Monday 29 November 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ο Κομήτης Με Την Μια Ουρά

Dramatis Personae

Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος της θρησκείας του Σήγκμαρ, από την Ουμπερσράηκ
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό, τζογαδόρος και τσαρλατάνος από την Ούλθουαν
Κρούσες Αηρονφαουντέρσσον, νάνος αμαξάς από το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην οπλίτης της φρουράς της Ουμπερσράηκ από όπου και κατάγεται.



Ο Μάγος Σούλμαν, άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και βγήκε έξω για να βρει τον νάνο Κρούσες. Ή τουλάχιστον αυτό το ψέμα είπε στους τυχοδιώκτες. Δεν του άρεσε που έμεναν μόνοι τους στο δωμάτιο του, αλλά αν όλα πήγαιναν καλά, δεν θα χρειαζόταν να γυρίσει πάλι πίσω. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου του όσο πιο ήρεμα μπορούσε, αν και έτρεμε από την υπερένταση. Είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τα σύμβολα του πέτρινου δίσκου και επιτέλους γνώριζε σε πιο ακριβώς σημείο βρισκόταν το Σύμπλεγμα. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργήθηκε ένας ποταμός πάνω από το Σύμπλεγμα. Αυτό ίσως μπέρδευε τα πράγματα. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε λόγος να το γνωστοποιήσει στους άλλους, θα δημιουργούσαν επιπλοκές χωρίς λόγο. Όσο πιο αργά καταλάβαιναν τι είχε γίνει, τόσο το καλύτερο.

Μεγάλος μέρος της επιτυχίας του την όφειλε σε αυτούς βέβαια. Στον Λούκας, τον Εφρέζι, την Ιρώνη και τον Κρούσες. Και τον μακαρίτη Νέκραλ, μην τον ξεχνάμε αυτόν. Το τέλος του ήταν τραγικό, αλλά αυτά είναι τα ρίσκα των τυχοδιωκτών. Βέβαια, η μεγάλη επιτυχία του, πέρα από τους τυχοδιώκτες, οφειλόταν στον ίδιο στον μεγαλύτερο βαθμό. Τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν είχε πάρει την πρωτοβουλία να έρθει σε αυτό το καταραμένο χωριό, αφήνοντας την ασφάλεια του κολεγίου του στην Άλτντορφ. Και φυσικά, τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τα οράματα του, αλλά και τα κομμάτια του πέτρινου δίσκου με τέτοια επιτυχία. Τελικά δεν είχε χάσει άσκοπα των καιρό του μαθαίνοντας την αρχαία Υψηλή Ξωτική διάλεκτο και γραφή.

Άρχισε να καταβαίνει τα σκαλιά του πανδοχείου ένα-ένα με συγκρατημένη ευφορία, χωρίς βιασύνη, αν και μέσα του ήθελε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει στο Σύμπλεγμα μια ώρα αρχύτερα και να μπορέσει να αντλήσει την παρθένα μαγεία του ανέμου Αζύρ. Από την άλλη δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή των θαμώνων, πόσο μάλλον των τυχοδιωκτών. Είχε προβλέψει ότι θα τον κυνηγήσουν, αλλά δεν ήταν κακό να πάρει ένα προβάδισμα.

Οι θαμώνες του μαγαζιού χαιρέτησαν φιλικά των Σούλμαν, και αυτός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Χαμογέλασε, γιατί οι θαμώνες δεν χαιρετούσαν τον πραγματικό Σούλμαν, αλλά μια έκφανσή του, που με μεγάλη δυσκολία είχε προσποιηθεί τόσο καιρό. Έπρεπε να προσποιείται ότι είναι αγαθός και λίγο ιδιότροπος. Έπρεπε να προσποιείται ότι τον νοιάζει το χωριό και τα προβλήματα των κατοίκων. Και το χειρότερο, έπρεπε να προσποιείται ότι χαίρεται να βοηθάει όλα αυτά τα καθυστερημένα και αγράμματα πιτσιρίκια στα οποία τους μάθαινε ανάγνωση και γραφή μια μέρα για κάθε αναθεματισμένη εβδομάδα.

Βγήκε έξω από το πανδοχείο του Υδροκέραυνου, και η βροχή έπεσε στο πρόσωπο του. Την μισούσε την βροχή της Στρομντορφ. Μουρμούρισε ένα ξόρκι του Κολεγίου της Ουράνιας Τάξης, και αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μπλε λάμψη, πέταξε ως τις κορυφές των σπιτιών και από εκεί, αιωρήθηκε ως την ανατολική πύλη. Μερικοί κάτοικοι είδαν την λάμψη και συνέχισαν να ακολουθούν την πορεία της με το βλέμμα τους, με το στόμα ανοιχτό, σαν βλάκες. ‘Πόσο τυπικό εκ μέρους των απολίτιστων χωρικών’, σκέφτηκε ο Σούλμαν. Προσγειώθηκε έξω από την δυτική πύλη και η μορφή του απέκτησε πάλι υπόσταση. Έκλεψε ένα άλογο που ήταν δεμένο στην πύλη, και καβαλώντας, άρχισε να καλπάζει δυτικά.

Όπως είχε προβλέψει, ο φρουρός θα προσπαθούσε να τον σταματήσει. ‘Στοπ!’, φώναξε ο φρουρός της πύλης σημαδεύοντας των με την βαλλίστρα του, ‘εσύ που έκλεψες το άλογο. Σταμάτα ή πυροβολώ’.
Αλλά ο Σούλμαν ήταν αυτός που ‘πυροβόλησε’ πρώτος. Ψέλλισε πάλι ένα ξόρκι από το μικρό ρεπερτόριο του, και ένα άυλο βελάκι που φεγγοβολούσε από το γαλάζιο χρώμα της μαγείας του ανέμου Αζύρ, έφυγε από τα χέρια του και καρφώθηκε στο στήθος του φρουρό, ρίχνοντας τον από το παρατηρητήριο. Ο δεύτερος φρουρός έσπευσε να βοηθήσει τον φίλο του, αγνοώντας τον αλογοκλέφτη. Αν είχε προβλέψει σωστά, σκέφτηκε ο Σούλμαν, ούτε το χτύπημα από το βελάκι του, ούτε η πτώση θα ήταν θανάσιμη για το φρουρό. Ο Σούλμαν εκνευρίστηκε. Όχι γιατί θα επιζούσε ο φρουρός και θα έδινε πληροφορίες στους διώκτες του, αλλά γιατί δεν ήταν απολύτως σίγουρος για την πρόβλεψή του.

Αυτός ήταν ο λόγος που βρισκόταν εδώ. Δεν είναι τυχαίο που οι προβλέψεις που κάνει είναι στην πλειοψηφία τους αβέβαιες. Όταν είχε μπει στο Κολέγιο της Ουράνιας Τάξης είχε κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και όνειρα. Οι καθηγητές του, τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν, αλλά η πρόοδος του ήταν αργή. Έμεινε τον διπλάσιο χρόνο από ότι οι άλλοι Μαθητευόμενοι μάγοι στον βαθμό του μαθητευόμενου. 

Ποτέ του δεν κατάφερε να προοδεύσει πέρα από τον βαθμό του Ακόλουθου. Έβλεπε τους συμμαθητές του να εξελίσσονται και αυτός να έχει μείνει στάσιμος. Ακόμα και οι μαθητευόμενοι που είχαν μπει στο κολέγιο μετά από αυτόν, τον είχαν ξεπεράσει πια και στις γνώσεις αλλά και στη θέση που κατείχαν στο κολέγιο. Ο Σούλμαν δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι θα έμενε στον βαθμό αυτό για πάντα (αν και το κολέγιο δεν είχε πρόβλημα με κάτι τέτοιο. Ήταν πολλοί αυτοί που πέθαιναν γέροντες πια χωρίς να περάσουν τον βαθμό του Μαθητευόμενου. Ακόμα και αυτοί που ήταν ‘αδύναμοι’ μάγοι, είχαν την χρησιμότητα τους στο κολέγιο). Ο Σούλμαν όμως ήθελε να αποκτήσει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο και ψάχνοντας στα βιβλία του μέντορα του, βρήκε μια αναφορά για το αρχαίο ερειπωμένο πύργο στον λόφο Τεμπεστ Ναπ. Τον είχαν χτίσει ευγενή ξωτικά, πολύ προτού συσταθεί η αυτοκρατορία του Σήγκμαρ. Ο λόφος αυτός βρισκόταν κοντά στο χωριό Στρομντορφ, αν και όταν είχε χτιστεί ο πύργος των ξωτικών, δεν υπήρχαν εκεί άνθρωποι. Στο χωρίο αυτό τώρα, διάβασε, επικρατούσε βροχερός καιρός, πιο βροχερός από τις γύρω περιοχές. Ψάχνοντας περισσότερα στην βιβλιοθήκη του Κολεγίου, βρήκε στοιχεία ότι ο πύργος στον λόφο Τεμπεστ Ναπ ήταν ένα ορόσημο που κάποτε έδειχνε την τοποθεσία μιας Οδόπετρας των ευγενών ξωτικών. Οι Οδόπετρες ήταν στην ουσία Συμπλέγματα μαγείας τοποθετημένα σε διάφορες περιοχές και κατεύθυναν τους ανέμους της μαγείας από της βόρειες και νότιες πύλες του Χάους προς το νησί της Ούλθουαν. Όταν οι άνεμοι της μαγείας έμεναν σε ένα σημείο στάσιμοι, τότε λίμναζαν και βάλτωναν, με αποτέλεσμα να μολύνονται και να δημιουργείται η Μαύρη Μαγεία, ο Μαύρος άνεμος, που επηρεάζει και μεταλλάσσει όλα τα όντα τις περιοχής με καταστροφικές συνέπειες. Οφθαλμοφανές παράδειγμα, η περιοχή της Σιλβάνια, το βασίλειο των απέθαντων βρικολάκων. Η Μαύρη μαγεία ήταν το ανάθεμα των μάγων, και συνυφασμένη με το Χάος. Το συγκεκριμένο Σύμπλεγμα που θα του υποδείκνυε ο πύργος στην Τέμπεστ Ναπ, κατεύθυνε αποκλειστικά τον Άνεμο Άζυρ, τον άνεμο της Ουράνιας Τάξης, δηλαδή του κολεγίου του. Αν έβρισκε το Σύμπλεγμα και το ράγιζε, θα μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση στον άνεμο, θα μπορούσε να αντλήσει την μαγεία του. Ο Σούλμαν θα γινόταν από τους πιο ισχυρούς μάγους της Ουράνιας Τάξης, και τότε όλοι θα αναγκαζόντουσαν να τον σέβοστούν.

Βέβαια, από την αρχή οι προσπάθειες του είχαν σκοντάψει σε ορισμένα προβλήματα. Αρχικά, όταν πήγε στον πύργο στον λόφο Τεμπεστ Ναπ, δεν μπόρεσε να βρει κατευθύνσεις για την τοποθεσία του Συμπλέγματος. Και όταν μετά προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την μαγεία του Ανέμου Άζυρ στο πύργο για να φορτίσει με μαγεία τις αρχαίες πέτρες των ξωτικών δεν υπολόγισε ότι ο πύργος ήταν εναρμονισμένος με τον Άνεμο Άζυρ. Έπρεπε να το είχε προβλέψει, αφού ο πύργος αφορούσε το Σύμπλεγμα για τον Άνεμο αυτό, άρα και η μαγεία του ανέμου θα ήταν πιο ασταθής και πιο βίαιη στο σημείο αυτό. Όταν ολοκλήρωσε το ξόρκι του, η μαγεία που είχε μαζέψει ο Σούλμαν αναδιπλώθηκε, αναστράφηκε και έσκασε στα μούτρα του. Κυριολεκτικά. Οι περαστικοί πρέπει να είδαν παράξενα μπλε χρώματα να τριγυρίζουν τον πύργο, το θέαμα θα ήταν τρομακτικό για όσους δεν γνώριζαν τι είχε γίνει. Οι περαστικοί όμως δεν είδαν τον Σούλμαν όταν αναδιπλώθηκε η μαγεία πάνω του, ούτε τα τραύματα του. Το πρόσωπο του σημαδεύτηκε ανεπανόρθωτα και γύρισε στο χωριό αιμόφυρτος. Ανάγκασε την Χιλντέτ, την μαία του χωριού να τον περιποιηθεί. Αν και η Χιλτντετ δεν περιποιούταν άνδρες του χωρίου, ο Σούλμαν ήταν ιδιαίτερα πιεστικός (και πειστικός), όπως ήταν και πιεστικός στο να μείνει το όλο θέμα μυστικό. Από εκείνη την ημέρα και μετά, χρησιμοποιούσε ένα απλό ξόρκι-κάντριπ αμφίεσης στο πρόσωπο του για να κρύβει τα τραύματα. Δεν υπήρχε λόγος να κάνουν παράξενες ερωτήσεις οι χωρικοί.

Όταν ήρθαν οι τυχοδιώκτες, μαζί με εκείνον τον άχρηστο μάγο της Φωτεινής Τάξης, των Νέκραλ, ο Σούλμαν είχε φοβηθεί ότι με την Μαγική του Ενόραση μπορεί να έβλεπε τα τραύματα του, διαπερνώντας το ξόρκι αμφίεσης του. Είχε σκεφτεί μια φτηνή δικαιολογία να χρησιμοποιήσει αν τον ανακάλυπταν, αλλά ευτυχώς η μαγεία του Νέκραλ ήταν αδύναμη και δεν μπόρεσε να διαπεράσει το πέπλο της αμφίεσης του. Και όταν του έφεραν την πρώτη πέτρα, λουσμένη στο άνεμο Άζυρ, κατάλαβε με πιο τρόπο επιτέλους θα έλυνε τον γρίφο της τοποθεσίας. Απλώς χρειαζόταν και τις υπόλοιπες πέτρες, τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ. Και όσο είχε την πέτρα στο δωμάτιο του, αν και δεν μπορούσε πια να ξεκουραστεί από τον ύπνο, ο ύπνος του ήταν γεμάτος οράματα και προφητείες που τον βοήθησαν να καταλάβει που βρίσκονταν τα άλλα κομμάτια. Όλες οι προφητείες είχαν βγει αληθινές. Προφανώς η δύναμη του ήδη μεγάλωνε. Ήταν σίγουρος πως και η τελευταία προφητεία που είχε δει, θα έβγαινε και αυτή αληθινή. Θα αντλούσε επιτυχώς την μαγεία από το Σύμπλεγμα και θα γινόταν από τους πιο ισχυρούς μάγους του Παλαιού Κόσμου. Για γούρι έτριψε το φυλαχτό με τον κομήτη που είχε περασμένο στον λαιμό του και συνέχισε το δρόμο προς τον κρυφό προορισμό του στον μαύρο ποταμό Τράνινγκ.

Ο Σούλμαν έβγαλε μια γάζα από την ρόμπα του. Ήταν ματωμένη και χρησιμοποιημένη πριν κάτι μέρες. Την είχε πάρει από το Πανδοχείο του Υδροκέραυνου. Είχε δώσει πολλά λεφτά στην γκαρσόνα Υλέην για να του την δώσει. Στην αρχή η γκαρσόνα αρνήθηκε να τον βοηθήσει αλλά όταν της είπε ότι ήθελε μόνο να κάνει ένα ξόρκι προστασίας για τον Λούκας, τότε δέχτηκε. Ήταν εύκολο να την ξεγελάσει. Ήταν κωλοπετσωμένη μεν, αλλά ήταν και χαζή. Όπως οι περισσότερες γυναίκες του χωριού. Και πολύ περισσότερο εκείνο το χαζοχαρούμενο ξωτικό, πως την έλεγαν, Αερόνι η κάπως έτσι. Κρατώντας την γάζα, άρχισε να μουρμουράει, και μια μπλε λάμψη την τύλιξε. Ο Σούλμαν χαμογέλασε. Ο Λούκας δεν θα ένιωθε τόσο καλά από εδώ και μπρος. Του την έδινε ο Λούκας γιατί του θύμιζε αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ο ίδιος. Ψηλός, γεροδεμένος, αθλητικός και ανθεκτικός. Και είχε και τον τρόπο του με τις γυναίκες, αν έκρινε από την συμπεριφορά της Υλέην όταν μιλούσαν για αυτόν. Επίσης από τους τυχοδιώκτες, ήταν ο μόνος που θεωρούσε πιο απειλητικό για τα σχέδια του. Το ξωτικό είχε μόνο μεγάλο στόμα, ο νάνος μπορούσε να χειριστεί μόνο την βαλλίστρα του, και με τέτοιο καιρό θα του ήταν άχρηστη (το είχε δει σε όραμα αυτό). Ο άλλος, ο θεοφοβούμενος, ήταν χτικιάρης και αρρωστιάρης. Δεν θα μπορούσε καν να τον πλησιάσει. Ο Λούκας όμως, αν χρειαζόταν θα μπορούσε να κολυμπήσει ως το σημείο του συμπλέγματος. Και το γεροδεμένο σώμα του, θα μπορούσε να απορροφήσει αρκετά χτυπήματα. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Με την κατάρα που του έριξε ούτε ο Λούκας θα μπορεί να σταθεί εμπόδια στα σχέδια του.

Οι ρόμπες του Σούλμαν είχαν βαρύνει από το νερό της βροχής που έπεφτε ασταμάτητα, αλλά ο Σούλμαν ούτε που έδωσε σημασία. Ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Τώρα, προέβλεπε, οι τυχοδιώκτες θα ήταν ήδη στο κατόπι. Ο δεύτερος φρουρός θα τους είχε πει προς τα πού πήγε. Μπορεί να τους το έλεγε και ο πρώτος φρουρός αν ζούσε, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε σημαντικό προβάδισμα τώρα. Σταμάτησε το άλογο του στις όχθες του ποταμού Τράνινγκ. Ήταν πολύ κοντά τώρα. Κοίταξε πάνω-κάτω την όχθη που βρισκόταν. Λίγο πιο κάτω βρήκε μια καλύβα ενός ψαρά. Όπως το είχε προβλέψει. Προχώρησε προς τα εκεί, κατέβηκε από το άλογο και πλησίασε την μια από τις δύο βάρκες του, αυτή που ήταν ριγμένη στο νερό. Ο ψαράς είχε άλλη άποψη, αλλά ο Σούλμαν του έριξε έναν μικρό κεραυνό. Αυτός ο ψαράς δεν θα ζούσε, για αυτό ήταν σίγουρος ο Σούλμαν αυτή την φορά. Μπήκε μέσα στην βάρκα και άρχισε να κωπηλατεί προς το σημείο στο οποίο βρισκόταν βυθισμένο το Σϋμπλεγμα. Με ένα ξόρκι, έκανε τον άνεμο να φυσήξει προς το μέρος που ήθελε, η βάρκα πήρε ταχύτητα από τον ξαφνικό άνεμο και ο Σούλμαν σταμάτησε την κωπηλασία.

Όταν τα ξωτικά είχαν φτιάξει το Σύμπλεγμα δεν υπήρχε ποταμός. Αλλά με το πέρασμα των χρόνων, ακόμα και η γεωγραφία της περιοχής είχε αλλάξει. Άκουσε φωνές από την όχθη. Η βροχή γινόταν πιο ισχυρή. Όπου να’ναι οι τυχοδιώκτες θα έφταναν την καλύβα του νεκρού ψαρά και θα αναγκάζονταν να πάρουν την άλλη βάρκα. Στον όραμα του είχε δει ότι ο πάτος της ήταν τρύπιος και αυτό προκάλεσε τον γέλωτα στον μάγο, που είχε ήδη φτάσει το σημείο στο οποίο βρισκόταν το Σύμπλεγμα.

Κοίταξε κάτω στο νερό. Δεν μπορούσε να δει τον πάτο του ποταμού. Αλλά αισθανόταν την ύπαρξη του Συμπλέγματος. Άρχισε να του επιτίθεται με τα ξόρκια του, αποδυναμώνοντας την άμυνα του Συμπλέγματος. Κάτι άρχιζε να φωσφορίζει στο βυθό. Το Σϋμπλεγμα είχε υπερφορτωθεί με τη μαγεία του ανέμου Άζυρ και άρχισε να εκπέμπει ένα μπλε φως, το οποίο σιγά σιγά είχε μετατραπεί σε έναν κάθετο πίδακα που έφτανε ως τα σύννεφα.

Μια έκρηξη πόνου στο στήθος του, έκανε τον Σούλμαν να χάσει την συγκέντρωση του. Ένα βέλος τόξου! Αδύνατον! Αυτό δεν το είχε προβλέψει στα όνειρα του. Είδε τους τυχοδιώκτες να σέρνουν μια βάρκα στην θάλασσα από την όχθη, και τον νάνο να τον σημαδεύει μαζί με το ξωτικό. Ανάθεμα!

‘Σταματήστε… ανόητοι! Δεν ξέρετε… τι… κάνετε!’, φώναξε με δυσκολία. Αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα του. Η πληγή μάλλον ήταν πιο σοβαρή από ότι φαινόταν. Ο Σούλμαν είχε φτάσει τόσο κοντά για να του χαλάσουν τα σχέδια αυτοί οι χωριάτες. Είχαν μπει στην θάλασσα με την βάρκα και έκαναν κουπί. Τον πλησίαζαν επικίνδυνα. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε ο Σούλμαν έκανε ένα ξόρκι και η καταιγίδα τον περικύκλωσε προστατεύοντας τον από τα βέλη. Ο νάνος πάτησε την σκανδάλη της βαλλίστρας του, αλλά το βέλος καρφώθηκε στην βάρκα του Σούλμαν. Ήταν δύσκολο να στοχεύεις από τόσο μακριά όταν είσαι μέσα σε βάρκα και επικρατεί τέτοια θεομηνία.

‘Σταματήστε! Ποιο… είναι το πρόβλημα σας!’, πράγματι, ο Σούλμαν δεν καταλάβαινε. Τι τους ένοιαζε αυτούς αν έσπαγε το Σύμπλεγμα και αποκτούσε πρόσβαση στην ισχυρή και καθαρή γαλάζια μαγεία? Ήταν σίγουρος ότι ούτε οι τυχοδιώκτες ήξεραν γιατί του εναντιωνόταν. Ήταν ηλίθιοι. Ίσως αν τους είχε καλοπιάσει νωρίτερα να τους είχε πάρει με το μέρος του, αλλά τώρα ήταν πολύ αργά. Τον είχαν εκνευρίσει και όταν τα αποθέματα της μαγείας γίνουν δικά του, όπως είχε προβλέψει, τότε θα τους σκότωνε παραδειγματικά. Για την ώρα προτεραιότητα είχε να σπάσει το Σύμπλεγμα. Δεν θα του έπαιρνε πολύ ώρα. Όπου να’ναι τώρα θα το έσπαγε, προτού προλάβουν να τον πλησιάσουν.

Ένα δεύτερο βέλος, πιο κοντό, από την βαλλίστρα του νάνου καρφώθηκε στο στομάχι του. Ο βρομερός νάνος έκανε μια παράξενη κίνηση με το ελεύθερο χέρι του, σφίγγοντας την γροθιά του και τραβώντας την προς τα μέσα. Το αναθεματισμένο ξωτικό φώναξε με χαρά χρησιμοποιώντας την Υψηλή Ξωτική διάλεκτο ‘Ιτ Ρίβιρ Σιτ Ηντ Ντάη’. Ο Σούλμαν έχασε την ισορροπία του και ενώ έπεφτε στο μαύρο ποταμό Τράννινγκ, μετέφραζε ασυνείδητα την ιαχή του ξωτικού. ‘Πιές τον ποταμό και ψόφα’ ή ‘Φάε ποταμίσιες ακαθαρσίες μέχρι θανάτου’, κάτι τέτοιο. Σταμάτησε την μετάφραση όταν οι ρόμπες του άρχισαν να τον τραβάνε προς τον πάτο του ποταμού. Απίστευτο. Απρόβλεπτο, θα έλεγε. Μέσα από την παραμόρφωση των νερών του ποταμού είδε την βάρκα των τυχοδιωκτών να τον πλησιάζει και να κοιτάνε ψάχνοντας να δουν αν πνίγηκε ή αν ζεί.

‘Βούλιαξε σαν βαρίδι’, είπε ο Λούκας.

‘Για αυτό ποτέ μου δεν εμπιστεύομαι τα νερά’, πρόσθεσε ο νάνος. Οι άλλοι το ήξεραν από καιρό αυτό, γιατί συχνά του παραπονιόνταν (μάταια) να πλένεται.

‘Αυτό ήταν? Τελειώσαμε?’, ρώτησε η Ιρώνη. Ήθελε να βρει ένα καταφύγιο από την βροχή και ζεστά, στεγνά ρούχα. Η βάρκα κούναγε πολύ και δεν της ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη η εμπειρία.

Κανείς δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί η φιγούρα του Σούλμαν αναδύθηκε ξαφνικά από το νερό. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο από την οργή.

‘Ανόητοι’, φώναξε. Η φωνή του ήταν παράξενη, κυρίως γιατί είχε πολύ νερό στο στόμα του. ‘Δεν ξέρετε τι κάνατε! Τους καταδικάσατε όλους σε θάνατο. Το χωριό, εσάς, εμένα. Όλους!’.

Η φωνή του ήταν καθαρή, γεμάτη σιγουριά, και όχι σαν την φωνή κάποιου που αργοπέθαινε. Σαν να μην τον ένοιαζε η πληγή του. Τους θύμισε τον Ιζ-Κα και το τελευταίο χτύπημα που έκανε όταν ήταν στα τελευταία του. Αναρωτήθηκαν αν όταν κάποιος βρίσκεται στο προσκέφαλο του θανάτου, αποκτά πρόσβαση σε τεράστια αποθέματα δύναμης για λίγο διάστημα πριν έρθει το τέλος του. Ο Σούλμαν κρατούσε στο χέρι του ένα από τα σύμβολα του κολεγίου του που είχε προηγουμένως δεμένο γύρω από τον λαιμό του. Ήταν ένας χρυσός κομήτης. Ο Σούλμαν έχανε την μάχη με τον ποταμό, και το ρεύμα τον τράβηξε στο βυθό, αναγκάζοντας τον να αφήσει το κομήτη που προηγουμένως κουνούσε απειλητικά. Ο κομήτης άρχισε να λαμπυρίζει. Άρχισε να βουλιάζει πάλι για μια τελευταία φορά. Νερό μπήκε στο στόμα του, κάνοντας την ομιλία του δυσνόητη, και μετά από λίγο ο βυθός υποδέχτηκε το σώμα του. Το κόσμημα του κομήτη κομήτης βούλιαζε και αυτό προς τον βυθό με πιο αργούς ρυθμούς. Μετά, χάθηκε και αυτό στα μαύρα νερά του ποταμού Τράνινγκ

Μια παράξενη ηρεμία επικράτησε. Οι τυχοδιώκτες χάρηκαν προς στιγμή, καιρός να χαλαρώσουν, να πάρουν μια ανάσα και να επιστρέψουν θριαμβευτές στο χωρίο. Όμως ένας υπόκωφος, συνεχής ήχος τους χάλασε τα σχέδια. Ερχόταν από ψηλά. Κοίταξαν στον ουρανό και είδαν ακριβώς από πάνω τους, ένα πορτοκαλί φως να φέγγει μέσα από τα σύννεφα. Λίγο μετά, τα σύννεφα στο σημείο που ήταν το φως διαλύθηκαν, αποκαλύπτοντας ένα πρωτόγνωρο και τρομακτικό θέαμα.

‘ΚΟΜΗΤΗΣ!’, φώναξε ο Λούκας και βούτηξε στο ποταμό. Με εκπληκτική ταχύτητα άρχισε να κολυμπάει προς την όχθη και όσο πιο μακριά μπορούσε από το σημείο στο οποίο πρόβλεπε να προσέκρουε ο κομήτης. Δηλαδή στην βάρκα. Δεν κολύμπησε όμως αρκετά γρήγορα ώστε να αποφύγει μερικά φημισμένα –και προφανώς πεινασμένα- χέλια που προέρχονταν από τον ποταμό Ράηκ. Άρχισαν να τον δαγκώνουν, αλλά ο Λούκας έκανε υπομονή. Καλύτερα να σε δαγκώσουν χέλια, από το να σε πλακώσουν κομήτες. Ή αγελάδες. Η Ιρώνη τον ακολούθησε, και βούτηξε και αυτή στο ποταμό χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο νάνος κοντοστάθηκε για λίγο, αλλά αποφάσισε πως αν υπήρχε μια κατάλληλη στιγμή να βραχεί, τότε η στιγμή είχε έρθει. Μόνο ο Εφρέζι έμεινε αποσβολωμένος στην θέση του, χωρίς να εγκαταλείπει την βάρκα.

‘Εφρέζι! Πήδα!’, τον πρόσταξε ο νάνος.

Ο Εφρέζι δεν τον άκουσε. Ο κομήτης είχε την πλήρη προσοχή του. ‘Σήγκμαρ’, μουρμούρισε, κοιτώντας με δέος το σημάδι του θεού του.

‘Εφρέζι, άσε τις βλακείες!’, ο νάνος χτύπαγε τα χέρια του στο νερό για να του τραβήξει την προσοχή, αλλά και γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε για να κολυμπήσει (δηλαδή να παραμείνει στην επιφάνεια).

Ο Εφρέζι έκανε το σημάδι του Σήγκμαρ με το δεξί του χέρι. Ένας τεράστιος πορτοκαλής κομήτης, σκέφτηκε κοιτώντας τον. Δεν μπορούσε να το πιστέχει. Οι προσευχές του είχαν εισακουστεί. Ο Σήγκμαρ και ο κομήτης του είχαν εμφανιστεί μπροστά του για να τον παραλάβουν και να τον ανανήψουν.

‘Εφρέζι, ξεκόλλα άνθρωπε μου!’, ο νάνος αρνιόταν να απομακρυνθεί άλλο αν δεν τον ακολουθούσε ο Εφρέζι. Έπαιζε την ζωή του, Κάρολο (1) ή γράμματα.

Ο Εφρέζι όμως, ήταν επιτέλους έτοιμος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια για να συνάντηση των Σήγκμαρ. Τι τιμή!

‘Εφρέζι, κοίτα την ουρά!’

Δεν ήταν σίγουρος ποιος του το φώναξε αυτό. Ο νάνος? Ή ο Λούκας. Η φωνή σίγουρα ήταν ανδρική, ή όχι? Μήπως ήταν το ξωτικό? Και ποια ουρά εννοούν? Του κομήτη? Ω! Μα το τσουρουφληστό λουκάνικο του Σήγκμαρ. Σαν ένα πέπλο να σηκώθηκε από το μυαλό του Εφρέζι. Συνειδητοποίησε το λάθος του. Ο κομήτης είχε μια ούρα. Όχι δύο. Ο Εφρέζι ξύπνησε από την θεοσεβούμενο λήθαργό του, και την τελευταία στιγμή πήδηξε άτσαλα στο ποταμό για να σωθεί. Μαζί με τον νάνο έκαναν πανικόβλητες κινήσεις προσπαθώντας να απομακρυνθούν. Η Ιρώνη προπορευόταν πολύ και ο Λούκας είχε ήδη βγεί στην στεριά και τους πέταξε ένα σκοινί για να πιαστούν και να τους τραβήξει γρηγορότερα. Όταν το έπιασε ο νάνος, το έδεσε γύρω του και μαζί με τον Εφρέζι άρχισαν να τραβάνε. Ο νάνος ήταν λίγο θυμωμένος με τον Λούκας από πριν. Ήθελε να πάρει μαζί μέσα στην βάρκα την αγελάδα του, την Σάλυ, αλλά ο Λούκας τόλμησε να του πει ότι ‘δεν είναι οι αγελάδες για βάρκες’. 

Τελικά όμως, να που Λούκας είχε δίκιο. Ο Νάνος με το σκοινί δεμένο γύρο του, κρατώντας τον Εφρέζι και με την βοήθεια του Λούκας, κατάφερε να βγει στην στεριά. Ο Κομήτης ήταν από πάνω τους, μπορούσαν σχεδόν να νιώσουν την ζέστη του. Ο θόρυβος που έκανε ήταν εκκωφαντικός, δεν μπορούσαν να ακούσουν ο ένας τον άλλο, αν και δεν είχαν τίποτα ουσιαστικό να συζητήσουν. Η συγκεκριμένη στιγμή δεν ενδεικνυόταν για κουβεντούλα, συμφώνησαν όλοι νοητά, και συνέχισαν το τρέξιμο για να βρουν μέρος να καλυφτούν.

Η πρόσκρουση του κομήτη με το ποταμό ήταν βίαιη. Η βάρκα εξαφανίστηκε, το ωστικό κύμα έριξε τους τυχοδιώκτες στο έδαφος. Σηκώθηκαν γρήγορα και έτρεξαν να βρουν κάλυψη από το επικείμενο παλιρροιακό κύμα πίσω από μια συστάδα δένδρων. Κοίταξαν τον ποταμό. Ο κομήτης πρέπει να χτύπησε το Σύμπλεγμα γιατί ακολούθησε μια εκτυφλωτική μπλε λάμψη. Στον πίδακα του μπλε φωτός που ανάβλυζε από το ποτάμι, άρχισε να σχηματίζετε μια φιγούρα, λίγο πιο πάνω από τον αναβράζοντα ποταμό. Ήταν η φιγούρα του Σούλμαν, μονοδιάστατη, σαν να ήταν από χαρτί, και διάφανη. Τους κοίταγε και τους έδειχνε με το δάχτυλο του, φωνάζοντας κάτι. Δεν μπορούσαν να ακούσουν τι. Δεν ήταν σίγουροι αν η οπτασία ήταν μόνο οπτική ή δεν άκουγαν επειδή είχαν χάσει την αίσθηση της ακοής. Η φιγούρα του Σούλμαν εξαϋλώθηκε και εξαφανίστηκε. Το ίδιο και η μπλε λάμψη. Οι ουρανοί καθάρισαν και μετά από μήνες, εμφανίστηκε ο ήλιος. Μια ηρεμία επικράτησε και οι τυχοδιώκτες ξεκίνησαν για την επιστροφή τους στην πόλη.



‘Πράκτορες του χάους! Στη πυρά! Στη πυρά!’, φώναξε ρυθμικά ο Ιερέας Γκότσαλκ όταν τους είδε. Ο όχλος που είχε μαζευτεί γύρω του, έξω αλλά και μέσα από την πύλη επανέλαβαν την φράση του σαν αντίλαλος. Τα όνειρα τον τυχοδιωκτών για μια υποδοχή ηρώων εξανεμίστηκαν απότομα. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν είχε επιστρέψει καλά-καλά η ακοή τους, και οι φωνές των χωρικών αντηχούσαν στα αυτιά τους απόκοσμα.

‘Βεβήλωσαν τον ναό!’ Φώναξε πάλι ο Γκότσαλκ. Ήταν ντυμένος με την πολεμική πανοπλία της θρησκείας του Σήγκμαρ και κρατούσε το Πολεμικό του Σφυρί. Το βλέμμα του ήταν αγριεμένο.

‘Έσκαψαν τρύπες. Ο βοηθός του Ιερέα έσπασε το πόδι πέφτοντας εκεί μέσα!’, φώναξε κάποιος χωρικός.

‘Χρησιμοποίησαν πέτρες μαγείας! Πέτρες του Χάους!’, φώναξε ένας άλλος.

‘Συναναστρέφονται με μάγους!’

‘Και με ξωτικά!’

‘Με τσαρλατάνους και κλέφτες! Αυτή μου έκλεψε τα μπουκαλάκια με τα μαγικά φίλτρα!’

‘Κακοποιούν τις αγελάδες’.

‘Το απόθεμα γάλατος που είχα φυλάξει ξίνισε και το βούτυρο τάγκισε! Το Χάος έρχετε!’

‘Μας καταδίκασαν!’

‘Σταμάτησαν την βροχή. Τώρα δεν θα έχουμε κάτι για το οποίο θα είναι φημισμένη η πόλη μας!’, είπε κάποιος από τον όχλο. Ο Λούκας σκέφτηκε ότι αρχίζουν να το παρατραβάνε.

‘Θα γίνουμε άλλο ένα συνηθισμένο χωριουδάκι! Χαθήκαμε!’

Ο όχλος ήταν εξοργισμένος, πλησίαζαν τους τυχοδιώκτες διψασμένοι για αίμα. Αλλά η φωνή του Κέσσλερ τους επιβλήθηκε.

‘Σταματήστε’, φώναξε στους χωρικούς και μετά στράφηκε στους τυχοδιώκτες.

‘Είστε ένοχοι για την βεβήλωση του ναού του Σήγκμαρ’, τους είπε και μετά κοίταξε τον Ιερέα για να δει αν τον ακούει, ‘για αυτό σας απαγορεύω την διαμονή στο χωριό μας, και σας καταδικάζω σε βίαιη έξοδο από την χωρίο με μαστίγωμα στα οπίσθια μέχρι την πύλη’, είπε και χτύπησε με το λάσο του τον Λούκας. Ο Λούκας όμως γρήγορα έπιασε το λάσο, και κοίταξε με μίσος τον Κέσσλερ.

‘Τολμάς να εμποδίζεις το έργο της φρουράς!’, του είπε ο Κέσσλερ. Το μάτι του λαμπίριζε. ‘Έπιασες το Λάσο?’

‘Ναι’, είπε ο Λούκας.

‘Άστο’, πρόσταξε ο Κέσσλερ, και ο Λούκας αναγκάστηκε να τον ακούσει. Ο Κέσσλερ συνέχισε να χτυπάει το λάσο του, αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν έβαζε όλη την δύναμη του. Εξάλλου ή πύλη ήταν ένα βήμα πίσω τους. Ο Κέσσλερ τους είπε χαμηλόφωνα.

‘Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Τα χέρια μου είναι δεμένα. Κάνατε τόσα πολλά για το χωριό μας, για να καταλήξουμε έτσι τελικά. Πρέπει να φύγετε και να μην ξαναγυρίσετε, για το καλό σας.’, και μετά, φωνάζοντας δυνατά πρόσθεσε για να ακούσει ο Ιερέας και ο όχλος που είχε μαζευτεί, ‘Δεν είστε ευπρόσδεκτοι στο χωριό μας! Όξω!’ και χτύπησε το λάσο του μια τελευταία φορά στον αέρα.

Και έτσι οι τυχοδιώκτες, έφυγαν από το χωριό Στρόμντορφ με τις κατάρες των χωρικών να τους συνοδεύουν, με προορισμό την Ουμπερσράηκ. Κάπου στον δρόμο ανακάλυψαν ότι τους είχε ακολουθήσει και ο Πάρτον Αλαγκιάς, ο βάρδος και βιογράφος, ο οποίος ήδη μίλαγε με το ξωτικό. Τις έδειχνε τρία χρυσά νομίσματα. Δεν ήξεραν από που τα ’κονόμησε, αλλά δεν ήταν δύσκολο να μαντέψουν. Σε αντίθεση με τον Πάρτον, οι τυχοδιώκτες δεν είχαν κερδίσει πολλά, μόνο λίγα ασημένια σελήνια και εμπειρία, αλλά τουλάχιστον είχαν δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς φιλίας μεταξύ τους. Και είχαν κάνει το θέλημα του Σήγκμαρ, κυνηγώντας τους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Τους κτηνάνθρωπους, τον Νεκρομάντη, τα Γκόμπλιν και τον επικίνδυνο μεγαλομανή μάγο της Ουράνιας Τάξης. Ακόμα και αν οι χωρικοί αρνούνταν να το καταλάβαιναν.


Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.


(1) Τα νομίσματα της περιοχής Ράηκλαντ, στην πλευρά της κορώνας, είχαν την κεφαλή του Κάρολο (Καρλ) Φρανζ. Αυτοκράτωρ όλης της Αυτοκρατορίας των Ανθρώπων, και Εκλέκτορας της Ραήκλαντ, ένας από τους 11 εκλέκτορες (ένας για κάθε Επαρχεία) της Αυτοκρατορίας

No comments:

Post a Comment