώρα θα το έσπαγε, προτού προλάβουν να τον πλησιάσουν.

Ένα δεύτερο βέλος, πιο κοντό, από την βαλλίστρα του νάνου καρφώθηκε στο στομάχι του. Ο βρομερός νάνος έκανε μια παράξενη κίνηση με το ελεύθερο χέρι του, σφίγγοντας την γροθιά του και τραβώντας την προς τα μέσα. Το αναθεματισμένο ξωτικό φώναξε με χαρά χρησιμοποιώντας την Υψηλή Ξωτική διάλεκτο ‘Ιτ Ρίβιρ Σιτ Ηντ Ντάη’. Ο Σούλμαν έχασε την ισορροπία του και ενώ έπεφτε στο μαύρο ποταμό Τράννινγκ, μετέφραζε ασυνείδητα την ιαχή του ξωτικού. ‘Πιές τον ποταμό και ψόφα’ ή ‘Φάε ποταμίσιες ακαθαρσίες μέχρι θανάτου’, κάτι τέτοιο. Σταμάτησε την μετάφραση όταν οι ρόμπες του άρχισαν να τον τραβάνε προς τον πάτο του ποταμού. Απίστευτο. Απρόβλεπτο, θα έλεγε. Μέσα από την παραμόρφωση των νερών του ποταμού είδε την βάρκα των τυχοδιωκτών να τον πλησιάζει και να κοιτάνε ψάχνοντας να δουν αν πνίγηκε ή αν ζεί.

‘Βούλιαξε σαν βαρίδι’, είπε ο Λούκας.

‘Για αυτό ποτέ μου δεν εμπιστεύομαι τα νερά’, πρόσθεσε ο νάνος. Οι άλλοι το ήξεραν από καιρό αυτό, γιατί συχνά του παραπονιόνταν (μάταια) να πλένεται.

‘Αυτό ήταν? Τελειώσαμε?’, ρώτησε η Ιρώνη. Ήθελε να βρει ένα καταφύγιο από την βροχή και ζεστά, στεγνά ρούχα. Η βάρκα κούναγε πολύ και δεν της ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη η εμπειρία.

Κανείς δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί η φιγούρα του Σούλμαν αναδύθηκε ξαφνικά από το νερό. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο από την οργή.

‘Ανόητοι’, φώναξε. Η φωνή του ήταν παράξενη, κυρίως γιατί είχε πολύ νερό στο στόμα του. ‘Δεν ξέρετε τι κάνατε! Τους καταδικάσατε όλους σε θάνατο. Το χωριό, εσάς, εμένα. Όλους!’.

Η φωνή του ήταν καθαρή, γεμάτη σιγουριά, και όχι σαν την φωνή κάποιου που αργοπέθαινε. Σαν να μην τον ένοιαζε η πληγή του. Τους θύμισε τον Ιζ-Κα και το τελευταίο χτύπημα που έκανε όταν ήταν στα τελευταία του. Αναρωτήθηκαν αν όταν κάποιος βρίσκεται στο προσκέφαλο του θανάτου, αποκτά πρόσβαση σε τεράστια αποθέματα δύναμης για λίγο διάστημα πριν έρθει το τέλος του. Ο Σούλμαν κρατούσε στο χέρι του ένα από τα σύμβολα του κολεγίου του που είχε προηγουμένως δεμένο γύρω από τον λαιμό του. Ήταν ένας χρυσός κομήτης. Ο Σούλμαν έχανε την μάχη με τον ποταμό, και το ρεύμα τον τράβηξε στο βυθό, αναγκάζοντας τον να αφήσει το κομήτη που προηγουμένως κουνούσε απειλητικά. Ο κομήτης άρχισε να λαμπυρίζει. Άρχισε να βουλιάζει πάλι για μια τελευταία φορά. Νερό μπήκε στο στόμα του, κάνοντας την ομιλία του δυσνόητη, και μετά από λίγο ο βυθός υποδέχτηκε το σώμα του. Το κόσμημα του κομήτη κομήτης βούλιαζε και αυτό προς τον βυθό με πιο αργούς ρυθμούς. Μετά, χάθηκε και αυτό στα μαύρα νερά του ποταμού Τράνινγκ

Μια παράξενη ηρεμία επικράτησε. Οι τυχοδιώκτες χάρηκαν προς στιγμή, καιρός να χαλαρώσουν, να πάρουν μια ανάσα και να επιστρέψουν θριαμβευτές στο χωρίο. Όμως ένας υπόκωφος, συνεχής ήχος τους χάλασε τα σχέδια. Ερχόταν από ψηλά. Κοίταξαν στον ουρανό και είδαν ακριβώς από πάνω τους, ένα πορτοκαλί φως να φέγγει μέσα από τα σύννεφα. Λίγο μετά, τα σύννεφα στο σημείο που ήταν το φως διαλύθηκαν, αποκαλύπτοντας ένα πρωτόγνωρο και τρομακτικό θέαμα.

‘ΚΟΜΗΤΗΣ!’, φώναξε ο Λούκας και βούτηξε στο ποταμό. Με εκπληκτική ταχύτητα άρχισε να κολυμπάει προς την όχθη και όσο πιο μακριά μπορούσε από το σημείο στο οποίο πρόβλεπε να προσέκρουε ο κομήτης. Δηλαδή στην βάρκα. Δεν κολύμπησε όμως αρκετά γρήγορα ώστε να αποφύγει μερικά φημισμένα –και προφανώς πεινασμένα- χέλια που προέρχονταν από τον ποταμό Ράηκ. Άρχισαν να τον δαγκώνουν, αλλά ο Λούκας έκανε υπομονή. Καλύτερα να σε δαγκώσουν χέλια, από το να σε πλακώσουν κομήτες. Ή αγελάδες. Η Ιρώνη τον ακολούθησε, και βούτηξε και αυτή στο ποταμό χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο νάνος κοντοστάθηκε για λίγο, αλλά αποφάσισε πως αν υπήρχε μια κατάλληλη στιγμή να βραχεί, τότε η στιγμή είχε έρθει. Μόνο ο Εφρέζι έμεινε αποσβολωμένος στην θέση του, χωρίς να εγκαταλείπει την βάρκα.

‘Εφρέζι! Πήδα!’, τον πρόσταξε ο νάνος.

Ο Εφρέζι δεν τον άκουσε. Ο κομήτης είχε την πλήρη προσοχή του. ‘Σήγκμαρ’, μουρμούρισε, κοιτώντας με δέος το σημάδι του θεού του.

‘Εφρέζι, άσε τις βλακείες!’, ο νάνος χτύπαγε τα χέρια του στο νερό για να του τραβήξει την προσοχή, αλλά και γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε για να κολυμπήσει (δηλαδή να παραμείνει στην επιφάνεια).

Ο Εφρέζι έκανε το σημάδι του Σήγκμαρ με το δεξί του χέρι. Ένας τεράστιος πορτοκαλής κομήτης, σκέφτηκε κοιτώντας τον. Δεν μπορούσε να το πιστέχει. Οι προσευχές του είχαν εισακουστεί. Ο Σήγκμαρ και ο κομήτης του είχαν εμφανιστεί μπροστά του για να τον παραλάβουν και να τον ανανήψουν.

‘Εφρέζι, ξεκόλλα άνθρωπε μου!’, ο νάνος αρνιόταν να απομακρυνθεί άλλο αν δεν τον ακολουθούσε ο Εφρέζι. Έπαιζε την ζωή του, Κάρολο (1) ή γράμματα.

Ο Εφρέζι όμως, ήταν επιτέλους έτοιμος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια για να συνάντηση των Σήγκμαρ. Τι τιμή!

‘Εφρέζι, κοίτα την ουρά!’

Δεν ήταν σίγουρος ποιος του το φώναξε αυτό. Ο νάνος? Ή ο Λούκας. Η φωνή σίγουρα ήταν ανδρική, ή όχι? Μήπως ήταν το ξωτικό? Και ποια ουρά εννοούν? Του κομήτη? Ω! Μα το τσουρουφληστό λουκάνικο του Σήγκμαρ. Σαν ένα πέπλο να σηκώθηκε από το μυαλό του Εφρέζι. Συνειδητοποίησε το λάθος του. Ο κομήτης είχε μια ούρα. Όχι δύο. Ο Εφρέζι ξύπνησε από την θεοσεβούμενο λήθαργό του, και την τελευταία στιγμή πήδηξε άτσαλα στο ποταμό για να σωθεί. Μαζί με τον νάνο έκαναν πανικόβλητες κινήσεις προσπαθώντας να απομακρυνθούν. Η Ιρώνη προπορευόταν πολύ και ο Λούκας είχε ήδη βγεί στην στεριά και τους πέταξε ένα σκοινί για να πιαστούν και να τους τραβήξει γρηγορότερα. Όταν το έπιασε ο νάνος, το έδεσε γύρω του και μαζί με τον Εφρέζι άρχισαν να τραβάνε. Ο νάνος ήταν λίγο θυμωμένος με τον Λούκας από πριν. Ήθελε να πάρει μαζί μέσα στην βάρκα την αγελάδα του, την Σάλυ, αλλά ο Λούκας τόλμησε να του πει ότι ‘δεν είναι οι αγελάδες για βάρκες’. 

Τελικά όμως, να που Λούκας είχε δίκιο. Ο Νάνος με το σκοινί δεμένο γύρο του, κρατώντας τον Εφρέζι και με την βοήθεια του Λούκας, κατάφερε να βγει στην στεριά. Ο Κομήτης ήταν από πάνω τους, μπορούσαν σχεδόν να νιώσουν την ζέστη του. Ο θόρυβος που έκανε ήταν εκκωφαντικός, δεν μπορούσαν να ακούσουν ο ένας τον άλλο, αν και δεν είχαν τίποτα ουσιαστικό να συζητήσουν. Η συγκεκριμένη στιγμή δεν ενδεικνυόταν για κουβεντούλα, συμφώνησαν όλοι νοητά, και συνέχισαν το τρέξιμο για να βρουν μέρος να καλυφτούν.

Η πρόσκρουση του κομήτη με το ποταμό ήταν βίαιη. Η βάρκα εξαφανίστηκε, το ωστικό κύμα έριξε τους τυχοδιώκτες στο έδαφος. Σηκώθηκαν γρήγορα και έτρεξαν να βρουν κάλυψη από το επικείμενο παλιρροιακό κύμα πίσω από μια συστάδα δένδρων. Κοίταξαν τον ποταμό. Ο κομήτης πρέπει να χτύπησε το Σύμπλεγμα γιατί ακολούθησε μια εκτυφλωτική μπλε λάμψη. Στον πίδακα του μπλε φωτός που ανάβλυζε από το ποτάμι, άρχισε να σχηματίζετε μια φιγούρα, λίγο πιο πάνω από τον αναβράζοντα ποταμό. Ήταν η φιγούρα του Σούλμαν, μονοδιάστατη, σαν να ήταν από χαρτί, και διάφανη. Τους κοίταγε και τους έδειχνε με το δάχτυλο του, φωνάζοντας κάτι. Δεν μπορούσαν να ακούσουν τι. Δεν ήταν σίγουροι αν η οπτασία ήταν μόνο οπτική ή δεν άκουγαν επειδή είχαν χάσει την αίσθηση της ακοής. Η φιγούρα του Σούλμαν εξαϋλώθηκε και εξαφανίστηκε. Το ίδιο και η μπλε λάμψη. Οι ουρανοί καθάρισαν και μετά από μήνες, εμφανίστηκε ο ήλιος. Μια ηρεμία επικράτησε και οι τυχοδιώκτες ξεκίνησαν για την επιστροφή τους στην πόλη.



‘Πράκτορες του χάους! Στη πυρά! Στη πυρά!’, φώναξε ρυθμικά ο Ιερέας Γκότσαλκ όταν τους είδε. Ο όχλος που είχε μαζευτεί γύρω του, έξω αλλά και μέσα από την πύλη επανέλαβαν την φράση του σαν αντίλαλος. Τα όνειρα τον τυχοδιωκτών για μια υποδοχή ηρώων εξανεμίστηκαν απότομα. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν είχε επιστρέψει καλά-καλά η ακοή τους, και οι φωνές των χωρικών αντηχούσαν στα αυτιά τους απόκοσμα.

‘Βεβήλωσαν τον ναό!’ Φώναξε πάλι ο Γκότσαλκ. Ήταν ντυμένος με την πολεμική πανοπλία της θρησκείας του Σήγκμαρ και κρατούσε το Πολεμικό του Σφυρί. Το βλέμμα του ήταν αγριεμένο.

‘Έσκαψαν τρύπες. Ο βοηθός του Ιερέα έσπασε το πόδι πέφτοντας εκεί μέσα!’, φώναξε κάποιος χωρικός.

‘Χρησιμοποίησαν πέτρες μαγείας! Πέτρες του Χάους!’, φώναξε ένας άλλος.

‘Συναναστρέφονται με μάγους!’

‘Και με ξωτικά!’

‘Με τσαρλατάνους και κλέφτες! Αυτή μου έκλεψε τα μπουκαλάκια με τα μαγικά φίλτρα!’

‘Κακοποιούν τις αγελάδες’.

‘Το απόθεμα γάλατος που είχα φυλάξει ξίνισε και το βούτυρο τάγκισε! Το Χάος έρχετε!’

‘Μας καταδίκασαν!’

‘Σταμάτησαν την βροχή. Τώρα δεν θα έχουμε κάτι για το οποίο θα είναι φημισμένη η πόλη μας!’, είπε κάποιος από τον όχλο. Ο Λούκας σκέφτηκε ότι αρχίζουν να το παρατραβάνε.

‘Θα γίνουμε άλλο ένα συνηθισμένο χωριουδάκι! Χαθήκαμε!’

Ο όχλος ήταν εξοργισμένος, πλησίαζαν τους τυχοδιώκτες διψασμένοι για αίμα. Αλλά η φωνή του Κέσσλερ τους επιβλήθηκε.

‘Σταματήστε’, φώναξε στους χωρικούς και μετά στράφηκε στους τυχοδιώκτες.

‘Είστε ένοχοι για την βεβήλωση του ναού του Σήγκμαρ’, τους είπε και μετά κοίταξε τον Ιερέα για να δει αν τον ακούει, ‘για αυτό σας απαγορεύω την διαμονή στο χωριό μας, και σας καταδικάζω σε βίαιη έξοδο από την χωρίο με μαστίγωμα στα οπίσθια μέχρι την πύλη’, είπε και χτύπησε με το λάσο του τον Λούκας. Ο Λούκας όμως γρήγορα έπιασε το λάσο, και κοίταξε με μίσος τον Κέσσλερ.

‘Τολμάς να εμποδίζεις το έργο της φρουράς!’, του είπε ο Κέσσλερ. Το μάτι του λαμπίριζε. ‘Έπιασες το Λάσο?’

‘Ναι’, είπε ο Λούκας.

‘Άστο’, πρόσταξε ο Κέσσλερ, και ο Λούκας αναγκάστηκε να τον ακούσει. Ο Κέσσλερ συνέχισε να χτυπάει το λάσο του, αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν έβαζε όλη την δύναμη του. Εξάλλου ή πύλη ήταν ένα βήμα πίσω τους. Ο Κέσσλερ τους είπε χαμηλόφωνα.

‘Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Τα χέρια μου είναι δεμένα. Κάνατε τόσα πολλά για το χωριό μας, για να καταλήξουμε έτσι τελικά. Πρέπει να φύγετε και να μην ξαναγυρίσετε, για το καλό σας.’, και μετά, φωνάζοντας δυνατά πρόσθεσε για να ακούσει ο Ιερέας και ο όχλος που είχε μαζευτεί, ‘Δεν είστε ευπρόσδεκτοι στο χωριό μας! Όξω!’ και χτύπησε το λάσο του μια τελευταία φορά στον αέρα.

Και έτσι οι τυχοδιώκτες, έφυγαν από το χωριό Στρόμντορφ με τις κατάρες των χωρικών να τους συνοδεύουν, με προορισμό την Ουμπερσράηκ. Κάπου στον δρόμο ανακάλυψαν ότι τους είχε ακολουθήσει και ο Πάρτον Αλαγκιάς, ο βάρδος και βιογράφος, ο οποίος ήδη μίλαγε με το ξωτικό. Τις έδειχνε τρία χρυσά νομίσματα. Δεν ήξεραν από που τα ’κονόμησε, αλλά δεν ήταν δύσκολο να μαντέψουν. Σε αντίθεση με τον Πάρτον, οι τυχοδιώκτες δεν είχαν κερδίσει πολλά, μόνο λίγα ασημένια σελήνια και εμπειρία, αλλά τουλάχιστον είχαν δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς φιλίας μεταξύ τους. Και είχαν κάνει το θέλημα του Σήγκμαρ, κυνηγώντας τους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Τους κτηνάνθρωπους, τον Νεκρομάντη, τα Γκόμπλιν και τον επικίνδυνο μεγαλομανή μάγο της Ουράνιας Τάξης. Ακόμα και αν οι χωρικοί αρνούνταν να το καταλάβαιναν.


Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.


(1) Τα νομίσματα της περιοχής Ράηκλαντ, στην πλευρά της κορώνας, είχαν την κεφαλή του Κάρολο (Καρλ) Φρανζ. Αυτοκράτωρ όλης της Αυτοκρατορίας των Ανθρώπων, και Εκλέκτορας της Ραήκλαντ, ένας από τους 11 εκλέκτορες (ένας για κάθε Επαρχεία) της Αυτοκρατορίας

Sunday 14 November 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ποιος Φοβάται τον Ιερέα Γκότσαλκ?


Dramatis Personae

Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος της θρησκείας του Σήγκμαρ, από την Ουμπερσράηκ
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό, τζογαδόρος και τσαρλατάνος από την Ούλθουαν
Κρούσες Αηρονφαουντέρσσον, νάνος αμαξάς από το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην οπλίτης της φρουράς της Ουμπερσράηκ από όπου και κατάγεται.



Οι τυχοδιώκτες πλησίασαν επιφυλακτικά το αγρόκτημα. Τα περισσότερα γκόμπλινς είχαν πανικοβληθεί και τραπεί σε φυγή όταν σκοτώθηκε το τρολ, αλλά κάποια θα είχαν παραμείνει στην φάρμα. Ο νάνος τους εξήγησε ότι τα νυχτερινά γκομπλινς κοιμούνται την ημέρα, και επειδή είναι τεμπέλικα, στοιχημάτιζε πως ορισμένα θα λούφαραν και δεν θα είχαν ορμήξει εναντίων τους. Ένα από αυτά ήταν και ο αρχηγός-σαμάνος Γκόμπσπαητ που τον είχαν δει να μπαίνει μέσα στο διώροφο σπίτι. ήταν μέσα στο διώροφο σπίτι.

Πέρασαν την πύλη του ξύλινου φράχτη του αγροκτήματος και κοντοστάθηκαν κάτω από το παρατηρητήριο. Κοίταξαν πιο προσεκτικά το διώροφο σπίτι. Οι τοίχοι του ήταν φτιαγμένη από πέτρα και ξύλο, η οροφή ήταν φτιαγμένη αυτούσια από ξύλο, ήταν κεκλιμένη και είχε δύο καμινάδες στις άκρες της. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλινες πλάκες για να μην ενοχλεί το φως της ημέρας τα νυχτερινά γκόμπλιν.

Η Ιρώνη ανέβηκε την σκάλα του παρατηρητηρίου χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, παρά την βροχή και την γλίτσα που είχε μαζευτεί στις ξύλινες λαβές της. Όταν έφτασε στην κορυφή, εξέτασε το εσωτερικό του παρατηρητηρίου βιαστικά. Ένα τραπέζι, βρόμικα πιάτα, ζάρια, παπλώματα στην γωνία του δωματίου και τέσσερα γκόμπλινς που χουζούρευαν, κρυμμένα στο ημίφως του δωματίου. Η Ηρώνι γρήγορα κατέβηκε κάτω για να ενημερώσει τους άλλους. Ο χώρος ήταν μικρός και δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τέσσερα από τα πλάσματα αυτά. Τα νυχτερινά γκόμπλινς βρέθηκαν εκ προ εκπλήξεως. Προφανώς δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα από ότι είχε διαδραματιστεί πριν από λίγα λεπτά. Και πέρα από αυτά η θέα του ξωτικού, όπως είναι γνωστό, τους προκάλεσε έντονη δυσφορία και ανατριχίλα. Τα ξωτικά είναι από τα πιο ‘ανατριχιαστικά’ πλάσματα για τα γκόμπλινς.

Επηρεασμένοι από τις προειδοποιήσεις του ξωτικού, και την γρήγορη κατάβαση της σκάλας που πραγματοποίησε, οι τυχοδιώκτες έβγαλαν τα όπλα τους και ετοιμάστηκαν για την έξοδο τον εχθρών τους. Τα γκόμπλινς όμως δεν έκαναν κάτι τέτοιο, ετοίμασαν τα μικρά τόξα τους και έμειναν μέσα στο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας τα μικρά παράθυρα για να σημαδεύσουν τους τυχοδιώκτες με τα βέλη τους. Με τρεμάμενα χέρια, δύο από αυτά άρχισαν να στοχεύουν τον ενοχλητικό και κοντοπίθαρο νάνου, βγάζοντας μικρές τσιριχτές κραυγές. Δεν καταλάβαινε κανείς τι έλεγαν, αλλά ήταν σίγουροι ότι τους έβριζαν στην δική τους βάρβαρη και απολίτιστη γλώσσα. Από τα βέλη που έριξαν τα γκόμπλινς, πιο πολύ από τύχη και όχι λιγότερο από δεξιοτεχνία και ευστοχία ένα από τα βέλοι έγδαρε τον νάνο. Ο Κρούσες, που τόση ώρα μουρμούραγε για το Βιβλίο της Έχθρας των νάνων και την εγγραφή σχετικά με τους πρασινοτόμαρους, δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε.

‘Μην νομίζετε ότι ο θάνατος σας…’, το πρώτο βέλος του Κρούσες διαπέρασε το κρανίο του πρώτου γκόμπλιν και καρφώθηκε στο κρανίο του δεύτερου κρυβόταν πίσω του, ‘…θα ξεπληρώσει το χρέος που συσσωρεύσατε μετά από την καταστροφή του φρουρίου Κάρακ-Βάρν!’. Το δεύτερο βέλος του νάνου διαπέρασε την κοιλιά του τρίτου γκόμπλιν και καρφώθηκε στο λαρύγγι του τέταρτου και τελευταίου. Ένα από τα νεκρά γκόμπλιν έπεσε από το παρατηρητήριο κάτω στο έδαφος. Αυτήν την φορά ο νάνος και το ξωτικό το απέφυγαν με δεξιοτεχνία. Το περιστατικό με την αγελάδα τους είχε προετοιμάσει για τον ‘Θάνατο Από Ψηλά’ και πλέον περίμεναν τον κίνδνο και από τις τρεις διαστάσεις, όχι μόνο μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, αλλά και πάνω-κάτω.

Πήραν μια ανάσα, και ο Λούκας ανακοίνωσε ότι κάτι παράξενο πιστεύει ότι γίνεται μέσα στο σπίτι, εκεί που κλειδαμπαρώθηκε ο Γκομπσπάητ. Με βαρύγδουπο ύφος προσφέρθηκε να ανέβει την σκάλα και να μπει στο παρατηρητήριο για να δει καλύτερα και από πιο πλεονεκτική θέση. Όσο ήταν στην φρουρά της πόλης της Ούμπερσράηκ, θυμόταν την Διοικήτρια Άντρεα Πφάηφερ να τους εξηγεί συνέχεια για το Πλεονέκτημα της Υπερυψωμένης Θέσης. (Ο Λούκας τότε δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε η Άντρεα, αλλά η ίδια του είπε ότι θα καταλάβει όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Και να που ήρθε!).

Κοίταξε την σκάλα με άγριο ύφος προσπαθώντας να την εκφοβίσει. Έπιασε με το ένα χέρι το ένα σκαλί. Με το άλλο, έπιασε το πιο πάνω, και το έσφιξε δυνατά. Η σκάλα έτριξε. Έβαλε προσεκτικά το ένα πόδι πάνω στη σκάλα και μετά το άλλο. Έκανε αργές και σίγουρες κινήσεις. Δεν ήταν ώρα για αστεία. Η σκάλα, πέρα από το νερό και την γλίτσα, τώρα είχε και το αίμα τον γκόμπλινς να κυλάει πάνω τις κάνοντας την γλιστερή και ύπουλη. Είχαν περάσει δέκα λεπτά ανάβασης και ο Λούκας είχε φτάσει ήδη στην μέση της σκάλας. Η πρόοδος που είχε κάνει ήταν αξιοσημείωτη. Ο Εφρέζι και οι υπόλοιποι, των κοίταγαν με κομμένη την ανάσα. Η βροχή όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Ο νάνος και το ξωτικό φταρνίστηκαν ταυτόχρονα. Είχαν πουντιάσει. Ο Λούκας ξαφνιάστηκε από το φτάρνισμα. Ακούστηκε σαν πυροβολισμός από μουσκέτων. Παραπάτησε και έχασε το κράτημα του. Άρχισε να πέφτει, η μάχη με την βαρύτητα ήταν απεγνωσμένη. Τα ακονισμένα αντανακλαστικά του Λούκας τον έσωσαν. Του επέτρεψαν να πιάσει την σκάλα ενώ ήταν ακόμη στον αέρα. Το σώμα του κόλλησε παθιασμένα πάνω στην σκάλα, όπως κολλάνε τα σώματα δύο εραστών. Την είχε ανάγκη όσο ποτέ.

‘Δεν θα κοιτάξω κάτω, δεν θα κοιτάξω κάτω’, επαναλάμβανε στον εαυτό του, αλλά ο εαυτός του δεν τον άκουσε, τον ξεγέλασε και έκλεψε μια ματιά. Μεγάλο λάθος. Τον έπιασε ίλιγγος και το φαγητό άρχισε να αναπηδάει στο στομάχι του ψάχνοντας την πιο σύντομη διέξοδο. Η απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, εδάφους και Πάπαρμπεργκ, ήταν, αν όχι ένα, σίγουρα μισό μέτρο. Ο νάνος αν σήκωνε τα χέρια του μετά βίας θα ακούμπαγε τον πισινό του. Ο Λούκας ξεροκατάπιε. Ίσως η επόμενη κίνηση που θα έκανε να ήταν ένας χορός με τον Μορρ. Κατάλαβε ότι έπρεπε να βασιστεί πλέον μόνο στον εαυτό του. Στο ύψος που βρισκόταν, δεν μπορούσε να περιμένει σε χείρα βοηθείας από τους φίλους του. Μπορούσε να πάει μόνο πάνω. Δεν είχε επιλογή. Άρχισε να ανεβαίνει πάλι, αλλά ο Σήγκμαρ είχε αποφασίσει πως ο Λούκας δεν θα πάταγε ποτέ το πόδι του στο παρατηρητήριο. Μια ομοβροντία τριών κεραυνών έπεσε δίπλα στους τυχοδιώκτες, ευτυχώς χωρίς θύματα. Όμως η ξαφνική λάμψη τύφλωσε τον Λούκας και τον ανάγκασε να κλείσει τα μάτια του με τα χέρια του.

Όταν τα άνοιξε ήταν δύο μέτρα πιο κάτω, σωριασμένος στην λάσπη.

‘Μα του λουκάνικο του Σήγκμαρ’, είπε ο Εφρέζι γυρίζοντας το κεφάλι του προς τους ουρανούς και φωνάζοντας με πάθος, ‘είναι ζωντανός. Ναι, ο Λούκας Πάπαρμπεργκ είναι ζωντανός!’. Η Ιρώνη, που είχε ήδη ανέβει στο παρατηρητήριο όσο ο Λούκας είχε χάσει τις αισθήσεις του, τους χάλασε την πανηγυρική διάθεση. ‘Βλέπω κινήσεις στην οροφή του σπιτιού! Κάτι πράσινο και φωτεινό κρύβετε πίσω από την μια καμινάδα’.

‘Τι?’, είπε ο νάνος και ανέβηκε και αυτός την σκάλα του παρατηρητήριου με ευκολία.

Ο Λούκας έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Εφρέζι έβαλε το χέρι του μπροστά. ‘Όχι, μην κάνεις ανοησίες. Δεν είσαι σε θέση να κουνηθείς ακόμα. Κατάλαβες από τι ύψος έπεσες? Είναι θαύμα που είσαι ζωντανός. Ο Σήγκμαρ, ο μεγαλοδύναμος σε προφύλαξε και πάλι’.

‘Πρασινοτόμαρος!’, άκουσαν να φωνάζει ο νάνος, με ύφος που αναμίγνυε την χαρά, την αηδία, το μίσος και την ανυπομονησία σε ένα κουβάρι αισθημάτων.

‘Οι μανάδ’ σας μυρίζουν κοπριά ‘ουρουνιών, και οι πατεράδ’σας βρομάν’ ξωτικίλα!’, φώναξε ο Γκομπσπαητ. Έλεγε και άλλες προσβλητικές ασυναρτησίες, αλλά η συγκεκριμένη είχε ειπωθεί στην διάλεκτο της Ράικλαντ που καταλάβαιναν οι τυχοδιώκτες. Οι βρισιές του είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στον νάνο. Τα μάτια του γούρλωναν, το πρόσωπο του κοκκίνιζε και έκανε παράξενες νευρικές συσπάσεις. Ο Γκόμπσταητ είχε μια μικρή πέτρα δεμένη γύρο στο κεφάλι του σαν στέμμα, η οποία λαμπύριζε παράξενα. Ο Εφρέζι θυμήθηκε το όραμα του Ιερέα που του είχε αφηγηθεί πριν μέρες, για την πέτρα και τον θρόνο και το τεράστιο στόμα και τους μικρούς πράσινους δαίμονες που φόραγαν την ρόμπα της νύχτας. Το μυστήριο άρχισε να λύνεται, οι πράσινοι μικροί δαίμονες ήταν τα γκόμπλιν, και το τεράστιο στόμα ήταν το τρολ για το οποίο έκλεβαν τα γκομπλινς τις γύρω φάρμες για να το ταΐσουν. Ο Γκόμπσταητ, ο βασιλιάς-σαμάνος με το πέτρινο στέμμα άρχισε να μουρμουράει δείχνοντας την Ιρώνη με το δάχτυλο του. Ένα παράξενο φως άρχισε να βγαίνει από τα χέρια του ενώ μουρμούριζε, κάνοντας την επίκληση του στο ‘Γουαγκχ’ (μην με ρωτάτε, έτσι λέγεται η μαγεία των σαμάνων των πρασινοτόμαρων. Τα κολέγια της μαγείας έχουν κάνει πολλές έρευνες σχετικά με την πηγή της, χωρίς αποτέλεσμα). Η Ιρώνη άρχισε να σημαδεύει το γκόμπλιν. Άφησε να το βέλος να φύγει. Αγνοώντας την βροχή, την απόσταση και την κάλυψη του γκόμπλιν που κρυβόταν πίσω από την καμινάδα, το βέλος την Ιρώνης βρήκε τον στόχο του και καρφώθηκε στον ώμο του Γκομπσπαητ, ρίχνοντας τον στο πάτωμα της οροφής. Ο Γκόμπσπαη σηκώθηκε αμέσως, εξαγριωμένος. Τόσο εξαγριωμένος που αγνοούσε ότι πολύ σύντομα θα πέθαινε από αιμορραγία.

‘’λίθιο ξωτικό, θα πλερώσεις! Θα σ’ανατιναξ’ τον ανύπαρκτ’ ‘γκέφαλό σου!’, τσίριξε δείχνοντας την Ιρώνη και κουνόντας το δάχτυλο του σαν να το είχε τσιμπήσει βαλτόσφηκα.

Ένας αφόρητος πόνος εισέβαλε στο κρανίο του ξωτικού. Η Ιρώνη άφησε το τόξο της να πέσει και έπιασε το κεφάλι με τα χέρια της κλείνοντας τα μάτια. Ο πονοκέφαλος γινόταν ολοένα και πιο δυνατός. Η Ιρώνη λιποθύμησε, και έτσι βρήκε καταφύγιο από τον πόνο στην αναισθησία. Το σώμα της σωριάστηκε στο μικρό δωμάτιο του παρατηρητηρίου, σαν μια μαριονέτα που τις κόβουν τις κλωστές.

Ο νάνος κοίταξε το λιπόθυμο ξωτικό παραξενεμένος. Δεν ήξερε ότι οι απειλές και βρισιές των γκόμπλιν έχουν τέτοια αποτελέσματα στα ξωτικά. Κάθε μέρα και κάτι παραπάνω μαθαίνει από την κουλτούρα τους. Επίσης δεν μπόρεσε να μην προσέξει ότι το ξωτικό είχε την τάση να λιποθυμάει σε κάθε μάχη, μέχρι στιγμής. Πολύ ευπαθή αυτά τα ξωτικά, σκέφτηκε, και καθόλου παράξενο που προτίμησαν να φύγουν από τον Παλαιό Κόσμο και να κρυφτούν στο νησί Ούλθουαν πάρα να μείνουν και να πολεμήσουν το Χάους, όπως έκανε η δική του ένδοξη φυλή. Ο νάνος με ανανεωμένη την περηφάνια του, κοίταξε πάλι στην οροφή του σπιτιού. Ο Γκομπσπαητ είχε πέσει μπρούμυτα για να μην δίνει στόχο. Είδε τον Λούκας και τον Εφρέζι να τρέχουν προς το σπίτι και να προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα, αλλά μάλλον ήταν φραγμένη με κάτι από πίσω. Άρχισαν να την κοπανάνε διαδοχικά μέχρι να την σπάσουν. Μία με τους ώμους τους και αργότερα με το σπαθί και σιδερόμπαλα. Ο Κρούσες άρχισε να οπλίζει την βαλλίστρα του, έχοντας το βλέμμα του πάντα στραμμένο στον Γκομπσπαητ περιμένοντας να σηκωθεί και να δώσει στόχο, όταν άλλος ένας κεραυνός έπεσε έξω από το παρατηρητήριο. Ο Κρουσες τυφλώθηκε από την λάμψη. Ο Γκομπσπαητ άδραξε την ευκαιρία και άρχισε να μουρμουράει πάλι, αυτή την φορά κοιτάζοντας τον νάνο. Ο νάνος δεν τον έβλεπε, αλλά άκουσε να λέει μεταξύ άλλων ‘Το βλέμμα τ’ Μορκ (1) να σε χτυπήσ’ και να σε πονέσ’! Κοντέ!’. Ο νάνος έσφιξε τα δόντια του, περιμένοντας να τον χτυπήσει η σαμανική μαγεία του Γκόμπσπαητ.

‘Χτύπα με, σε προκαλώ!’, ο Κρούσες έφτυσε τις λέξεις στο Γκομπσπαητ, και όντως ένας σουβλερός πόνος διαπέρασε τον νάνο. Και τον Γκομπσπαητ. Είχε μαζέψει περισσότερη ‘Γουάάάάγκχ!’ μαγεία από όση μπορούσε να συγκρατήσει. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να πετάγονται προς τα έξω, και ξαφνικά τον κύκλωσε μια λάμψη. Η έκρηξη των πέταξε στο πίσω μέρος του σπιτιού και ένα υγρό ‘σπλατς’ ακολούθησε την πτώση του. Στο σημείου που ήταν, τώρα υπήρχαν φλόγες που έγλυφαν την ξύλινη σκεπή.

Ο Λούκας σταμάτησε να κοπανάει την πόρτα και έτρεξε μαζί με τον Εφρέζι στο σημείο που είχε πέσει ο Γκομπσπαητ. Δεν θα τον άφηνα να ξεφύγει έτσι εύκολα. Αλλά ο Γκομπσπαητ, ήταν ήδη νεκρός. Το νεκρό του κουφάρι είχε προσγειωθεί σε έναν σορό από κοπριά γουρουνιών. Ο Λούκας έκοψε το κεφάλι του Γκομπσπαητ, και το πήρε σαν λάφηρο μαζί με το ‘πέτρινο στέμμα’. Μετά, μαζί με τον Εφρέζι πήγαν στο παρατηρητήριο (αλλά προτίμησε να μην ανέβει πάνω). Ο Νάνος είχε συνεφέρει την Ιρώνη και όλοι μαζί έκατσαν και παρακολουθούσαν την φωτιά να καίει το σπίτι. Δεν είδαν άλλα γκομπλινς στην φάρμα. Αυτά που ήταν μέσα στο φλεγόμενο σπίτι θα βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο νάνος είχε ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, σαν να βλέπει την πιο αστεία θεατρική παράσταση της ζωής του. Οι τοίχοι του φλεγόμενου σπιτιού άρχισαν να γκρεμίζονται, και ο νάνος άρχισε να χαχανίζει. Μόνο όταν έμειναν μόνο τα ντουβάρια, κατάφερε η βροχή να σβήσει την φωτιά. Ο νάνος, έτρεξε στα ερείπια και άρχισε να ψάχνει μέσα στις στάχτες και στα κάρβουνα. Η λασπωμένη στάχτη κόλλαγε στα ρούχα του, κάνοντας των πιο μαύρο και από τους ανθρώπους που ζούσαν στην μακρινή Αράμπια, αλλά δεν έδειχνε να τον ενοχλεί η βρώμα. Την προσοχή του την τράβηξε μια μεγάλη άσπρη πλάκα. Ο θρόνος του Γκομπσπαητ! Όπως το περίμενε ήταν από το ίδιο υλικό με τα υπόλοιπα κομμάτια της πέτρας που είχαν ήδη βρει και δώσει στον Νίκλαους Σούλμαν για να τα μελετήσει.. Βρήκαν ένα κάρο, φόρτωσαν την πέτρα και ξεκίνησαν για τον δρόμο της επιστροφή προς την αάρμα των Άκερλαντ, αλλά η Ιρώνη με την οξεία ακοής της, άκουσε ένα κλάμα από το πηγάδι της φάρμας. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που είχε κρυφτεί μέσα στο κουβά, όχι πάνω από έντεκα ετών. Την έβγαλαν και τους εξήγησε με δάκρια στα μάτια ότι μέρες τώρα κρυβόταν εκεί από τα γκόμπλινς που είχαν πάρει την οικογένεια της, και τα μπαρμπουνόσκυλα τους. Κανείς δεν τις είπε ότι οι γονείς της ήταν σίγουρα νεκροί. Την πήραν και αυτή μαζί τους και ξεκίνησαν για τους Άκερλαντ.

Ο Γκούμπο Άκερλαντ και η οικογένεια Άκερλαντ ήταν εκστασιασμένοι από την ιστορία που τους διηγήθηκαν οι τυχοδιώκτες και τον θρίαμβο τους. Η κόρη του Άκερλαντ, η Άλην, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τον Εφρέζι, αν και ο Λούκας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Οι Άκερλαντ τους έβαλαν να φάνε, και τους έστρωσαν να κοιμηθούν. Τους είπαν ότι θα στείλουν τον γιο τους στην πόλη να ενημερώσει τον δήμαρχο Άντλερ και τον μάγο για τα συμβάντα στις φάρμες και την εξόντωση της μάστιγας των Γκόμπλιν. Τους καθησύχασαν ότι για το κοριτσάκι που γλίτωσαν από την φάρμα τον Μπάουμερ, δεν έχουν λόγο να ανησυχούν. Αν και δεν ήξεραν πολύ καλά τους Μπάουμερ, τους έβλεπαν μόνο στα παζάρια της πόλης μια φορά τον μήνα, την κόρη τους θα την μεγάλωναν σαν δικιά τους.

Τους έδωσαν αναπαυτικά δωμάτια να ξεκουραστούν, ένα για το καθένα. Όλοι είχαν έναν ξεκούραστο και θεραπευτικό ύπνο, εκτός από τον Εφρέζι. Οι εφιάλτες που των είχαν στοιχειώσει εδώ και μήνες, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Αυτή την φορά όμως δεν ήταν αντιμέτωπος με αιμοδιψή ζόμπι αλλά με τεράστια ποντίκια, ντυμένα με βρώμικες κάπες, που περπάταγαν στα δύο πίσω πόδια. Είχαν κατακλύσει μια πόλη ή ένα χωρίο, δεν ήταν σίγουρος. Αυτό για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι κράταγαν λεπίδες που έφεγγαν με ένα αρρωστημένα πράσινο φως και πλησίαζαν προς το μέρος του απειλητικά. Ξύπνησε μέσα στον κρύο ιδρώτα, φωνάζοντας.

Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε αμέσως και μπήκε μέσα η κόρη του Άκερλαντ. Η ταχύτητα της ήταν εντυπωσιακή και η ανησυχία αποτυπωμένη στο πρόσωπο της. Μάλιστα, μπήκε τόσο γρήγορα στο δωμάτιο του Εφρέζι, που αν ο ίδιος δεν ήταν ακόμα στο μεταίχμιο του ονείρου και της πραγματικότητας, θα αναρωτιόταν αν ήταν όλη την ώρα έξω από το δωμάτιο του. Η Άλην τον ρώτησε αν είναι καλά και ο Εφρέζι, αφού πήρε δύο ανάσες της είπε ‘ναι’. Ύστερα από πιεστικές ερωτήσεις της είπε για το όνειρο του το οποίο είχε αρχίσει ήδη να ξεχνάει τις λεπτομέρειες. Δεν ήταν πια σίγουρος αν τα ποντίκια είχαν κατακλύσει την Στρομντορφ, ή την Ουμπερσράηκ ή κάποια άλλη πόλη. Η Άλην τον ρώτησε αν θέλει να του κάνει παρέα για να μην είναι μόνος μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, αλλά ο Εφρέζι ευγενικά αρνήθηκε λέγοντας της δεν είναι ποτέ μόνος, έχει πάντα δίπλα του τον Σήκγμαρ. Θα ορκιζόταν ότι μέσα από τον τοίχο, από τον διπλανό δωμάτιο, άκουσε την φωνή του Λούκας να λέει ‘Τι βλάκας! Η ντροπή της Ουμπερσράηκ’, αλλά μπορεί και να φάνηκε εξαιτίας του σοκ που πέρασε από τον εφιάλτη.

Την επόμενη μέρα δεν σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, προκειμένου να αναρρώσουν γρηγορότερα. Ο νάνος και η Ιρώνη, λόγο του καιρού, είχαν πυρετό και συνάχι, πέρα από τα τραύματα που είχαν όλοι τους. Ο Άκερλαντ και η γυναίκα του περιποιήθηκαν τα τραύματα των τυχοδιωκτών και η Άλην ασχολήθηκε αποκλειστικά με την περιποίηση του Εφρέζι.

Μη θέλοντας να καταχραστούν την φιλοξενία των Άκερλαντ, αποφάσισαν να ξεκινήσουν για το χωριό την μεθεπόμενη μέρα. Όλη η οικογένεια βγήκε να τους χαιρετήσει εκτός από την Άλην που ήταν πολύ συγκινημένη. Ο Γκούμπο Άκερλαντ τους είπε ότι τους έχει ένα δώρο για να τους ευχαριστήσει και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Όταν γύρισε είχε μαζί του μια αγελάδα, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να δει τι δώρο τους έφερνε. Δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του.

‘Ορίστε. Αυτή η αγελάδα είναι για εσάς!’, τους είπε.

Ο Λούκας και ο Εφρέζι δυσανασχέτησαν. Τι να την έκαναν την αγελάδα? Θα τους καθυστερούσε. Ο νάνος όμως δεν συμμεριζόταν την άποψη τους. Με χαρά έτρεξε πάνω στην αγελάδα και την καβάλησε.

‘Σάλλυ!’, είπε. ‘Θα την ονομάσω Σάλλυ! Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια αναπαυτική σέλα’. Ο νάνος μέρες τώρα καυχιόταν στους υπόλοιπους για τις ιππευτικές του ικανότητες και τώρα θα τους αποδείκνυε ότι δεν ήταν υπερβολές όσα έλεγε. Να δούμε αν θα τολμήσουν να γελάσουν αυτήν την φορά, σκέφτηκε.

Εξίσου παράξενη όμως ήταν και η αντίδραση του ξωτικού. ‘Μια αγελάδα!’, είπε σαν να μην πίστευε στα μάτια της. ‘Ίσως έχει θεραπευτικό γάλα!’. Η επόμενη κίνηση της ήταν να δοκιμάσει να την θηλάσει για να το επαληθεύσει. Ο Εφρέζι κοίταξε παράξενα τον Λούκας, και ο Λούκας σήκωσε του ώμους του. Όχι, δεν είχε ιδέα τι λέει το ξωτικό, φάνηκε να προσπαθεί να πει με την γλώσσα του σώματος του.

Ο Γκούμπο είχε σαστίσει. ‘Οι νάνοι και τα ξωτικά, δεν έχουν αγελάδες στον τόπο τους? Πρώτη φορά βλέπουν μια?’, ρωτάει του Λούκας, ο οποίος προτίμησε να μην απαντήσει. Ο Εφρέζι είπε του Λούκας ότι ίσως η αγελάδα που τους είχε πετάξει το ποταμίσιο τρολ να είχε προκαλέσει ψυχολογικά τραύματα στον Κρούσες και στην Ιρώνη. Ίσως με τον καιρό να το ξεπερνούσαν. Καλύτερα να ξεκινούσαν για την Στρόμντορφ όσο το δυνατών πιο γρήγορα, προτού κάνουν και άλλες κοινωνικές γκάφες ο νάνος και το ξωτικό.

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πληκτικός. Βροχή και λάσπη ήταν το πιάτο της ημέρας (σημείωση: να βρω καλύτερες παρομοιώσεις, θα πρέπει να ρωτήσω τον Καθηγητή Κνόπφεν για μερικές, είναι μορφωμένος. Από το πανεπιστήμιο της Άλτντορφ). Ο μαύρος ποταμός Τράνινγκ ήταν τώρα στα δεξιά τους. Πέρασαν τον λόφο με το ερειπωμένο πύργο, τον πύργο που τους είχε πει ο Άκερλαντ ότι είναι στοιχειωμένος. Το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός της διαδρομής ήταν η ιππασία της αγελάδας από τον Κρούσες. Όταν τους έλεγε τις ιστορίες του, είναι αλήθεια ότι οι υπόλοιποι δεν τον πίστευαν, αλλά οι αμφιβολίες τους εξανεμίστηκαν όπως η ομίχλη στον άνεμο. Δεν θα ξεχάσουν το κόλπο που έκανε και είχε ισορροπήσει πάνω στην αγελάδα στο ένα του πόδι και με την βαλλίστρα του πέτυχε ένα φρούτο σε ένα κλαδί δέντρου, πολλά μέτρα πιο μακριά. Αλλά πιο πολύ από όλους, αυτός που δεν θα το ξεχάσει, είναι η αγελάδα. Ενώ αρχικά είχε ένα βαριεστημένο βλέμμα όπως είναι το χαρακτηριστικό των αγελάδων, στο τέλος του ταξιδιού το βλέμμα της είχε αρχίσει να γίνεται πιο βλοσυρό. Η Ιρώνη ήταν σίγουρη ότι η αγελάδα είχε αρχίσει να κάνει Χαοτικές σκέψεις! Από την άλλη μπορεί να την είχε πειράξει το αγελαδίσιο γάλα που είχε πιει προηγουμένως.

Όταν έφτασαν στην πύλη της πόλης χαιρέτησαν τον φρουρό. ‘Καλησπέρα!’, είπε ο Εφρέζι,

‘Ερχόμαστε από την φάρμα των Μπάουμεν, προχτές εξοντώσαμε τα Γκο…’, αλλά ο φρουρός τον διέκοψε.

‘Μα βέβαια, ξέρουμε, ξέρουμε!’, τους είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο. ‘Μας τα είπε όλα ο γιος τους Άκερλαντ. Μα τον Σήγκμαρ τι περιμένετε? Περάστε!’.

Τα νέα για τον ερχομό τους είχα φτάσει στα αυτιά των κατοίκων του χωριού και ένα μπουλούκι κόσμο ερχόταν να τους υποδεχτεί. Οι καμπάνες της εκκλησίας του Σήγκμαρ άρχισαν να χτυπάνε χαρμόσυνα. Ο δρόμος είχε γεμίσει από τον κόσμο και οι τυχοδιώκτες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. Για να μην πατήσει κανέναν με την αγελάδα του, ο Κρούσες αναγκάστηκε να τραβήξει απότομα τα ινία του. Η αγελάδα σηκώθηκε στα δύο της πίσω πόδια. Με τα μπροστινά της πόδια, άρχισε να κλοτσάει ένα αόρατο εμπόδιο και χλιμίντρησε άγρια. Ο κόσμος πισωπάτησε για να αποφύγει το μένος του βοοειδούς, αλλά μετά, απτόητος πάλι άρχισε να κυκλώνει τους τυχοδιώκτες απαιτώντας να ακούσουν τις ιστορίες και τα κατορθώματα τους. Ευτυχώς, ο διοικητής της φρουρός, ο Κέσσλερ, ήρθε εγκαίρως και τους έσωσε.

‘Καλώς ήρθατε πίσω’, είπε με εμφανή την ευχαρίστηση του. ‘Μην χάνουμε καιρό. Πάμε. Ο Άντλερ θα θέλει να σας δει αμέσως και θέλει να ακούσει την ιστορία σας από το δικό σας στόμα.’

Όταν έφτασαν στο δημαρχείο, κοντοστάθηκαν μπροστά στις σκάλες. Ο νάνος προτίμησε να μην κουράσει άλλο την αγελάδα και ενώ ήθελε πολύ να την συστήσει στον Άντλερ, προτίμησε να μην την βάλει στην ταλαιπωρία να ανέβει τις σκάλες του δημαρχείου και την έδωσε στον φρουρό να την φυλάει.

‘Σάλλυ την λένε, και να της μιλάς γλυκά!’, του είπε με αυστηρό ύφος, και ανέβηκε τις σκάλες να βρει τους άλλους που δεν τον περίμεναν.

Ο φρουρός ένιωσε λίγο άβολα. Ήταν αστείο θέαμα να κάθετε προσοχή στην είσοδο του δημαρχείου με μια αγελάδα δίπλα του. Τι θα έλεγαν οι πιτσιρίκες του χωριού όταν τον έβλεπαν. Ήδη των φώναζαν ‘καλυνυχτάκια’ πίσω από την πλάτη του. Αν τον έλεγαν και ‘αγελαδάρη’, δεν θα το άντεχε. Από την άλλη ήξερε καλύτερα να μην αρνηθεί τίποτα στους ήρωες της ημέρας.

Ο Άντλερ ήταν φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοχτενισμένος και φρεσκοντυμένος. Τα χαρτιά και τα βιβλία του ήταν τακτοποιημένα πάνω στο γραφείο του και δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκόνης στο δωμάτιο. Ο Άντλερ είχε έναν αυστηρό αέρα αυταρχισμού, αλλά μόλις είδε τους τυχοδιώκτες, ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του.

‘Καλώς τους! Οι αγαπημένοι μου, συμπατριώτες!’, είπε, ‘αν εξαιρέσουμε φυσικά το ξωτικό και το νάνο. Εννοώ ότι δεν είναι συμπατριώτες, όχι αγαπημένοι. Είναι πολύ αγαπημένοι. Με την πλατωνική έννοια της αγάπης πάντα! Χα χα!’, σηκώθηκε από την καρέκλα του και έσφιξε το χέρι του καθενός χωριστά.

‘Όλο το χωριό σας ευχαριστεί για την εξοντώση τον γκόμπλιν. Και του Τρολ. Έχουν απίθανη όρεξη αυτά τα τρολ. Λίγο ακόμα και δεν θα έμενε καμία προμήθεια στις αποθήκες του χωριού, αν συνέχιζαν να το ταίζουν με τις αγελάδες μας!’Ο νάνος κόντεψε να λιποθυμήσει. Μια νοητή εικόνα είχε τρυπώσει στο μυαλό του. Το τρολ να τρώει την Σάλλυ του. ‘Κρίμα για τους Μπάουμεν βέβαια. Θα κάνω ότι μπορώ για το κοριτσάκι, μείνετε ήσυχοι. Ορίστε και η αμοιβή σας, όπως είχαμε συμφωνήσει. Πενήντα ολάκερα ασημένια σελίνια! Και μην τα ξοδέψετε μονομιάς έ! Και να προτιμήσετε τα εγχώρια προϊόντα. Πρέπει να τονώσουμε την οικονομία της Στρομντορφ’. Τα μάτια των ηρώων έλαμψαν, αλλά πιο πολύ του νάνου, όταν είδαν τα χοντρά πουγκιά. Ο Λούκας, πριν πάρει το πουγκί του, έδωσε το κεφάλι του Γκόμπσπαητ στον Άντλερ. Ο δήμαρχος άρχισε να κοιτάει τους τέσσερις τοίχους του δωματίου προσπαθώντας να αποφασίσει σε ποιον θα ήταν καλύτερα να το κρεμάσει.

‘Εδώ? Δίπλα στο παράθυρο, τι λέτε?’, ρώτησε ο δήμαρχος.

‘Ίσως απέναντι, για να το βλέπεις όταν κάθεστε στο γραφείο’, του απάντησε το ξωτικό με προθυμία το ξωτικό, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήξερε από διακοσμητική.

‘Ναι αλλά όταν ανοίγει η πόρτα, θα κρύβετε το κεφάλι πίσω της. Όχι, δεν είναι καλή ιδέα’, απάντησε ο δήμαρχος.

‘Τότε εδώ, δίπλα από το κάδρο των προγόνων σου’, πρότεινε ο Εφρέζι

‘Δεν ξέρω, δεν ταιριάζει. Ο πίνακας είναι κόκκινος ενώ το κεφάλι του γκόμπλιν πράσινο. Και στο πίνακα είναι άνθρωποι, ενώ το κεφάλι ανήκει σε γκόμπλιν. Κάνει άσχημη αντίθεση’.

‘Τότε πίσω από την καρέκλα σου? Ώστε όταν σου μιλάνε αυτοί που κάθονται απέναντι σου να βλέπουν και εσένα, αλλά και το κεφάλι του γκόμπλιν? Θα τρομάζουν και θα είναι καλό διπλωματικό τρίκ για να αποδέχονται τους όρους σου!’, είπε με χαρά ο νάνος. Ήταν πολύ έξυπνη η ιδέα του.

‘Ναι αλλά δεν θα είναι καλό για το φενγκ-σουί του χώρου αν το έχω πίσω μου, το είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο από την Νιπονία’, διαμαρτυρήθηκε ο Άντλερ.

‘Ε βάλτο δίπλα από το κεφάλι της αρκούδας’, είπε ο νάνος. Ίσα που πρόλαβε να διορθώσει την γλώσσα του γιατί ήταν έτοιμος να του πει να το βάλει στον κώλο του. Αμάν πια, για ένα κεφαλάκι από γκόμπλιν μιλάγαμε, και όχι για το κεφάλι ενός τρολ. Χμ, σκέφτηκε (μόνο με το μυαλό του, χωρίς να μιλάει αυτήν την φορά) γιατί δεν πήραν και το κεφάλι του τρολ άραγε. Θα μπορούσαν να το βάλουν στο κάρο και θα κέρδιζαν μεγάλη δόξα αν το έφερναν στο χωρίο, σκέφτηκε ο νάνος. Ίσως το μάθαιναν και οι νάνοι στο Φρούριο του, στο Κάρακ-Αζγκαραζ.

Φεύγοντας από το δημαρχείο, πέρασαν από το μαγαζί ενός εμπόρου, και ο νάνος αγόρασε ένα ασημένια μαχαιράκι για να περιποιείται την γενειάδα του και να κάνει την πρακτική του. Ήθελε να ακολουθήσει την σταδιοδρομία του Μπαρμπέρη-Χειρούργου. Επίσης αγόρασε και ένα σακιδιάκι που γέμισε με γάζες και φαρμακευτικά υλικά και μια σέλα για την Σάλλυ (την αγελάδα, ξέρετε…).Ο Λούκας είχε αρχίσει να βρίσκει την όλη φάση με την αγελάδα και την ψύχωση του νάνο με αυτή κάπως διεστραμμένη και ανησυχητική, αλλά κράτησε τις σκέψεις για τον εαυτό του. Για την ώρα τουλάχιστον. Όταν βγήκαν έξω από το μαγαζί του εμπόρου, συνάντησαν τον μάγο Νίκλαους Σούλμαν.

‘Α, βρήκατε και την τελευταία πέτρα βλέπω! Έξοχα. Παρακαλώ, ας την πάμε στο δωμάτιο μου’, τους είπε με χαρά. Όλοι σήμερα ήταν χαρούμενοι, παρατήρησε το ξωτικό.

Ανέβηκαν της σκάλες του πανδοχείου του Υδροκέραυνου και μπήκαν στο δωμάτιο του Σούλμαν. Όλοι τους έμπαιναν για πρώτη φορά. Μόνο ο μακαρίτης ο μάγος Νέκραλ είχε μπει κάποτε στο δωμάτιο αυτό, και τι κέρδισε? Τώρα ήταν νεκρός, η στάχτη του σκορπισμένη στους πέντε ανέμους (πέντε είναι οι άνεμοι? Πρέπει να το ψάξω. Μήπως μπερδεύω την φράση αυτή με τους ανέμους της μαγείας? Όχι, όχι, αυτοί είναι οχτώ, πάω στοίχημα). Το δωμάτιο του μάγου ήταν ακατάστατο. Το κρεβάτι άστρωτο με ρούχα παρατημένα πάνω το. Το ταξιδευτικό σεντούκι του μάγου ήταν ανοιχτό και τα ρούχα μέσα ανακατεμένα. Στο πάτωμα ήταν τα δύο προηγούμενα κομμάτια της μαρμάρινης πέτρας. Στο γραφείο του Σούλμαν έκαιγε ένα κεράκι και φώτιζε τις σημειώσεις και τις περγαμηνές του. Όλες είχαν σύμβολα μυστικιστικά, γραμμένα από τον Σούλμαν στην άγνωστη γλώσσα των μάγων. Φήμες λέγανε πως κάθε μάγος έχει τον δικό του κρυπτογραφικό κώδικα ώστε να μπορεί μόνο αυτός να διαβάσει τις σημειώσεις του. Είναι παρανοϊκοί αυτοί οι μάγοι. Προς στιγμήν ο μάγος φοβήθηκε μην του κλέψει το ξωτικό καμιά περγαμηνή, και κοίταξε πίσω και πάνω από τον ώμο του. Το ξωτικό όμως είχε κολλημένο το βλέμμα του πάνω στις πέτρες και τα αρχαία σύμβολα των ξωτικών. Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να τα διαβάσει η ίδια και έπρεπε να βασιστεί σε έναν ανθρώπινο μάγο. Ο Λούκας άφησε το νέο τρίτο κομμάτι πιο δίπλα. Ο Σούλμαν έκατσε να το μελετήσει, το έσπρωξε κοντά στα άλλα και κατάλαβε ότι είχε μόνο τα τρία τέταρτα ενός μαρμάρινου δίσκου. Του έλειπε ένα τέταρτο κομμάτι. Σηκώθηκε όρθιος μουρμουρίζοντας βρισιές και άρχισε να κλωτσάει το σεντούκι του από τα νεύρα του. Μετά θυμήθηκε ότι δεν είναι μόνος.

‘Αχμ, συγνώμη. Ξεχάστηκα. Η πίεση από το Κολέγιο βλέπετε, μου ζητάνε αποτελέσματα και μάλιστα γρήγορα. Είναι ιδιαίτερα επίμονοι και απαιτητικοί. Λοιπόν, λείπει ένα κομμάτι ακόμα, αλλά μα τον Αυτοκράτορα δεν έχω ιδέα που μπορεί να βρίσκετε’. Άρχισε να σκέπτεται και να ξανακοιτάει τις σημειώσεις του. ‘Αφήστε με λίγο να μελετήσω τα υπόλοιπα κομμάτια πάλι με την ησυχία μου, σας παρακαλώ, και προσπαθήστε να βρείτε που μπορεί να βρίσκετε η τέταρτη πέτρα. Το Κολέγιο της Ουράνιας Τάξης θα σας ανταμείψει καλά! Μην το ξεχνάτε αυτό!’, είπε και τους έδιωξε ευγενικά.
Ο Εφρέζι είχε την διακαή επιθυμία να επισκεφτεί τον ναό του Σήγκμαρ και να ακούσει την λειτουργία του Ιερέα Μάγκνους Γκότσαλκ. Πάντα τον ηρεμούσαν οι λειτουργίες, και ο Ιερέας του ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Μπαίνοντας στον ναό, ο Ιερέας διέκοψε την λειτουργία για να τους χαιρετήσει. Τους αγκάλιασε όλους, ακόμα και το ξωτικό, για το καλό που έκαναν για το χωριό. Μετά επανήλθε στην λειτουργία. Οι τυχοδιώκτες την παρακολούθησαν με ενδιαφέρων, εκτός από το ξωτικό που βαρέθηκε γρήγορα. Αργότερα, όταν έμειναν μόνοι τους, άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις για τον ναό και την ιστορία του, θέλοντας να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους. Ότι, δηλαδή, οι κεραυνοί που πέφτουν συνέχεια στο ναό ήταν επειδή υπάρχει το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι της πέτρας κάπου κοντά.

Άλλα έπρεπε να του το φέρουν απαλά.

‘Έχεις δει κανένα όνειρο τελευταία, Μάγκνους’, είπε διπλωματικά ο Εφρέζι.

‘Συνέχεια το ίδιο όνειρο. Ένα μάγο σε μια βάρκα. Κύματα. Βροχή. Κεραυνοί. Τα γνωστά.’

‘Με μπλε ρόμπα?’

‘Ναι, κάποτε τον έβλεπε με κόκκινη, μέχρι που πέθανε ο Νέκραλ, είθε να κοιμάται καλά στην κρεβατοκάμαρα του Μορρ’.

Οι τυχοδιώκτες έσκυψαν το κεφάλι τους και έκαναν μια σύντομη προσευχή για την ψυχή του Νέκραλ, εκτός από το ξωτικό που δεν ήξερε από αυτά τα έθιμα.

‘Εγώ είδα ένα όνειρο με κτηνάνθρωπους και γκόμπλιν να ορμάνε στο χωριό’, είπε ο Εφρέζι.

Πριν απαντήσει ο Μάγκνους, ο νάνος γύρισε και τον κοίταξε. ‘Μα τι λες? Χτες μας έλεγε ότι στο όνειρο σου είδες μεγάλα ποντίκια!’

‘Ποντίκια? Μπορεί. Μάλλον ήταν ποντίκια ναι.’, είπε ο Εφρέζι τρίβοντας το κεφάλι του. ‘Δεν ξέρω, έχω φάει πολλά χτυπήματα. Μερικές φορές η μνήμη μου, μου παίζει παιχνίδια και με ξεγελάει’. Έμεινε να κοιτάει το κενό για λίγο. ‘Θυμίστε μου όμως, όντως έπεσε μια αγελάδα πάνω στον νάνο και στο ξωτικό, ή το είχα ονειρευτεί και αυτό.’

‘Όντως, Έπεσε.’, είπε η Ιρώνη, φτύνοντας τις λέξεις μια μια. ‘Γκότσαλκ, έχεις δει πουθενά εδώ καμιά άσπρη πέτρα?’, ρώτησε κάνοντας κατά μέτωπο επίθεση στο πρόβλημα.

‘Άσπρη πέτρα? Ξωτικό, δεν βλέπεις? Όλος ο ναός είναι φτιαγμένος από άσπρο μάρμαρο.’

‘Όχι τέτοιες πέτρες. Άσπρη μαγική πέτρα, που βγάζει μπλε λάμψεις και έχει ξωτικά γράμματα πάνω’.

Ο Ιερέας λοξοκοίταξε τον Εφρέζι σαν να του έλεγε ‘τι μου λέει τώρα αυτή’, γύρισε και κοίταξε πάλι το ξωτικό.

‘Άκουσον με τε και άκουσον με καλά. Μπορεί ο συνονόματος, ο Μάγκνους ο Ευσεβείς να έφερε τον μάγο σας, το ξωτικό Τέκλις στην Αυτοκρατωριά για να ιδρύσει τα κολέγια μαγείας, αλλά η Εκκλησία του Σήγκμαρ δεν έχει καμία σχέση με την μαγεία. Και δεν θέλει να έχει ποτέ. Μην ξεχνάς ότι ο ίδιος ο Σήγκμαρ είχε απαγορεύσει την μαγεία, γιατί η μαγεία πηγάζει από το Χάος!’. Ο Ιερέας είχε παθιαστεί με το κήρυγμα του. ‘Για αυτό, μην μου λες ότι στο ναό υπάρχουν μαγικές πέτρες.’

‘Μα μπορεί να μην το ξέρεις ότι υπάρχει κάπου.’

‘Εφρέζι τι μου λέει το ξωτικό σας?’

‘Δεν είμαι το ξωτικό κανενός!’, απαντάει η Ιρώνη.

‘Κοίτα να δεις σεβασμιότατε’, είπε ο Εφρέζι, μην ξέροντας ποιανού μέρος να πάρει. Το ξωτικό δεν είχε άδικο, αλλά και ο Ιερέας είναι σεβαστό πρόσωπο. ‘Δεν μπορείς να το αρνηθείς. Βλέπεις οράματα. Και πέφτουν κεραυνοί συχνά στο ναό. Το ίδιο συμβαίνει και σε όσους είναι κοντά στις άλλες πέτρες.

Άσε μας να ρίξουμε μια ματιά’, του είπε ο Εφρέζι.

Ο Γκότσαλκ φάνηκε να το σκέφτεται. ‘Πολύ καλά, ας ρίξουμε μια ματιά μαζί τότε. Για να ικανοποιήσω την περιέργεια σας. Και να αποδείξω ότι το ξωτικό λέει ασυναρτησίες και ότι είναι κακή επιρροή πάνω σας. Αλλά να προσέχετε, γιατί η περιέργεια είναι αυτή που ωθεί τους περίεργους στο Χάος. Μην σας παραξενέψει αν ξαφνικά ξυπνήσετε με ένα έκτο δάχτυλο στο πόδι!’.

Οι τυχοδιώκτες μαζί με τον Ιερέα έψαξαν τον ναό και το λιτό κελί στο όποιο κοιμάται, καθώς και το κελί του έκπληκτου, μυημένου βοηθού του, αλλά δεν βρήκαν τίποτα παράξενο. Στο τέλος πήγαν στην αποθήκη του ναού, εκεί που είναι κρυμμένα τα κειμήλια. Ναι, εκεί που είχε βρει και κλέψει το ξωτικό τον χρυσό αετό, αλλά τελικά τον επέστρεψε χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με πλάκες, αλλά καμία δεν έμοιαζε με την πέτρα που έψαχναν. Πέρα από τα χοντρά, δερμάτινα βιβλία, τα ιερά κηροπήγια, δισκοπότηρα , εξαπτέρυγα και τους γνώριμους στο ξωτικού, χρυσούς αετούς της αυτοκρατορίας, δεν βρήκαν τίποτα άλλο αξιοσημείωτο. Θα ετοιμάζονταν να φύγουν, όταν ξαφνικά ο νάνος σωριάστηκε στο έδαφος. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο και τα μάτια του ήταν κλειστά σαν να κοιμάται. Όταν τα άνοιξε, στην αρχή δεν καταλάβαινε που βρισκόταν. Και όταν τελικά κατάλαβε εστίασε το βλέμμα του στον Λούκας.

‘Σε είδα!’, του είπε.

‘Ναι’, απάντησε ο Λούκας. ‘Δεν προσπαθούσα να κρυφτώ.’

‘Όχι, μόλις τώρα. Είχα ένα όραμα. Σε είδα σε ένα δάσος, να κάθεσαι με την πλάτη σε ένα δέντρο. Ήσουν νεκρός Λούκας!’.

Ο Λούκας κοίταξε τους άλλους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε ασυναρτησίες ο νάνος, αλλά η αναπνοή του δεν βρόμαγε μπύρα, όπως τις άλλες φορές.

Το ξωτικό παραπάτησε, και κρατήθηκε από τον Εφρέζι. Όταν βρήκε την ισορροπία της είπε, ‘Και εγώ μόλις τώρα, είδα ένα όραμα, ένα άσπρο φως, και ήμουν σε ένα παζάρι προβάτων και κυνήγαγα ένα γκόμπλιν με τρία πόδια!’. Η Ιρώνη είχε πάρει μια έκπληκτη έκφραση.

‘Καλύτερα να βγούμε από αυτό το δωμάτιο, Γκότσαλκ’, του είπε ο Εφρέζι. ‘Τα οράματα τους γίνονται όλο και πιο γελοία’. Ο Γκότσαλκ δεν ήταν τόσο σίγουρος. Για τον νάνο δεν είχε αμφιβολία, αλλά το ξωτικό θα μπορούσε να τον κοροϊδεύει, έτσι για ‘καπρίτσιο’.

Όταν πήγαν πάλι πάνω στην αίθουσα του ναού οι τυχοδιώκτες ήταν σαστισμένοι. Δεν ήξεραν τι νόημα να βγάλουν από τα οράματα. Είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. Τεράστια ποντίκια, γκόμπλιν με τρία πόδια, πανηγύρια προβάτων, μάγοι πάνω σε βάρκες και ο Λούκας νεκρός σε ένα δάσος. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα.

‘Καλύτερα να ψάξουμε για περαιτέρω στοιχεία’, είπε ο νάνος.

‘Ναι, αλλά που’, ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Να σκαρφαλώσει κάποιος στην οροφή του Ναού!’, πρότεινε ο Λούκας.

‘Το κάναμε αυτό, δεν θυμάσαι?’

Όχι, ο Λούκας δεν θυμόταν.

‘Πρέπει να ψάξουμε λίγο την ιστορία της πόλης’, είπε το ξωτικό.

‘Τόσα στοιχεία σας έχει δώσει αυτός ο μαλάκας ο GM, αλλά εσείς δεν μπορείτε να θυμηθείτε αν το όνειρο που είδατε είχε ποντίκια ή κτηνάνθρωπους’, είπε αγανακτισμένος ο Γκότσαλκ. ‘Δεν σας είχα πει να κρατάτε σημειώσεις, επειδή τίποτα δεν λέγεται στην τύχη? Γιατί δεν πάτε για παράδειγμα στον καθηγητή του πανεπιστημίου της Άλτντορφ που έχει έρθει εδώ να κάνει την μελέτη του!’, η φωνή του Ιερέα ήταν βραχνή, σαν να μιλούσε για αυτόν κάποιος άλλος. Ο Σήγκμαρ?

‘Σωστά!’, είπαν οι παίκτες, αφού ξεπέρασαν το ξαφνικό σοκ. Δεν είχαν συνηθίσει να μιλάει έτσι σκληρά ο Ιερέας. Από την άλλη ήταν βετεράνος σε τουλάχιστον δυο εκστρατειών εναντίων του Χάους. Θα είχαν δει πολλά τα μάτια του και θα είχαν ακούσει πολλά τα αυτιά του. ‘Ο καθηγητής Κνόπφεν! Που είχαμε πάει σπίτι του όταν είχε ζωντανέψει ο ιατρικός σκελετός που είχε’.

Σιγά σιγά είχε αρχίσει να φρεσκάρει η μνήμη τους. ‘Αυτός δεν ήταν που έγραφε ένα βιβλίο για την ιστορία της πόλης?’, ρώτησε ο Λούκας.

‘Ναι, πως το έλεγαν το βιβλίο να δεις, στην άκρη της γλώσσας μου το έχω’, ο Εφρέζι δεν μπορούσε να το θυμηθεί ακόμα και αν κρεμόταν η ζωή του από την απάντηση στην ερώτηση αυτή.

‘Εγκυκλοπαίδικους Στρομντόρφιους!’, φώναξε το ξωτικό με ικανοποίηση που το θυμήθηκε. Γενικός η μνήμη της τον τελευταίο καιρό ήταν αδύναμη, λόγω τον χτυπημάτων που έτρωγε στις μάχες.

Ο νάνος απηύδησε με το ξωτικό που το έπαιζε έξυπνο. ‘Να σας θυμίσω ότι εμένα δεν με είχατε γνωρίσει ακόμα, τότε. Αν ήμουν και εγώ εκεί δεν θα κάναμε καν αυτήν την συζήτηση. Θα το είχα θυμηθεί προ πολλού’, είπε ενώ είχε ήδη ξεκινήσει προς το σπίτι του Κνόπφεν.

‘Που πας?’, τον ρώτησε η Ιρώνη. ‘Από την άλλη είναι!’

Όταν έφτασαν στο σπίτι του καθηγητή Κνόπφεν είδαν φως στο πάνω δωμάτιο. Ο καθηγητής δεν κοιμόταν. Η πόρτα ήταν κλειστή. Την χτύπησαν τρεις φορές.

‘Δεν είμαι εδώ!’, ακούστηκε μια φωνή. ‘Φύγετε, μην με ενοχλείτε’.

Ο Λούκας ξεκίνησε να φύγει.

‘Εμείς είμαστε’, είπε το ξωτικό που δεν το έβαζε εύκολα κάτω. ‘Οι τυχοδιώκτες από την Ουμπερσράηκ. Που είχαμε σκοτώσει τον σκελετό σου.’ Το τελευταίο ακούστηκε λίγο παράξενα, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν η αλήθεια!

‘Α! Μα φυσικά. Περάστε, περάστε’, τους είπε ο καθηγητής. Η διάθεση του άλλαξε αμέσως όταν κατάλαβε με ποιους μιλούσε. Ο Λούκας γύρισε πάλι πίσω και μπήκε και αυτός μέσα, μαζί με τους άλλους, βρίζοντας τους κυκλοθυμικούς καθηγητές εν γένει.

Ανέβηκαν στο δωμάτιο του καθηγητή. Ήταν γεμάτο βιβλία, από το πάτωμα ως το ταβάνι. Ο καθηγητής καθόταν στο γραφείο του και έγραφε. Χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει, τους ρώτησε. ‘Λοιπόν, πως από εδώ?’.

‘Θα θέλαμε πληροφορίες για την ιστορία της πόλης. Και για εκείνον τον ερειπωμένο πύργο, στο λόφο Τέμπεστ Ναπ’, είπε ο Εφρέζι.

Ο καθηγητής τους είπε για την χωριό. Τους είπε πως πριν ακόμα δημιουργηθεί η αυτοκρατορία του Σήγκμαρ, στο σημείο που βρίσκετε τώρα ο ναός ήταν ένα κομμάτι πέτρας. Στο σημείο αυτό μαζεύονταν τα καραβάνια των φυλών των ανθρώπων και έκαναν εμπόριο. Σιγά-σιγά, δημιουργήθηκε ένα καταυλισμός, που αργότερα έγινε χωριουδάκι. Χρόνια αργότερα, όταν είχε δημιουργηθεί η αυτοκρατορία και ο Σήκγμαρ αποκήρυξε την μαγεία και ότι είχε σχέση με το Χάος, οι κάτοικοι γκρέμισαν την πέτρα και πάνω της, συμβολικά, έχτισαν έναν ναό του Σήγκμαρ.

‘Όσο για τον λόφο Τεμπεστ Ναπ, και τον ερειπωμένο πύργο που βρίσκετε εκεί’, ξεκίνησε να λέει ο καθηγητής ενώ σηκώθηκε από την καρέκλα του και άρχισε να κάνει βόλτες από την ένταση και την πώρωση του, ‘αυτός είναι ένα από τα πολλά βαρβαρώδη μνημεία των ξωτικών των οποίων ο αξιολύπητος πολιτισμός, και οι τραγελαφικές προσπάθειες δημιουργίας πολιτιστικών μνημείων, προϋπήρχε του δικού θεσπέσιου πολιτισμού’. Ο Κνόπφεν είχε πάρει φόρα και είχε ξεχάσει την παρουσία της Ιρώνη στο δωμάτιο. Η Ιρώνη από τακτ, ή από βαρεμάρα, προτίμησε να μην το σχολιάσει. Παρόλα αυτά, όταν έφυγαν, πίεσε τους υπόλοιπους να επισκεφτούν τον λόφο, πριν πάνε πάλι πίσω στον Ιερέα και του ανακοινώσουν ότι θα εκτελέσουν ανασκαφές στον ναό του. Ίσως έβρισκαν κάποιο κρυμμένο στοιχείο εκεί. Όπως θα δείτε, κάτι υπήρχε κρυμμένο εκεί, αλλά η παρέα του ξωτικού δεν κατάφερε να ανακαλύψει τίποτα και να μείνει μόνο με τις υποψίες.

Το επόμενο πρωί, παρά την καταρρακτώδη βροχή, ξεκίνησαν για το λόφο Τέμπεστ Ναπ. Είχαν πλέον συνηθίσει την βροχή, και το περπάτημα στις λάσπες. Μόνο ο νάνος είχε μεταφορικό μέσω, την αγελάδα του (την Σάλλυ, ξέρετε…). Στην πύλη, ο φρουρός είχε προσπαθήσει να τους μεταπείσει.

‘Μην πάτε εκεί’, είχε πει, ‘ο πύργος είναι στοιχειωμένος. Τα φαντάσματα εκεί θα σας πιούνε τις ψυχές σας!’, τους προειδοποίησε.

‘Δεν νομίζω’, είπε ο νάνος, ‘έχω μαζί μου το βαρελάκι με τον Υδροκέραυνο. Αν είναι να πιουν κάτι, σίγουρα θα προτιμήσουν τον ζύθο, από την ψυχή του ξωτικού’. Τον φρουρό τον ξεγέλασε, αλλά όχι και τους συνταξιδιώτες του. Η αμηχανία και η νευρικότητα αιωρούνταν πάνω από την ομάδα. Ύστερα από την μάχη με τον Νεκρομάντη, δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλα κακόβουλα, αιθέρια πνεύματα από τον άλλο κόσμο.

‘Δεν νομίζεις πως η αγελάδα του νάνου φαίνεται πιο λεπτή από όταν μας την δώρισε ο Άκερλαντ?’, ρώτησε το ξωτικό τον Λούκας ύστερα από μια ώρα περπατήματος. Η αγελάδα, αν και ήταν δώρο προς όλη την ομάδα, ο νάνος την είχε οικειοποιηθεί και την είχε πάρει υπό την αποκλειστική προστασία του.

‘Ναι. Αν συνεχίσει έτσι την ιππασία του ο Κρούσες, δεν νομίζω να αντέξει η αγελάδα πάνω από τρεις μέρες. Ίσως και δύο, αν μας λυπηθεί ο Σήγκμαρ’, απάντησε ο Λούκας.

‘Γιατί το λες αυτό. Σαν να θες να ψοφήσει η αγελάδα’. Η Ιρώνη κοίταξε υποτιμητικά τον Λούκας

‘Φυσικά! Μα είναι θέαμα αυτό’, ο Λούκας έδειξε τον νάνο. Καβαλούσε την αγελάδα, και ήταν όρθιος στην σέλα και έκανε κολοτούμπες και πάντα προσγειωνόταν πάνω στην σέλα. Το θέαμα ήταν εκπληκτικό. Και γελοίο. Δηλαδή εκπληκτικά γελοίο. ‘ Σε ρωτώ. Είναι θέαμα αυτό? Να καβαλάει αγελάδες ο νάνος? Τα κορίτσια στο χωριό έχουν αρχίσει και μιλάνε πίσω από τις πλάτες μας. Σπέρνουν φήμες!’, ο Λούκας επιτέλους ξέσπασε. ‘Υποτίθεται θέλουμε να φτιάξουμε ένα όνομα για την ομάδα μας. Να μας εμπιστεύονται για να μας δίνουν δουλείες. Ανάθεμα την ώρα που μας έκανε το δώρο ο Άκερλαντ, ο βλάχος. Αγελάδα! Ας μας έδινε ένα κουβά γάλα. Ή τυρί! Όσο πιο γρήγορα πεθάνει η αγελάδα, τόσο το καλύτερο, πίστεψε με’. Η αγελάδα σαν να άκουσε τον Λούκας, και του απάντησε με ένα παραπονεμένο ‘μουουου’.

Ο Λούκας συνέχισε να παραπονιέται. ‘Φοβάμαι, όμως ότι θα μας περάσουν για τρελούς με τις παραξενιές του νάνου’.

‘Ένωσε το ρόπαλο(2)’, είπε η Ιρώνη χρησιμοποιώντας μια φράση που μόνο ένα ευγενές ξωτικό θα καταλάβαινε. ‘Εγώ το φοβόμουν αυτό από την πρώτη μέρα που μας έγινε κολλιτσίδα’.

Φτάνοντας στο λόφο Τέμπεστ Ναπ, ένα αίσθημα κακουχίας και μιζέριας τους κυρίευσε. Ο ερειπωμένος πύργος υψωνόταν στον ουρανό σαν ένα δάχτυλο που έδειχνε κάτι ψηλά. Έπεισαν τον νάνο να δέσει την αγελάδα του χαμηλά στους πρόποδες του λόφου και ανέβηκαν το μονοπατάκι με τα πόδια. Όσο ανέβαιναν ο νάνος ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό. Δεν μπορούσε να ανασάνει με άνεση. Ένιωθε ανεπιθύμητος. Όχι από το ξωτικό, αυτό το ένιωθε συνέχεια, αλλά από τον πύργο. Σαν να μην τον ήθελε ο πύργος εδώ γύρο. Το ξωτικό από την άλλη φαινόταν χαρούμενο. Ήταν σε μια κατάσταση ευφορίας, που όσο πλησίαζαν τα ερείπια γινόταν πιο έντονη. Κοίταγε τις πέτρες με προσοχή, ήταν σίγουρη ότι κάτι έπρεπε να ανακαλύψει, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν αυτό. Ο Εφρέζι της θύμισε ότι ο πύργος αυτός πρέπει να είχε κατασκευαστεί από ξωτικά, και η Ιρώνη θυμήθηκε. Ο Πύργος ήταν κατασκευασμένος κατά την περίοδο του Πολέμου της Γενειάδας. Τότε που οι νάνοι είχαν κηρύξει πόλεμο στα ξωτικά. Τις σκέψεις τις, της διέκοψε ένας ψίθυρος από τα ερείπια.

‘Το ακούσατε αυτό?’, ρώτησε.

‘Ποιο’, ρώτησε ο νάνος κοιτάζοντας την με μισό μάτι.

‘Έναν ψίθυρο. Δεν τον ακούτε? Ακόμα και τώρα τον ακούω’.

‘Μας δουλεύει?’, ρώτησε ο νάνος τον Λούκας.

‘Δεν νομίζω’, είπε ο Λούκας, ‘τα ξωτικά έχουν πολύ καλή ακοή’.

‘Το ίδιο και οι νάνοι’, απάντησε ο Κρούσες πληγωμένος.

‘Δεν μπορεί να μην το ακούτε!’, φώναξε η Ιρώνη, ‘σχεδόν καταλαβαίνω ορισμένες λέξεις! Σχεδόν’. Ο Εφρέζι προσπαθούσε να αφουγκραστεί και αυτός, αλλά μάταια.

‘Μας κοροϊδεύει!’, είπε ο Κρούσες δείχνοντας την Ιρώνη, σαν ένα παιδί που ανακαλύπτει κάποιο άλλο να κάνει ζαβολιά,. ‘Το ξωτικό μας κοροϊδεύει. Είναι τσαρλατάνισα. Δεν ακούσει τίποτα. Το προσποιείται για να μας κάνει κήρυγμα για τον πόλεμο της Εκδίκησης και να κλαφτεί.’

‘Γιατί να κλαφτώ. Τι σχέση έχει ο πόλεμος Γενειάδας με τους ψιθύρους!’.

Ο πόλεμος μεταξύ ξωτικών και νάνων είχε διαφορετική ονομασία, αναλόγως με ποιους μίλαγες. Για τα ξωτικά ήταν ο πόλεμος της γενειάδας, επειδή οι νάνοι κήρυξαν πόλεμο επειδή ο βασιλιάς των ξωτικών είχε ξυρίσει την γενειάδα ενός διαπραγματευτή των νάνων. Για τους νάνους, ήταν ο πόλεμος της εκδίκησης, επειδή τα ξωτικά έπρεπε να πληρώσουν με αίμα για τις προσβολές τους ενάντιων των νάνων. Το χρέος των ξωτικών έχει διαγραφεί με τον θάνατο του Βασιλιά τους από τα χέρια του βασιλιά των Νάνων, Γκότρεκ, εδώ και χρόνια, αλλά οι νάνοι δεν ξεχνάνε εύκολα. Η δυσπιστία τους απέναντι στα ξωτικά είναι θρυλική.

‘Νομίζω ότι αναγνωρίζω κάποιες λέξεις. Η διάλεκτος μου είναι αμυδρά γνώριμη…’, συνέχισε η Ιρώνη και επίτηδες δεν ολοκλήρωσε την φράση της. Δεν είχε νόημα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν οι ψίθυροι που άκουγε.

Ο νάνος ήταν ιδιαίτερα εκνευρισμένος, αλλά ο Εφρέζι που δεν είχε δώσει σημασία στην διαμάχη, παρατήρησε καλύτερα τα ερείπια. Οι πέτρες, όταν της καθάρισε από την βρωμιά και την σκόνη, είχαν το ίδιο χρώμα με τις πέτρες που έψαχναν. Κοίταξε κάτω, αλλά αντί για πλάκες είδε μόνο χώμα.

‘Πρέπει να σκάψουμε…’, είπε ο Εφρέζι.

Ο Νάνος ρίχτηκε με τα μούτρα στο σκάψιμο, με τα γυμνά του χέρια.

‘…αλλά πρώτα να πάμε στο χωριό να φέρουμε φτυάρια’, ολοκλήρωσε ο Εφρέζι.

Όλο αυτό το πήγαινε έλα, είχε αρχίσει να δημιουργεί νεύρα σε όλους (ειδικά στην Σάλλυ, την αγελάδα). Ο Φρούρος της πύλης ξαφνιάστηκε όταν τους είδε να πηγαίνουν δεύτερη φορά στον πύργο.

‘Το φάντασμά σου μας ζήτησε και άλλη μπύρα’, του είπε ο νάνος, αλλά το αστείο του δεν βρήκε ανταπόκριση.

Άρχισαν το σκάψιμο στο εσωτερικό του πύργου. Σε λίγο θα νύχτωνε και κανείς δεν ήθελε να είναι εδώ την νύχτα. Σε βάθος ενός μέτρου βρήκαν το δάπεδο που είχε καλυφτεί από χώμα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Σκαλισμένα στο δάπεδο ήταν τα ίδια σύμβολα με αυτά που είχαν οι πέτρες που είχαν αφήσει στον Σούλμαν, αλλά έλειπαν κάποια κομμάτια. Αποφάσισαν ότι τα κομμάτια που είχαν μαζέψει προέρχονταν από αυτό το σημείο. Για κάποιο λόγο είχαν σκορπιστεί σε τέσσερα σημεία. Κάποια μαγική έκρηξη? Ο νάνος ήταν αυτής της άποψης. Η μαγεία είναι ύπουλη, έλεγε, και να, ακόμα και η μαγεία των ξωτικών έσκασε στα μούτρα τους, είπε γελώντας.

‘Μπαμ! Στα μούτρα τους! Χαχααχχαχα αααχ’, είπε. Πάνω από τέσσερις φορές. Το ξωτικό ήταν έτοιμο να τον στραγγαλίσει.



‘Τέσσερα σημεία λοιπών, και ξέρουμε μόνο τα τρία’, είπε ο Εφρέζι. Του άρεσε να λύνει μυστήρια (αν και το μυστήριο του θανάτου της Μάντριγκα Μπρένερ δεν το έλυσε ποτέ, δεν είχε καταλάβει καν ότι ήταν μυστήριο. Όπως όλοι στο χωριό, έτσι και αυτός είχε χάψει το παραμύθι που διέδωσε ο Σεμπάστιαν Μπρένερ ότι ήταν αυτοκτονία, αλλά δεν ήταν. Οι γιοι του θα ήθελαν πολύ να βρούνε τον ένοχο, αν ήξεραν ότι η μητέρα τους είχε πέσει θύμα δολοφονίας). Όσον αφορά τα σημεία στα οποία σκορπίστηκαν τα κομμάτια της πέτρας, ο Εφρέζι υπέθεσε ότι θα σχημάτιζαν ένα σταυρό με κέντρο το λόφο Τέμπεστ Ναπ. Το βόρειο σημείο ήταν εκεί που βρήκαν τον Γκομπσπάητ. Το δυτικό σημείο ήταν η πέτρα των κτηνανθρώπων. Το ανατολικό σημείο αρχικά υπέθεσαν ότι ήταν ο τάφος του Στίκχελμ, στον ναό του Μορρ, αλλά ο Εφρέζι τους διόρθωσε.

‘Από ότι μου είπε ο Ιερέας, ο Στίκλχελμ είχε αρχικά θαφτεί στις όχθες του ποταμού Τράνινκ στο Φορθινκ Φορντ, εκεί που νίκησε την απέθαντη στρατιά των βρικολάκων, και μετά υπέκυψε στα τραύματα του. Εκεί είχαν βρει την πέτρα τότε οι στρατιώτες του και την χρησιμοποίησαν σαν ταφόπλακα’. Όλα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό του Εφρέζι. ‘Αρά εκεί ήταν το δυτικό σημείο. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Το βόρειο σημείο ήταν στην πόλη. Στο ναό του Σήγκμαρ. Εκεί βρισκόταν η τελευταία πέτρα’, είπε ο Εφρέζι, και αμέσως συνηδητοποίησε ένα μεγάλο πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν.

‘Πάμε λοιπών’, είπε ο Λούκας. ‘Πρέπει να ανοίξουμε ορισμένες τρύπες!’.

Ο Εφρέζι δεν απάντησε. Είχε πέσει σε κατάσταση κατατονίας.

‘Δεν πιστεύω να φοβάσαι τον Ιερέα Γκότσαλκ?’, του είπε η Ιρώνη. Ανυπομονούσε να δει το πρόσωπο του Ιερέα όταν του έλεγαν ότι θα σκάψουν στα θεμέλια του ναού του.

..

‘Άκουσα καλά?’, φώναξε ο Ιερέας τόσο δυνατά που σχεδόν ένιωσαν το οστικό κύμα της φωνής του.

Το πρόσωπο του Γκότσαλκ είχε πάρει ένα σκούρο κόκκινο χρώμα, ‘Εφρέζι, είπες ότι θα σκάψεις στα θεμέλια, ή παράκουσα? Μα το Σήγκμαρ, εύχομαι να παράκουσα. Να εύχεσαι να παράκουσα!’

‘Ε, ναι, θα θέλαμε να σκάψουμε. Με αυτά τα φτυάρια, όταν τα ευλογήσεις’.

‘Πλάκα με κάνεις τώρα?’, ο Ιερέας άρχισε να μιλάει στην διάλεκτο του χωριού του. Πάντα όταν
έβγαινε εκτός εαυτό υποτροπίαζε στην διάλεκτο αυτή.

‘Όχι, κοίταξε, δεν ξέρεις καλά τι έχει γίνει’, ο Εφρέζι θα ορκιζόταν ότι άκουσε το ξωτικό να χαχανίζει.

‘Η πέτρα, αυτή φτέει για τα οράματα σου. Αυτή ελκύει το χάος στο χωριό σου. Τον νεκρομάντη, τους κτηνανθρώπους, τα γκόμπλινς. Τυχαίο? Δεν νομίζω!’.

‘Εφρέζι. Ακούγοντας τι λες, για ένα πράμα είμαι σίγουρος ότι ελκύει η πέτρα. Την βλακεία’. Ενώ μίλαγε ο Γκότσαλκ, έφτυνε χωρίς να το θέλει τον Εφρέζι. Ο Εφρέζι έκανε πως δεν το καταλάβαινε, αλλά το ξωτικό προσπαθούσε τόσο πολύ να μην γελάσει που κόντευε να λιποθυμήσει.

‘Γκότσαλκ…’, πετάχτηκε ο Λούκας για να σώσει την κατάσταση.

‘Σκασμός εσύ!’, του είπε. Ο Γκότσαλκ δεν σήκωνε ποτέ όταν νευρίαζε. ‘Εφρέζι, θες να βεβηλώσω τον ναό του Σήγκμαρ για μια μαγική πέτρα? Των ξωτικών?’

Ο Εφρέζι είχε ιδρώσει. Έπρεπε να φανεί πολύ διπλωμάτης. ‘Μα πως μπορείς να είσαι ύσηχος όταν κάτω από τον ναό σου είναι μια τέτοια πέτρα? Πρέπει να την βγάλουμε’.

‘Όχι! Καλύτερα έτσι. Ο ναός πρέπει να είναι πάνω από την μαγεία. Ανυπέρβλητος’. Ο Γκοτσαλκ είχε παρασυρθεί από το πάθος του για την θρησκεία του Σήγκμαρ και δεν θα άκουγε την λογική. Άρχισε να τους κάνει μισή ώρα κήρυγμα για τον Λόγο του Σήγκμαρ, την αυτοκρατορία και την και την μαγεία που είναι η ρίζα του Χάους. Η Ιρώνη είχε αρχίσει να κουράζετε. Αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσει τα κόλπα του Πάρτοναγκαλια, του καθηγητή της, του μέγα διδασκάλου της Τσαρλατανιάς.

Επί άλλη μισή ώρα η Ιρώνη και ο Γκότσαλκ επιχειρηματολογούσαν. Σαν μια μονομαχία δύο έμπειρων ξιφομάχων, το σπαθί τους χάραζε το κορμί του αντιπάλου, προσπαθώντας να δουν τις αδυναμίες τους και τα δυνατά τους σημεία. Τα λόγια του Γκότσαλκ ήταν τραχιά και βαρύγδουπα, γεμάτα πάθος για τον Σήγκμαρ, την αυτοκρατορία και τα Έργα των Ανθρώπων. Τα λόγια της Ιρώνης ήταν γλυκά και τραγουδιστά, γεμάτα κοπλιμέντα για τους Ανθρώπους, αλλά και με προειδοποιήσεις για την μανία του χάους και την έχθρα του σε κάθε τι που το εναντιώνεται. Κανενός όμως η επιχειρηματολογία δεν μπορούσε να υπερτερήσει του άλλου. Κανείς δεν μπορούσε να πείσει τον άλλο. Η Ιρώνη πάλευε να προωθήσει την ατζέντα της και να τον πείσει να τους αφήσουν να κάνουν μια μικρή ανασκαφή στα θεμέλια της εκκλησίας, ο Γκότσαλκ όσο το άκουγε οργιζόταν. Το θεωρούσε μέγιστη βεβήλωση και ασέβεια στον Σήγκμαρ και στον νάο του. Η Ιρώνη αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να παίξει το τελευταίο της χαρτί.

‘Έχω να σου κάνω μια προσφορά που δεν μπορείς να αρνηθείς’, του είπε.

‘Να ακούσω’, απάντησε ο Ιερέας με επιφύλαξη.

‘Αν μας αφήσεις να ξεθάψουμε την πέτρα από το ναό σου, σαν να βγάζαμε την ρίζα του Χάους από έναν αθώο, τότε σου υπόσχομαι ότι θα ασπαστώ την Θρησκεία του Σήγκμαρ’, του είπε σοβαρά.

‘Τι? Λες αλήθεια?’, αυτό που άκουσε ο Ιερέας ήταν πρωτοφανές. Ακόμα και ο Εφρέζι δεν πίστευε στα αυτιά του.

‘Ναι, αλήθεια’, απάντησε η Ιρώνη.

Ο Γκότσαλκ την κοίταξε στα μάτια έντονα. Οι ματιές τους είχαν κλειδώσει η μια στην άλλη για αρκετά δευτερόλεπτα και μια αμήχανη σιγή επικράτησε.

‘Πολύ καλά, σε πιστεύω!’, είπε ο Σήγκμαρ. Είχε αρχίσει να εκκρεμεί. ‘Πρόσεχε όμως, αν ψεύδεσαι, η οργή του Σήγκμαρ θα είναι τρομερή’.

Η Ιρώνη δεν είχε αμφιβολία για αυτό. Είχε πάρει μια γεύση της οργής του Σήγκμαρ όταν είχε κλέψει εκείνους τους αναθεματισμένους χρυσούς αετούς. Ο Ιερέας άρπαξε ένα φτυάρι.

‘Για να σου αποδείξω ότι εγώ από την μερία μου έχω αγνές προθέσεις, θα κάνω την αρχή του σκαψίματος’, είπε. Κανείς δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει. Ενώ έσκαβε ο Ιερέας είχε χαθεί στις σκέψεις του. Όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο περήφανος ήταν με τον εαυτό του. Είχε πάρει μέρος σε τρεις ένδοξους πολέμους της αυτοκρατορίας, αλλά δεν υπήρχε μεγαλύτερη δόξα από το να κάνει ένα άθεο ξωτικό να ασπαστεί την αληθινή θρησκεία του Σήγκμαρ. Και όσον αφορά την βεβήλωση του ναού? Τρίχες. Δεν είναι βεβήλωση όταν σκάβει ο ίδιος, έτσι δεν του είχε πει το ξωτικό? Κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ανακαινίσει. Είχε δίκιο το ξωτικό, η τρύπα αυτή μετά, όταν ξεθάφτει την πέτρα, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πηγάδι. Ή σαν κρύπτη για να κρύβει τα πολύτιμα κειμήλια της εκκλησίας, όπως εκείνους τους χρυσούς αετούς που έχουν την τάση να χάνονται τελευταία. Ο Ιερέας ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του, που είχε ξεχάσει να δώσει και στους άλλους να σκάψουν. Στο τέλος το φτυάρι του χτύπησε την πολύτιμη πέτρα.

‘Ορίστε να τη’, τους είπε.

‘Ωπ, φερτή εδώ’, είπε το ξωτικό. Έδωσε την πέτρα στον νάνο. ‘Οκ, σε ευχαριστούμε. Γεια και καληνύχτα’, του είπε, και έφυγαν βιαστικά.

Ο Γκότσαλκ έμεινε μόνος σαστισμένος. Από την μία ήταν ανακουφισμένος που έδιωξε την πέτρα από τον ναό του, από την άλλη είχε μείνει μόνος σε ένα δωμάτιο με μια τεράστια τρύπα και σωρούς από χώματα. Άρχισε να νιώθει ότι είχε πέσει θύμα ενός επαγγελματία απατεώνα τόσο καλού στην δουλεία του, που όχι μόνο δεν είχε καταλάβει τι απάτη έγινε, αλλά είναι και υποχρεωμένος απέναντί στον θύτη του.

..

‘Νίκλαους, φίλε μου, πες αλεύρι!’, είπε με χαρά ο Λούκας στον Μάγο της Ουράνιας τάξης όταν μπήκε με φόρα στο δωμάτιο του.

‘Ξεχνάς ότι η Ουράνια Τάξη ασχολείται με προφητείες και με προβλέψεις του μέλλοντος’, είπε ο Νίκλαους Σούλμαν. ‘Δεν χρειάζεται ούτε αλεύρι να πω, ούτε να μου πείτε τι με γυρεύει. Ξέρω πολύ καλά, καλοί μου φίλοι. Φέρτε μου την πέτρα να τελειώνουμε με αυτήν την μετάφραση επιτέλους’.
Ο Λούκας σήκωσε τα φρύδια του και κοίταξε την Ιρώνη. Στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένος ο θαυμασμός του προς τον Σούλμαν και ήθελε να δει αν και οι άλλοι είχαν εντυπωσιαστεί από τις ικανότητες του. Ο νάνος απουσίαζε γιατί είχε μείνει στον στάβλο να ταΐσει την αγελάδα του γιατί του είχε φανεί κουρασμένη.

Ο Σούλμαν έβαλε την πέτρα στο πάτωμα του δωματίου, δίπλα από τις άλλες τρεις και ολοκλήρωσε τον πέτρινο δίσκο.

‘Αχ μάλιστα, ναι, ναι’, άρχισε να λέει και μετά συνέχισε να μουρμουρίζει μόνος του. Ο Εφρέζι και ο Λούκας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε. Η Ιρώνη κοίταξε τριγύρω της. Το βλέμμα της πλανήθηκε στις περγαμηνές που είχε κολλήσει στον τοίχο και στα σημειώματα που είχε αφήσει στο γραφείο. Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι ίσως μπορούσε να διαβάσει ορισμένα. Αλλά προσπάθησε να ακούσει τι λέει ο Σούλμαν. ‘Το Σύμπλεγμα’, τον άκουσε να λέει, ‘είναι πιο ισχυρό από ότι περίμενα!’. Έγραφε κάτι στα χαρτιά του και μετά πάλι κοίταγε τις πέτρες. Η βροχή έξω συνεχιζόταν. Ένας κεραυνός έπεσε στο πρόχειρο αλεξικέραυνο που είχε προσαρμόσει κοντά στο παράθυρο του και ο κεραυνός εκκενώθηκε στο έδαφος.

Ξαφνικά, σαν να τον χτύπησε κεραυνός (χεχε, πως τα γράφω), πετάχτηκε όρθιος.

‘Ο νάνος!’, φώναξε. ‘Που είναι ο νάνος?’

‘Στον στάβλο’, απάντησε ο Λούκας, ‘γιατί ρωτάς? Τι συμβαίνει?’

‘Πρέπει να του μιλήσω. Η πέτρα αυτή κατασκευάστηκε την εποχή του πολέμου της Εκδίκησης. Ίσως γνωρίζει τις απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις μου. Περιμένετε εδώ, μην κουνηθείτε, επιστρέφω αμέσως!’, είπε και βγήκε γρήγορα από την πόρτα, παίρνοντας μαζί του το ραβδί του.

Η ώρα πέρναγε και οι τυχοδιώκτες είχαν αρχίσει να γίνονται ανυπόμονοι. Ο Σούλμαν δεν είχε γυρίσει. Πρέπει να είχαν περάσει πάνω από δέκα λεπτά, όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε πάλι. Αλλά αυτός που μπήκε μέσα δεν ήταν ο Σούλμαν, αλλά ο νάνος ο Κρούσες.

‘Λοιπών? Τι νέα?’, τους είπε.

Αμέσως οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι έκαναν ένα πολύ μεγάλο λάθος.

‘Δεν ήρθε να σε δει ο Σούλμαν?’, των ρώτησε γρήγορο ο Λούκας.

‘Όχι’, είπε ο νάνος.

‘Γρήγορα, πάρτε τα όπλα σας ανα χείρας και φεύγομαι όχι τρέχοντας, αλλά πετώντας! Κηρύττω την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου των Μπλε Γλάρων!’, είπε φωνάζοντας με πάθος ο Εφρέζι.

Οι υπόλοιποι των κοίταζαν σαστισμένοι, σαν να μιλούσε Νόρσικα.

‘Πάμε να πιάσουμε τον Σούλμαν’, είπε ο Εφρέζι ενοχλημένος που έπρεπε να επαναδιατυπώσει την ωραία ατάκα του.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

(1) Μορκ: Ένας από τους δύο θεούς των πρασινοτόμαρων. Ο άλλος είναι ο Γκορκ. Αν και υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με το φύλο τους, μεταξύ των λογίων της Άλντορφ.

(2) Ένωσε το ρόπαλο: Η φράση αυτή χρησιμοποιείτε κυρίως από τους εμπόρους στην Ούλθουαν, όταν ένας από αυτούς περιέλθει σε δύσκολη ή/και στριμόκολη θέση, στην όποια θέση βρίσκεται ήδη ένας άλλος έμπορος. Η προέλευση της φράσης φημολογείται ότι είναι από ένα περιστατικό κατά το οποίο ο μυθικός έμπορος Τζόην Δ’Εκλαμπ είχε πέσει θύμα απάτης. Τριγυρνούσε στους δρόμους του νησιού Ούλθουαν κραδαίνοντας ένα ρόπαλο με το οποίο είχε σκοπό να ραπίσει τους απατεώνες που τον ξεγέλασαν. Στο δρόμο συνάντησε έναν άλλον έμπορα που είχε πέσει και αυτός θύμα της ίδιας απάτης. Του φώναξε την φράση που έγινε πια παροιμία. ‘Ένωσε το ρόπαλο, μαζί με το δικό μου, να τον ραπίσουμε μαζί, στο όνομα του νόμου!’. Η φράση ακουγόταν τόσο παράξενη στα αυτιά των υπηκόων της αυτοκρατορίας, που έχει αρχίσει και γίνεται σλόγκαν. Αλλά λίγοι ξέρουν την προέλευση που μόλις διαβάσατε.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Monday 1 November 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Αγελάς Εξ' Ουρανού

Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό, τζογαδόρος και τσαρλατάνος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην φρουρός από την Ουμπερσράηκ
Κρούσες Αηρονφαουντέρσσον, νάνος από το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ



Η ξαφνική εισβολή των κτηνάνθρωπων είχε απωθηθεί γρήγορα χάρη όχι μόνο στον ηρωισμό τον τυχοδιωκτών αλλά και τον ντόπιων. Η τύχη έπαιξε και αυτή έναν σημαντικό ρόλο, αν και ο Ιερέας Γκότσαλκ είχε πει, ‘Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίες φτιάχνουν οι ίδιοι τις τύχες τους’. Ο Ιερέας του Μορρ είχε μπροστά του πολύ δουλεία. Δεν είχε ολοκληρωθεί το θάψιμο τον σωμάτων που είχε ζωντανέψει ο Λάζαρους, και τώρα το χωριό θα χρειαζόταν πάλι τις υπηρεσίες του για την ταφή των θυμάτων. Υπήρχε η λύση της αποτέφρωσης, αλλά αυτό θα γινόταν μόνο για τα πτώματα των κτηνάνθρωπων. Όταν σκοτώθηκε ο Φόλντεθ και ο Ίζκα, οι κτηνάνθρωποι τράπηκαν σε φυγή και ήταν εύκολος στόχος για τους αμυνόμενος. Ορισμένοι είχαν ανέβει στις στέγες των σπιτιών, και με τα κυνηγετικά τους τόξα επέλεγαν τους στόχους τους με χειρουργική ακρίβεια. Ο Μάγκνους Γκότσαλκ έσπασε και αυτός αρκετά κρανία κτηνάνθρωπων με το πολεμικό σφυρί του. Οι φρουροί του Κέσσλερ είχα δείξει θάρρος στην διάρκεια της μάχης, αλλά είχαν υποστεί και αυτοί αρκετά πλήγματα. Τρεις από αυτούς υπέκυψαν στα τραύματα τους κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο Λούκας είχε δει και μερικές γυναίκες να μάχονται κρατώντας μεγάλα κουζινομάχαιρα. Η Ιρώνη είχε παρατηρήσει τον μάγο Νίκλαους να προσπαθεί να αιφνιδιάσει τους κτηνάνθρωπους χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη μαγεία. Αν η πόλη είχε έναν μόνο μάγο από το νησί των Ευγενών Ξωτικών, η μάχη δεν θα κρατούσε πάνω από πέντε λεπτά. Αργότερα, όταν είχαν απωθηθεί οι κτηνάνθρωποι έξω από την πόλη, ο Κέσσλερ έβαλε εκτάκτως μερικούς φρουρός να περιπολούν πάνω στο τείχος για κάθε ενδεχόμενο. Ο Λούκας προσφέρθηκε να βοηθήσει και αυτός στις σκοπιές. Δεν χρειαζόταν ξεκούραση όπως οι άλλοι γιατί παραδόξως δεν είχε τραύματα. Οι ντόπιοι το σχολίασαν λέγοντας ότι πρέπει να είχε την εύνοια του Μορρ επειδή είχε προστατέψει τον κήπο του. Αυτό δεν ήταν απαραίτητα καλό, γιατί όταν ο Μορρ στρέφει την ματιά του μακριά από τον Λούκας, σε κάποιον άλλο κακομοίρη θα την εστιάζει.
Ο γιατρός Σνάηντερ, ο φυσιοθεραπευτής Κόμπλερ και ο Μπαρπέρης-Χειρούργος Μέσσερ δεν είχαν πολεμήσει εκείνο το βράδυ. Οι δικές τους ικανότητες όμως είχαν φανεί πολύτιμες όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Τα συνολικά θύματα της Στρόμντορφ ανέρχονταν στα εννέα άτομα, πέρα από τους τρεις φρουρούς, αλλά θα ήταν πολύ περισσότερα αν ο γιατρός και ο μπαρμπέρης-χειρούργος δεν περιποιόντουσαν τους τραυματίες, χρησιμοποιώντας νάρθηκες, επιδέσμους, εγχειρήσεις, ακόμα και ακρωτηριασμούς όπου και όταν ήταν αυτό αναγκαίο. Ο διοικητής της φρουράς, Άρνο Κέσσλερ, με την σειρά του οργάνωσε επιδρομές στους βάλτους για να τους καθαρίσει από όσους κτηνάνθρωπους είχαν απομείνει. Ο νάνος Κρούσες Αηρονφάουντερσσον δεν έχασε την ευκαιρία να ακολουθήσει τους φρουρούς του Κέσσλερ στον βάλτο Όμπερσλεχτ. Ήθελε να προσθέσει ακόμα μερικούς νεκρούς κτηνάνθρωπους στο ενεργητικό του (αν και θα προτιμούσε να κυνηγούσε Όρκς). Ένας νάνος από την Κάρακ-Αζγκαραζ ποτέ δεν θα έλεγε όχι σε λίγη δόξα, ειδικά όταν αυτή θα μπορούσε να κάνει το φρούριο του ακόμα πιο ξακουστό.

Ο Εφρέζι ζήτησε την άδεια του ιατρού Κόμπλερ να βοηθήσει στην ταφή των νεκρών τον Αδερφό Γκρέημπ. Ο ιατρός του είπε ότι λίγη άσκηση δεν θα τον έβλαπτε. Εφρέζι ένιωθε υποχρέωση στον Αδερφό Γκρέημπ, γιατί χωρίς το δώρο που του είχε κάνει, ίσως τώρα να χόρευε με τον Μορρ. Η άσκηση του έκανε καλό και τον βοήθησε να αναρρώσει από το κρυολόγημα που τον ταλαιπωρούσε τόσο καιρό, αν και με την βροχή στο χωριό να χειροτερεύει δεν ήταν σίγουρος ότι δεν θα ξανά-αρρώσταινε. Κάθε πρωί πήγαινε στον ναό του Σήγκμαρ να προσευχηθεί και κάθε βράδυ αυτομαστιγωνόταν για να τον συγχωρέσει ο Σήγκμαρ για τις αμαρτίες του. Είχε ζητήσει από τον Ιερέα Γκότσαλκ ένα προσευχητάριο, ένα βιβλιαράκι με προσευχές στον Σήγκαρ. Όταν πήγε να πληρώσει ο Γκότσαλκ του είπε ότι δεν θέλει λεφτά, αλλά με νόημα έριξε το βλέμμα του σε ένα κουτάκι που έγραφε ‘δωρεές’. Ο Εφρέζι δεν είχε πολλά λεφτά. Έριξε ένα ασημένιο σελίνι με λίγο παραπάνω δύναμη για να κάνει θόρυβο και να ακουστεί σαν να έριξε παραπάνω από ένα νομίσματα. Ντρεπόταν να ρίξει μόνο ένα, αλλά ήταν σε οικονομική στενωπό. Τα υπόλοιπα λεφτά του τα χάλασε αγοράζοντας νέα ρούχα. Τα παλιά του είχαν γίνει κουρέλια, σκισμένα σε πολλά σημεία από τα όπλα των εχθρών. Όπου δεν ήταν σκισμένα είχαν τεράστιες κηλίδες από αίμα, το οποίο δεν ήταν όλο δικό του, και αναγκάστηκε να αγοράσει καινούργια ρούχα.

Η Ιρώνη είχε περάσει τις μέρες της στο πανδοχείο με τον Πάρτον να της λέει ιστορίες, και να τις μαθαίνει ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα. Είχε ψάξει στο χωριό να βρει αντικείμενα που να την διευκολύνουν να εξαπατάει διάφορους ευκολόπιστους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Είχε σκεφτεί να παριστάνει την χαρτορίχτρα, ή το μέντιουμ, και όλα αυτά της φαίνονταν απίστευτα διασκεδαστικά. Έψαχνε για ρούχα αμφίεσης, περούκες και καπέλα, αλλά δεν βρήκε τέτοια πράματα στο μικρό λασποχώρι. Αυτό που βρήκε όμως ήταν μια μεγάλη πλαστική μπάλα. Αν την γυάλιζε καλά θα μπορούσε κανείς να την μπερδέψει με τις γυάλινες μπάλες που έχουν οι γυναίκες που βλέπουν την μοίρα στα πανηγύρια (με το ανάλογο αντίτιμο). Μια τέτοια μπάλα θα την βοηθούσε στα κόλπα απάτης που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία. Ήδη καρτερούσε την στιγμή που θα επισκεπτόταν μια πιο κοσμοπολίτικη πόλη από ότι αυτό το βαρετό χωριό. Όσον αφορά τον νέο σύντροφο της παρέας, τον νάνο, η Ιρώνη τον έβρισκε ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Αυτό είχε κάνει πολύ εντύπωση στους συντρόφους της, γιατί ήταν γνωστή η έχθρα των νάνων με τα ξωτικά, αλλά κατέληξαν να συμπεράνουν ότι η Ιρώνη δεν ήταν ένα συνηθισμένο ξωτικό. Αν ήταν, θα είχε μείνει στο νησί της Ούλθουαν. Ποιος ξέρει, μπορεί και για αυτό να έφυγε από εκεί, μπορεί να την έδιωξαν επειδή ήταν παράξενη και διαφορετική.

Ο Λούκας, αντί για μεταμφιέσεις, μασκαριλίκια και μπάλες, έκανε πιο πρακτικά ψώνια. Αγόρασε ένα σκοινί 6 μέτρα και ένα γάντζο, ζεστές δερμάτινες μπότες, και ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια. Τον ελεύθερο χρόνο του τον πέρναγε στο πανδοχείο απολαμβάνοντας τον ζύθο του Υδροκέραυνου, κάνοντας που και που διαλείμματα για να εξάσκηση την τεχνική του στην χρήση του σπαθιού και ασπίδας. Κάθε πρωί έκανε ένα γρήγορο ζέσταμα, τρέχοντας γύρω από το πανδοχείο και μετά βοηθούσε τους γιους του μακαρίτη πανδοχέα να κόψουν ξύλα για το τζάκι. Ήδη μετά από μερικές μέρες ένιωθε πιο δυνατός και σε καλύτερη φυσική κατάσταση. Η Υλέην, αν και ετοίμαζε το πρωινό για όλους τους τυχοδιώκτες, πάντα φρόντιζε το πιάτο του Λούκας περισσότερο, βάζοντας του μεγαλύτερη ποσότητα και σερβίροντας το με ένα μεγάλο χαμόγελο. Τα βράδια οι τυχοδιώκτες δεν μπόρεσαν να μην παρατηρήσουν την Υλέην να του κάνει συχνές επισκέψεις στο δωμάτιο του, έχοντας μαζί της υλικά για μασάζ. Ειδικά η στάθμη του λαδιού στο μπουκαλάκι που μετέφερε, κάθε μέρα μειωνόταν δραματικά.

Ο Κρούσες Μπρέρετον δεν ξαναεμφανίστηκε. Οι τυχοδιώκτες τον είχαν σχεδόν ξεχάσει, και είχαν πια συνηθίσει την παρέα του συνονόματου νάνου. Ο Κρούσες Αήρονφάουντερσσον πέρασε τις περισσότερες μέρες του πίνοντας και αυτός μαζί με το Λούκας τον ζύθου του Υδροκέραυνου. Του άρεσε τόσο πολύ που αποφάσισε να αγοράσει και ένα μικρό βαρελάκι για να το κουβαλάει μαζί του. Δεν σταματούσε να λέει, ότι το μόνο πράμα που θα μπορούσε να είναι περήφανο το χωριό ότι παράγει είναι αυτός ο ζύθος, ο οποίος θα μπορούσε να συναγωνιστεί στην ποιότητα τον χειρότερο ζύθο του οχυρού του, Κάρακ-Αζγκαραζ. Και αυτό το έλεγε ως κομπλιμέντο. Οι τυχοδιώκτες ήταν ικανοποιημένοι που του άρεσε ο Υδροκέραυνος, γιατί είχαν παρατηρήσει ότι μόνο όταν ήταν υπό την επήρεια του αλκοόλ του ζύθου, μόνο τότε δεν γκρίνιαζε για τον καιρό, την υγρασία, τις κακοτεχνίες των ανθρώπων, την ποιότητα τον κατασκευών και τον κτηρίων, την μπόχα του χωριού, για το κρεβάτι του, για το μάγο Νίκλαους, για την απραξία, την πλήξη και την βαρεμάρα που νιώθει επειδή δεν είχε να κάνει τίποτα, της μύγες και τα κουνούπια, για τον κόκορα που τον ξυπνάει το πρωί, για τις παραφωνίες του βάρδου Πάρτον Αλαγκιά, ή για την παρουσία του ξωτικού.

Οι καταιγίδα δεν σταματούσε. Ακόμα και οι ντόπιοι, συνηθισμένοι στις βροχές, είχαν αρχίσει να αγανακτούν με την συνεχή καταρρακτώδη καταιγίδα. Οι τυχοδιώκτες μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό γιατί η ατμόσφαιρα στο πανδοχείο ήταν τεταμένη. Οι τσακωμοί μεταξύ των θαμώνων δεν ήταν πλέον ασυνήθιστοι Ακόμη χειρότερα, οι τιμές του φαγητού και του ψωμιού αυξάνονταν συνέχεια λόγω της έλλειψης που είχε δημιουργηθεί από την καταστροφή των αποθεμάτων στους σιτοβολώνες. Ο νάνος ξεκίνησε να κάνει ένα σχόλιο για το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ όπου οι γέροντες έχουν ένα μεγάλο καλάθι, το ‘καλάθι του νοικοκύρη’ όπως το ονομάζουν. Μέσα σε αυτό βάζουν ένα από κάθε είδος φαγητού για να δουν πόσο κοστίζουν αυτά που θα χωρέσουν τελικά στο καλάθι. Δεν μπόρεσε όμως να καταλήξει κάπου την ιστορία γιατί το ξωτικό παράγγειλε και τον κέρασε μια μπύρα για να τον κάνει να το βουλώσει. Δεν είχε όρεξη να ακούσει ιστορίες για νάνους και οχυρά. Θα ήθελε να είχε φύγει για την Ουμπερσράηκ μαζί με τους έμπορους Φλόριαν Γουέσλερ και Κλάους Φον Ρόθσταην, αλλά προτίμησε να μείνει με την υπόλοιπη ομάδα. Οι έμποροι είχαν αποχωρήσει για την Ουμπερσράηκ πριν μερικές μέρες. Είχαν φύγει με βάρκα, ακολουθώντας τον ποταμό Τούβελ. Η βάρκα είχε προσαράξει στην αποβάθρα της πόλης. Ήταν αρκετά σπάνιο αυτό. Οι βαρκάρηδες συνήθως απέφευγαν το χωριό λόγω της παραδοσιακής του κακοκαιρίας. Οι έμποροι δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και τώρα θα κοιμούνται στο ζεστό και στεγνό κρεβάτι τους. Οι τυχοδιώκτες δεν τους ακολούθησαν γιατί περίμεναν να μεταφράσει ο Νικλαους τις πέτρες πρώτα αφενός, αφετέρου η βάρκα δεν τους χώραγε όλους, προς αγανάκτηση του ξωτικού.

Οι πληγές τους δεν είχαν επουλώσει ακόμα. Απεναντίας, πολλά τραύματα τους ταλαιπωρούσαν ακόμα. Έκαναν συχνές επισκέψεις στο φυσιοθεραπευτή γιατρό Κόμπλερ. Ήταν φτηνός, όχι όπως ο Μέσσερ, ο χειρούργος-μπαρμπέρης που ζητούσε 20 ασημένια σελήνια. Όμως οι χαμηλές τιμές του είχαν αντίκτυπο και στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρείχε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεραπεύσει τα σπασμένα κόκαλα, και της ανοιχτές πληγές τους.

Την τέταρτη μέσα από την επίθεση των κτηνανθρώπων ένα γνώριμο χτύπημα στις πόρτες των δωματιών τους, τους ξύπνησε το πρωί. Ήταν ο ένας από τους δύο γιους του μακαρίτη πανδοχέα και είχε μήνυμα από τον Κέσσλερ για τους τυχοδιώκτες.

‘Σε μια ώρα να είστε έξω από το δημαρχείο’, τους είπε.

Όταν συγκεντρώθηκαν στην μεγάλη σάλα του πανδοχείου, η Ιρώνη μιμήθηκε τον γιο του πανδοχέα.
‘Σε μια ώρα να είστε έξω από το δημαρχείο’, επανέλαβε με κωμικά λεπτή φωνή προσποιούμενη ένα εξωτικό κόκκινο πτηνό της Τιλέα γνωστό για την ικανότητα του επαναλαμβάνει τις φράσεις των ανθρώπων. Όλοι τους γέλασαν με την ατάκα της, εκτός από τον νάνο που δεν κατάλαβε το υπονοούμενο της Ιρώνη. Δεν ήταν πολύ καιρό με την ομάδα αυτή και ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την φράση-πρόσκληση του Κέσσλερ, σε αντίθεση με τους άλλους. Αλλά και να καταλάβαινε, δεν θα καταδεχόταν να γελάσει ποτέ με τα χλιαρά αστεία ενός ευγενούς ξωτικού που αντί να αγοράσει ακονισμένα τσεκούρια, αγοράζει περούκες και γυάλινες μπάλες.

Ο Κέσσλερ περίμενε, όπως πάντα, στα σκαλιά, έξω από το δημαρχείο. Τους είπε γρήγορα ότι θέλει να τους μιλήσει ο δήμαρχος. Αυτό που θα τους πει είναι ύψιστης σημασίας και θα επηρεάσει την ζωή κάθε άνδρα, γυναίκας και παιδιού που ζει στην Στρόμντορφ. Όταν μπήκαν στο γραφείο του Άντλερ, που είχε φρεσκοξυριστεί και ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι τις τελευταίες φορές. Εκτός από τον Φίλιπ Άντλερ είδαν και έναν κύριο με μικρή καράφλα, καλοντυμένο με άνετα ρούχα και περιποιημένο μικρό μουσάκι, να κάθεται απέναντι από τον Άντλερ. Ο Δήμαρχος τον σύστησε ως κ. Άκερλαντ. Ο Άκερλαντ ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης φάρμας, στα λιβάδια νότια του χωριού. Ο Άντλερ τους εξήγησε ότι οι φάρμες τις τελευταίας βδομάδες πέφτουν θύματα επιθέσεων τα βράδια, αλλά κάνεις δεν έχει δει τους ληστές. Το πρωί, ανακαλύπτουν ότι λείπουν αγελάδες και πρόβατα και άλλα ζωντανά Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό γιατί αν συνεχιστεί, το πολύ σε ένα μήνα θα έχουν καταστραφεί οικονομικά οι φάρμες, μη έχοντας κανένα πλέον ζωντανό για παραγωγή γάλακτος και κρέατος. Αυτό, σε συνάρτηση με την καταστροφή των σιτοβολώνων, το χωρίο θα κινδυνεύει να είναι στα όρια του λιμού. Κάτι έπρεπε να γίνει και μάλιστα σύντομα. Ο Κέσσλερ επενέβη και πρόσθεσε ότι θα μπορούσε να έστελνε άτομα της φρουράς, αλλά θα ήταν καλύτερο να το αναλάβουν οι τυχοδιώκτες που είναι και ’επαγγελματίες’. Η αναγνώριση της αξίας τους, έκανε την ομάδα του Εφρέζι περήφανη.

(Εδώ να σημειώσω, ότι με τις συζητήσεις που είχα κάνει με το ξωτικό Ιρώνη ΜακΆντερ, κατάλαβα ότι ήταν αρχαιότερο μέλος της ομάδας μαζί με τον νάνο Βλασς Χένγκελσσον που έχει εξαφανιστεί, και τον μάγο Νέκραλ Χάλγκμουντ που έχει πεθάνει. Ο Εφρέζι ήταν ο επόμενος που προστέθηκε, μετά ο Λούκας, ύστερα ο τσαρλατάνος Κρούσες, και τέλος ο Κρούσες ο Αληθινός. Παρόλο την αρχαιότητα της στην ομάδα, το ξωτικό δεν θέλει να παίρνει ηγετικές αποφάσεις προτιμώντας να μένει στην αφάνεια χωρίς να τραβάει την προσοχή, αλλά και να ήθελε, δεν θα συμφωνούσε ο νάνος, και ίσως και οι άλλοι δύο να μην ήθελαν ένα ξωτικό να αποφασίζει για την ομάδα που δρα μέσα στα όρια της αυτοκρατορικής επαρχίας. Ίσως να χρειαστεί να αναφερθώ εκτενέστερα στην σύσταση, πορεία απαρίθμηση των διάφορων μελών της ομάδας, αλλά αυτό μπορεί να περιμένει για το επόμενο κεφάλαιο μου. Ή να το στριμώξω στο τέλος σαν παράρτημα).

Ο δήμαρχος τους είπε ότι η αμοιβή τους θα είναι 50 ασημένια σελίνια στον καθένα. Και αστειευόμενος πρόσθεσε ότι προσεύχεται στον Σήγκμαρ, μετά από αυτήν την ‘αποστολή’, να μην τους χρειαστεί άλλο το χωριό τους, γιατί αλλιώς δεν θα μείνει σελίνι τσακιστό στα ταμεία της πόλης. Χαμογέλασε με το αστείο του, το οποίο φαίνεται όμως πως μόνο αυτός κατάλαβε.

Οι τυχοδιώκτες ρώτησαν τον Άκερλαντ να τους πει περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες. Ο Άκερλαντ τους είπε ότι τα βράδια βάζει τους αγρότες του να περιφρουρούν τα ζωντανά, αλλά αυτοί δεν αντιλαμβάνονται τίποτα, εκτός από μια μυρωδιά που θυμίζει σαπισμένη βλάστηση. Το πρωί όμως, λείπουν πρόβατα και αγελάδες. Είχαν προσπαθήσει να έχουν μαζί τους και σκυλιά, αλλά από την πρώτη κιόλας βραδιά, άρχισαν να κλαίνε και να τρέχουν πίσω στο σπίτι για να κρυφτούν. Ο Κρούσες, λόγω πείρας και καταγωγής, υπέθεσε ότι έχουν γίνει στόχος γκόμπλινς, που όπως κάθε πρασινοτόμαρος, είναι και αυτά μισητός εχθρός των νάνων. Ο Άκερλαντ ήταν δύσπιστος και αρνητικός σε αυτό το πόρισμα. Είχαν να δουν γκόμπλινς στο χωριό, πάνω από 100 χρόνια. Μην έχοντας άλλες ερωτήσεις, οι τυχοδιώκτες του είπαν ότι θα επισκεφτούν την φάρμα του για να το ερευνήσουν σε μια-δύο βδομάδες.

‘Μια-δύο εβδομάδες!’, φώναξαν ταυτόχρονα ο Κέσσλερ, ο Άντλερ και ο Άκερλαντ. ‘Μα δεν ακούγατε τι σας λέμε τόση ώρα?’

Οι τυχοδιώκτες απάντησαν πως τους είχαν ακούσει πολύ καλά. Ο Άντλερ, που δεν ήταν πρωτάρης στις διαπραγματεύσεις, προς στιγμή σκέφτηκε ότι ήταν μια μπλόφα των τυχοδιωκτών για να ζητήσουν περισσότερα χρήματα.

‘Είμαστε στο έλεος σας, μην κωλυσιεργείτε. Δεν έχουμε παραπάνω λεφτά να σας προσφέρουμε. Τα ταμεία του χωριού είναι σχεδόν άδεια, όσο και οι αποθήκες με το σιτάρι. Οι τιμές του φαγητού στην πόλη έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Δεν έχουμε ούτε να σας πληρώσουμε, ούτε να αγοράσουμε τρόφιμα για τους κατοίκους. Αλλά και να είχαμε λεφτά για να αγοράσουμε τρόφιμα, λόγω της βροχής οι δρόμοι είναι δύσβατοι, και κανένας έμπορος δεν βάζει την άμαξα του και το εμπόρευμα του σε κίνδυνο να το φέρει ως το χωριό μας!’. Ο Άντλερ ήταν σε απόγνωση.

‘Δεν είναι τα λεφτά το θέμα’, είπε ο νεόφερτος νάνος. Αφού ο Λούκας και ο Εφρέζι δεν είχαν σκοπό να διαπραγματευτούν, θα το έκανε αυτός. Εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί έναν νάνο στην οργάνωση μιας μισθοφορικής ομάδας. Για το ξωτικό ούτε λόγος. ‘Αλλά οι φίλοι μου από εδώ, έχουν πολεμήσει κτηνάνθρωπους, απέθαντους σκελετούς και νεκραναστημένα πτώματα. Ήδη ένας φίλος τους βρίσκετε στην αγκαλιά του Μορρ!’. Οι εκφράσεις των τυχοδιωκτών αλλοιώθηκαν λίγο στην θύμηση του αποτρόπαιου τέλους του Νέκραλ. Όχι επειδή των λυπόντουσαν, αλλά επειδή παρά-τρίχα να είχαν και αυτοί το ίδιο τέλος.

‘Ακριβώς’, διακόπτει το ξωτικό. Έπρεπε να πει κάτι και αυτή. Δεν της άρεσε καθόλου που ο νάνος είχε πάρει το ρόλο του διαπραγματευτή με το έτσι θέλω. ‘Εγώ έχω μια χαρακιά από την μια άκρη του πλευρού μου ως το άλλο. Οι δαγκωματιές των απέθαντων στα πόδια ακόμα δεν έχουν επουλωθεί, και το τραύμα στο χέρι μου, ματώνει συνέχεια!’

‘Πέρα από τις δικές μου πληγές, και το ραγισμένο κόκαλο στο χέρι, το μάτι μου έχει αίμα και βλέπω θολά.’, είπε ο Εφρέζι και συνέχισε, ‘τα βράδια από τους εφιάλτες που έχω με τους απέθαντους, δεν μπορώ να κοιμηθώ και ξυπνάω συνεχώς κουρασμένος και στρεσαρισμένος.’ Αυτό ήταν μισή αλήθεια. Όντως έβλεπε εφιάλτες με απέθαντους, αλλά συνέβαινε εδώ και μήνες, πριν έρθει στην Στρόμντορφ. ‘Και η πλάτη μου είναι γεμάτη πληγές!’. Και πάλι δεν είχε πει ψέματα, αλλά τις πληγές τις είχε κάνει ο ίδιος τα βράδια που αυτομαστιγωνόταν επειδή είχε απογοητεύσει τον Σήγκμαρ όταν έχασε το μενταγιόν του Νεκρομάντη.

Ο νάνος καθάρισε τον λαιμό του και αυτό έκανε τον Λούκας να αντιληφθεί ότι τα βλέμματα των άλλων ήταν στραμμένα πάνω του και περίμεναν να απαριθμήσει και αυτός τα τραύματα που υπέστη κατά την διαμονή του στην Στρόμντορφ.

‘Α, εγώ είμαι εντάξει. Όλα μια χαρά’, είπε ο Λούκας. Και πράγματι, δεν είχε κάποια πληγή που να έχριζε άμεση περιποίηση.

‘Τέλος πάντων’, είπε ο νάνος που δεν ήθελα να χάσει την κεκτημένη ταχύτητα που είχε αποκτήσει η επιχειρηματολογία του. ‘Το θέμα είναι ότι δεν είμαστε σε θέση να τα βάλουμε με αντιπάλους, ακόμα και αν είναι γκόμπλινς-ζωοκλέφτες’, τα λόγια του νάνου τον πόναγαν, αλλά αυτή ήταν η πικρή αλήθεια. Ήθελε να τρυπήσει μερικά πράσινα κεφάλια με το τόξο του, αλλά προτεραιότητα είχε να αναρρώσουν οι φίλοι του, αν δεν ήθελαν να θρηνήσουν και άλλους νεκρούς. Η μάχη έπρεπε να καθυστερήσει λίγο.

‘Μα δύο εβδομάδες είναι πολύς καιρός!’, διαμαρτυρήθηκε ο Άκερλαντ. Εγώ σχεδίαζα σήμερα κι’όλας να γύρναγα στην φάρμα!’

‘Τι να σου κάνουμε’, απαντάει ο νάνος.

‘Καλά, υποθέτω μπορώ να μείνω δύο μέρες στο πανδοχείο. Θα περιμένω ως τότε μήπως αλλάξετε γνώμη’, προθυμοποιήθηκε ο Άκερλαντ. ’Αν και φοβάμαι τι θα βρω όταν γυρίσω στην φάρμα. Ή μάλλον, τι θα βρω ότι λείπει, είπε.

Ο νάνος δεν είχε κάποια καλύτερη λύση. Του είπε ότι μπορεί να κάτσει δύο μέρες στο χωριό να περιμένει νέα τους, αλλά και πάλι δεν μπορεί να του εγγυηθεί ότι όταν περάσει το χρονικό διάστημα, θα είναι έτοιμοι.

Τις επόμενες δύο μέρες τις πέρασαν όλοι ξάπλα στα κρεβάτια τους, έχοντας μισθώσει τις υπηρεσίες του γιατρού Σνάηντερ. Ο γιατρός προσπάθησε πάλι να καθαρίσει τις πληγές τους, έβαζε αντισηπτικά και άλλες αλοιφές που δεν ρώτησαν αλλά ούτε ήθελα να μάθουν την προέλευσή τους. Έβαλε στη θέση του τον εξαρθρωμένο ώμο της Ιρόνι και εισέπραξε βρισιές γιατί ήταν λίγο άγαρμπος. Αν και μέσα σε δύο μέρες, υπήρχε μια βελτίωση, αρκετά τραύματα είχαν παραμείνει και ταλαιπωρούσαν τους τυχοδιώκτες. Ο Άκερλαντ τους επισκέφτηκε αγχωμένος και τους ρώτησε αν είναι έτοιμοι. Τελικά οι τυχοδιώκτες αποφάσισαν να το ρισκάρουν και να πάνε μαζί του στην φάρμα. Ο νάνος είχε αρχίσει να φοβάται ότι θα του βγάλουν το όνομα ότι αποφεύγει τις μάχες. Ήταν τέσσερις ώρες δρόμος, και ο μόνος τρόπος να πάνε ως εκεί ήταν να στριμωχτούν πάνω στο κάρο του αγρότη. Για να μην βρέχονται από την ασταμάτητη βροχή πήραν ένα πανί και το έβαλαν από πάνω τους και ξεκίνησαν.

Το κάρο βγήκε από το χωριό από την νότια πύλη. Συνέχισε νότια με αργό ρυθμό λόγω της λάσπης στο δρόμο. Ακολούθησαν τον δρόμο μέχρι το σημείο που διακλαδιζόταν το μονοπότι που είχε ξεκινήσει από την νότια πύλη του χωριού. Από την αριστερή διακλάδωση ήταν η φάρμα τον Χολτζ, Ο Άκερλαντ πήρε τον δεξί δρόμο. Στο δεξί τους χέρι μερικές φορές έβλεπαν τα μαύρα νερά του ποταμού Τράνινγκ, όταν δεν τα έκρυβαν οι φυτείες από καλαμπόκια ΄και κριθάρια. Η μονοτονία έσπαγε μερικές φορές όταν σπιτάκια αγροτών ή συστάδες δένδρων ξεπρόβαλαν μπροστά τους. Σε ένα ιδιαίτερα λασπωμένο σημείο της διαδρομής κόλλησε ο τροχός του κάρου και οι τυχοδιώκτες αναγκάστηκαν να κατέβουν για να σπρώξουν. Χάρη στις γνώσεις του αμαξά νάνου, και της δύναμης του Λούκας, το κάρο ξεκόλλησε εύκολα. Ο νάνος προσφέρθηκε να οδηγήσει αυτός την άμαξα, προς ανακούφιση του Άκερλαντ. Ήδη είχε γίνει μούσκεμα, και προτιμούσε να κάθεται πίσω στο κάρο, κάτω από τον μουσαμά χωρίς να βρέχεται. Μετά από δύο ώρες έφτασαν σε ένα λόφο. Πάνω από τον λόφο τα σύννεφα ήταν μαύρα, και ο Άκερλαντ έκανε το σήμα του Σήγκμαρ με τα δύο του δάχτυλα. Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους είπε ότι ο λόφος αυτός ονομάζετε Τέμπεστ Κνακ, και ότι εκεί επάνω υπάρχουν κάτι στοιχειωμένα ερείπια. Είχε και άλλα να τους πει, αλλά ο νάνος αμαξάς, αμέσως έστριψε την άμαξα προς το μέρος του λόφου και άρχισε να επιταχύνει. Τότε ο Λούκας κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, και αμέσως ο Κρούσες έστριψε πάλι την άμαξα προς την αρχική κατεύθυνση, και συνέχισε την πορεία. Η αλλόκοτη συμπεριφορά του, εκνεύρισε το ξωτικό. Η βροχή την είχε ήδη στρεσάρει και προτίμησε να μην μιλήσει γιατί δεν ήξερε αν θα μπορούσε να συγκρατήσει την γλώσσα της. Ούτε ο Άκερλαντ σχολίασε την παράξενη οδική συμπεριφορά του νάνου. Προτίμησε να σιγάσει παρά να αναφερθεί στον στοιχειωμένο πύργο και τα παράξενα μπλε φαντάσματα που είχε δει πριν δύο βδομάδες να πετάνε γύρω από τα ερείπια. Ούτε για το πώς ο καιρός άρχισε να χειροτερεύει από εκείνη την μέρα, μια βδομάδα πριν έρθουν οι τυχοδιώκτες στο χωριό. Του είχε προκαλέσει αρκετό τρόμο η θέα τους τότε, και δεν ήθελε να φρεσκάρει την μνήμη του.

Ύστερα από άλλες δύο ώρες οδήγησης μέσα στις λάσπες, ο Κρούσες είχε γίνει μούσκεμα. Οι υπόλοιποι ήταν σχετικά πιο στεγνοί, κάτω από τον μουσαμά. Ακολουθούσαν ένα μονοπάτι που πέρναγε μέσα από τον βάλτο και είχε αρχίσει να γίνεται ανηφορικό. Στους πρόποδες του λόφου ήταν το αγρόκτημα του Άκερλαντ. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, και τα φωτεινά παράθυρα του δυόροφου σπιτιού τους προσκαλούσαν μέσα. Άφησαν το κάρο στους στάβλους. Ο Κρούσες έμεινε να περιποιηθεί τα άλογα λίγο και να μάθει ένα-δύο κόλπα για την περιποίηση των αλόγων στους εργάτες του στάβλου. Οι υπόλοιποι μπήκαν στο σπίτι. Οι οικογένεια του Άκερλαντ τους υποδέχτηκε, η γυναίκα του, η κόρη του Μάριεμ που έδειχνε να την ενδιαφέρει ο Εφρέζι (προς απογοήτευση του Λούκας), και ο μεγάλος αδερφός της, ο δίμετρος Λίαμ. Το τραπέζι ήταν προετοιμασμένο για δείπνο και ενώ έτρωγαν, ο Άκερλαντ τους εξηγούσε πως έχει καταστρώσει την άμυνα της φάρμας ενάντια στους κλέφτες. Ένας αγρότης του ενημέρωσε ότι όσο έλειπαν, οι κλοπές είχαν συνεχιστεί. Είχαν χάσει άλλες δύο αγελάδες, την Μαίρη και την Γαλακτερή, και τρία πρόβατα (αυτά δεν τα είχαν βαφτίσει ακόμα). Όταν τελείωσαν το δείπνο, οι τυχοδιώκτες βγήκαν έξω για να επιθεωρήσουν τις εγκαταστάσεις και την σκηνή του ‘εγκλήματος’.

Με το λιγοστό φως της ημέρας, είδαν πέρα από το αγρόκτημα, αρκετά μακριά, ένα μικρό λόφο από βράχους, παραδίπλα βοσκούσαν τα πρόβατα, με την πλάτη τους γυρισμένη στην βροχή. Πιο κοντά, σε ένα μικρό λιβάδι, με μια μικρή συστάδα δέντρων στην άκρη του, ήταν τρεις αγελάδες που βοσκούσαν και αυτές. Στην φάρμα, πέρα από το σπίτι και τους στάβλους, ήταν ο αχυρώνας, και μια μικρή ξύλινη κατασκευή. Κάτω από αυτή προφυλάσσονταν τα ζώα από την βροχή. Εκεί μέσα, ήταν και ο ταύρος του Άκερλαντ για τον οποίο καυχιόταν ότι ήταν ιδιαίτερα καρπερός. Επίσης υπήρχε και ένας μικρός πύργος-παρατηρητήριο. Ο Άκερλαντ τους εξήγησε, ότι το βράδυ φυλάει σκοπιά πάνω στο παρατηρητήριο ένας αγρότης οπλισμένος με τόξο. Στο αγρόκτημα κάνει περιπολία άλλος ένας. Και στα δύο λιβάδια, των προβάτων και των αγελάδων, είναι από δύο αγρότες οπλισμένοι με τσουγκράνες ή ρόπαλα οι οποίοι περιφέρονται και αυτοί. Οι τυχοδιώκτες δεν κάθισαν να το σκεφτούν πολύ. Ήταν πιο πολύ της δράσης, παρά της σκέψης. Βιαστικά αποφάσισαν να κάτσουν και αυτοί πάνω στο πύργο. Θα είχαν καλύτερη θέα, θα ήταν κοντά στο σπίτι και στους αγρότες, τι μπορούσε να πάει στραβά? Μόνο ο νάνος προτίμησε να κρυφτεί κάτω από τον πύργο, μέσα στις λάσπες, γιατί πίστευε ότι όσο πιο κοντά στο έδαφος, τόσο πιο ασφαλές.
 
‘Τέτοιες σκέψεις κάνετε εσείς οι νάνοι, και γιαυτό δεν ψηλώνετε’, του είπε ειρωνικά η Ιρώνη και όλοι γέλασαν, εκτός από τον νάνο που συχνά τα υπονοούμενα του διέφευγαν.

Πάνω στο παρατηρητήριο, είχαν αρχίσει να βαριούνται. Ήταν στριμογμένοι εκεί πάνω και ο αγρότης είχε καιρό να κάνει μπάνιο. Γύρω στα μεσάνυχτα, μια παράξενη μυρωδιά άρχισε να καλύπτει το παρατηρητήριο, και δεν ήταν από την απλυσιά του αγρότη, Για την ακρίβεια αυτός έπεσε σε βαθύ λήθαργο την ίδια στιγμή μύρισαν την μπόχα. Οι τυχοδιώκτες έκλεισαν την μύτη και τα στόματα τους και απέφυγαν τα συμπτώματα υπνηλίας. Ο νάνος που ήταν κάτω από το παρατηρητήριο είδε καλύτερα τους δράστες. Ήταν δύο κοντές φιγούρες με ρόμπες και κουκούλες και πέταγαν παράξενους σβόλους πάνω στο παρατηρητήριο. Αυτό που του έβγαλε έξω από τα ρούχα του όμως, ήταν ότι το δέρμα των κουκουλοφόρων ήταν πράσινο. Ο Κρούσες σε κατάσταση παραληρήματος άρχισε να φωνάζει:

‘Πρασινοτόμαροι! Στα όπλα! Πρασινοτόμαροι!’.

Τα γκόμπλινς, ξαφνιάστηκαν από τις φωνές του νάνου. Αυτόν δεν τον είχαν δει, σε αντίθεση με τους άλλους πάνω στο παρατηρητήριο. Το έβαλαν στα πόδια φωνάζοντας και τσιρίζοντας στην άγνωστη και τραχιά διάλεκτο τον πρασινοτόμαρων. Ο νάνος όπλισε την βαλλίστρα του χάνοντας πολύτιμα δευτερόλεπτα. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να την έχει πάντα οπλισμένη από εδώ και στο εξής για παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς να λογαριάζει την φθορά του μηχανισμού ή την τυχαία εκπυρσοκρότησή της. Έριξε δύο τόξα και πέτυχε το ένα γκόμπλιν. Η Ιρώνη από το παρατηρητήριο, με το τόξο της, πέτυχε το δεύτερο γκόμπλιν. Ο Λούκας και ο Εφρέζι δεν δυσκολεύτηκαν να τα προφτάσουν, κατέβηκαν βιαστικά από την σκάλα του πυργίσκου και έτρεξαν από πίσω τους. Ήταν πληγωμένα και δεν έτρεχαν γρήγορα. Τα κατάσφαξαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Εφρέζι άρχισε να σκέφτεται αν έπρεπε να είχαν πιάσει ένα από αυτά όμηρο για να το ανακρίνουν. Γινόταν συχνά αυτό. Να σφάζουν τους εχθρούς τους και μετά να σκέφτονται ότι θα έπρεπε να τους ανακρίνουν πρώτα. Τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα είχε νόημα γιατί δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν με τα πρασινοτόμαρα γκόμπλιν. Ίσως με νοήματα να έβγαζαν κάποια άκρη, ποίος ξέρει? Την επόμενη φορά θα το δοκίμαζαν, αν θυμόντουσαν να πάρουν αιχμαλώτους. Το ξωτικό τον διέκοψε από της σκέψεις του. Τον σκούντηξε και με το χέρι της, του έδειξε κάτι στον ορίζοντα. Με το σκοτάδι και την βροχή ο Εφρέζι δεν ‘έβλεπε την τύφλα του’, όπως λένε στην πιάτσα, στην Ουμπερσράηκ. Αγανακτισμένη η Ιρώνη του εξήγησε ότι πέρα στο μακρινό λιβάδι, έβλεπε τρια-τέσσερα ακόμη γκόμπλινς να τρέχουν προς τα νότια, έχοντας κλέψει αγελάδες και πρόβατα. Χωρίς να χάνουν χρόνο, άρχισαν να τρέχουν προς το σημείο αυτό. Ο νάνος έβαζε τα δυνατά του, γιατί με τα μικρά πόδια που είχε, δυσκολευόταν να τους φτάσει, αλλά πιο πολύ δυσκολευόταν να το παραδεχτεί.

Ήταν δύσκολο να τρέχουν μέσα στις λάσπες, και ο κίνδυνος να γλιστρήσουν ήταν μεγάλος. Λόγω της βροχής και του σκοταδιού έφτασε η στιγμή που τα έχασαν. Δεν φαινόντουσαν πουθενά. Το ξωτικό έψαξε να βρει ίχνη, αλλά αυτά είχαν χαθεί από την βροχή και την λάσπη. Ο Εφρέζι σκέφτηκε πως τα γκόμπλινς δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνα και θα είχαν πάρει τον πιο σύντομο και ευθύ δρόμο προς την κρυψώνα τους. Πρότεινε να συνεχίσουν την πορεία τους προς το νότο, και έτσι έκαναν. Ύστερα από μισή ώρα περπάτημα μέσα στις λάσπες, και ανηφόρες, έφτασαν σε ένα ύψωμα. Κάτω ήταν μια μικρή πεδιάδα με ένα αγρόκτημα, που το κύκλωναν οι πλαγιές των λόφων, σαν και αυτή που βρίσκονταν ήδη. Το αγρόκτημα ήταν περικυκλωμένο από ένα ξύλινο τοίχος, στην ουσία πολλοί ξύλινοι κορμοί τοποθετημένοι κάθετα, ο ένας δίπλα από τον άλλο. Ένα πέτρινο κτίριο στην άκρη του τοίχου λειτουργούσε ως φυλάκιο, και δίπλα του ήταν η πύλη. Πάνω από το φυλάκιο ήταν ένα παρατηρητήριο. Μέσα στο αγρόκτημα ήταν ένα διώροφο μεγάλο ξύλινο σπίτι, αχυρώνες, στάβλοι, και μάντρες ζώων. Δεν υπήρχαν άνθρωποι. Τα γκόμπλινς είχα καταλάβει τα αγρόκτημα. Μια ομάδα πέντε γκόμπλινς οδηγούσαν τα πρόβατα και τις αγελάδες που είχαν κλέψει από τους Άκερλαντ στα μαντριά που είχαν ήδη μερικά ζώα. Δεν μπορούσαν να δουν περισσότερα λόγω της νύχτας και αποφάσισαν να κατασκηνώσουν εκεί κοντά και να ερευνήσουν καλύτερα στο φως της ημέρας.

Ο ύπνος δεν τους ξεκούρασε, τα κρύο είχε παγώσει μέχρι και τα κόκαλα τους, και η υγρασία ήταν ανυπόφορη. Το επόμενο πρωί, μπορούσαν να δουν περισσότερες λεπτομέρειες. Το έδαφος του αγροκτήματος ήταν σπαρμένο με κόκαλα. Τα πιο πολλά ήταν από ζώα, αλλά δεν ήταν σίγουροι ότι ορισμένα από αυτά δεν ήταν και ανθρώπινα. Τα γκόμπλινς που κυκλοφορούσαν στο αγρόκτημα την μέρα, είχαν πιο νωχελικούς ρυθμούς. Είχαν τις κουκούλες τους σηκωμένες, σαν να τους ενοχλούσε το φως. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε, αλλά σίγουρα θα ήταν και άλλα κρυμμένα στα σπίτια ή στον αχυρώνα. Ήταν προφανές ότι αυτά τα γκόμπλινς ήταν κάποια από τις νυχτόβιες ποικιλίες της ράτσας των πρασινοτόμαρων.

Η ηρεμία και η νωχελικότητα των γκόμπλιν ταράχτηκε, όταν άνοιξε η εξώπορτα του διώροφου ξύλινου σπιτιού και βγήκαν οχτώ ακόμα γκόμπλινς τα οποία σε αντίθεση με τα άλλα, αυτά ήταν ντυμένα με πανοπλία, φόραγαν κράνη και κράδαιναν χατζάρες. Όσα ήταν στην αυλή κοκάλωσαν στην θέση τους σαν να περίμεναν κάτι, τα βλέμματα τους ήταν ακόμα στραμμένα στην πόρτα. Και πράγματι, μετά από λίγο βγήκαν άλλα δύο γκόμπλιν από το σπίτι. Κράταγαν μια μεγάλη άσπρη πέτρα πάνω στην οποία καθόταν ένα γκόμπλιν με γελοία αυτοκρατορική πόζα. Την πέτρα την κράταγαν αρκετά ψηλά, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του στη κάσα. Κάτι είχε κολυμένο ή δεμένο στο κεφάλι του και κατά τα αλλά ήταν φανερά εκνευρισμένο με κάτι, και όχι μόνο με το χτύπημα του κεφαλιού του στην πόρτα. Τα υπόλοιπα γκόμπλινς άρχισαν να κάνουν βαθιές υποκλίσεις. Υπερβολικά πολύ βαθιές υποκλίσεις. Εκτός από ένα το οποίο μάλλον δεν είχε σκύψει αρκετά χαμηλά και εκνεύρισε το γκόμπλιν που ήταν πάνω στην πέτρα. Με το δάχτυλο του το έδειξε και ένας κεραυνός έφυγε από το δάχτυλο του, χτυπώντας και ανατινάζοντας τον πρασινοτόμαρο στόχο του. Στην συνέχεια, άρχιζε να φωνάζει εντολές στην γλώσσα των γκόμπλινς. Η ηχώ μετέφερε την φωνή του ως τους τυχοδιώκτες. Ήταν σίγουρα ότι δεν θα καταλάβαιναν τίποτα, επειδή δεν ήξεραν να μιλάνε την γλώσσα των γκόμπλινς, αλλά θα ορκίζονταν ότι καταλάβαιναν κάποιες από τις λέξεις που άκουγαν. Οι λέξεις σαν να ξέφευγαν από το γκομπλίν, χωρίς το ίδιο να καταλαβαίνει ότι μιλάει μια γλώσσα που κανονικά δεν γνώριζε. Τα άλλα γκόμπλινς, κοίταγαν το ένα το άλλο με απορία όταν έλεγε μια τέτοια λέξη.
Ο νάνος, Κρούσες Άηρονφάουντερσσον δεν έχασε χρόνο. Το μίσος των νάνων για τους πρασινοτόμαρους ήταν γνωστό σε όλη την αυτοκρατορία. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το ‘Βιβλίο των Αιτιών Φιλονικίας’ των νάνων, πρέπει να έχει πρώτη-πρώτη την ‘φιλονικία’ με τους πρασινοτόμαρους. Σήκωσε την (ήδη οπλισμένη από χτες) βαλλίστρα του, σημάδεψε, είπε: ‘Γκρούγκνι καθοδήγησε το βέλος μου’, και πάτησε την σκανδάλη.

Το βέλος ταξίδεψε την απόσταση και σε κλάσματα δευτερολέπτου πέτυχε το υπερυψωμένο γκόμπλιν,, ρίχνοντας το κάτω. Το ξωτικό βλαστήμησε με την βλακώδη απερισκεψία του Κρούσες. Δεν ξέρουν από τακτική οι νάνοι? Πρέπει πάντα να ορμάνε στον αντίπαλο χωρίς να καταστρώσουν ένα σχέδιο? Πάντως ο Εφρέζι και ο Λούκας δεν φάνηκαν να ενοχλούνται, ίσα ίσα άρχισαν να βγάζουν τα τόξα τους. Οι φρουροί του, άργησαν λίγο να καταλάβουν τι έγινε, αλλά μετά, τον κύκλωσαν, και καλύπτοντας τον, τον οδήγησαν μέσα, στην ασφάλεια του σπιτιού. Τα άλλα γκόμπλινς, όρμηξαν προς την μεριά των τυχοδιωκτών. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν αρκετά μακριά, και κυρίως ανηφορική. Οι τυχοδιώκτες είχαν το πλεονέκτημα. Τα γκόμπλινς θα προτιμούσαν να μπορούσαν αποφύγουν όλη αυτήν την ταλαιπωρία, και την μάχη φυσικά, αλλά προπαντός ήθελαν να αποφύγουν την οργή του Γκόμπσπαητ, του αρχηγού τους. Οι τυχοδιώκτες ξεχώρισαν στο πλήθος τον δεκαπέντε γκόμπλινς, και ένα γκόμπλιν που κράταγε ένα λουρί. Στην άκρη του λουριού ήταν ένα κόκκινο μπαρμπουνόσκυλο, προς έλλειψη καλύτερης περιγραφής. Ήταν μια μεγάλη κόκκινη μπάλα, με πόδια, γλιστερό κόκκινο δέρμα, και μικρά αγριεμένα μάτια. Αλλά αυτό που τους μαγνήτιζε την προσοχή ήταν το στόμα του. Ένα τεράστιο κόκκινο στόμα. Ενας λόγιος και γνώστης της ράτσας των πρασινοτόματων και των συνηθειών τους, θα το έλεγε με το επιστημονικό του όνομα, ‘σκουήγκ’, και όχι μπαρμπουνόσκυλο. έτρεχε με μανία προς το μέρος τους, τραβώντας και σέρνοντας με ευκολία το γκόμπλιν που το κρατούσε. Το πλάσμα αυτό φαινόταν πιο απειλητικό από οποιοδήποτε γκόμπλιν και ήταν ο πρώτος στόχος του ξωτικού και του νάνου. Έτρεχε τόσο γρήγορα και άτσαλα, χοροπηδώντας εδώ και εκεί, που ήταν αρκετά δύσκολο να το σημαδέψουν, αλλά ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες κατάφεραν να το σκοτώσουν.

Μέχρι να ετοιμάσουν τα βέλη και τα τόξα τους, ο Λούκας και ο Εφρέζι, τα γκόμπλινς είχαν ήδη πλησιάσει αρκετά. Αποφάσισαν τότε να τα πετάξουν κάτω και να ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους Η Ιρώνη δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Ήταν ιδιαίτερα καλή στην χρήση του τόξου, και είχε ρίξει άλλα τρία βέλη στα γκόμπλινς που αγκομαχούσαν να ανέβουν την ανηφόρα. Ένα ήδη είχε πέσει νεκρό. Φωνές και κραυγές από το εσωτερικό του σπιτιού τους απέσπασαν την προσοχή για μια στιγμή. Απεναντίας τα γκόμπλινς που ολοένα και τους πλησίαζαν, δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται. Από την πόρτα σπίτι βγήκαν δυο ακόμα γκόμπλινς, τρέχοντας πανικόβλητα. Το ένα γλίστρησε σε κάτι, θα στοιχημάτιζα κοπριά, και έπεσε μα τα μούτρα στο χώμα. Αμέσως μετά η πόρτα και ο τοίχος γύρω της έσπασε. Ξύλα, πέτρες σκόνη πετάχτηκαν προς τα έξω. Ένα μεγάλο ποταμίσιο τρολ ξεπρόβαλε από μέσα. Έπιασε το πεσμένο γκόμπλιν, το έσκισε στα δυο, πέταξε το μισό, και άρχισε να μασουλάει το υπόλοιπο. Ταυτόχρονα, κατευθυνόταν προς το δεύτερο γκόμπλιν. Δεν θα άφηνε να πάει χαμένο ένα τέτοιο νόστιμο σνακ.

Η θέα του τρολ, προκάλεσε ταραχή στους τυχοδιώκτες. Ο Εφρέζι και ο Λούκας δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους τρολ, και ρώταγαν ο ένας τον άλλο πιο είδος ήταν. Ο Κρούσες, όπως και με τα Νυχτερινά Γκόμπλιν, πάλι ήξερε περισσότερα.

‘Ποταμίσιο Τρολ, μα τον Γκρούγκνι, τι άλλο θα δούμε σήμερα!’

Ο Λούκας προς στιγμή σκέφτηκε να ξαναθηκαρώσει το σπαθί του και να βγάλει πάλι το τόξο του, αλλά αν συνέχιζε αυτή την δουλεία, δεν θα κατέληγε ποτέ με πιο όπλο να πολεμήσει. Αποφάσισε να μείνει σταθερός στην επιλογή του να πολεμήσει με το σπαθί.

Το τρολ, έπιασε το δεύτερο γκόμπλιν, το έσκισε και αυτό στην μέση και άρχισε να ρουφάει τα εντόσθια του. Αφού τελείωσε, άρχισε να κατευθύνετε προς μια αγελάδα. Ήταν αρκετά μεγάλη και ζουμερή. Ο Κρούσες είχε άλλη γνώμη όμως, και ενώ το τρόλ άρχισε να σηκώνει την αγελάδα και να την φέρνει στο στόμα του, του έριξε ένα τόξο από την βαλλίστρα του. Η βολή ήταν εύστοχη και πέτυχε το τρόλ στον ώμο. Το τρολ ούρλιαξε και η αγελάδα έκανε ένα ΄μοουουου’. Πάνω στα νεύρα του το τρολ πέταξε την αγελάδα στον νάνο (συνήθως πετάνε πέτρες, αλλά μάλλον η αγελάδα ήταν πιο εύκαιρη). Ήταν αρκετά μεγάλη η απόσταση αλλά το τρολ δεν φάνηκε να δυσκολεύτηκε στην ‘ρίψη αγελάδος’. Η αγελάδα διάνυσε μια τοξοειδείς και ελειπτική τροχιά στον αέρα. Ο νάνος με φρίκη είδε τον ήλιο να καλύπτεται από την αγελάδα. Η τελευταία του σκέψη πριν το πλακώσει η αγελάδα ήταν ότι ο Γκρούγκνι ήταν πολύ σοφός που δεν έδωσε φτερά σε αυτά τα ζώα. Τόσο μεγάλα πλάσματα δεν έχουν καμία δουλεία να βρίσκονται στον ουρανό. Η αγελάδα έσκασε πάνω του κάνοντας ένα ηχηρό ‘κπλοφ’. Τόσο μεγάλη ήταν η ορμή της που αναπήδησε με ένα γκελ, και προσγειώθηκε πάνω στην Ιρώνη, τραυματίζοντας και θάβοντας την κάτω από την μάζα της.
 
Μέχρι να συνέλθει ο νάνος, τα γκόμπλινς είχαν φτάσει τον Λούκας και τον Εφρέζι και είχε ξεκινήσει η μάχη σώμα με σώμα. Ο Νάνος ήθελε να τρυπήσει μερικά ακόμα γκόμπλινς με τα βέλη του, αλλά ένιωθε τύψεις για ότι συνέβη με το ξωτικό. Και επειδή δεν γούσταρε να ακούει την τσιριχτή φωνή του ξωτικού να του κάνει κήρυγμα για τρόπους, τακτικές και ποίος ξέρει τι άλλο προτίμησε να πάει στο βουνό κρέατος που κάποτε ήταν μια αγελάδα και να ξεθάψει την Ιρώνη. Αν την έβρισκε.

Όσο ο νάνος προσπαθούσε να ξεχωρίσει το ξωτικό από την αγελάδα, ο Λούκας και ο Εφρέζι κατάσφαζαν τα γκόμπλινς που τους είχαν περικυκλώσει. Οι επιθέσεις τους ήταν κωμικοτραγικές κυρίως, και σπάνια επικίνδυνες. Δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνα, και δεν είχαν καμία τακτική. Για την ακρίβεια, η τακτική του νάνου φάνταζε σαν ένα πολύπλοκο και καλοστημένη σχέδιο του καλύτερου στρατηγού του αυτοκράτορα, μπροστά στις επιθέσεις τον γκόμπλινς. Ήταν αδέξιες και απλοϊκές και στην ουσία η μόνη κίνηση που ήξεραν να κάνουν είναι να κρατάνε το σπαθί τους ή την χαντζάρα τους και να το σπρώχνουν μπροστά. Παραδόξως, τα περισσότερα γκόμπλιν κράταγαν τα όπλα τους από την σωστή μεριά. Από την άλλη ήταν τόσο πολλά τα γκόμπλινς και οι επιθέσεις τους, που ήταν αναπόφευκτο κάποια από τις επιθέσεις τους να πετύχουν και να χτυπήσουν τον Λούκας ή τον Εφρέζι. Τα τραύματα που τους είχαν προκαλέσει ήταν επιφανειακά, δεν έπαυαν όμως να είναι ενοχλητικά. Αλλά το πιο ανησυχητικό ήταν το τρολ που τους πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Ο νάνος είχε απελευθερώσει το ξωτικό από το κουφάρι της αγελάδας. Το ξωτικό είχε ένα αγριεμένο και παράφρον ύφος και η σιωπή της ήταν εκκωφαντική. Με νεύρο σήκωσε το τόξο της και άρχισε να πετάει τόξα στο τρολ. Ένα, δύο, τρία. Σχεδόν άδειασε όλη την φαρέτρα της. Ο νάνος την παρατηρούσε, και έκανε μια νοητή σημείωση ότι τα ξωτικά όταν νευριάζουν, ξεσπάνε στα βέλη τους. Μετά όπλισε την βαλίστρα του και άρχισε να πετάει και αυτός τόξα στο τρολ. Το τρολ δεν πρόλαβε να πλησιάσει ποτέ αρκετά του τυχοδιώκτες για να τους χτυπήσει με τα μακριά του χέρια. Στην μέση της απόστασης έπεσε νεκρό από τα βέλη τους. Ύστερα από λίγο, τα γκόμπλινς που είχαν απομείνει, κατάλαβαν ότι η επίθεση τους είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και άρχισαν να τρέχουν προς τους λόφους για να σωθούν από τους τυχοδιώκτες ( ή την οργή του Γκόμπσπάητ, δεν είμαι σίγουρος τι φοβόντουσαν περισσότερο).

Οι τυχοδιώκτες είχαν μείνει μόνοι τους. Μπροστά στα πόδια τους ήταν τα κουφάρια των γκόμπλινς, της αγελάδας και λίγο παρακάτω του τρολ. Πιο πέρα τους περίμεναν τα κτήρια της φάρμας, ο Γκόσπαητ, οι δύο βαστάζοι του, οι σωματοφύλακες του, σίγουρα κάποια γκόμπλινς, ίσως και άλλες αναπάντεχες εκπλήξεις. Πήραν μια ανάσα, πριν καταστρώσουν κάποιο σχέδιο. Εκτός και αν άκουγαν τις φωνές του νάνου που τους προέτρεπε να ορμήξουν κατευθείαν στο σπίτι που είχε αμπαρωθεί ο Γκομπσπάητ.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.