Thursday 21 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ιντερλούδιο - Φυλάξτεμ' ένα πόδι.

‘Επ, ακίνητοι! Τι νομίζετ’ότι κάνιτε’κεί?’, τσίριξε ο Γκομπσπαητ. Οι τέσσεροις βαστάζοι του τον κρατούσαν ψηλά πάνω στην πέτρα-θρόνο του και προσπαθούσαν να τον ισσοροπήσουν.

Οι ύποπτες μάπες των γκόμπλιν γύρισαν προς το μέρος του και αποτραβήχτηκαν ενστικτωδώς. ‘Τίπ’τα ‘φεντικό! Απλά είπαμ’ να τσιμπήσουμ’ κάτ’, κλαψούρισε το πιο γενναίο από τα πρασινοτόμαρα γκόμπλιν.

‘Αλλού αυτά. Κάτ’ σκαρώνετ’’. Ο Γκόμπσπαητ, από ψηλά κοίταξε γύρω-γύρω με υποψία. ‘Πού’ν’ο Ράτγκας? Δεν πιστεύ’ να τον… φάγατε?’

Ακολούθησε μια σιωπή αποστροφής.

‘Να φάμ’ τον Ράτγκας?’, το γκόμπλιν ακούγονταν πληγωμένο. ‘Να φάμ’ τον Ράντγκας? Μα αυτό είν’ αηδιαστικό ‘φεντικό! Το παλικάρ’ είν’ ένας από’μας!’

‘Εξάλλου,’ έκραξε ένας άλλος πρασινοτόμαρος, ‘είν’ λίγδας και μπίχλας. Θα μας έπιαν δυσπεψία με δαύτον!’

‘Και τότε ποιος είν’τούτος, τότε!’, είπε ο Γκόμσπαητ, δείχνοντας ένα ενοχοποιητικό μεγάλο νύχι στο κρέας. ‘Και μη με φλομώσετε στα ψέματ’ γιατί θα σας δώσω κάτ’ πολύ χειρότερ’ από δυσπεψία’.

‘Εεε… ο Γκίτερ, ‘φεντικό. Ένας απ’ την παρέα του Μάγκοτ. Αλλά ήταν ψόφιος όταν τον βρήκαμ’. Το γκόμπλιν έκανε μια μικρή παύση. ‘Βέβαια μας είπ' ότ' απλά κοιμόταν… αλλά ούλοι του Μάγκοτ είν’ ψεύτες, δεν είν’?’ Τα άλλα γκίμπλιν έγνεφαν καταφατικά με πλήρη συμφωνία. Κανένα γκόμπλιν δεν εμπιστευόταν το άλλο, και είχαν κάθε λόγο.

‘Συνεχίστε τότε’, ανακήρυξε ο Γκόμπσπαητ. ‘Και φυλάξτεμ’ ένα πόδι, αν θέλετ’το καλό σας!’.

Sunday 17 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ιντερλούδιο - (Δεν ήταν) η Φάρσα του Κρίμπινς

Για τον Εδουάρδο Ροντρζίγκεζ ήταν άλλη μια μαγευτική νύχτα κάτω από τα αστέρια και τον Μαννσλιμπ. Ναι η βροχή, η λάσπη και οι αστραπές χάλαγαν λίγο τον ρομαντισμό της ατμόσφαιρας που είχε φτιάξει στο επηρεασμένο από την μπύρα μυαλό του αλλά από την άλλη μπορούσε πάντα να προσποιηθεί πως βρίσκετε σε ένα πολυτελές δωμάτιο με μεταξωτά σεντόνια.Οι οικονομίες του ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τον τελευταίο καιρό. Μόνο σε φαντασιώσεις και με την βοήθεια του υδροκέραυνου ζύθου θα έβλεπε αληθινό κρεβάτι για αρκετό καιρό.

Είχε μόλις πει την ιστορία του για τα ηρωικά του κατορθώματα στην τοπική ταβέρνα, υπήρχαν μερικά νέα πρόσωπα μέσα στο πλήθος οπότε ήταν σίγουρος πως θα κέρδιζε μερικά κεράσματα για αντάλλαγμα μερικές ανείπωτες (ως τη στιγμή που θα τις σκεφτόταν) ιστορίες για τα ταξίδια του πριν την Στορμντορφ. Όλοι ήθελαν να ακούσουν ιστορίες για τις φανταστικές του εξορμήσεις στην ζούγκλα της Λούστρια, ή για την μυθική Βρετοννία και την κυρά της λίμνης. Είχε παρατηρήσει ότι οι ντόπιοι ήταν πιο ευκολόπιστοι όταν τα ψέματα τα αφηγούνται ξένοι από μακρινά μέρη, όπως ο Εσταλός Εδουάρδος ή το ξωτικό που είχε γνωρίσει πρόσφατα. Δεν θα του ήταν καθόλου δύσκολο να σκαρφιστεί και αυτός μερικές τέτοιες ιστορίες.

Ο Εδουάρδος χάιδεψε την γεμάτη από Υδροκέραυνο κοιλιά του, ξάπλωσε αναπαυτικά σε μια γωνία του λασπωμένου σοκακιού, σκεπάστηκε με το παλτό του, φίλησε το σπαθί του και μετά από μια βαθιά ανάσα ηρέμησε και άρχισε να κλείνει σιγά σιγά τα βαριά βλέφαρα του.

Δεν πρέπει να είχαν περάσει ούτε τρία δευτερόλεπτα όταν άκουσε την πρώτη κραυγή, τινάχτηκε από τα σκεπάσματά του και είδε ένα φρουρό να περνάει μπροστά από το σοκάκι του ουρλιάζοντας σαν μικρό κοριτσάκι. “Αυτός ο καταραμένος ο Κρίμπινς πότε θα σταματήσει να κάνει πλάκες στους φρουρούς?” σκέφτηκε “αφού το ξέρει πως δεν τους αρέσει να τους δουλεύουν για τους κτηνάνθρωπους και θα τον κάνουν να πληρώσει αύριο”. Από την άλλη, θυμήθηκε την πλάκα που είχε κάνει στο ξωτικό. Πότε δεν πάλιωνε το αστίο με το σκουλί κι στη μπύρα. Αυτές ήταν ωραίες πλάκες, όταν τις έκανε σε τουρίστες (εκτός του ιδίου βέβαια). Εκεί μάλιστα, αλλά όχι σε φρουρούς.

Με μισάνοιχτα μάτια κινήθηκε νωχελικά μέχρι την άκρη του σοκακιού, και είδε άλλους τρεις φρουρούς να τρέχουν, “Μα τον Σήγκμαρ, ο Κρίμπινς αυτή την φορά ξεπέρασε τον εαυτό του!. Αυτή πρέπει να είναι η πιο πειστική φάρσα που έχει κάνει ποτέ”. Με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα άρχισε να τρέχει προς την πύλη, “αυτό πρέπει να το δω”.

Μόλις έφτασε τον υποδέχθηκε ένας κτηνάνθρωπος κοντά δύο μέτρα ύψος, “Σηγκμαρ μου Κρίμπινς πως το κατάφερες αυτό; είσαι απλά ένα χάλφλινγκ , πρέπει να είναι η καλύτερη αμφιέσή σου ως τώρα” είπε καθώς έσκυψε και χτύπησε τα πόδια του κτηνάνθρωπου με το ξίφος του, χρησιμοποιώντας το ως ραβδί. “χμμ περίεργο, δεν έπρεπε να κάνει κάποιου είδους ξύλινο ήχο;” σκέφτηκε. Όρθωσε το ανάστημά του και κοίταξε τον κτηνάνθρωπο στα μάτια. Αυτός βρυχήθηκε μες τη μούρη του, σάλια τον πέτυχαν και τον έκαναν να τραβηχτεί. “Ή είσαι όντως κτηνάνθρωπος , ή αυτή είναι η καλύτερή σου πλάκα ως τώρα”.

Το χέρι του κτηνανθρώπου σηκώθηκε απότομα με ένα δικέφαλο τσεκούρι και με υπερβολικά περισσότερη ταχύτητα από όσο περίμενε κατέβηκε. Μισό δευτερόλεπτο να αργότερα να κουνιόταν και θα μπορούσε να δει τα εντόσθιά του με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες από όσες θα ήθελε.

Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το ξίφος του από τη θήκη. “Για να σε δούμε τώρα γιε….εεε….ΓΙΔΑΣ” (αργότερα θα έβρισκε κάτι καλύτερο αλλά για τώρα έκανε). Ο κτηνάνθρωπος εξοργισμένος επιτέθηκε ξανά και ξανά, αυτή τη φορά πιο αργά και επιφυλακτικά. Ο Εδουάρδος ήξερε να χειρίζεται το σπαθί του, αυτό ήταν προφανές στον κτηνάνθρωπο.

Παίρνοντας θάρρος από τις εκπληκτικές του ικανότητες στην αποφυγή άρχισε να τον κοροϊδεύει “δεν μπορείς να πετύχεις το έδαφος ακόμα και αν σκοντάψεις, έτσι;”, Όλη η δράση του είχε πάρει το κεφάλι, η αδρεναλίνη του έδινε το λαθεμένο αίσθημα της υπεροχής, ήταν αήττητος, πιο γρήγορος από όλους ω οι ιστορίες που θα μπορούσε να πει μετά, μα τον Ράνταλ θα τον κερνάγανε για μια ζωή για τα ηρωικά του κατορθώματα.

Μετά από τις επόμενες πέντε (εύκολα αποφεύγξιμες) επιθέσεις ο κτηνάνθρωπος είχε αρχίσει να κουράζετε. Ακούμπησε το τσεκούρι του στο έδαφος και προσπαθούσε να ανακτήσει την αναπνοή του. Σχεδόν ακούγοντας ήδη τους ύμνους για το πόσο ηρωικά απέκρουσε την εισβολή των Κτηνανθρώπων μόνος του όρμηξε με το σπαθί του και προσπάθησε να διαπεράσει τον κτηνάνθρωπο ανάμεσα στα μάτια. Πριν καταλάβει καν τι έχει γίνει ο εχθρός είχε αποκρούσει την επίθεσή του με την λαβή του τσεκουριού, με μια κλωτσιά στο δεξί πόδι τον είχε ρίξει στο έδαφος και έκανε στροφή για να αποκτήσει περισσότερη ταχύτητα το τσεκούρι που πλέον θα τον έκοβε σίγουρα στα δύο.

Κάτι το παράξενο έγινε εκείνη τη στιγμή, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων. Όση ώρα απέφευγε τα χτυπήματα του κτηνανθρώπου τον καθοδηγούσε, υποχωρώντας στρατηγικά, κοντά στην είσοδο των κοιτώνων των στρατιωτών που είχαν μια μεγάλη πινακίδα να κρέμεται από έξω. Και πάνω στο θυμό του (κάτι στο οποίο προφανώς είχε υπολογίσει) ο κτηνάνθρωπος δεν πρόσεξε αυτή την πινακίδα , και ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει εξ αρχής το τσεκούρι του εχθρού του μπλέχτηκε στην πινακίδα, και φυσικά το τελευταίο τμήμα του σχεδίου του δεν μπορούσε να αποτύχει, καθώς ο υπηρέτης του Χάους τράβαγε το όπλο του για να ξεκολλήσει από την πολλή δύναμη δεν μπόρεσε να σταματήσει την φόρα που είχε πάρει και έπεσε πάνω στο πέτρινο πλατύσκαλο των κοιτώνων και άνοιξε το κεφάλι του στα δύο. Ο Εδουάρδος έκανε μια γρήγορη ευχαριστήρια προσευχή στον Ράνταλ. Για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξανασηκωνόταν σύντομα, τον μαχαίρωσε μερικές φορές. Άλλωστε το σπαθί του έπρεπε να φαίνεται ματωμένο για να συμφωνεί με την επική ιστορία που θα έλεγε αργότερα στο πανδοχείο.

Τότε ήταν που είδε και τους υπόλοιπους κτηνανθρώπους να πηδάνε από τα τείχη. Κοίταξε κάτω τον νεκρό κτηνάνθρωπο. Ώστε αυτός ήταν η εμπροσθοφυλακή. Θα άνοιγε τα τείχη για να μπουν οι υπόλοιποι, αλλά φαίνεται ότι προτίμησαν να σκαρφαλώσουν τα τείχη. Δεν ήξερε ότι ήταν τόσο εύκολο, αλλά στο κάτω κάτω είχαν φτιαχτεί υπό την επίβλεψη του Κέσσλερ, όχι κάποιου νάνου.

“Λοιπόν έκανα ότι μπορούσα, πιστεύω είναι ώρα να βρω καινούριο σοκάκι προφανώς σε άλλη πόλη” είπε και άρχισε να τρέχει προς την σχετική ασφάλεια που θα του πρόσφερε το κέντρο του χωριού.

Δεν κοίταζε μπροστά του γιατί το θέαμα προς τα πίσω του (και η ταχύτητα που έπρεπε να φτάσει για να μην τον φτάσει το προαναφερθέν θέαμα) ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον, οπότε εξεπλάγην όταν άρχισε να τον προσπερνάει από την αντίθετη μεριά η φρουρά. Αρχικά ένας φρουρός, και μετά και οι υπόλοιποι. Φώναζα πολεμικές ιαχές. Και ποιος ήταν αυτός? Ο Ιερέας Μάγκνους ή του φάνηκε. Και γιατί κράταγε ένα πολεμικό σφυρί. Γιατί όλοι έτρεχαν προς την λάθος κατεύθυνση? Από εκεί είχε κτηνανθρώπους, δεν το ήξεραν?

Από την άλλη σίγουρα θα χρειαζόντουσαν κάποιον να βεβαιώνεται πως οι νεκροί κτηνάνθρωποι είναι όντως νεκροί και μετά να περιμένει υπομονετικά κρυμμένος σε μια γωνία για να εξολοθρεύσει τον επόμενο κτηνάνθρωπο που θα προσποιούνταν πως είναι νεκρός.

“Οι υποχρεώσεις του ήρωα δεν τελειώνουν ποτέ.", σκέφτηκε και γύρισε πάλι πίσω, ακολουθώντας τους φρουρούς.

Saturday 16 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Το Μάτι του Κτήνους

 

Η οργή,
Tη νύχτα περιμένει.
Κόκκινη σαν την φωτιά,
Στο μάτι του κτήνους
(Από την, για ευνόητους λόγους, ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων του Πάρτον Αλαγκιά).


Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην φρουρός από την Ουμπερσράηκ
Κρούσες Μπρέρετον, αμαξάς από την Ουμπερσράηκ



Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν ευχάριστος, ούτε εύκολος. Ο Ιερέας Γκρέημπ με δυσκολία μπορούσε να περπατήσει και χρειαζόταν ένα άτομο να τον κρατάει. Ο Εφρέζι προθυμοποιήθηκε να κάνει αυτή την εξυπηρέτηση, όχι γιατί είχε τις λιγότερες πληγές και άρα ήταν ο πιο κατάλληλος, αλλά γιατί ένιωθε υποχρέωση να βοηθήσει τον ευσεβή γέροντα. Ο Κρούσες δυσκολευόταν και αυτός να περπατήσει, αλλά δεν ζήτησε βοήθεια. Εξάλλου, μόνο ο Λούκας θα μπορούσε να τον κρατήσει παραμάσχαλα, αλλά αυτός είχε την ασπίδα. Ήταν προτιμότερο ο Λούκας να είναι στην εμπροσθοφυλακή Δεν ήξεραν σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Κήπος ή αν υπήρχαν ακόμα απέθαντοι που τους περίμεναν έξω. Τίθεται βέβαια και το θέμα της Μαρμάρινης Πέτρας, του δεύτερου κομματιού που είχαν βρει να χρησιμοποιεί ως ασπίδα ο σκελετός του Στίκχελμ. Αυτές οι πέτρες είχαν την τάση να έλκουν τους κεραυνούς. Δεδομένου ότι έπρεπε να την κουβαλήσουν ως το χωριό, και δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να τρέχουν γρήγορα λόγω της κόπωσης και τον τραυμάτων επιπλέον υπήρχε και ο κίνδυνος να τους χτυπήσει κεραυνός. Τελικά το πρόβλημα αυτό το έλυσαν, αλλά όταν τους ρώτησα με πιο τρόπο, απέφυγαν να μου εξηγήσουν. Από ότι κατάλαβα, η εξήγηση περιλάμβανε ένα μακρύ σκοινί, ένα κομμάτι μεταλλικής βέργας, ένα φέρετρο, και την Ιρώνη να σπρώχνει και να τραβάει την κατασκευή μέσα στις λάσπες προσπαθώντας να αποφύγει τους κεραυνούς με μερική, δυστυχώς, επιτυχία.

Το οστεοφυλάκιο το βρήκαν άνω κάτω. Οι κοκάλινες κατασκευές είχαν καταστραφεί και τα κόκαλα ήταν σπαρμένα σε όλο το δάπεδο. Η πυραμίδα των κρανίων ήταν και αυτή διαλυμένη, τα κρανία μπερδεμένα με τα άλλα κόκαλα. Η Ιρώνη παρίστανε την αδιάφορη, και ο Ιερέας δεν ρώτησε πως καταστράφηκε η πυραμίδα. Θεώρησε ότι ήταν δουλειά του Νεκρομάντη. Όμως η στεναχώρια του για την καταστροφή των καλλιτεχνημάτων ήταν φανερή. Ο Λούκας δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα που θα τους έβγαζε στον Κήπο, αλλά αυτό στάθηκε απρόσμενα δύσκολο. Η πόρτα άνοιγε προς τα έξω αλλά κάτι την εμπόδιζε. Ο Λούκας έβαλε την ασπίδα μπροστά και πήρε φόρα. Έπεσε στην πόρτα και κατάφερε να μετακινήσει αυτό που ήταν πίσω. Η πόρτα τώρα άνοιγε ως την μέση. Ένα σωρός από πτώματα είχε δημιουργηθεί από έξω. Όταν πέθανε ο Νεκρομάντης, σταμάτησε να κινεί τα πτώματα των νεκρών και έπεσαν στο σημείο που βρισκόντουσαν και τα πιο πολλά είχαν μαζευτεί έξω από την πόρτα. , σαν να είχε βρέξει πτώματα. Όταν βγήκαν στο κήπο, το θέαμα ήταν φριχτό. Όλοι οι τάφοι ήταν σκαμμένοι και ανοιχτοί, από τα πτώματα που είχαν σκάψει και είχαν βγει έξω. Τα σώματα των νεκρών ήταν σωριασμένα σε όλο το μήκος του κήπο, άλλα είχαν πέσει μέσα στους τάφους, άλλα είχαν πέσει πάνω στα μνημεία. Η βεβήλωση των νεκρών ήταν ενάντια σε ότι πιο ιερό θεωρούσε ο Ιερέας. Το θέαμα τον ταρακούνησε έντονα, και έπεσε στα γόνατα, κρύβοντας το πρόσωπο του με τα χέρια του και κλαίγοντας με λυγμούς. Η Ιρώνη, ένιωσε άβολα, δεν ήξερε τι να του πει, εξάλλου στην Ούλθουαν τους νεκρούς τους αποτεφρώνουν, δεν τους θάβουν. Περίμενε να ηρεμήσει ο Ιερέας, και μετά τον βοήθησε να βγουν έξω από τον Κήπο. Ο Κρούσες τους είπε πως νιώθει μια υποχρέωση να μείνει πίσω και να αρχίζει να θάβει τα πτώματα, και κανείς δεν διαφώνησε, ειδικά βλέποντας κοράκια να μαζεύονται και να τρώνε τις σάρκες των νεκρών.

Επιβιβάστηκαν στην σχεδία που είχαν αφήσει στην όχθη του ποταμού Τράνινγκ και πέρασαν τα μαύρα νερά του. Κανείς δεν είχε όρεξη να μιλήσει και το μόνο που ήθελαν ήταν να φτάσουν στην Στρομντορφ και να ξεκουραστούν στο πανδοχείο. Ο δρόμος ως το χωριό δεν ήταν μακρύς, αλλά ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν αργά για να μην μείνει πίσω ο Ιερέας με τον Εφρέζι που τον κουβάλαγε. Όταν έφτασαν στην πύλη, οι φρουροί τους αναγνώρισαν και τους χαιρέτησαν. Τους ρώτησαν με ενδιαφέρον τι έγινε στο Κήπο, τα τραύματα τους ήταν εμφανή. Οι τυχοδιώκτες εξήγησαν στους έκπληκτους φρουρούς, συνοπτικά τι είχε συμβεί στον Κήπο και στην συνέχεια κατευθύνθηκαν στο πανδοχείο.

Τα νέα όμως ότι ταξιδεύουν πιο γρήγορα στην Στρομντορφ από ότι οι τυχοδιώκτες. Όταν έφτασαν στο πανδοχείο, ήδη είχα μαζευτεί ένα μικρό πλήθος που ήθελαν να ακούσουν την ιστορία τους. Όταν τους είδαν άρχισαν να τους χειροκροτάνε. Η διάθεση των τυχοδιωκτών άλλαξε ξαφνικά. Αμέσως τα τραύματα τους, άρχισαν να τους φαίνονται λιγότερο σημαντικά, και ο πόνος που ένιωθαν από αυτά, σχεδόν αδιάφορος. Έμειναν λίγο έξω από το πανδοχείο για να απολαύσουν την ξαφνική άνοδο της δημοτικότητας τους. Ύστερα από πίεση του όχλου, είπαν πάλι την ιστορία τους. Το κοινό έκανε επιφωνήματα σε κρίσιμα σημεία της αφήγησης. Τρόμαξαν στο σημείο που οι απέθαντοι έβγαιναν από τους τάφους τους, γέλασαν στο σημείο που η Ιρώνη λιποθύμησε και έπεσε μέσα στον πλημμυρισμένο τάφο. Χειροκρότησαν στο σημείο με την μάχη με τους σκελετούς, αλλά όταν η αφήγηση έφτασε στο σημείο με τον Λάζαρους, και τον Στίκχελμ βουβάθηκαν. Νόμιζαν ότι είχαν ξεφορτωθεί τον νεκρομάντη όταν τον είχαν κάψει, και η εμφάνιση του, τους εξόργισε. Το γεγονός ότι είχε ασελγήσει στο σώμα της αγαπητής σε όλο το χωριό Μάντριγκα και στα κόκαλα του ήρωα της πόλης, τους έκανε να φτάσουν στα όρια του παροξυσμού. Όταν άκουσαν ότι οι τυχοδιώκτες τελικά τον εξόντωσαν, φώναζαν και επευφημούσαν τους τυχοδιώκτες. Τους πήραν στα χέρια και τους σήκωσαν ψηλά. Ο Λούκας έκανε μια νοητή σημείωση για το πόσο αγαπητός ήταν ο ήρωας του χωριού στους κατοίκους του, και μάλλον θα ήθελαν να τους επιστραφεί το σπαθί και η πανοπλία του, αφού ήταν κειμήλια και πολιτιστική κληρονομιά.

Όταν πέρασε ο ενθουσιασμός στους κατοίκους, δύο από αυτούς πήραν τον Ιερέα και τον πήγαν σε ένα δωμάτιο στο πανδοχείο να ξεκουραστεί και φώναξαν τον ιατρό Σνάηντερ για να του παράσχει της υπηρεσίες του. Οι υπόλοιποι, όσοι χώραγαν, μπήκαν μαζί με τους τυχοδιώκτες στο πανδοχείο και τους κέρασαν ποτά. Οι γιοι του πανδοχέα χαιρέτησαν τους τυχοδιώκτες εγκάρδια. Ήταν και αυτοί ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από την ιστορία που διηγήθηκαν οι τυχοδιώκτες. Ο Λάζαρους ήταν υπαίτιος για τον θάνατο της μητέρας τους Μάντριγκα, αλλά και του πατέρα τους Σεμπάστιαν. Είπαν στους τυχοδιώκτες ότι όποτε έρχονται στο χωριό θα έχουν δωρεάν διαμονή και φαγητό στο πανδοχείο τους. Η ατμόσφαιρα είχε ελαφρώσει από την τελευταία φορά που ήταν εδώ, και οι φήμες για επίθεση από την απέθαντη στρατιά των βρικολάκων Φον Κάρσταην είχαν διαλυθεί. Μόνο ο κυνηγός Μπάημπερ ήταν κατσούφης, όπως πάντα. Καθόταν στην μόνιμη θέση του, κοντά στο τζάκι και δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό των θαμώνων. Όταν τον ρώτησαν τι συμβαίνει, είπε ότι καλά θα κάνουν να μην παίρνουν τα μυαλά τους αέρα. Οι κτηνάνθρωποι είναι ακόμα στους βάλτους. Μπορεί οι τυχοδιώκτες να τους έκαναν μεγάλο πλήγμα σκοτώνοντας τον αρχηγό τους, αλλά πάντα κάποιος άλλος θα πάρει την θέση του. Και ο βάλτος, που ο Μπάημπερ επισκέπτεται συχνά, ήταν ιδιαίτερα ήσυχος. Οι υπόλοιποι αρνήθηκαν να αφήσουν τα λόγια του Μπάημπερ να τους επηρεάσουν, και επέστρεψαν στα ποτά τους και ζήτησαν από τους τυχοδιώκτες να τους πουν την ιστορία άλλη μια φορά, προτού πάνε για ύπνο.
Η Ιρώνη κοίταξε τους θαμώνες του πανδοχείου ψάχνοντας τον Πάρτον Αλαγκιά. Όταν βρήκε που καθόταν τον πλησίασε και τον χαιρέτησε. Τον κέρασε μια μπύρα και άρχισε να τον ρωτάει για τις δουλειές που είχε κάνει στο παρελθόν. Ο Πάρτον κατάλαβε ότι η Ιρώνη ήθελε να εμβαθύνει στην τέχνη της απάτης. Δέχτηκε να της μάθει τα μυστικά και τα κόλπα της τέχνης αυτής με αντάλλαγμα να του αφηγείται τις παρελθοντικές και μελλοντικές περιπέτειες της ομάδας της ώστε να γράψει το βιβλίο που πάντα ονειρευόταν.


‘Βέβαια, και το λέω αυτό για να είμαι νομικά καλυμμένος’, εξηγεί ο Πάρτον, ‘ότι κόλπα και τρικ στην τέχνη της απάτης σου λέω, τα λέω με μόνο σκοπό να ξέρεις να προφυλάσσεσαι από διάφορους τσαρλατάνους. Δεν θα ήθελα ποτέ να τα χρησιμοποιήσεις για να εξαπατήσεις τους νομοταγείς πολίτες της αυτοκρατορίας Δεν θα ήθελα ποτέ να γίνεις τσαρλατάνος, και αν γίνεις θα είναι καθήκον μου να σε καταγγείλω στις αρχές. Με καταλαβαίνεις έτσι?’, ρώτησε κλείνοντας το μάτι του.

‘Μα φυσικά!’, απάντησε η Ιρώνη. Από το ύφος της θα νόμιζε κανείς ότι είχε προσβληθεί, αν δεν έβλεπε ότι και αυτή έκλεινε με την σειρά της το μάτι της στον Πάρτον Αλαγκιά. ‘Οι τσαρλατάνοι είναι χειρότεροι και από τους χαρτοκλέφτες!’

Ο έμπορος Φλόριαν καθόταν μαζί με τον Κλάους, ο οποίος φαινόταν να ήταν καλύτερα στην υγεία. Όταν είδε ότι οι κάτοικοι άφησαν τους τυχοδιώκτες ήσυχους, τους έκανε νόημα να έρθουν στο τραπέζι του για να τους μιλήσει.

‘Που είναι ο αμαξάς που σας είχα συστήσει? Ο Κρούσες?’, ρώτησε ο Φλόρια και στον Κλάους. Το όνομα του Κρούσες το είπε σαν να φτύνει δηλητήριο Ο Λούκας και ο Εφρέζι τότε παρατήρησαν έναν νάνο που καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στον Φλόριαν. Ήταν τόσο κοντός που δεν τον είχαν παρατηρήσει προηγουμένως Ο νάνος, κουνήθηκε νευρικά από την καρέκλα του στο άκουσμα του ονόματος Κρούσες.

‘Έμεινε στο νεκροταφείο να θάψει τους νεκρούς. Γιατί ρωτάς?’, ρώτησε ο Εφρέζι.

Προτού απαντήσει ο Φλόριαν, ο νάνος χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και σηκώνετε όρθιος πάνω στην καρέκλα.


‘Γιατί είναι ένας ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΣ!’, φώναξε ο νάνος.
‘Τσαρλατάνος?’, απαντάνε και οι δύο έκπληκτοι. Ήξεραν ότι όταν ανακαλύπτεις ότι κάποιος είναι τσαρλατάνος, ήταν ήδη πολύ αργά. Η ζημιά είχε γίνει και η απάτη είχε ολοκληρωθεί επιτυχημένα.

‘Ναι, τσαρλατάνος’, συνέχισε με πένθιμο ύφος ο Φλόριαν. ‘Και μάλιστα πολύ καλός. Κατάφερε να με ξεγελάσει και να προσποιηθεί τον αμαξά, χωρίς να έχει ιδέα για τις άμαξες. Θέλω να ελπίζω ότι ο απώτερος σκοπός του ήταν να δουλέψει για την συντεχνία των εμπόρων με πλαστές συστατικές επιστολές, αλλά στην θέση σας θα έψαχνα τα πράματα μου να δω αν λείπει τίποτα’.

Ο Εφρέζι και ο Λούκας ήδη είχαν βάλει τα χέρια στις τσέπες τους, αλλά δεν έλειπε τίποτα. Ο Εφρέζι, όταν το χέρι του ακούμπησε το κολιέ με το μαύρο πετράδι που είχε ξεχάσει ότι είχε στην τσέπη του, ένιωσε ένα τσίμπημα και το τράβηξε γρήγορα έξω.

‘Μάλλον όταν ξεκινήσατε το πρωί, ο τσαρλατάνος που ήθελε να τον αποκαλούμε Κρούσες εντόπισε τον αληθινό Κρούσες και σκέφτηκε πώς να την σκαπουλάρει. Πάω στοίχημα ότι αν πάμε στον κήπο δεν θα τον βρούμε εκεί’, εξήγησε ο Εφρέζι.

‘Και πιο είναι ο αληθινός Κρούσες τότε’, ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Μα αυτός εδώ ο νάνος. Να σας τον συστήσω. Κρούσες Αηρονφάουντερσσον, αμαξάς από το νέο και πολλά υποσχόμενο φρούριο Κάρακ-Αζγκαραζ, που αναζητεί να χτίσει ένα όνομα για τον εαυτό του!’, είπε με στόμφο ο Φλόριαν. Τα μάτια του νάνου έλαμψαν με περηφάνια στο άκουσμα του ονόματος του φρουρίου από το οποίο προέρχεται, ‘Από εδώ είναι ο Εφρέζι, ο Λούκας, και στο βάθος είναι το ξωτικό η Ιρώνη, εμ… ναι, αυτοί είναι όλοι τους’. Είχε θυμηθεί γρήγορα ότι ο μάγος Νέκραλ Χάλγκμουντ είχε πεθάνει πριν δύο μέρες, οπότε δεν χρειαζόταν να ψάξει στο πανδοχείο να τον βρει για να τον συστήσει.

Οι τυχοδιώκτες δεν ήταν πεπεισμένοι. Στην Ουμπερσράηκ υπήρχε ένα γνωμικό που λέει όποιος καεί στην κρεατόπιτα, φυσάει και το ξινόγαλο.

‘Είσαι σίγουρος ότι είναι αληθινός αμαξάς?’, ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Μα φυσικά!’, είπε ο Φλόριαν. Είχε το φιλότιμο να κοκκινίσει λίγο από ντροπή. ’Το έλεγξα, είχε όλες τις συστατικές περγαμηνές από το φρούριο, επικυρωμένες από τον αυτοκράτορα Ορίστε κοιτάτε, του είπε δείχνοντας τους τα χαρτιά με της βούλες.

‘Μα πως κατάφερες να σε ξεγελάσει ο ψεύτικος Κρούσες. Πως μπόρεσε να μπερδέψεις έναν άνθρωπο για νάνο. Το ύψος δεν σε έβαλε σε σκέψεις? Για όνομα του Σήγκμαρ δηλαδή!’.

‘Τι να πω. Ήταν πολύ καλός τσαρλατάνος!’.

Εκείνη την στιγμή έκατσε στο τραπέζι η Ιρώνη. Είχε κανονίσει με τον Πάρτον να της αρχίσει εντατικά μαθήματα από αύριο το πρωί.

‘Τι συζητάτε εδώ?’, ρώτησε τον Κλάους. Απέφυγε να παραδεχθεί την παρουσία ενός νάνου στο τραπέζι.

‘Α, τίποτα. Για τσαρλατάνους’, της είπε.

‘Ναι, τσαρλατάνους’, επανέλαβε ο νάνος με νόημα.

Η Ιρώνη τσαντίστηκε. Δεν ήξερε αν ο νάνος εννοούσε κάτι βαθύτερο. Είπε αυτή τσαρλατάνο? Που το ήξερε? Ή απλά ήθελε να προσβάλει όλα τα ξωτικά θεωρώντας τα τσαρλατάνους. Δεν θα τα πήγαινε καλά με αυτόν τον νάνο.

Ο Νίκλαους Σούλμαν κατέβηκε από το δωμάτιο του. Η φασαρία τον είχε διακόψει από τις μελέτες του. Τα μάτια του ήταν μαύρα από την κούραση και την αϋπνία. Όταν είδε τους τυχοδιώκτες, έσπευσε να τους χαιρετήσει. Ρώτησε και αυτός τι συνέβη και η Ιρώνη αναγκάστηκε να διηγηθεί για τρίτη φορά την ίδια ιστορία. Το ενδιαφέρον του Νίκλαους επικεντρώθηκε στην Μαρμάρινη Πέτρα και στο κολιέ με το μαύρο πετράδι. Όταν αντιλήφθηκε ότι το μαύρο πετράδι όμως δεν είχε σχέση με τις πέτρες των ξωτικών, αλλά ήταν συνυφασμένο με την νεκρομαντεία, έχασε αμέσως το ενδιαφέρον του. Είπε ότι η Μαρμάρινη Πέτρα ήταν όντως ένα από τα κομμάτια που του έλειπαν και ζήτησε να την φέρουν στο δωμάτιο του για να συνεχίσει την μελέτη και την μετάφραση.

Ο Λούκας καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και χάζευε τον κόσμο, πίνοντας την μπίρα του. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι το ντόπιο ποτό, ο Υδροκέραυνος ζύθος, ήταν άριστης ποιότητας. Παράλληλα αναλογιζόταν και το μπέρδεμα με τους δύο Κρούσες. Τον αμαξά και τον τσαρλατάνο. Όχι ότι τον πολυενδιέφερε, πιο πολύ για τον χαβαλέ. Για αυτόν όλοι οι αμαξάδες ίδιοι ήταν. Είτε είναι άνθρωποι, είτε νάνοι, είτε ξωτικά. Ακόμα και χάλφινγκ αμαξά να είχε, δεν τον ένοιαζε. Πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν να οδηγείς μια άμαξα. Απλά κάθεσαι στην θέση σου και κρατάς τα ηνία. Τα άλογα συνήθως ακολουθούν το δρόμο. Απλά πράματα. Για την ακρίβεια σκέφτηκε, όλοι οι αμαξάδες είναι και αυτοί λίγο τσαρλατάνοι, αφού παρουσιάζουν το επάγγελμα τους λες και είναι κάτι δύσκολο που χρειάζεσαι ειδικές γνώσεις για να το ασκήσεις. Και ο Λούκας είχε ακολουθήσει και αυτός κάποτε το επάγγελμα του αμαξά, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν του ταίριαζε. Και οι άμαξες που οδηγούσε πρέπει να ήταν ελαττωματικές Είχαν την τάση να χάνουν την πορεία τους από το δρόμο και να ντελαπάρουν .

Από τις σκέψεις του τον έβγαλε μια γυναικεία φωνή.

‘Θα παραγγείλεις τίποτα άλλο?’

Ο Λούκας σήκωσε το βλέμμα του και είδε μια νεαρή σερβιτόρα να μαζεύει τα ποτήρια μπύρας από το τραπέζι. Την είχαν προσλάβει οι γιοι του Σεμπάστιαν για να βοηθήσει στο σερβίρισμα, γιατί από όταν πέθανε ο πατέρας τους, τα είχαν βρει σκούρα με όλες τις λεπτομέρειες της διαχείρισης ενός πανδοχείου.

‘Άλλον έναν Υδροκέραυνο ζύθο’, είπε, προσπαθώντας να θυμηθεί πως την έλεγαν. Είχε ακούσει το όνομα της από τους γιους του Σεμπάστιαν. Ιλένα? Ελάνα? Κάπως έτσι.

‘Αμέσως’. Μετά από λίγο γύρισε με δύο ποτήρια αντί για ένα. ‘Έχω διάλειμμα τώρα, δεν σε πειράζει να κάτσω λίγο εδώ, θέλω να ακούσω την ιστορία σου πάλι. Δούλευα πριν και δεν πρόλαβα να την ακούσω. Μόνο αποσπάσματα εδώ και εκεί’.

Τον Λούκας δεν τον πείραζε. Κάθε άλλο μάλιστα. Η Ιλέϊν ήταν μια ευχάριστη παρουσία. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ζύθο του, ρεύτηκε ευγενικά, και ξεκίνησε την εξιστόρηση. Η Ιλέιν ήταν συνεπαρμένη με την ιστορία και δεν τον διέκοπτε καθόλου. Μόνο όταν έφτασε στο σημείο με το νεκρομάντη άρχισε να κάνει διερευνητικές ιστορίες. Ο Λουκάς συνέχισε να την τροφοδοτεί με πληροφορίες.

‘Και πως είπες ήταν το κολιέ?’ τον ρώτησε.

‘Χρυσό, με ένα μεγάλο μαύρο πετράδι’. Ο Λούκας ένιωθε μια ευφορία από την πολύ μπίρα.
‘Και το πήρατε τελικά?’

‘Ναι!’, είπε ο Λούκας κοιτώντας την… Ελόνα? Ελίζα? Όπως την έλεγαν. Σκεφτόταν πώς θα την δελέαζε να έρθει στο δωμάτιο του.

‘Και ποίος το έχει τώρα?’

Ξαφνικά σαν να σηκώθηκε ένα βαρύ πέπλο από το κεφάλι του. Ανασηκώθηκε στην καρέκλα. Γιατί τον ρωτούσε όλες αυτές τις ερωτήσεις? Συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε καν πως την λένε. Αυτή είχε μάθει σχεδόν τα πάντα για αυτόν, ενώ εκείνος δεν ήξερε τίποτα.

‘Πως είπαμε ότι σε λένε? Τι κάνεις εδώ?’ την ρώτησε απότομα προσπαθώντας να κερδίσει το χαμένο έδαφος.

‘Ιλέιν, γκαρσόνα είμαι. Δεν με θυμάσαι. Εδώ και δύο μέρες σας σερβίρω το πρωινό’, είπε και χαχάνισε ντροπαλά. Κάτι στην φωνή της, κάτι στο τρόπο που είχε στήσει το σώμα της, έκανε τον Λούκας να ξεχάσει τις υποψίες του.

‘Φυσικά σε θυμάμαι. Δεν είναι εύκολο να σε ξεχάσει κάνεις’, είπε ο Λούκας που με ευκολία άλλαξε στυλ, από υποψιασμένος σε ηδονοθήρας. ‘Μήπως θα ήθελες να ακούσεις και άλλες ιστορίες? Αν θες έλα το βραδάκι στο δωμάτιο μου’.

‘Ναι, θέλω! Θα έρθω το βράδυ, γιατί τώρα δεν προλαβαίνω. Τελείωσε το διάλειμμα μου’. Η Ιλέιν σηκώθηκε και γύρισε στον πάγκο. Ο Λούκας έσκυψε πάνω από το ποτήρι του και έκρυψε το χαμόγελο επιτυχίας που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του.

Η Ιρώνη δεν είχε παρακολουθήσει την συζήτηση του Λούκας με την Ιλέιν, αλλά τους είχε δει που μίλαγαν. Όταν έφυγε η Ιλέιν την είδε να πηγαίνει σε έναν καραφλό με μουστάκι και να του μιλάει, και μετά να επιστρέφει στο πάγκο. Έκανε μια νοητή σημείωση του προσώπου του.

Δεν ήταν ντόπιος σίγουρα. Άρχισε να πίνει την μπύρα της και να σκέφτεται τι θα κάνει αύριο. Το πρωί είχε ραντεβού με τον Πάρτον για να της εξηγήσει τα βασικά τρικ των Τσαρλατάνων. Πώς να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του θύματος τους και να το κοροϊδεύουν χωρίς να το παίρνει χαμπάρι ο άλλος. Μετά θα πήγαινε με τους φίλους της να βρουν θεραπευτικά φίλτρα, αλλά αυτή θα έπρεπε να αποφύγει την Χιλντέτ γιατί τις είχε κλέψει δύο φίλτρα χτες. Όσο σκεφτόταν και έπινα την μπύρα, ένιωσε κάτι στην τσέπη της. Έβαλε το χέρι της γρήγορα και έπιασε ένα άλλο χέρι που σίγουρα δεν ήταν δικό της. Δεν το άφησε, αλλά σήκωσε το βλέμμα της για να δει σε ποιον ανήκει Ήταν ο καραφλός τύπος. Ένιωσε βαθιά σοκαρισμένη. Κάποιος προσπάθησε να την κλέψει! Από πού και ως που? Γιατί να το κάνει αυτό? Ποιος ήταν αυτός? Πως τόλμησε? Της ήταν αδιανόητο!

‘Προσπάθησες να με κλέψεις?’ ρώτησε τον καραφλό. ‘Από πού και ως που? Γιατί να το κάνεις αυτό? Ποιος είσαι? Πως τόλμησες?’, οι ερωτήσεις της ήταν καταιγιστικές

‘Ήρεμα! Ήρεμα!’, είπε ο τύπος. ‘Σε παρακαλώ ηρέμησε!’, την εκλιπάρησε.

‘Γιατί ήθελες να με κλέψεις?’, τον ρώτησε ψιθυριστά αλλά έντονα, με φωνή που θύμιζε τον ήχο που κάνουν τα φίδια.

‘Για τα λεφτά! Γιατί άλλο?’, απάντησε ψιθυριστά και αυτός. Η απάντηση που έδωσε μίλησε στην καρδιά της Ιρώνη. Και αυτή για τα λεφτά έκλεβε. Προσπάθησε να διαπιστώσει αν λέει αλήθεια ή ψέματα. Τον κοίταξε στα μάτια έντονα και είδε ότι μέσα στα μάτια του έλαμπε η αλήθεια. Τον λυπήθηκε. Τον κέρασε μια μπύρα και του έδωσε και δέκα (10) ολάκερα σελήνια. Ο τύπος δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα.

‘Άρα μπορώ να φύγω!’

‘Ναι, δεν θα πω τίποτα. Σε καταλαβαίνω’, του απάντησε η Ιρώνη. ‘Αλλά πες μου μόνο πως σε λένε?’.
’Με λένε Γιόνας Μακρυχέρι. Σε ευχαριστώ πολύ. Και να σου πω μια συμβουλή σαν δώρο. Όταν επιστρέψεις στην Ουμπερσράηκ, να ξέρεις ότι ένα στα δέκα σελήνια που κλέβουμε, πρέπει να τα επιστρέφουμε στον Ράνταλ.

Η Ιρώνη μπερδεύτηκε. Ο Ράνταλ ήτνα ο θεός της τύχης και προστάτης των κλεφτών. Αλλά ο Γιόνας που ήξερε ότι είχαν έρθει εδώ από την Ουμπερσράηκ? Και ότι και η ίδια ασκεί την ερασιτεχνική απασχόληση του κλεψίματος. Ίσως ήταν καλύτερος κλέφτης από αυτήν και έκανε έρευνα του θύματος του πριν το κλέψει. Μπράβο του. Η Ιρώνη θα του έβγαζε το καπέλο αν φόραγε ένα. Ο Εφρέζι και ο Λούκας ξεκίνησαν για τον Ναό του Σίγκμαρ. Ο Εφρέζι ήθελε να μιλήσει με τον Ιερέα Μάγκνους. Συναντήθηκαν στην πόρτα με τον Γιόνας, ο οποίος σκουντούφλησε με τον Εφρέζι και του ζήτησε συγνώμη. Η Ιρώνη είδε το περιστατικό αυτό και χαμογέλασε. ‘Μια φορά κλέφτης, πάντα κλέφτης’, έλεγαν στην Ούλθουαν.

‘Τον ξέρεις αυτόν?’, ρώτησε την Ιρώνη εννοώντας τον Γίονας.

‘Όχι, γιατι?’
 
‘Με είχε βάλει να ρωτήσω τον Λούκας για τον νεκρομάντη και το κολιέ, και μου έδωσε λεφτά. Μετά τον είδα να σου μιλάει. Νιώθω τύψεις. Φοβάμαι ότι σας έβαλα σε κίνδυνο και ήθελα να σας προειδοποιήσω! Αλλά είχα ανάγκη τα λεφτά. Μα που πας?’

Η Ιρώνη είχε πεταχτεί από την θέση της και έτρεχε προς την έξοδο. Ίσως τον προλάβαινε. Ώστε αυτό έψαχνε στην τσέπη της. Το κολιέ με το μαύρο πετράδι! Βγήκε έξω. Ήταν σκοτάδι και η βροχή ήταν καταρρακτώδης Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Της φάνηκε ότι κάτι είδε στο βάθος του δρόμου. Έτρεξε προς τα εκεί. Μετά έστριψε αριστερά και μπήκε σε ένα μικρό σοκάκι. Στο βάθος είδε μια φιγούρα. Πλησίασε. Ήταν καραφλός και κάτι φόραγε.

‘Στάσου’, είπε

Ο Γίονας γύρισε. Είχε προλάβει να φορέσει το κολιέ.

‘Δεν ξέρεις τι κάνεις!’, του φώναξε η Ιρώνη. ‘Δώσε το κολιέ πίσω!’.

‘Δεν νομίζω’, είπε ο Γιόνας, βγάζοντας ένα μαχαιράκι, ‘ο εργοδότης μου θα μου δώσει πολλά λεφτά για αυτό το κολιέ’.

Η Ιρώνη ξεθηκάρωσε το τόξο της.

‘Ο εργοδότης σου είναι νεκρός, ηλίθιε!’, του είπε. ‘Τον σκοτώσαμε πριν ώρες, το ξέχασες?’

‘Ο νεκρομάντης? Όχι, όχι. Δεν κάνω δουλείες για νεκρούς. Ο εργοδότης μου είναι μια χαρά, πίσω στην Ουμπερσράηκ!’, απάντησε και όρμηξε με το στιλέτο του.

Η Ιρώνη απέφυγε την επίθεση του, γέρνοντας το κορμί της αριστερά. Ο Γιόνας τράβηξε το στιλέτο πίσω και το ξανάσπρωξε μπροστά, αυτή την φορά προς τα αριστερά, πρως το μέρος που είχε γύρει η Ιρώνη. Ένας κεραυνός έστραψε στον νυχτερινό ουρανό. Ο Γιόνας είχε γυρισμένη την πλάτη του, αλλά η Ιρώνη είχε το πρόσωπο της στραμμένο προς την έντονη λάμψη. Τυφλώθηκε προσωρινά και ο Γιόνας άδραξε την ευκαιρία Έμπιξε το στιλέτο του στα πλευρά της και το έστριψε. Η Ιρώνη ούρλιαξε από τον πόνο. Προσποιήθηκε ότι πέφτει πίσω, αλλά στην πραγματικότητα απλά έκανε μια ανάποδη τούμπα για να απομακρυνθεί από τον Γιόνας. Χωρίς να σηκωθεί, έβαλε γρήγορα ένα βέλος στο τόξο, και το εξαπέλυσε στον αντίπαλο της. Το βέλος καρφώθηκε στο λαιμό του και ένας πίδακας αίματος άρχισε να αναβλύζει. Το αίμα την πιτσίλισε Ο Γιόνας έπεσε στο έδαφος, το αίμα συνέχισε να αναβλύζει από τον λαιμό του. Η Ιρώνη τον παρατηρούσε μέχρι που ξεψύχησε. Για να είναι σίγουρη, πήρε το στιλέτο του και του το κάρφωσε στην κοιλιά τέσσερις φορές. Και για να μην έχει αμφιβολία, το κάρφωσε και μια τελευταία φορά στην καρδία του και το άφησε εκεί, καρφωμένο. Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, αλλά δεν βρήκε τίποτα πέρα από τα δέκα (10) ολάκερα σελήνια που του είχε δώσει. Τότε ήταν που είδα μια κίνηση στο λαιμό του. Ήταν από το μαύρο πετράδι του κολιέ. Κάτι είχε κουνηθεί, ή ήταν η ιδέα της.

Το χέρι του Γιόνας της έσφιξε το δικό της χέρι και η Ιρώνη ούρλιαξε για μια δεύτερη φορά. Ο Γιόνας σηκώθηκε, το βέλος ήταν ακόμα καρφωμένο στο λαιμό του, και το στιλέτο στην καρδιά του, αλλά δεν έδειχνε να τον ενοχλεί. Τα νεκρά του μάτια την κοίταξαν έντονα. Η Ιρώνη είχε κοκαλώσει.

‘Ενδιαφέρον’, είπε η φωνή του νεκρομάντη Λάζαρους Μουρν που έβγαινε από το στόμα του Γιόνας.

‘Πολύ ενδιαφέρον!’, επανέλαβε σαν να διάβαζε ένα βιβλίο όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μάθει το περιεχόμενο του. Ένα γέλιο άρχισε να βγαίνει από τον λαιμό του.

‘Έχω αρκετούς κοινούς στόχους με τον εργοδότη του μακαρίτη Γιόνας!’ είπε ο Μουρν, διακόπτοντας το μανιακό του γέλιο εδώ και εκεί. ‘Θα πρέπει να τον επισκεφτώ Μπορείς να πεις στους φίλους σου, ότι θα ξανασυναντηθούμε Ιρώνη. Σύντομα!’ Και συνέχισε να γελάει.

Η Ιρώνη δεν ήταν χαζή να τα βάλει με τον νεκρομάντη χωρίς ενισχύσεις. Δεν έχασε χρόνο, γύρισε επιτόπου και άρχισε να τρέχει στον Ναό του Σήγκμαρ. Ο Ναός θα τις προσέφερε ασφάλεια και θα έβρισκε και τον Εφρέζι και τον Λούκας εκεί.

‘Ώστε τον σκοτώσατε τον νεκρομάντη?’, ρώτησε ο Ιερέας Μάγκνους τον Εφρέζι.

‘Βέβαια!’, είπε ο Εφρέζι με περηφάνια.

‘Και πήρατε και το κολιέ με το μαύρο πετράδι?’

‘Ναι, εδώ το έχω’, είπε ο Εφρέζι. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και κοκάλωσε Είχε χάσει το κολιέ! Τι ντροπή απέναντι στον θεό του τον Σήγκμαρ.

Η πόρτα του Ναού άνοιξε με δύναμη και μπήκε μέσα η Ιρώνη, χλωμή σαν το φεγγάρι Μαννσλιμπ.
‘Ο νεκρομάντης επέστρεψε από τους νεκρούς!’, φώναξε λαχανιασμένη η Ιρώνη. ‘Ξανά’, πρόσθεσε.
Οι τυχοδιώκτες ένιωθαν ότι κάνουν ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Ο Εφρέζι ένιωθε ότι βούλιαζε σε βούρκο. Πως θα ζητούσε συγχωρέσει από τον Σήγκμαρ. Μάλλον θα είχε μια δύσκολη νύχτα αυτομαστίγωσης. Ο Μάγκνους γρήγορα κατέστρωσε σχέδιο. Θα μίλαγε με τον Κέσσλερ σχετικά, για να στείλει φρουρούς στο νεκροταφείο του Μορρ. Ο νεκρομάντης σίγουρα δεν θα πήγαινε εκεί. Χωρίς τα πτώματα, η δύναμη του θα ήταν περιορισμένη Από εκεί και πέρα το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραμείνουν σε επιφυλακή και να περιμένουν το πρώτο του βήμα. Κοίταξε τον σωρό που είχε αφήσει ο Λούκας και ο Εφρέζι πιο δίπλα. Ήταν η πανοπλία και το τεράστιο σπαθί του Στικχελμ.

Ο Μάκγνους τους πίστευε πως το πετράδι του κολιέ είναι το κελί της ψυχής του Λάζαρους Μουρν. Δεν γνωρίζει με πιο νεκρομαντικό ξόρκι έβαλε την ψυχή του εκεί μέσα, αλλά θυμόταν πολύ καλά την μέρα που τον είχαν συλλάβει οι φρουροί. Μέχρι και την εκτέλεση του, δεν είχε κουνηθεί καθόλου, ήταν κατατονικός. Τώρα ήταν φανερό γιατί είχε γίνει αυτό. Ο Νεκρομάντης είχε μεταφέρει την ψυχή του στο πετράδι, και έτσι το σώμα του ήταν άψυχο. Όταν το πετράδι βρισκόταν κοντά σε κάποιον νεκρό, ο νεκρομάντης μπορούσε να πηδήσει μέσα σε αυτό και ‘ζωντανέψει’. Το πετράδι ήταν δύσκολο να καταστραφεί, αλλά όχι αδύνατο. Ήδη ο Μάγκνους τους είπε πως μια πολύ ισχυρή εκφόρτηση ενέργειας, όπως ένας κεραυνός θα μπορούσε να την εξουδετερώσει. Τώρα πως θα κατεύθυναν έναν κεραυνό στο πετράδι, δεν ήταν σίγουρος, αλλά οι τυχοδιώκτες είχαν ήδη μερικές ιδέες. Αυτό που δεν είχαν ήταν το πετράδι. Μια άλλη ιδέα ήταν να ρίξουν το πετράδι σε κάποιο βαθύ πηγάδι, κόβοντας την πρόσβαση του νεκρομάντη σε κοντινά άψυχα πτώματα. Το ερώτημα που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, ήταν πώς το πετράδι βρέθηκε στην κατοχή της Μάντριγκα.

Ο Μάγκνους θεώρησε σκόπιμο να αναφερθεί στον σωρό που είχε αφήσει ο Λούκας και ο Εφρέζι πιο δίπλα. Στην πανοπλία και το τεράστιο σπαθί του Στικχελμ.

‘Αυτά είναι κειμήλια και κληρονομιά της πόλης, αλλά φαντάζομαι ότι ίσως σας χρειαστούν σύντομα, ειδικά το σπαθί’, είπε ο Μάγκνους. Η πανοπλία ήταν καταπράσινη από την μούχλα. ‘Δώστε μου πέντε μέρες να το ευλογήσω και να διώξω την ανίερη αύρα της νεκρομαντεία από το σπαθί και θα μιλήσω με τον Κέσσλερ να σας το δανείσουμε σε περίπτωση ανάγκης. Ο Σίγκμαρ και ο Όλαους δεν θα έχουν αντίρρηση αν σφάξουμε μερικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας και της πόλης με αυτό!’

Οι τυχοδιώκτες των ευχαρίστησαν, και επέστρεψαν στο πανδοχείο να ξεκουραστούν επιτέλους. Η μέρα που πέρασαν ήταν επεισοδιακή, πιο πολύ και από εκείνη την νύχτα στο Πανδοχείο του Φεγγαριού του Ναύτη.

Ο νάνος Κρούσες είδε τους τυχοδιώκτες να μπαίνουν στο πανδοχείο, μούσκεμα από την βροχή. Ο Εφρέζι έβηχε και τουρτούριζε. Είχε αρρωστήσει. Η Ιρώνη είχε μια πληγή στα πλευρά της. Άρχιζε να του αρέσει η ομάδα τους. Ήταν μάχιμη. Ακόμα και το ξωτικό. Όταν πήγαν να κοιμηθούν, το δωμάτιο του ήταν ανάμεσα στο δωμάτιο του Λούκας και του Εφρέζι. Και από τα δύο δωμάτιο το βράδυ άκουγε βογγητά. Στο δωμάτιο του Λούκας αργά την νύχτα είχε μπει μια σερβιτόρα. Ανάμεσα στα βογγητά άκουγε τον Λούκας να της λέει, ‘Αχ, αχ και άλλο. Πιο δυνατά. Βάλε πιο πολύ δύναμη. Εκεί εκει, με πονάει! Έχεις πολύ δυνατά χέρια’, και τέτοια πράματα. Του είχε κάνει πολύ εντύπωση. Αλλά πιο πολύ εντύπωση του έκαναν τα βογγητά του Εφρέζι. Αυτός ήταν μόνος του και μεταξύ των βογκητών τον άκουγε να μιλάει σε κάποιον και να ζητάει να τον συνχωρέσει γιατί ήταν απερίσκεπτος με την μαύρη μαγεία! Προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαιναν όλα αυτά, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Το πρωί όταν γευμάτισαν του μίλησε το ξωτικό.

‘Σου έκανε και εσένα μασάζ η γκαρσόνα?’, τον ρώτησε.

‘Μασαζ? Όχι’, είπε.

‘Ούτε εμένα!’, είπε η Ιρώνη εκνευρισμένη ‘Στον Λούκας που έκανε, κοίτα πόσο πιο ξεκούραστος δείχνει’. Όντως, ο νάνος παρατήρησε ότι ο Λούκας ήταν πολύ ευδιάθετος.

‘Θα πρέπει να βρω και εγώ έναν να μου κάνει μασάζ’. Εκείνη την ώρα ήρθε στο τραπέζι τους ο Πάρτον για το ‘επαγγελματικό ραντεβού που είχε με την Ιρώνη. Μια σατανική ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό της.

‘Εφρέζι σε λένε ε?’, είπε ο νάνος στον Εφρέζι.

‘Ναι’, απάντησε ο Εφρέζι. Ηταν ξενυχτισμένος.

‘Με πιον μίλαγες το βράδυ?’, τον ρώτησε ο νάνος.

‘Με τον Σήγκμαρ’, είπε ο Εφρέζι αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν ήθελε να συνεχιστεί άλλο αυτή η συζήτηση. Ο νάνος το σκέφτηκε δύο φορές πριν αποφασίσει να μην τον ρώτησε αν του έκανε μασάζ ο Σήγκμαρ.

Στο τραπέζι της ομάδας είχε πέσει μια άβολη σιγή αμηχανίας που την διέκοψε ο γιος του μακαρίτη Σεμπάστιαν.

‘ Έχω μήνυμα για εσάς’, τους είπε, ‘ο Κέσσλερ σας περιμένει έξω από το δημαρχείο σε μια ώρα’.
‘Ντέτζα Βου!’, είπε το ξωτικό, αλλά η φράση της χάθηκε στην μετάφραση. Ούτε ο νάνος, ούτε οι υπόλοιποι ήταν γνώστες της αργκό που μίλαγαν στην Ούλθουαν.

Παρόλα αυτά, όλοι τους ήταν χαρούμενοι γιατί η μέρα έμπαινε σε έναν γνώριμο ρυθμό. Αν δεν έκαναν λάθος, ο Κέσσλερ θα τους πήγαινε στον Άντλερ, ο οποίος με την σειρά του, αφού θα έβγαζε έναν μικρό και βαρετό λόγο παινεύοντας τους για το κατόρθωμα τους, θα αναγκαζόταν να τηρήσει την υπόσχεση του και να τους δώσει τα πενήντα (50) ολάκερα ασημένια σελίνια που τους είχε υποσχεθεί.

Και πράγματι, έτσι έγινε. Ο Κέσσλερ τους πήγε στο δημαρχείο, τους ανέβασε στον πρώτο όροφο και τους έβαλε στο γραφείο του Άντλερ. Ο Άντλερ ήθελε να ακούσει από πρώτο χέρι τι ακριβώς συνέβη. Στεναχωρήθηκε, αλλά και ανακουφίστηκε, με το τραγικό τέλος της Μάντριγκα. Είπε στους τυχοδιώκτες ότι όπως κατάφεραν να αναπαυτεί η ψυχή της Μάντριγας, έτσι κατάφεραν να αναπαύσουν και την δική του ψυχή από τις τύψεις που είχε. Ήδη ένιωθε έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντά του πάλι ως δήμαρχος της πόλης. Αύριο κιόλας θα καλούσε το συμβούλιο των γερόντων σε συνέλευση! Όλα αυτά ήταν αέρας στα αυτιά των τυχοδιωκτών, και απλά περίμεναν υπομονετικά μέχρι να φτάσει η συζήτηση και στην αμοιβή τους. Και όντως, ο Άντλερ κράτησε την υπόσχεση του. Άνοιξε ένα μικρό θησαυροφυλάκιο στον τοίχο πίσω από το γραφείο του και έβγαλε τέσσερα φουσκωμένα πουγγιά Τα κοίταξε με περιέργεια , έβαλε το ένα πάλι πίσω στο θησαυροφυλάκιο (προς απογοήτευση του νάνου) και έδωσε από ένα στον Λούκας, στον Εφρέζι και στην Ιρώνη. Στον νάνο είπε ότι υποψιάζεται ότι σύντομα θα του δοθεί η ευκαιρία να κερδίσει και αυτός το δικό του μερίδιο. Τα πρόσωπα των υπολοίπων έλαμψαν. Δεν ήταν συχνό φαινόμενο να παίρνουν τόσα ασημένια σελίνια μαζεμένα.

Ο Εφρέζι είχε το αίσθημα ότι κάτι έπρεπε να έχει προσέξει. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πως το κολιέ βρέθηκε σην κατοχή της Μάντριγκα, και ρώτησε τον Άντλερ για αυτό. Το πρόσωπο του Άντλερ σκοτείνιασε.

‘Όταν συλλάβαμε τον Λάζαρους Μουρν στο δωμάτιο του, βρήκα κοντά στο σώμα του το κολιέ αυτό. Δεν το είχε δει κανείς άλλος, και υπέκυψα στον πειρασμό να το κρατήσω. Το έκανα δώρο στην Μάντριγκα. Δεν είχα ιδέα ότι βρισκόταν μέσα στο πετράδι η ψυχή του Λάζαρους.’ Ήταν φανερό ότι η σκέψη αυτή προκαλούσε πόνο στον Άντλερ. ‘Για αυτό έχασε τα λογικά της η Μάντριγκα και έπεσε στο πηγάδι. Μου έλεγε ότι έβλεπε εφιάλτες ότι την κυνήγαγε κάποιος. Φαίνεται ότι την έθαψαν μαζί με αυτό. Ο Λάζαρους Μόρν, δεν θα έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το σώμα της Μάντριγκα και να με εκδικηθεί, γιατί εγώ είμαι αυτός που τον συνέλαβε και τον δίκασε για νεκρομαντεία’.

Ο Εφρέζι ικανοποιήθηκε μόνο εν μέρει με την απάντηση του Άντλερ. Υπήρχαν ακόμη πολλά σημεία που θα ήθελε να ερευνήσει, αλλά δυστυχώς όσο πέρναγε ο καιρός, οι μάρτυρες μειώνονταν. Ο άντρας της Μάντριγκα, ο Σεμπάστιαν, δεν είχε καταλάβει τίποτα? Δεν του είχε κάνει εντύπωση η παράξενη συμπεριφορά της Μάντριγκα? Δεν είχε υποπτευθεί ότι είχε δεσμό με άλλον? Αλλά τώρα ο Σεμπάστιαν είναι νεκρός. Και οι νεκροί είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Επίσης γιατί να πέσει στο πηγάδι η Μάντριγκα? Αν κάποιος βλέπει εφιάλτες, δεν πέφτει σε πηγάδια. Πιο λογικό θα ήταν να είχε πάει στην μαία, την Χιλντέτ για να της ζητήσει κάποιο γιατροσόφι ή υπνωτικό. Ίσως θα έπρεπε να μιλήσει στην Χιλντέτ, σκέφτηκε. Οι υπόλοιποι, δεν είχαν κάνει τέτοιες σκέψεις. Για την ακρίβεια σκέφτονταν πως θα φύγουν και πως θα ξοδέψουν τα λεφτά τους. Άρχισαν να ετοιμάζονται να αποχωρήσουν.

Ο Άντλερ τους χαιρέτησε αλλά ζήτησε από την Ιρώνη να μείνει για να τις μιλήσει όταν έφυγαν οι άλλοι.

‘Με έχεις φέρει σε πολύ δύσκολη θέση’, της είπε με σοβαρό ύφος.

‘Εγώ? Πως?’, απάντησε η Ιρώνη.

‘Δεν ξέρεις ε?’, είπε ο Άντλερ.

‘Όχι’, η Ιρώνη είπε ψέματα. Ήξερε τι είχε γίνει.

‘Όταν έκλεψες τον Ιατρό Κέμπλερ, αυτών που τώρα θα χρειαστείτε για να σας ράψει και να σας βάλει νάρθηκες, θυμάσαι τι σου είπε ο Κέσσλερ?’
‘Ναι.’, της είχε πει ότι αν την ξαναπιάσει να κλέβει, θα την κρέμαγε στο λιβάδι της Βεράνας.
‘Όταν έκλεψες τα θεραπευτικά φιαλίδια της μαίας της Χιλντέτ, τι σκέφτηκες? Ότι δεν θα τις έλειπαν? Ή ότι δεν θα συμπέραινε ότι τις τα έκλεψες εσύ, αφού εσύ τις τα είχες ζητήσει προηγουμένως.
Η Ιρώνη δεν απάντησε.
‘Τώρα εγώ τι πρέπει να πω στον Κέσσλερ? Η Χιλντέτ έκανε καταγγελία, και αν το μάθει ο Κέσσλερ θα πρέπει να σας τιμωρήσει. Ξέρετε πόσο αυστηρώς είναι με το γράμμα του νόμου’. Ο Άντλερ φαινόταν ότι ήταν σε δίλημμα.
‘Από την άλλη έχετε προσφέρει αρκετά στο χωρίο. Ξεσκεπάσατε τους Χολτς, και εξοντώσατε τον αρχηγό των κτηνανθρώπων και τον νεκρομάντη. Και σώσατε την ψυχή της Μάντριγκας’. Το πρόσωπο του Άντλερ σκοτείνιασε όταν ανέφερε το όνομα της φίλης του. Σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε την Ιρώνη σαν να περίμενε να του βρει αυτή την λύση. Η Ιρώνη δεν έπεσε στην παγίδα και περίμενε και αυτή τον Άντλερ να συνεχίσει.

‘Αυτά λοιπόν’, είπε άβολα ο Άντλερ, ‘ελπίζω να τα σκεφτείς καλά, δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω’.
Η Ιρώνη δεν έχασε στιγμή. Γύρισε μεταβολή, άνοιξε την πόρτα και έφυγε, χαϊδεύοντας το πουγκί της και χαμογελώντας.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Έγιναν πολλές επισκέψεις στον Ιατρό της πόλης, Κόμπλερ, και στον Κουρέα-Χειρούργο για να γιατρευτούν τα μακροπρόθεσμα τραύματα τους . Όταν χρειαστεί να γίνει επέμβαση στο Λούκας για να καθαριστεί η μολυσμένη πληγή του, ο Κουρέας-Χειρούργος έδωσε στον Πάρτον ένα μικρό ποσό για να τραγουδάει έξω από το Κουρείο του για να μην ακούγονται οι κραυγές πόνου του Λούκας. Στην συνέχεια ανέλαβε να επουλώσει τα τραύματα του Εφρέζι αλλά δεν τα πήγε τόσο καλά. Παραλίγο μάλιστα να του προκαλούσε και μόνιμη ζημιά. Ο Κουρέας-Χειρούργος έριξε στο φταίξιμο στην προηγούμενη πολύωρη εγχείρηση που πραγματοποίησε στον κύριο Πάπαρμπεργκ και ζήτησε να ξεκουραστεί προτού πραγματοποιήσει και άλλη εγχείρηση, αλλιώς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την επιβίωση του ασθενή. Οι τυχοδιώκτες θεώρησαν σκόπιμο να μην τον ενοχλήσουν άλλο σήμερα.

Ο Ιερέας Γκρέημπ, όταν συνήλθε, ζήτησε να δει και αυτός με την σειρά του τους τυχοδιώκτες. Τους είπε πόσο ευγνώμον είναι για ότι έκαναν για την πόλη και τον Κήπο, και που σταμάτησαν τον Νεκρομάντη. Τους ζήτησε να επιβλέψουν την ταφή των πτωμάτων πάλι. Για να τους ευχαριστήσει τους είπε ότι έχει τέσσερα δώρα να τους δώσει, ένα για τον καθένα. Κοίταξε τα νύχια του με περιέργεια, σαν να τα μετράει και άρχισε να τα κόβει ένα ένα. Στο τρίτο νύχι κοντοστάθηκε και κοίταξε τους τυχοδιώκτες. Προτού κόψει και το τέταρτο νύχι, ρώτησε που ήταν ο αμαξάς ο Κρούσες και όταν του είπαν για το ποιων του και ότι ήταν τελικά τσαρλατάνος, σταμάτησε το κόψιμο στα τρία νύχια. Τους κοίταξε και τους είπε ότι είναι γέρος, και αρκετά ευσεβείς στα μάτια του Μορρ. Όσο έχουν τα νύχια αυτά μαζί τους, και αν συνεχίσουν τον δρόμο που έχουν χαράξει, ο Μορρ θα στρέψει αλλού την προσοχή του όταν βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο. Τελετουργικά, προς απογοήτευση του νάνου, έδωσε από ένα στον Λούκας, στον Εφρέζι και στην Ιρώνη. Στον νάνο είπε ότι υποψιάζεται ότι σύντομα θα του δοθεί η ευκαιρία να κερδίσει και αυτός την εύνοια του Μορρ.

‘Γιατί να θέλω την εύνοια του Μορρ’, είπε ο νάνος. ‘Προτιμώ να μην ξέρει ποιος είμαι!’, είπε. Ο Γκρέημπ του απάντησε ότι ήταν σχήμα λόγω και ότι εννοούσαν το ίδιο πράμα.

Την ίδια μέρα ο βροχερός καιρός έγινε χειρότερος. Μια θύελλα έπληξε την Στρόμντορφ για δύο μέρες. Οι τυχοδιώκτες δεν βγήκαν από το πανδοχείο. Ο Εφρέζι ήθελε να αναρρώσει από το πρόσφατο κρύωμα, και οι υπόλοιποι να θεραπεύσουν τα τραύματα τους. Η Ιρόνη πέρασε τον περισσότερο καιρό της κάνοντας μαθήματα υποκριτικής με τον Πάρτον. Ο νάνος Κρούσες είχε παρέα το βαρελάκι του που ήταν γεμάτο με τον Υδροκέραυνο Ζϋθο. Ο Εφρέζι συνήθως προσευχόταν στον Σήγκμαρ ζητώντας συχώρεση που έχασε το πετράδι του Νεκρομάντη, και αντί να το καταστρέψει και να απαλλαγεί η αυτοκρατορία από αυτό, απεναντίας τώρα υπήρχε ένας ακόμη νεκρομάντης που κατάστρωνε σκοτεινά σχέδια. Ο Λούκας ήταν εξαφανισμένος στο δωμάτιο του. Μόνο η Ιλέην τον είδε τις δύο αυτές μέρες, όταν του πήγαινε τα γεύματα του. Την δεύτερη μέρα της θύελλας, ένας ντόπιος μπήκε στο πανδοχείο φέρνοντας ανησυχητικά νέα. Οι θύελα είχε καταστρέψει της προμήθειες του χωριού. Νερό είχε μπει μέσα στους σιτοβολώνες αχρηστεύοντας το αποθηκευμένο σιτάρι. Την ίδια μέρα και όλας, οι τιμή του ψωμιού είχε διπλασιαστεί. Ο φόβος του λιμού είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του, αλλά για την ώρα ίσως οι σοδειές από τις φόρμες του νότου να ήταν αρκετές για να ξεπεραστεί η κρίση.

Το βράδυ της δεύτερης νύχτας που μαινόταν η θύελλα, τύμπανα άρχισαν να χτυπάνε και καραμούζες να ακούγονται κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Όλο το πανδοχείο σηκώθηκε στο πόδι και όταν οι τυχοδιώκτες κατέβηκαν στην κεντρική σάλα μαζί με όλους τους ένοικους, είδα δυο μέλη της φρουράς να προσπαθούν να εξηγήσουν τι γίνεται.

‘Ησυχία, ακούστε!’, φώναξε ένας από τους δύο. Και οι δύο φρουροί ήταν αναψοκοκκινισμένο, αναμαλιασμένοι και ιδρωμένοι
‘Το χωριό βρίσκεται υπό την επίθεση των Κτηνανθρώπων του βάλτου!’.
Όλοι χλόμιασαν Είχαν ακούσει από τον Μπέημπερ για τους κτηνανθρώπους, οι οποίοι είχαν σκοτώσει την γυναίκα του. Ήταν αλήθεια ότι λεηλατούσαν καμιά φάρμα, αλλά αυτό ήταν σπάνιο, και ποτέ δεν είχαν φτάσει τόσο βόρεια, όσο το χωριό τους. Οι τυχοδιώκτες μάλιστα τους είχαν καθησυχάσει ότι είχαν σκοτώσει τον αρχηγό τους, αν και αυτό απλά σημαίνει λίγο καιρό ησυχίας μέχρι να αναδειχτεί κάποιος άλλος αρχηγός.

‘Όσοι δεν είναι μάχιμοι, να μείνουν στο πανδοχείο, οι υπόλοιποι να έρθουν να ενισχύσουν το τείχος του χωριού’. Οι τυχοδιώκτες και αρκετοί ένοικοι, ετοιμάστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και ακολούθησαν τους φρουρούς. Δεν είχε νόημα να προσποιηθούν ότι δεν είναι σε θέση μάχης, γιατί αν η άμυνα του χωριού κατέρρεε, τότε σίγουρα θα τους σκότωναν όλους οι κτηνάνθρωποι. Στην καλύτερη περίπτωση. Ο νάνος σκέφτηκε γρήγορα. Είχε παρατηρήσει την ύπαρξη ενός μουσκέτου στο πανδοχείου. Βρήκε τους γιους του πανδοχέα και τους ζήτησε να του δανείσουν

Όσο έτρεχαν στα λασπωμένα σοκάκια προς το τείχος του χωριού οι τυχοδιώκτες αναγνώρισαν μερικούς από τους κατοίκους της πόλης. Ο μεθυσμένος Eσταλός, Εντουάρντο Ροντρίγκουες, έτρεχε και αυτός κρατώντας το μακρύ και λεπτό ξίφος του. Η Ιρώνη είδε την φιγούρα του κυνηγού Μπέημπερ να ανεβαίνει στην οροφή ενός σπιτιού για να έχει πλεονεκτική θέση όταν θα άρχιζε να εξαπολύει βέλη με το τόξο του. Όταν έφτασαν στο σημείο του τείχους που ήταν μαζεμένοι οι Κτηνάνθρωποι τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.

Η φρουρά είχε εγκαταλείψει την άμυνα του τείχους, γιατί οι Κτηνάνθρωποι χρησιμοποιώντας μεγάλους κορμούς από δέντρα, είχαν καταφέρει να το σκαρφαλώσουν και να πηδάνε μέσα στην πόλη. Πάνω από δέκα Γκορς με άλλους τόσους Ανγκορς ξεχύνονταν προς το χωριό. Ο Κέσσλερ και οι φρουροί του έκαναν ότι μπορούσαν για να μην τους αφήσουν να προχωρήσουν και το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή τους ήταν ένα βουνό από μυς που ερχόταν προς το μέρος τους, πίσω του, τέσσερις Γκορ και οχτώ Ανγκορς τον ακολούθαγαν φυλάγοντας του τα νώτα. Δεν ήταν άλλος από τον πολέμαρχο Ιζ-κα που οι τυχοδιώκτες θεωρούσαν νεκρό. Σίγουρα τώρα όμως τους φαινόταν πολύ ζωντανός, και απίστευτα τσαντισμένος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ρουθούνισε. Γύρισε το κεφάλι του προς τους τυχοδιώκτες και έβγαλε μια εκκωφαντική κραυγή μίσους. Ήταν προφανές ότι αυτοί ήταν που έψαχνε. Με γρήγορα βήματα όρμησε εναντίων τους. Οι τυχοδιώκτες είχαν παγώσει από τον φόβο τους, βλέποντας τον τεράστιο Ιζ-Κα να ορμά κατά πάνω τους. Κράδαινε το γνωστό τεράστιο τσεκούρι του, και φόραγε την αυτοσχέδια πανοπλία που είχε φτιάξει από περισυλλεγμένα κομμάτια δέρματος και ατσαλιού. Στο στήθος είχε μια τεράστια τρύπα που είχε επουλώσει κακήν κακώς. Ήταν η πληγή που δημιουργήθηκε όταν έπεσε και καρφώθηκε πάνω σε έναν κορμό δέντρου. Προφανώς η πληγή αυτή ήταν για τον Ιζ-Κα ένα απλό ενοχλητικό τραύμα. Παρόλα αυτά, το μόνο που ήθελε ήταν να διαμελίσει αυτούς που είχαν αμφισβητήσει την δύναμη του και να κατασπαράξει την σάρκα τους.

Ο Λούκας ενστικτωδώς προέταξε την ασπίδα του, η οποία μπήκε ανάμεσα σε αυτόν και τον Ίζ-κα. Το χτύπημα τον εκσφενδόνισε στον τοίχο του σπιτιού που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Ο Εφρέζι είχε παγώσει. Τότε ήταν που άκουσε την φωνή του Μάγκνους Γκοτσαλκ, του Ιερέα του ναού του Σήγκμαρ να του φωνάζει; ‘Έφρεζι, έχω μαζί μου το σπαθί του Όλαους’. Ο Μάγκνους ήταν μαζί με τους φρουρούς του Κέσσλερ και προσπαθούσαν να απωθήσουν μια άλλη ομάδα κτηνανθρώπων. Θα έλεγε κανείς ότι ένα χαμόγελο ήταν χαραγμένο στα χείλη του. Η μάχη του είχε ξυπνήσει αναμνήσεις δόξας και θριάμβου που είχε ζήσει σε άλλες εποχές. Το σφυρί του χτύπαγε τους κτηνανθρώπους-Ανγκορ αδιακρίτως. Ο ήχος των κοκάλων που σπάει ακουγόταν ως τους κτηνανθρώπους. Ο Μάγκνους είδε τον Εφρέζι και φώναξε δυνατά για να τον ακούσει μέσα από το θόρυβο της μάχης.

‘Συγκεντρωθείτε στον Πολέμαρχο! Αν τον νικήσετε, θα είναι μεγάλο χτύπημα για το ηθικό των υπόλοιπων. Για τον Σήγκμαρ!’

Το ηθικό του Εφρέζι αναπτερώθηκε Έσφιξε την λαβή της σιδερόμπαλας του. Το ίδιο είδε έκαναν και οι άλλοι. Η βροχή έπεφτε στα πρόσωπά τους, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Ένας κεραυνός φώτισε το τοπίο. Ο Εφρέζι ενστικτωδώς κοίταξε το σημείο του τείχους από το οποίο είχαν εφορμήσει οι κτηνάνθρωποι. Στην κορυφή του τείχους είδε μια φιγούρα με ρόμπες και ένα ραβδί, να κουνάει τα χέρια της και κοιτάζοντας ψηλά τον συννεφιασμένο ουρανό Ήταν η φιγούρα που τους είχε συστήσει η Μαίρη Χολτς. Ήταν αυτός που τους είχε πει το σχέδιο για να νικήσουν τον Ιζ-Κα στον βάλτο. Τι έκανε εδώ?

‘Δείτε για τελευταία φορά το χωριό σας! Πριν το καταστρέψει το Χάος’, φώναξε η φιγούρα, και ένα παράξενο φως άρχισε να βγαίνει από τα χέρια του. Ξαφνικά ένα σμήνος από μύγες άρχισε να τον περικυκλώνει Το σμήνος γινόταν όλο και πιο συμπαγές, και ύστερα από λίγο, ήταν σχεδόν δύσκολο να τον δει κανείς, τόσο παχύ είχε γίνει το παραπέτασμα από τις μύγες. ‘Μαγεία του Χάους!’, φώναξε ο Εφρέζι. Η Ιρώνη που είχε καλύτερη όραση μπόρεσε να δει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις μύγες. Ορισμένες άρχισαν να μπαίνουν στα αυτιά και στο στόμα της φιγούρας. Χασκογέλασε. Ακόμα και οι υπηρέτες του Χάους, δεν μπορούν πάντα να το τιθασεύσουν! Η φιγούρα όμως δεν έδειξε να την νοιάζει αυτή η λεπτομέρεια. Με αφύσικη άνεση, πήδησε από το τείχος και προσγειώθηκε στις λάσπες, και άρχισε να προχωράει και αυτή προς τους τυχοδιώκτες, μουρμουρίζοντας Χαοτικά ξόρκια.

Ο Ιζ-Κα έστρεψε την προσοχή του στον Εφρέζι, την ίδια στιγμή που ο νάνος και το ξωτικό ετοίμαζαν τα τόξα τους. Γύρισε το τσεκούρι του με ελλειπτική τροχιά και έσκισε την κοιλιά του Εφρέζι. Η όραση του θάμπωσε από τον πόνο και έπεσε με τα γόνατα στις λάσπες. Η σιδερόμπαλα του έπεσε από τα χέρια του, τα οποία τα έβαλε αμέσως στο τραύμα του για να μην χυθούν τα άντερα του έξω. Περίεργο. Το ρούχο του ήταν σκισμένο, αλλά δεν ένιωθε την γνωστή υγρασία που περίμενε. Την υγρασία του αίματος όταν αναβλύζει από την πληγή. Κοίταξε το τραύμα του, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Σαν να μην τον είχε ακουμπήσει τίποτα. Σαν να είχε κοιτάξει αλλού ο Μορρ, την στιγμή που ο Ιζ-Κα τον χτύπησε με το τσεκούρι Έβαλε το χέρι μέσα στην τσέπη του και βρήκε το νύχι του Ιερέα Γκρέημπ που είχε ξεχάσει ότι είχε.

Η Ίρωνη είχε οπλίσει το τόξο της και άφησε ένα βέλος να φύγει. Είχε ένα βιαστικό ραντεβού με τον ώμο του Ιζ-Κα. O Κρούσες δεν μπορούσε να αφήσει το ξωτικό να είναι το μόνο που πέτυχε τον Ιζ-Κα. Σημάδεψε με την βαλλίστρα του και πάτησε την σκανδάλη. Χα! Ώμο πέτυχε και αυτός. Ο Λούκας είχε συνέλθει από το χτύπημα με τον τοίχο, είχε σηκωθεί στα πόδια του και έψαχνε το σπαθί του. Η φιγούρα με την ρόμπα μίλησε:

‘Όπως σκοτώσατε την μητέρα μου, έτσι θα σκοτώσω και εσάς Αυτό το ορκίζομαι εγώ, ο Φολντεθ!’, το μίσος λαμπύριζε στα μάτια του, όπως λαμπύριζε και στα μάτια του Ίζ-Κα. Ο Φόλντεθ ήθελε εκδίκηση για το κρέμασμα της μητέρας του Μαίρη Χολτζ, και ο Ίζ-Κα επειδή ηττήθηκε από αυτούς στον βάλτο και αμφισβητήθηκε η ικανότητα του στην μάχη. Μόνο αν τους σκότωνε τώρα θα μπορούσε να κερδίσει την αρχηγία του πίσω πάλι. Το μαύρο σύννεφο από μύγες δεν είχαν φύγε και ακόμα περιτύλιγε τον Φόλντεθ. Η Ιρώνη προσπάθησε να τον σημαδέψει αλλά ήταν αδύνατο. Ο Φόλντεθ, κάτω από την κάλυψη των μυγών, ολοκλήρωσε ένα σαμανικό ξόρκι. Ένας κεραυνός εκτοξεύτηκε από τα χέρια του και χτύπησε στο στήθος τον Εφρέζι. Αυτή την φορά ο Μορρ τον παρακολουθούσε Ο Εφρέζι έπεσε αναίσθητος. Ο Λούκας έτρεξε να τον βοηθήσει και φώναξε για βοήθεια, αλλά κανείς από τους φίλους του δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Θυμήθηκε τον Μάγκνους και ξαναφωνάξε για να τραβήξει την προσοχή του. Ο Ιερέας του Σήγκμαρ ήταν απορροφημένος στην μάχη. Αίμα είχε πιτσιλίσει το πρόσωπο και τα ρούχα του, αλλά έδειχνε πιο ζωντανός από ποτέ. Όταν άκουσε τις κραυγές βοήθειας του Λούκας, γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος του και είδε τον λιπόθυμο Εφρέζι. Άρχισε να υποχωρεί σιγά σιγά, και να πλησιάζει το σημείο που είχε πέσει. Ο Κρούσες πέταξε ένα τελευταίο βέλος στον Ιζ-Κα και άφησε την βαλλίστρα να πέσει στο έδαφος. Βούλιαξε μέσα στην λάσπη. Αν ποτέ την έβρισκε ξανά, θα έπρεπε να αφιερώσει πολύ χρόνο στο καθάρισμα της. Για την ώρα όμως έβγαλε το μουσκέτο από την ζώνη του και άρχιζε να το γεμίζει με μπαρούτι. Πέρα από τον Ιζ-Κα και τον Φολντεθ, στην μάχη είχαν προστεθεί και τρεις Γκορ που ήθελαν πάρουν και αυτοί λίγοι από την δόξα του θανάτου των τυχοδιωκτών. Η Ιρώνη γέμισε με βέλη τον ένα από τους τρεις, σκοτώνοντας τον αργά και διεξοδικά. Ο Κρούσες πυροβόλησε τους άλλους δύο. Τα σκάγια σφηνόθικαν στα γυμνά στήθη τους και έπεσαν νεκροί μέσα στις λάσπες. Ο Ιζ-Κα έσκυψε το κεφάλι του, και όρμησε προς την Ιρώνη. Τα κέρατα του την βρήκαν στο στομάχι και την παρέσυραν Αλλά και πάλι, ο Μορρ κοίταξε αλλού, γιατί η Ιρώνη είχε και αυτή το νύχι του Ιερέα Γκρέημπ. Ο Φολντερ προσπάθησε να κάνει και ένα τρίτο ξόρκι, αλλά η μαγεία που μάζεψε αναδιπλώθηκε και του επιστράφηκε σε διπλάσια ορμή. Έχασε το φως του για λίγο. Ο Λούκας εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, πήδηξε πάνω από τους νεκρούς Γκορ και τον διακόρευσε με το σπαθί του. Ο Φολντεθ έμεινε για λίγο ακίνητος, σαν να αγκάλιαζε τον Λούκας, και μετά γλιστρώντας σιγά σιγά, έγειρε στο πλάι και έπεσε στις λάσπες. Ο Λουκάς για τα επόμενα δευτερόλεπτα προσπαθούσε να απεγκλωβίσει το σπαθί του από το άψυχο κουφάρι του. Ο Ιζ-Κα είχε μείνει μόνος του, αλλά η μανία του δεν είχε ελαττωθεί.

Ο Μάγκνους είχε έρθει και αυτός στο σημείο της μάχης της ομάδας, αλλά αγνόησε τα πάντα γύρω του, έσκυψε προς τον Εφρέζι και προσευχήθηκε σιωπηλά. Μετά σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και φώναξε:

‘Εγώ είμαι το Σφυρί Σου! Σήγκμαρ βοήθα με να σώσω αυτόν τον πιστό’.

Κανείς δεν θα το ορκιζόταν, αλλά νόμισαν ότι είδαν μια κίτρινη λάμψη από το υψωμένο χέρι του Ιερέα. Μετά από λίγο τα μάτια του Εφρέζι άνοιξαν. Οι φίλοι του πήραν θάρος από το θέαμα αυτό. Ήταν γραφτό να μην πεθάνει σήμερα ο Εφρέζι. Η Ιρώνη τράβηξε το τόξο της μία φορά ακόμα. Το βέλος που έφυγε καρφώθηκε στο κεφάλι του Ιζ-Κα, ο οποίος ούρλιαξε κοιτάζοντας το φεγγάρι Μαννσλιμπ. Μάζεψε όση δύναμη του είχε μείνει και ετοιμάστηκε να κάνει μια τελευταία λυσασμένη επίθεση στο ξωτικό. Μια πιστολιά αντήχησε από πίσω της. Ο νάνος είχε σημαδέψει τον Ιζ-Κα με το μουσκέτο του και τον αποτελείωσε πριν προλάβει να χτυπήσει το ξωτικό.

‘Αν είχα μουσκέτο φτιαγμένο στα καμίνια του φρουρίου Κάρακ-Αζγκαραζ, δεν θα χρειαζόταν να τον πυροβολούσε ξανά’, είπε κοιτάζοντας το μουσκέτο του μακαρίτη Σεμπάστιαν Μπρένερ. Οι νάνοι ποτέ δεν χάνουν ευκαιρία να θυμίσουν στους ανθρώπους και στα ξωτικά την υπεροχή των δικών των κατασκευών.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

Sunday 10 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Συντομη Δεύτερη Ζωή της Μάντριγκα Μπρέννερ

 

"…είναι γρουσουζιά να κρατάς ασπίδα" - Λούκας Πάπαρμπεργκ πρώην φρουρός.

 

Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην φρουρός από την Ουμπερσράηκ
Κρούσες Μπρέρετον, αμαξάς από την Ουμπερσράηκ




Ο Γουόλτροτ φώτισε το δωμάτιο με τον πυρσό του. Η φλόγα τρεμόπαιζε, και το σκηνικό που έβλεπαν μπροστά τους, τους επιβεβαίωσε τις υποψίες που είχαν. Βρίσκονταν μέσα στο οστεοφυλάκιο του Κήπου. Η ξύλινη πόρτα πίσω τους εμπόδιζε τους νεκροζώντανους να μπουν μέσα, αλλά αυτό δεν τους σταμάταγε να την χτυπάνε. Ευτυχώς δεν ήξεραν πως λειτουργούν τα πόμολα, και τα χτυπήματα δεν ήταν πολύ ισχυρά, αλλά αν βαρέσεις κάτι συνέχεια, κάποτε θα σπάσει. Προσπάθησαν να αγνοήσουν τους απέθαντους για την ώρα και επικεντρώθηκαν στο οστεοφυλάκιο και στο μακάβριο θέαμα που έβλεπαν μπροστά τους.

Παντού υπήρχαν στοίβες από κατάλευκα οστά. Αλλά αυτό που προκάλεσε δέος και ταυτόχρονα ανησυχία ήταν τα κοκάλινα κατασκευάσματα. Αρχικά, στην μέση του δωματίου ήταν μια πυραμίδα από κρανία ύψους δυόμισι μέτρων. Δίπλα της, σκαλοπάτια κατέβαιναν σε ένα άλλο δωμάτιο. Αχνό κίτρινο φως φαινόταν στο τέλος της σκάλας. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με οστά, δημιουργώντας εσοχές που έφταναν ως το ταβάνι. Το ταβάνι είχε και αυτό κοκάλινε αψίδες και έναν μεγαλοπρεπή πολυέλαιο από οστά. Στην νότιο τοίχο, ένα πολύπλοκο σχέδιο είχε φτιαχτεί από οστά που απεικόνιζε το οικόσημο του Αυτοκράτορα. Ο Γουόλτροτ, φούσκωσε το στήθος του και με περηφάνια δήλωσε ότι είχε βοηθήσει τον Αδερφό Γκρέημπ όταν έφτιαχνε αυτές τις μακάβριες διακοσμήσεις.Ο Λούκας και ο Κρούσες άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Η φλόγα του πυρσού του Γουόλτροτ έκανε τις σκιές να χοροπηδάνε συνεχώς δίνοντας μια απόκοσμη αίσθηση στον χώρο.

‘Μάλλον του σάλεψε του Ιερέα’. Ο Λούκας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας λογικός άνθρωπος θα έφτιαχνε τέτοια πράγματα με ανθρώπινα οστά. Το ηλίθιο χαμόγελο του Γουόλτροτ, του το επιβεβαίωνε.

Και σε ποιον δεν θα σάλευε αν η μόνη παρέα που είχε ήταν οι νεκροί?‘’, αναρωτήθηκε ο Κρούσες. Μετά θυμήθηκε και τον Γουόλτροτ, ’Δηλαδή, οι νεκροί και ο Γουόλτροτ’, πρόσθεσε.

Η Ιρώνη δεν μπορούσε να εκφέρει γνώμη. Δεν είχε μάθει ακόμα τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων. Ήταν πολλά αυτά που της φαίνονταν αλλόκοτα σε σχέση με τα έθιμα των ξωτικών. Επίσης τα αυτιά τις ακόμα βούιζαν από τις απανωτές ομοβροντίες κεραυνών που είχαν πέσει όταν ήταν ακόμα έξω στον κήπο. Ο Εφρέζι είχε πάει παραπέρα και θαύμαζε από κοντά το κοκάλινο οικόσημο του Αυτοκράτορα όταν άκουσε τον προβληματισμό του Κρούσες και του Λούκας σχετικά με την ψυχική υγεία του Αδερφού Γκρέημπ.

‘Όχι, όχι, μια χαρά είναι ο Αδερφός Γκρέημπ. Ή αν έχει κάποια ψυχολογική διαταραχή, αυτό δεν μπορούμε να το διακρίνουμε από τα κοκάλινα εργοτεχνήματά του’, ο Εφρέζι είχε πάρει ένα δασκαλίστικο ύφος. ‘Τα κοκάλινα έργα είναι συνηθισμένα στους κήπους του Μορρ. Έχω πάει και σε άλλους και έχω δει και εκεί αντίστοιχες καλλιτεχνίες’. Ο Εφρέζι εννοούσε τον Κήπο του Μορρ στην Ουμπερσράηκ, εκεί που είχε χάσει τα λογικά του και τράπηκε σε άτακτη φυγή, ενώ οι υπόλοιποι φρουροί του τάγματος του σφαγιάστηκαν από τους απέθαντους. Αλλά απέφυγε να προσθέσει την λεπτομέρεια αυτή.

‘Με όλα αυτά που βλέπουμε εδώ, ο Αδερφός Γκρέημπ προσπάθησε να δείξει ότι ακόμα και στον θάνατο μπορεί κάποιος να βρει την ομορφιά’

‘Ααα’, αναφώνησαν ο Κρούσες και το Λούκας. Αυτό τα εξηγούσε όλα.

‘Ααα’, ούρλιαξε και ο Γουόλτροτ. Όλοι τους γύρισαν να τον κοιτάξουν. Είχε ασπρίσει και κοίταζε κάτι πίσω από την Ιρώνη. Γύρισαν και αυτοί να δουν τι είχε προκαλέσει τον τρόμο στον αργόστροφο Γουόλτροτ. Ήταν ένας σκελετός, μόνο που αυτός ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Ήταν ζωντανός και με εχθρικές διαθέσεις. Το λευκό κρανίο του είχε μια έκφραση σαν να χαμογελάει, τα άσπρα δόντια του ήταν εκτεθειμένα στο φως του πυρσού. Όρμησε προς την Ιρώνη, η οποία είχε παραλύσει από τον φόβο. Ο Γουόλτροτ πανικοβλήθηκε, και ο πυρσός του έπεσε από τα χέρια. Ο ίδιος έτρεξε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια δυό-δυό. Ένας άλλος σκελετός έπεσε από το ταβάνι και προσγειώθηκε πάνω στα σκαλοπάτια που μόλις είχε κατέβει ο Γουόλτροτ, κλείνοντας τον δρόμο για τους υπόλοιπους. Ένας τρίτος σκελετός προσγειώθηκε πάνω στον πυρσό σβήνοντας τον και βουτώντας όλο το δωμάτιο στο σκοτάδι. Ο Λούκας, ένιωσε το κόκαλα να σφίγγουν γύρω από το δεξί του μπράτσο. Όλοι τους είχαν να αντιμετωπίσουν από έναν σκελετό.

Ο Εφρέζι βούτηξε στο πάτωμα ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει τον πυρσό. Ο Λούκας προσπάθησε να απαγκιστρώσει τον σκελετό που είχε τυλιχτεί πάνω του. Άρχισε να ρίχνει το σώμα του στους τοίχους για να σπάσει τα κόκαλα, και κατά προτίμηση όχι τα δικά του. Η Ιρώνη έκανε ένα βήμα πίσω για να έχει χώρο για ελιγμούς και έριξε δύο βέλη στον σκελετό που ήταν μπροστά της. Σαν ξωτικό, είχε πολύ καλύτερη όραση και έβλεπε στο σκοτάδι καλύτερα από τους ανθρώπους. Τα βέλη της βρήκαν το στόχο της. Καρφώθηκαν στο κρανίο του σκελετού και τον θρυμμάτισαν. Τα κόκαλα έχασαν την συνοχή τους και έπεσαν στο πάτωμα. Ο ήχος που έκαναν της θύμισε όταν έπεζα τα τυχερά παιχνίδια με τα ζάρια της στο πανδοχείο το Φεγγάρι του Ναύτη.


Ο Κρούσες πισωπάτησε και αυτός, αλλά όχι για να κάνει χώρο για ελιγμούς. Δεν έβλεπε που ήταν ο σκελετός που είχε εμφανιστεί μπροστά του και θεώρησε ότι πισωπατώντας θα τον απέφευγε. Πάτησε κάτι μαλακό. Θα ορκιζόταν ότι πάτησε κάποια κουράδα, αλλά οι κουράδες δεν ουρλιάζουν με την φωνή του Εφρέζι (και αμφέβαλε αν οι σκελετοί αφοδεύουν). Όχι, ήταν τα δάχτυλα του, που ψηλάφιζαν στο σκοτάδι ψάχνοντας τον πυρσό. Σκόνταψε. Προσγειώθηκε στον πισινό του. Βόγκηξε από το πέσιμο και τον πόνο που ένοιωσε και αμέσως το μετάνιωσε. Έκλεισε το στόμα του γρήγορα για να μην προδώσει την θέση του στους σκελετούς. Το μόνο που άκουγε ήταν χτυπήματα στον τοίχο που συνοδεύονταν από θρυμματισμούς, σαν να τσουγκρίζει κάποιος αυγά. Ήταν ο Λούκας που προσπαθούσε να σπάσει τα κόκαλα του σκελετού που είχε γραπωθεί πάνω του. Ο Εφρέζι συνέχισε το ψάξιμο (με το ένα χέρι αυτήν την φορά) και τελικά βρήκε τον πυρσό. Τον άναψε βιαστικά για να μπορούν να βλέπουν οι υπόλοιποι. Ο Λούκας είχε καταφέρει να αποδεσμευτεί από τον σκελετό του, όχι όμως αναίμακτα. Από την μολυσμένη πληγή του, είχε αρχίσει πάλι να τρέχει αίμα, και από την κούραση το σπαθί του, του φαινόταν πολύ βαρύ. Το χειρότερο ήταν ότι τα κόκαλα του σκελετού που κατέστρεψε, άρχισαν να κολλάνε μεταξύ τους και να δημιουργούνται δύο μικρότεροι σκελετοί, οι οποίοι όρμησαν εκ νέου στον Λούκας. Ο Κρούσες είδε έναν σκελετό να πλησιάζει τον Εφρέζι χωρίς να τον έχει πάρει είδηση ο τελευταίος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, με γρήγορες κινήσεις όπλισε την βαλλίστρα του, και έριξε δύο βέλη εναντίων του σκελετού, αποφεύγοντας επιδέξια να πετύχει τον Εφρέζι. Ο σκελετός καταστράφηκε, αλλά ο Εφρέζι δεν ήταν ιδιαίτερα ευγνώμον. Γύρισε προς τον Κρούσες εκνευρισμένος, χωρίς να δει τους δύο μικρότερους σκελετούς που σχηματίζονταν πίσω του, από τα κόκαλα του σκελετού που καταστράφηκε.

‘Τι στο Δάεμ..!?! Είσαι τρελός? Θες να με σκοτώσεις?’, φώναξε.

‘Δεν είναι ώρα για φωνές. Δεν βλέπεις ότι παλεύουμε για την ζωή μας?’, ψιθύρισε ο Κρούσες βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα του.

Και τι με αυτό? Αν δεν μας σκοτώσουν οι σκελετοί, σίγουρα θα μας σκοτώσεις εσύ! Μην ρίχνεις βέλη όταν είμαστε μπροστά σου. Μα το τηγανιστό λουκάνικο του Σήγκμαρ, δηλαδή!’. Πάντα όταν εκνευριζόταν ο Έφρεζι του ξέφευγαν εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι ναύτες στο λιμάνι της Ουμπερσράηκ.

‘Είχα καλές προθέσεις!’, δικαιολογήθηκε ο Κρούσες.

‘Ο δρόμος για το Καθαρτήριο του Μορρ, είναι στρωμένος με καλές προθέσεις’, απάντησε κοφτά ο Εφρέζι.

‘Τι? Είναι απειλή αυτό, τώρα?’. Ο Κρούσες είχε θιχτεί.

Η Λούκας τους διέκοψε.

‘Πιστεύετε ότι είναι κατάλληλη η ώρα για τσακωμούς’, είπε ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τις πολλαπλές επιθέσεις των δύο κοκάλινων εχθρών του.

Ο Κρούσες το έπιασε το υπονοούμενο, και έσπευσε να τον βοηθήσει. Έριξε άλλο ένας βέλος στους αντιπάλους του Λούκας, καταστρέφοντας τον ένα. Ο Εφρέζι έστρεψε την προσοχή του στους δικούς του αντίπαλους, και άρχισε να στριφογυρίζει την σιδερόμπαλα του.

‘Μα την ανάσα του Σήγκμαρ! Τι κάνεις? Πρόσεχε που ρίχνεις τα βέλη σου! Θες να μας βγάλεις κανένα μάτι!’, φώναξε ο Λούκας. Ούτε αυτός εκτίμησε την βοήθεια του Κρούσες, ιδιαιτέρως. ’ Είμαστε σε κλειστό χώρο!’.

‘Οι σύμμαχοί μου είναι κότες!’, είπε ο Κρούσες σε κανέναν συγκεκριμένα. Κανείς δεν τον άκουσε. Ειδικά η Ιρώνη που τα αυτιά της δεν είχαν σταματήσει να κουδουνίσουν. Αγνοώντας το κουδούνισμα, έστρεψε το βέλος της στον τελευταίο σκελετό και γέμισε βέλη. Έκανε νοητή σημείωση να προσέχει πόσα βέλη της μένουν ακόμα στην φαρέτρα και να ανεφοδιαστεί όταν και αν ποτέ γυρίσει πίσω στο χωριό. Ο Εφρέζι χωρίς να χάνει χρόνο, κατέβασε την σιδερόμπαλα στον τελευταίο του αντίπαλο, θρυμματίζοντας το κρανίο του. Τα κόκαλα σκορπίστηκαν στο δάπεδο. Οι τυχοδιώκτες κοίταξαν τριγύρω τους, αλλά δεν είχαν μείνει άλλοι σκελετοί. Για την ακρίβεια υπήρχαν πολλοί σκελετοί, άλλα κανείς τους δεν έδειχνε να έχει ζωντανέψει από την νεκρομαντική μαγεία. Πήραν μια ανάσα πριν κατέβουν τις σκάλες για να βρουν τον Γουόλτροτ. Η Ιρώνη αποφάσισε να ψάξει την πυραμίδα με τα κρανία. Παραπάτησε όμως και σωριάστηκε πάνω τους, σκορπίζοντας τα σε όλο το δωμάτιο. Κάτι γυαλιστερό της τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα απλό δαχτυλίδι. Το περιεργάστηκε και στην εσωτερική του πλευρά, διάβασε την χαραγμένη φράση ‘Στην Αγαπημένη μου Τζοάννα’. Χαμογέλασε και το έκρυψε στην τσέπη της.

Άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες με προσοχή. Ο Λούκας είχε προσφερθεί να κατέβει πρώτος. Οι υπόλοιποι δεν αρνήθηκαν. Υποτίθεται ότι ο Λούκας ήταν καταλληλότερος να αντιμετωπίσει μια ξαφνική επίθεση. Εξάλλου ήταν ο μόνος που είχε ασπίδα. Η αλήθεια βέβαια δεν είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο Λούκας είχε καλύτερο εξοπλισμό, αλλά η ασπίδα ήταν μια πρόφαση που χρησιμοποίησαν οι υπόλοιποι για να μην πέσει ο κλήρος πάνω τους. Έχεις ασπίδα? Πάς πρώτος, μπροστά. Τέλος.

Όταν έφτασαν στο τέλος της σκάλας, αυτό που είδαν ήταν ένα δωμάτιο με δύο πόρτες στο βάθος και τέσσερις κουρτίνες στους άλλους τοίχους. Στην μέση ήταν ένα τραπέζι. Πάνω του είχε ένα πιάτο με πράσινο τυρί, ένα κουτάλι (που ήταν το πιρούνι?), και ένα κρανίο. Ναι μεν το κρανίο ήταν εκτός τόπου πάνω στο τραπέζι, αλλά αυτό που τους έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν ένα χοντρό βιβλίο με δερμάτινο κάλυμμα που βρισκόταν και αυτό ανοιγμένο πάνω στο τραπέζι. Οι σελίδες είχαν όμορφες λεζάντες και εικόνες που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στο κείμενο γράμματα. Ο Λούκας πλησίασε το τραπέζι για να δει καλύτερη. Οι υπόλοιποι ήταν σίγουρα ότι ο Λούκας δεν είχε σκοπό να διαβάσει το βιβλίο γιατί δεν ήξερε ανάγνωση. Παρόλα αυτά ο Εφρέζι προς στιγμή παρανόησε.

‘Σταμάτα!’, φώναξε και μπήκε μπροστά στο Λούκας, έβγαλε την σιδερόμπαλα του και με μια κίνηση έριξε όλα τα αντικείμενα του τραπεζιού κάτω στο πάτωμα. Στην συνέχεια άρχισε να κοπανάει με μανία το κρανίο. Όλοι σταμάτησαν και τον κοίταγαν.

‘Τι κάνεις?’, ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον ο Λούκας.

‘Δε.. Δεν ξέρω’, ψέλλισε ο Εφρέζι. ‘Δεν μου άρεσε η θέα του τραπεζιού με το τυρί, το κρανίο και το βιβλίο. Μπορεί να ήταν παγίδα!’, είπε άρχισε πάλι να κοπανάει με μανία το κρανίο που είχε πέσει στο πάτωμα, μέχρι που το έκανε σκόνη.

Η Ιρώνη κοίταξε με νόημα τον Κρούσες, ο οποίος της έγνεψε να μην πει τίποτα. Αυτά πρέπει να ήταν το πρώτα σημάδια τρέλας, είχαν σκεφτεί και οι δύο τους.

Έψαξαν βιαστικά το δωμάτιο, προσπαθώντας να καθυστερήσουν την εξερεύνηση των δωματίων πίσω από τις δύο πόρτες. Είχαν το αίσθημα, ότι δεν θα τους άρεσε αυτό που θα έβρισκαν εκεί. Αρχικά, ανακάλυψαν τον Γουόλτροτ κάτω από το τραπέζι, τρομαγμένο από την προηγούμενη εμφάνιση των σκελετών. ‘Αχα!’, φώναξε ο Κρούσες, λύνοντας το μυστήριο του χαμένου πιρουνιού. Το κράταγε ο Γουόλτροτ ως αμυντικό όπλο, αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας. Μετά, έβαλαν τον Λούκας να κοιτάξει πίσω από τις κουρτίνες. ‘Εσύ είσαι αυτός που έχει ασπίδα’, του είπαν.

Πίσω από της κουρτίνες, Ο Λούκας ανακάλυψε μια εσοχή με κρεμασμένα τα μαύρα ράσα του Ιερέα. Στο πάτωμα ήταν ένα μικρό μπαούλο. Το σήκωσε και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Πρώτη φορά έβρισκαν μπαούλο, και σε όλες τις περιπέτειες που άκουγαν να διηγούνται οι τροβαδούροι στα πανδοχεία, τα μπαούλα πάντα έκρυβαν αμύθητους θησαυρούς.

Ο Λούκας έγλυψε τα χείλη του και επεξεργάστηκε την κλειδαριά. Η Ιρώνη, με μια απλή ματιά από μακριά, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μπαούλο δεν είναι παγιδευμένο, ούτε καν κλειδωμένο, αλλά προτίμησε να μην πει τίποτα. Δεν ήθελε να καταλάβουν οι άλλοι την αυθεντία της στις κλειδαριές. Ο Λούκας άνοιξε το μπαούλο, και όλοι κράτησαν την ανάσα τους. Προς μεγάλη τους απογοήτευση, το μόνο που είχε μέσα ήταν τα (μαύρα) εσώρουχα του Ιερέα.

Ο Κρούσες πηρέ θάρρος και αποφάσισε να ανοίξει και αυτός μια κουρτίνα, αλλά το μετάνιωσε αμέσως μόλις κοίταξε τι υπήρχε από πίσω. Κοκάλωσε στην θέση του, γιατί πίσω βρισκόταν μια ψηλή μαυροφορεμένη φιγούρα που κρατούσε ένα δρεπάνι. Ήταν απροετοίμαστος για μάχη, αλλά λίγο πριν αντιληφθούν οι υπόλοιποι την τρομάρα που είχε πάρει, κατάλαβε ότι κοίταγε ένα άγαλμα, όπως αυτά, έξω, στην είσοδο του Κήπου.

Αποφάσισαν τελικά ότι ήρθε η ώρα να ερευνήσουν και δωμάτια στο βάθος. Ο Γουόλτροτ τους είπε ότι το ένα από τα δύο ήταν το δωμάτιο του Ιερέα. Το διπλανό δωμάτιο ήταν το αναγνωστήριο του. Τότε ήταν που άκουσαν μουρμουρητά από το υπνοδωμάτιο. Ήταν ο αδερφός Γκρέημπ που παραμιλούσε στον ύπνο του, ή συνέβαινε κάτι πιο δυσοίωνο? Ήταν σίγουροι για το δεύτερο. Έσπρωξαν τον Λούκας μπροστά για να ανοίξει την πόρτα. Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά του έδειξαν με νόημα την ασπίδα που κράταγε.

Τότε ήταν που ένα κύμα αόρατης νεκρικής παρουσίας έλουσε τους τυχοδιώκτες. Προερχόταν από το μικρό δώμα του Ιερέα. Το συναίσθημα ήταν πολύ έντονο και ανησυχητικό, γιατί όταν τους είχε επιτεθεί η ορδή των νεκροζώντανων προηγουμένως δεν είχαν νοιώσει κάτι αντίστοιχο. Οτιδήποτε βρισκόταν μέσα στο δωματιάκι, πρέπει να ήταν πολύ ψηλότερα στην νεκρομαντική σκάλα από ότι είχαν αντιμετωπίσει μέχρι τώρα. Ο Φόβος και η Απόγνωση τους κυρίευσε. Η Ιρώνη ένοιωσε να τις κόβονται τα πόδια από τον τρόμο. Ο Εφρέζι και ο Κρούσες ένιωθαν εγκλωβισμένοι. Από την μια η ορδή των νεκρών και από την άλλη μια άγνωστη ισχυρή νεκρική δύναμη. Ο πιστός Εφρέζι έκανε μια γρήγορη προσευχή στον Σήγκμαρ, και με τα δάχτυλα του, παίρνοντας το σχήμα του Ιερού Σφυριού, έκανε μια κίνηση που περιέλαβε τους φίλους του, ευλογώντας τους. Ο Λούκας ξεροκατάπιε και άπλωσε διστακτικά το χέρι τους προς την πόρτα. Κοίταξε τους υπόλοιπους. Του έγνεψαν να συνεχίσει. Άνοιξε την πόρτα του δώματος του Γκρέημπ με προσοχή. Είχε σταυρώσει τα δάχτυλα του. Ο Ράνταλ όμως, ο θεός της τύχης και των ριψοκίνδυνων δεν του έδωσε την εύνοια του. Η πόρτα έτριξε και ο Λούκας βλασφήμησε για την τύχη του. Όποιος ήταν μέσα σίγουρα τον είχε ακούσει. Έκλεισε τα μάτια του και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο (ναι, δεν είναι αντιφατικό, αλλά αυτό ακριβώς έκανε).


Όταν τα άνοιξε, είδε τρεις μορφές στο δωμάτιο. Η μια φιγούρα ήταν ξαπλωμένη, με κλειστά τα μάτια. Δεν ανάσαινε, το πρόσωπο της ήταν χλομό και τα μάγουλα της ρουφηγμένα. Μάλλον ήταν νεκρός, αλλά από χτες βράδυ, η λέξη ‘νεκρός’ είχε χάσει την έννοια της. Ο Λούκας συμπέρανε ότι η φιγούρα πρέπει να ήταν ο Ιερέας Γκρέημπ, όχι λόγω της ενδυμασίας του, αλλά επειδή χρησιμοποίηση την μέθοδο του αποκλεισμού. Οι άλλες δύο φιγούρες δεν είχαν καμία ομοιότητα με ζωντανούς ανθρώπους. Η μια ήταν ένας σκελετός μέσα σε μια πράσινη από την μούχλα πανοπλία. Το άσπρο κρανίο σου έδινε την εντύπωση ότι έχει ένα πονηρό χαμόγελο, χωρίς όμως την ύπαρξη σάρκας και χειλιών ήταν δύσκολο να είναι κανείς σίγουρος. Οι κόγχες των ματιών αντί για μάτια ήταν κούφιες, αλλά ένα έντονο κόκκινο φως έδινε ένα πολύ βλοσυρό και δαιμονικό βλέμμα. Πάνω στην πανοπλία που φορούσε, ο Λούκας διέκρινε την διακόσμηση των δράκων. Και αν έβλεπες πέρα από την πράσινη μούχλα, οποιοσδήποτε γνώριζε τα βασικά από πανοπλίες θα καταλάβαινε ότι έβλεπε μια πανοπλία ανώτερης ποιότητος. Ο σκελετός κράδαινε ένα τεράστιο σπαθί στο ένα χέρι. Στο άλλο χέρι είχε δεμένη μια τεράστια άσπρη πλάκα αντί για ασπίδα. Ήταν η ταφόπλακα του. Επίσης ήταν η πέτρα που έψαχνε ο Λάζαρους Μουρν. Λεπτές ακτίνες γαλάζιου φωτός πεταγόντουσαν ανά διαστήματα από την επιφάνεια της άσπρης πέτρας. Από την μία μεριά έγραφε ‘Όλαους Στίκχελμ, Ο Σωτήρας της Πόλης μας’, και από την άλλη είχε λέξεις της ξωτικής διαλέκτου. Ο σκελετός αυτός, δεν μπορούσε να άνηκε σε κανένα άλλον από τον Όλαους Στίκχελμ σκέφτηκε ο Λούκας. Δεν ήταν δύσκολο να φτάσει κανείς σε αυτό το συμπέρασμα, δεδομένου ότι το έγραφε και στην ασπίδα του. Όταν ζούσε ο Όλαους, το τεράστιο σπαθί το κράταγε με τα δύο χέρια. Τώρα όμως ο νεκραναστημένος σκελετός του το χειριζόταν άνετα μόνο με το ένα. Και επιπλέον το σπαθί είχε μια μαύρη νεκρική αύρα. Η τρίτη φιγούρα ήταν γυναικεία και στεκόταν πίσω από τον σώμα του Ιερέα Γκρέημπ. Φόραγε ένα κόκκινο φόρεμα και είχε ένα ασημένιο κολιέ με ένα μαύρο πετράδι. Ήταν η Μαντρίγκα. Τα μάγουλα της ήταν ρουφηγμένα, τα μαλλιά της ήταν μακριά, μαύρα και με κομμάτια λάσπης. Σκουλήκια έκοβαν βόλτες στο στόμα της και στα μπλε χείλη της. Τα σκελετωμένα, με κομμάτια σάρκας να κρέμονται, χέρια της ήταν απλωμένα και ακούμπαγαν τους κροτάφους του Ιερέα Γκρέημπ.

Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο μπερδεμένα όταν η Μαντρίγκα τους μίλησε.

‘Μην έχετε αυτό το ξαφνιασμένο ύφος, ανόητοι! Μπορεί να φοράω αυτό το άχρηστο σώμα, αλλά είναι προσωρινό. Είμαι ο Λάζαρους Μουρν και δεν θα πεθάνω ποτέ. Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για εσάς, αλλά σύντομα θα φορέσω το δικό σας νεκρό σώμα!’’ Η φωνή του Λάζαρους ακούστηκε παράξενη και όχι μόνο επειδή έβγαινε από γυναικείο σώμα. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ακριβώς γιατί, αλλά ακουγόταν απόκοσμη, σε λάθος τόνο ή συχνότητα, σαν να μιλάει κατευθείαν μέσα στο κεφάλι τους. Το σώμα της Μάντριγκας, γύρισε προς το μέρος του χαζού Γουόλτροτ.

‘Γουόλτροτ, δώσε μου το δέρμα σου’, διέταξε με στόμφο η φωνή του Λάζαρους. Με τα δάχτυλα του, χάιδευε ασυναίσθητα το μαύρο πετράδι.

Ο Γούολτροτ, σαν φοβισμένο σκυλάκι, αναγνώρισε την φωνή του νεκρομάντη και έτρεξε προς το Λάζαρους/Μαντρίγκα και έσκισε το ρούχο του, κλαίγοντας και λέγοντας ‘Μάλιστα αφέντη!’. Με φρίκη οι τυχοδιώκτες είδαν ότι στην σάρκα της πλάτης του είχε χαραγμένα σύμβολα και γράμματα. Κάποιο νεκρομαντικό ξόρκι. Ο Άντλερ θα είχε διατάξει την φρουρά να κάψει τα βιβλία του Λάζαρους πέρσι, όταν έγινε και η δίκη, αλλά κανείς δεν θα είχε σκεφτεί ότι ο Λάζαρους θα είχε χαράξει το τελευταίο του ξόρκι στο σώμα του Γούολτροτ.

Ο Στίκχελμ, η καλύτερα, ο σκελετός του, προχώρησε προς την πόρτα. Με το σώμα του έκλεισε τον δρόμο των τυχοδιωκτών προς τον Λάζαρους, δίνοντας του χρόνο να συνεχίσει την ανίερη τελετή του. Έβαλε μπροστά την πέτρινη ασπίδα για να είναι όσον το δυνατόν λιγότερο εκτεθειμένος στις επιθέσεις των τυχοδιωκτών. Φλέβες μπλε στατικού ηλεκτρισμού αναπηδούσαν πάνω στην επιφάνεια της. Ο σκελετός του Στίκχελμ σήκωσε το τεράστιο σπαθί του. Το μαύρο ίχνος καπνού που ανάβλυζε από το σπαθί ακολούθησε την πορεία του σπαθιού, αποτυπώνοντας την στον αέρα. Προσέκρουσε στην ασπίδα του Λούκας, που μόλις είχε προλάβει να σηκώσει. Η δύναμη του χτυπήματος ήταν φοβερή και ανάγκασε τον Λούκας να γονατίσει. Ο Όλαους ετοιμάστηκε να δώσει και το δεύτερο χτύπημα. Η Ιρώνη και ο Κρούσες χωρίς να χάνουν χρόνο, ετοίμασαν τα βέλη τους και στόχευαν τον Λάζαρους στο βάθος του δωματίου. Η βολή ήταν δύσκολη, έπρεπε να τον πετύχουν αποφεύγοντας τον Λούκας ή τον Στίκχελμ. Είχαν την πεποίθηση ότι αν πέθαινε ο Λάζαρους, θα καταστρεφόταν αυτόματα ο σκελετός του Όλαους, οπότε επέλεξαν να τον αγνοήσουν για την ώρα. Ο Εφρέζι αποφάσισε ότι ήταν καλή η ιδέα τους, άφησε την σιδερόμπαλα του και ετοίμασε και αυτός την βαλλίστρα του.

Ο σκελετός του Ολάους όμως δεν τους αγνόησε, ειδικά τον Λούκας που ήταν μπροστά του. Κατέβασε το τεράστιο σπαθί του για να τον κόψει στην μέση. Ο Λούκας πρόφτασε και σήκωσε την ασπίδα του. Το χτύπημα του σπαθιού στην ασπίδα ήταν τόσο δυνατό που ο Λούκας αναγκάστηκε να πέσει στα γόνατα. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι υπόλοιποι. Όταν ο Λούκας έσκυψε, εξαπέλυσαν τα βέλη τους στον Λάζαρους, πίσω από τον Όλαους. Καρφώθηκαν στο σώμα του, αλλά ο Λάζαρους αγνόησε τον πόνο, αν ένιωθε κάτι τέτοιο, και συνέχισε να κρατάει το κεφάλι του Γκρέημπ, απορροφώντας του την ζωτική του ενέργεια. Ο Λούκας σηκώθηκε και τώρα δοκίμασε αυτός να χτυπήσει τον σκελετό. Ο Σκελετός δοκίμασε να αμυνθεί με την δική του ασπίδα, αλλά ο Λούκας την απέφυγε. Το σπαθί του χτύπησε στην πανοπλία του Όλαους, ταρακουνώντας τον προς στιγμή, αλλά στην συνέχεια ο Ολάους συνέχισε τις επιθέσεις του εκ νέου. Ο Κρούσες συγκεντρώθηκε στον στόχο του. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, κράτησε την ανάσα του, και πάτησε την σκανδάλη της βαλλίστρας. Το βέλος του βρήκε τον Λάζαρους στο κρανίο και τον έριξε νεκρό επί τόπου. Ταυτόχρονα, σωριάστηκε και ο σκελετός του Όλαους προς μεγάλη ανακούφιση του Λούκας. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα τις επιθέσεις του. Ένας στεναγμός ανακούφισης ακούστηκε από τον σκελετό του Ολάους, και μετά μετατράπηκε σε σκόνη μπρος στα έκπληκτα μάτια των τυχοδιοκτών. Το σώμα της Μάντριγκας σήκωσε το κεφάλι για μια τελευταία φορά και τους κοίταξε.

‘Δεν θα πεθάνω ποτέ…’, είπε η φωνή του Λάζαρους, και το σώμα της Μάντριγκα σταμάτησε πια να κινείται. Ένα παρακλάδι άσπρου καπνού βγήκε από το στόμα και τα μάτια της, αιωρήθηκε για λίγο, και στην συνέχεια χώθηκε μέσα στο μαύρο πετράδι που φόραγε στον λαιμό της.

Η Ιρώνη έτρεξε στον Ιερέα και προσπάθησε να τον συνεφέρει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχαν ξεμπερδέψει τόσο εύκολα με τον νεκρομάντη. Ο Εφρέζι, σκέφτηκε, θα έλεγε ότι τους χαμογέλασε ο Ράνταλ, αλλά η Ιρώνη δεν γνώριζε πολλά για τις θρησκείες των ανθρώπων. Γύρισε να τον κοιτάξει. Τον είδε να σηκώνει το όπλο του! Ο Εφρέζι, χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν οι υπόλοιποι χτύπησε με δύναμη τον Γουόλτροτ στο κεφάλι με την σιδερόμπαλα του. Το κεφάλι του έγινε μια κόκκινη μάζα, και το άψυχο σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα.

‘Είναι καλύτερα έτσι για αυτόν. Με το σώμα να είναι ένα κινούμενο βιβλίο νεκρομαντείας, δεν είχαμε άλλη επιλογή’, είπε. Κανείς δεν μπόρεσε να διαφωνήσει με αυτό, ούτε καν ο Ιερέας όταν συνήλθε.

Ο Ιερέας δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Ο Λάζαρους του είχε επιτεθεί στον ύπνο και τον είχε αιχμαλωτίσει μέσα στον ίδιο του τον εφιάλτη. Όταν άκουσε ότι είχαν σηκωθεί οι νεκροί στον τάφο του, συγκλονίστηκε και δάκρυσε από την θλίψη του. Ο Γκρέημπ, με τρεμάμενη φωνή, είπε στην Ιρώνη να του φέρει ένα φαρμακευτικό φίλτρο που είχε στο γραφείο του. Όταν του το έδωσε να το πιει, ένιωσε κάπως καλύτερα, αλλά δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι τυχοδιώκτες θα έπρεπε να τον κουβαλήσουν. Ο Λούκας σχολίασε ότι ο Ιερέας ήταν τυχερός που δεν είχαν βρει αυτοί πρώτοι το φιαλίδιο, γιατί θα το είχαν πιει σίγουρα, και τώρα δεν θα είχαν με τι να τον συνεφέρουν. Μετά σκέφτηκε να πάρει μαζί του το τεράστιο σπαθί του Όλαους και την πανοπλία του. Επειδή όμως φοβόταν μην είναι καταραμένα, ή ακόμα χειρότερα μολυσμένα από το Χάος, τα έβαλε σε ένα σακί, νομίζοντας ότι έτσι θα αποφύγει την κατάρα (ή την μόλυνση). Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική ο Εφρέζι πήρε το κολιέ με το μαύρο πετράδι και το έβαλε στην τσέπη του. Αρχικά είχε δοκιμάσει να το καταστρέψει, αλλά χτυπώντας το με την σιδερόμπαλα του, παρατήρησε ότι δεν μπορούσε ούτε να το γρατσουνίσει.


Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.