Tuesday 27 July 2010

Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Αι Πανούργαι Ενέδραν.

 "Ποίος είναι αυτός ο Λούκος Πάπαρμπεγκ που νομίζει ότι μπορεί να με νικήσει σε διαγωνισμό μπύρας? " - Βλας Χένγκελσσον, Σφαγέας των Τρολ




Ο νάνος Βλας Χένγκελσσον κοίταξε με περιέργεια την αφισοκολλημένη προκήρυξη . Σίγουρα θα ήταν σπουδαία η αμοιβή κρίνοντας τις αντιδράσεις των περαστικών. Ο ίδιος δεν γνώριζε ανάγνωση και έβλεπε μόνο μουτζούρες και ορνιθοσκαλίσματα. Έκανε ένα μικρό πηδηματάκι για να την φτάσει, την έσκισε και την έβαλε στον γυλιό του. Κάποιον θα έβρισκε που να μπορεί να διαβάσει, για την ώρα προτεραιότητα είχε να πιει μπύρα.

Μπήκε μέσα στο πανδοχείο το Φεγγάρι του Ναύτη. Αγνόησε τον κόσμο που είχε μαζευτεί αν και τον παραξένεψε, γιατί το πανδοχείο είχε τα μαύρα του τα χάλια, και πλησίασε την σανίδα που προφανώς ήταν ο πάγκος του μπαρ. Ζήτησε από τον πανδοχέα ένα μεγάλο ποτήρι από το ‘Ζύθο του Υδροκέραυνου’ και τον ρώτησε αν υπήρχε κανείς εδώ μέσα που να ξέρει να διαβάζει. Ο πανδοχέας κοίταξε προς τα τραπέζια και με το δάχτυλο του του έδειξε ένα θηλυκό ξωτικό που καθόταν σε ένα τραπέζι στο βάθος μαζί με έναν άνθρωπο ντυμένο με μια κόκκινη ρόμπα που έπαιζε με ένα τσακμάκι. Ο Νάνος δεν συμπαθούσε τους μάγους της Φωτεινής Τάξης, αλλά όχι όσο δεν συμπαθούσε τα Ξωτικά, το σίγουρο ήταν όμως ότι κάποιος από τους δυο τους θα ήξερε ανάγνωση. Κατευθύνθηκε προς το τραπέζι τους, έχοντας το προαίσθημα ότι πρόκειται να κάνει άλλο ένα από τα Μεγάλα Λάθη του Βλας Χένγκελσσον, όπως συνήθιζαν να του λένε οι άλλοι νάνοι στα καμίνια του Κάρακ Άζγκαλ.
Χωρίς πολλά λόγια ο Βλας, βγάζει την προκύρηξη, την κοπανάει στο τραπέζι και λέει κοφτά και με αγένεια, χωρίς να ξεκολάει τα μάτια του από την προκύρηξη: ‘Τι γράφει εδώ?’. Το ξωτικό κίνησε το χέρι του πιάσει την προκήρυξη, εκνευρισμένη με τον τρόπο του νάνου, άλλα όλοι οι νάνοι είναι έτσι, δύστροποι. Αλλά ο μάγος την πρόλαβε. Διάβασε την προκύρηξη γρήγορα, και του εξήγησε ότι πρόκειται για δουλεία μεταφοράς επίπλων, και ότι θα πρέπει να απεθυνθεί στον αρμόδιο, τον Χέντρικ, που βρίσκεται σε αυτό το πανδοχείο για να πάρει συνεντεύξεις από τους ενδιαφερόμενους. Αφού συστήθηκαν οι τρεις μεταξύ τους, αποφάσισαν να μιλήσουν στον Χέντρικ. Η αμοιβή δεν ήταν άσχημη και είχαν ανάγκη τα χρήματα.

Ο Χέντρικ, ένα γεροδεμένος άνθρωπος, με γάζες στο αριστερό του χέρι, ήταν αρκετά δύστροπος στην αρχή αλλά τελικά δέχτηκε να τους προσλάβει, εξηγώντας τους ότι ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ είχε πάρει σαν κληρονομιά το Οίκημα Γκρούνβαλντ, έξω από το Ούμπερσράηκ, του οποίου ο περασμένος ιδιοκτήτης είχε εξαφανιστεί, πιθανώς να είχε κλεφτεί με κάποια ντόπια από το Ούμπερσράηκ. Ούτως ή άλλως το Οίκημα αυτό δεν ήταν της τάξης του, και όλοι είχαν αναρωτηθεί, γιατί να τον έστειλε εκεί η οικογένεια του, οι Φον Μπρούνεν. Οι Φον Μπρούνεν ήταν γνωστή οικογένεια στην πόλη και είχαν μεγάλη εξουσία. Ήταν παράξενο που είχαν στείλει εκεί τον Ανδρέας Φον Μπρούνεν, τον Φον Μπρούνεν που εξαφανίστηκε από εκεί πριν κανα εξάμηνο. Ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ, με το που πήγε στο οίκημα πριν μια βδομάδα είχε ένα αίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά με τους υπηρέτες και ότι κάτι οργανώνουν κάτω από τα μάτια του. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς. Ήθελε κάποιους πρόθυμους να τους κατασκοπεύσουν με το πρόσχημα ότι μεταφέρουν τα έπιπλα του. Αύριο το πρωί κιόλας θα ξεκινούσαν για το Γκρούνβαλντ. Όταν η ξωτικιά Ιρόνι, έσπασε την σιωπή της και ρώτησε τον Χέντρικ για το τραυματισμό του, είπε ότι ήταν από μια επίθεση κτηνανθρώπων στο οίκημα πριν μια βδομάδα περίπου. Τον τελευταίο καιρό είχαν πληθύνει οι ενέργειες των κτηνανθρώπων στην περιοχή. Οι φρουροί του οικήματος τους απώθησαν όταν προσπάθησαν να εισβάλουν στο οίκημα. Είχαν απώλειες, αλλά οι κτηνάνθρωποι είχαν περισσότερες. Η τελευταία εξέλιξη άρεσε ιδιαίτερα στον νάνο. Τι πιο ωραίο από το να κερδίσει χρήματα και να πολεμήσει και μερικούς κτηνανθρώπους για ξεμούδιασμα. Ίσως τελικά να μην ήταν λάθος να μιλήσει στον Μάγο και στο Ξωτικό.
Αφού κέρδισαν την δουλεία, ο νάνος έπρεπε να το γλεντήσει πίνοντας τρεις μπύρες. Έπαιξε και ένα στοίχημα ότι θα έπινε άλλες τρεις πιο γρήγορα από το ντόπιο πρωταθλητή στην Ταχύτητα Πόσης Μπύρας, τον Λούκο Πάπαρμπεργκ, και προς μεγάλη διασκέδαση όλων, ο νάνος έχασε το στοίχημα. Μεθυσμένος, δέχτηκε άλλο ένα στοίχημα, στο μπραντ-ντε-φερ αυτήν την φορά, και νίκησε τον Παπαρμπεργκ. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί με τον μεθυσμένο νάνο και τις αστείες ιστορίες του, και δεν τον άφησαν να πληρώσει τίποτα. Είχε γίνει η μασκότ του πανδοχείου.

Αφού ξεκουράστηκαν, το επόμενο πρωί βρήκαν τον Χέντρικ, ανέβηκαν στο κάρο που μετέφερε τα πράματα και ξεκίνησαν για το Γκρουνβαλντ. Η Ιρόνι δυσανασχέτησε με τον τρόπο μετακίνησης τους. Περίμενε τουλάχιστον μια άμαξα. Ένα υψηλό ξωτικό δεν θα καταδεχόταν ποτέ να ταξιδεύψει καθισμένη σε ένα βαγόνι πάνω σε έπιπλα που μετέφερε. Αλλά αφού δεν είχε λεφτά πια, χάρη στον σατανικό Καβλάουχεν Φον Σβάρτσενκαλτσεν, μετρημένες να είναι οι ώρες του, δεν είχε και άλλη επιλογή. Η διαδρομή ήταν βαρετή. Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και ζεστός και είχαν κάνει καλό χρόνο. Ο Χέντρικ, την περισσότερη ώρα γκρίνιαζε για το τραύμα του, μια για τους χωρικούς και για το πόσο μακριά είναι το οίκημα από την πόλη. Ο μάγος δεν μίλαγε πολύ αλλά προτιμούσε να σκαλίζει το ματσούκι του και να παίζει με το τσακμάκι του. Το ξωτικό προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα στον νάνο, ο οποίος όταν πέρασαν τους εύφορους λόφους Βόρμπεργκλαντ είχε ήδη αρχίσει να εκνευριζόταν με τις ερωτήσεις τις. Βέβαια με άλλα ξωτικά θα είχε εκνευριστεί πολύ νωρίτερα, οπότε ίσως να τα πηγαίναν καλά οι δύο τους, αρκεί να βρει τρόπο να την κάνει να μιλάει λιγότερο. Αν τις έκοβε την γλώσσα ίσως, σκέφτηκε και άρχισε να γελάει μόνος του. Πέρασαν το χωρίο Γκέησμπαχ, είδαν τον ‘Κήπο του Μορρ’ του χωριού και τις σκαλιστές ταφόπλακες, και μετά μπήκαν μέσα στο δάσος του Ρέηκβαλντ. Το πράσινο παραπέτασμα από της φυλλωσιές των δέντρων, έκρυψε τον ήλιο και την θέα τον Γκρίζων Βουνών του Νότο. Όσο βάθαινε το ημίφως, ο Χέντρικ σταμάταγε να παραπονιέται, και στο τέλος σταμάτησε εντελώς. Τα μάτια του κοίταγαν αριστερά και δεξιά, και με τον παραμικρό θόρυβο του δάσους τιναζόταν. Οι τρεις τυχοδιώκτες ήταν σε επιφυλακή για οτιδήποτε. Το ξωτικό, κρύφτηκε κάτω από τα έπιπλα στο βαγόνι, γεγονός που φάνηκε πολύ αστείο στον νάνο, ενώ το ξωτικό συμπλήρωσε ότι πρόκειται περί μανούβρας τακτικού πλεονεκτήματος.

Σε κάποια στιγμή, ο μαθητευόμενος μάγος Νέκραλ Χάλγκμουντ, εντόπισε, ή έτσι νόμισε, ένα ζευγάρι κόκκινα μάτια να τους παρακολουθούν από ένα θάμνο. Κατέβηκε με τον νάνο να ερευνήσει. Δεν ήταν κανείς στο θάμνο, αλλά ανάλυψανν σημάδια από οπλές στο έδαφος να κατευθύνονται βαθύτερα μέσα στο έδαφος. Ο Χέντρικ φώναξε από την άμαξα να προχωρήσουν και να μην χάνουν άλλο χρόνο. Δεν θα είχαν για πολύ ώρα φως, και καλύτερα να φτάσουν στο οίκημα μια ώρα αρχύτερα, δεν ήταν πολύ μακρυά τώρα. Όταν έφτασαν, βγαίνοντας σε ένα ξέφωτο, είδαν ότι το οίκημα να ορθώνεται μπροστά τους. Προστατευόταν από έναν τοίχο, τέσσερα μέτρα ψηλό, και μια ταφρο. Ένας φρουρός έκανε αργά την περιπολία του στην κορυφή του παραπετάσματος και ένας άλλος βρισκόταν στο σπιτάκι των φρουρών. Η πύλη ήταν κλειστή. Όταν είδαν την άμαξα, αντάλλαξαν χαιρετισμούς με τον Χέντρικ και άρχισαν σιγά σιγά να κατευθύνονται προς την πύλη να την ανοίξουν, αλλά τότε ακούστηκαν εχθρικές κραυγές από το δάσος. Πολλά πράγματα γίνανε ταυτόχρονα.

Μια ομάδα από τρεις κτηνάνθρωπους με κομμένα κέρατα, και έναν ακόμα αρκετά μεγαλύτερο με μεγάλα μυτερά κέρατα και κυνόδοντες βγήκε από την βλάστηση του δάσους, μεταξύ του βαγονιού και της πύλης. Μια ίδια ομάδα εμφανίστηκε αρκετά πίσω τους και πλησίαζε με γρήγορα και σταθερά βήματα. Μέσα από το δάσος ακουγόντουσαν κραυγές και κόρνες. Ο Χέντρικ, αμέσως ανέβηκε στο πίσω μέρος του βαγονιού, πάνω στα έπιπλα βγάζοντας ένα μαχαίρι, και βρίζοντας του φρουρούς που κάναν τόσο αργές κινήσεις και δεν άνοιγαν την πύλη. Οι φρουροί φώναζαν και αυτοί με την σειρά τους φωνάζοντας ότι δεν πρόκειται να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του καταλύματος και ότι δεν θα ανοίξουν την πύλη όσο υπάρχουν κτηνάνθρωποι έξω. Ο νάνος τους καθησύχασε λέγοντας τους, ότι η πύλη θα ανοίξει πολύ σύντομα τότε, και με μια ακροβατική κίνηση, πήδησε από το βαγόνι και έφτασε τον γεροδεμένο κτηνάνθρωπο, καρφώνοντας του το τσεκούρι στα πλευρά του με μια ρευστή και αβίαστη κίνηση. Ο μάγος άρχισε να μαζεύει την μαγική του δύναμη, και το ξωτικό κατέβηκε από το βαγόνι και έμπηξε το μαχαίρι της στο λαρύγγι σε έναν εκ των τριών συνανθρώπων που περιστοίχιζαν τον μεγαλόσωμο (αργότερα έμαθαν ότι οι μεγαλόσωμοι κτηνάνθρωποι ονομάζονται Γκορ).

Ανακάλυψε ότι οι κτηνάνθρωποι γίνονται πολύ σιωπηλή όταν έχουν ένα μαχαίρι στο λαρρύγκι τους και αποφάσισε να κάνει το ίδιο και στον δεύτερο κτηνάνθρωπο. Ο μεγαλόσωμος κτηνάνθρωπος με μίσος, έγδαρε τον νάνο χρησιμοποιώντας τα νύχια του, κάνοντας του μια μεγάλη πληγή στο πόδι, την οποία ο νάνος ούτε που κατάλαβε μέσα στην έξαψη της μάχης. Αυτή θα ήταν και η τελευταία κίνηση που έκανε γιατί ο μάγος πέταξε ένα μαγικό βελάκι (άλλο να το λεω, και άλλο να το βλέπεις, είναι δύσκολο να το περιγράψω) στο μεγαλόσωμο κτηνάνθρωπο αποτελειώνοντας την δουλεία που είχε ξεκινήσει ο νάνος. Στην συνέχεια απανθράκωσε τον τρίτο κτηνάνθρωπο της πρώτης ομάδας. Ο φρουρός που ήταν στις επάλξεις άδειασε τα βέλη της Βαλίστρας του στην δεύτερη ομάδα, ξοδεύοντας αρκετό χρόνο στοχεύοντας, χωρίς όμως να πετύχει τίποτα.

Στην συνέχεια ο νάνος έτρεξε στην δεύτερη ομάδα, σκότωσε τον δεύτερο Γκορ και ο μάγος αποτελείωσε με φωτιά του υπόλοιπους, με την βοήθεια του ξωτικού. Είχαν ξεφύγει δύο όμως και κατευθύνονταν προς την ασφάλεια του δάσους. Ένας ήταν ιδιαίτερα τραυματισμένος από τις φλόγες του μάγου και πάνω στην εξάντληση και τον πόνο που ένιωθε από τα εγκαύματα, στραβοπάτησε σε μια ρίζα, έπεσε με το κεφάλι και δεν σηκώθηκε ποτέ. Ο άλλος συνέχισε να τρέχει και μόνο ο μάγος, τυφλωμένος από την αδρεναλίνη και την ένταση της μάχης συνέχισε να τον κυνηγάει τυφλά, χωρίς να σκέφτεται ότι μπορεί να τον οδηγεί σε παγίδα αγνοώντας τις απελπισμένες κραυγές του νάνου και του ξωτικού. Είχε παθιαστεί με την μάχη, κλασσικό φαινόμενο των οξύθυμων μάγων της Φωτεινής Τάξης. Αγνόησε τα τύμπανα που ακούγονταν από το δάσος, και απανθράκωσε και τον τελευταίο κτηνάνθρωπο και γύρισε προς το βαγόνι. Οι φρουροί είχαν ήδη ξεκινήσει να ανοίγουν την πύλη, αφού δεν υπήρχε πλέον ορατή απειλή, με την χαρακτηριστική τους ταχύτητα (ή μάλλον έλλειψη αυτής).

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment