Monday 1 November 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Αγελάς Εξ' Ουρανού

Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό, τζογαδόρος και τσαρλατάνος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην φρουρός από την Ουμπερσράηκ
Κρούσες Αηρονφαουντέρσσον, νάνος από το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ



Η ξαφνική εισβολή των κτηνάνθρωπων είχε απωθηθεί γρήγορα χάρη όχι μόνο στον ηρωισμό τον τυχοδιωκτών αλλά και τον ντόπιων. Η τύχη έπαιξε και αυτή έναν σημαντικό ρόλο, αν και ο Ιερέας Γκότσαλκ είχε πει, ‘Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίες φτιάχνουν οι ίδιοι τις τύχες τους’. Ο Ιερέας του Μορρ είχε μπροστά του πολύ δουλεία. Δεν είχε ολοκληρωθεί το θάψιμο τον σωμάτων που είχε ζωντανέψει ο Λάζαρους, και τώρα το χωριό θα χρειαζόταν πάλι τις υπηρεσίες του για την ταφή των θυμάτων. Υπήρχε η λύση της αποτέφρωσης, αλλά αυτό θα γινόταν μόνο για τα πτώματα των κτηνάνθρωπων. Όταν σκοτώθηκε ο Φόλντεθ και ο Ίζκα, οι κτηνάνθρωποι τράπηκαν σε φυγή και ήταν εύκολος στόχος για τους αμυνόμενος. Ορισμένοι είχαν ανέβει στις στέγες των σπιτιών, και με τα κυνηγετικά τους τόξα επέλεγαν τους στόχους τους με χειρουργική ακρίβεια. Ο Μάγκνους Γκότσαλκ έσπασε και αυτός αρκετά κρανία κτηνάνθρωπων με το πολεμικό σφυρί του. Οι φρουροί του Κέσσλερ είχα δείξει θάρρος στην διάρκεια της μάχης, αλλά είχαν υποστεί και αυτοί αρκετά πλήγματα. Τρεις από αυτούς υπέκυψαν στα τραύματα τους κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο Λούκας είχε δει και μερικές γυναίκες να μάχονται κρατώντας μεγάλα κουζινομάχαιρα. Η Ιρώνη είχε παρατηρήσει τον μάγο Νίκλαους να προσπαθεί να αιφνιδιάσει τους κτηνάνθρωπους χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη μαγεία. Αν η πόλη είχε έναν μόνο μάγο από το νησί των Ευγενών Ξωτικών, η μάχη δεν θα κρατούσε πάνω από πέντε λεπτά. Αργότερα, όταν είχαν απωθηθεί οι κτηνάνθρωποι έξω από την πόλη, ο Κέσσλερ έβαλε εκτάκτως μερικούς φρουρός να περιπολούν πάνω στο τείχος για κάθε ενδεχόμενο. Ο Λούκας προσφέρθηκε να βοηθήσει και αυτός στις σκοπιές. Δεν χρειαζόταν ξεκούραση όπως οι άλλοι γιατί παραδόξως δεν είχε τραύματα. Οι ντόπιοι το σχολίασαν λέγοντας ότι πρέπει να είχε την εύνοια του Μορρ επειδή είχε προστατέψει τον κήπο του. Αυτό δεν ήταν απαραίτητα καλό, γιατί όταν ο Μορρ στρέφει την ματιά του μακριά από τον Λούκας, σε κάποιον άλλο κακομοίρη θα την εστιάζει.
Ο γιατρός Σνάηντερ, ο φυσιοθεραπευτής Κόμπλερ και ο Μπαρπέρης-Χειρούργος Μέσσερ δεν είχαν πολεμήσει εκείνο το βράδυ. Οι δικές τους ικανότητες όμως είχαν φανεί πολύτιμες όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Τα συνολικά θύματα της Στρόμντορφ ανέρχονταν στα εννέα άτομα, πέρα από τους τρεις φρουρούς, αλλά θα ήταν πολύ περισσότερα αν ο γιατρός και ο μπαρμπέρης-χειρούργος δεν περιποιόντουσαν τους τραυματίες, χρησιμοποιώντας νάρθηκες, επιδέσμους, εγχειρήσεις, ακόμα και ακρωτηριασμούς όπου και όταν ήταν αυτό αναγκαίο. Ο διοικητής της φρουράς, Άρνο Κέσσλερ, με την σειρά του οργάνωσε επιδρομές στους βάλτους για να τους καθαρίσει από όσους κτηνάνθρωπους είχαν απομείνει. Ο νάνος Κρούσες Αηρονφάουντερσσον δεν έχασε την ευκαιρία να ακολουθήσει τους φρουρούς του Κέσσλερ στον βάλτο Όμπερσλεχτ. Ήθελε να προσθέσει ακόμα μερικούς νεκρούς κτηνάνθρωπους στο ενεργητικό του (αν και θα προτιμούσε να κυνηγούσε Όρκς). Ένας νάνος από την Κάρακ-Αζγκαραζ ποτέ δεν θα έλεγε όχι σε λίγη δόξα, ειδικά όταν αυτή θα μπορούσε να κάνει το φρούριο του ακόμα πιο ξακουστό.

Ο Εφρέζι ζήτησε την άδεια του ιατρού Κόμπλερ να βοηθήσει στην ταφή των νεκρών τον Αδερφό Γκρέημπ. Ο ιατρός του είπε ότι λίγη άσκηση δεν θα τον έβλαπτε. Εφρέζι ένιωθε υποχρέωση στον Αδερφό Γκρέημπ, γιατί χωρίς το δώρο που του είχε κάνει, ίσως τώρα να χόρευε με τον Μορρ. Η άσκηση του έκανε καλό και τον βοήθησε να αναρρώσει από το κρυολόγημα που τον ταλαιπωρούσε τόσο καιρό, αν και με την βροχή στο χωριό να χειροτερεύει δεν ήταν σίγουρος ότι δεν θα ξανά-αρρώσταινε. Κάθε πρωί πήγαινε στον ναό του Σήγκμαρ να προσευχηθεί και κάθε βράδυ αυτομαστιγωνόταν για να τον συγχωρέσει ο Σήγκμαρ για τις αμαρτίες του. Είχε ζητήσει από τον Ιερέα Γκότσαλκ ένα προσευχητάριο, ένα βιβλιαράκι με προσευχές στον Σήγκαρ. Όταν πήγε να πληρώσει ο Γκότσαλκ του είπε ότι δεν θέλει λεφτά, αλλά με νόημα έριξε το βλέμμα του σε ένα κουτάκι που έγραφε ‘δωρεές’. Ο Εφρέζι δεν είχε πολλά λεφτά. Έριξε ένα ασημένιο σελίνι με λίγο παραπάνω δύναμη για να κάνει θόρυβο και να ακουστεί σαν να έριξε παραπάνω από ένα νομίσματα. Ντρεπόταν να ρίξει μόνο ένα, αλλά ήταν σε οικονομική στενωπό. Τα υπόλοιπα λεφτά του τα χάλασε αγοράζοντας νέα ρούχα. Τα παλιά του είχαν γίνει κουρέλια, σκισμένα σε πολλά σημεία από τα όπλα των εχθρών. Όπου δεν ήταν σκισμένα είχαν τεράστιες κηλίδες από αίμα, το οποίο δεν ήταν όλο δικό του, και αναγκάστηκε να αγοράσει καινούργια ρούχα.

Η Ιρώνη είχε περάσει τις μέρες της στο πανδοχείο με τον Πάρτον να της λέει ιστορίες, και να τις μαθαίνει ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα. Είχε ψάξει στο χωριό να βρει αντικείμενα που να την διευκολύνουν να εξαπατάει διάφορους ευκολόπιστους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Είχε σκεφτεί να παριστάνει την χαρτορίχτρα, ή το μέντιουμ, και όλα αυτά της φαίνονταν απίστευτα διασκεδαστικά. Έψαχνε για ρούχα αμφίεσης, περούκες και καπέλα, αλλά δεν βρήκε τέτοια πράματα στο μικρό λασποχώρι. Αυτό που βρήκε όμως ήταν μια μεγάλη πλαστική μπάλα. Αν την γυάλιζε καλά θα μπορούσε κανείς να την μπερδέψει με τις γυάλινες μπάλες που έχουν οι γυναίκες που βλέπουν την μοίρα στα πανηγύρια (με το ανάλογο αντίτιμο). Μια τέτοια μπάλα θα την βοηθούσε στα κόλπα απάτης που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία. Ήδη καρτερούσε την στιγμή που θα επισκεπτόταν μια πιο κοσμοπολίτικη πόλη από ότι αυτό το βαρετό χωριό. Όσον αφορά τον νέο σύντροφο της παρέας, τον νάνο, η Ιρώνη τον έβρισκε ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Αυτό είχε κάνει πολύ εντύπωση στους συντρόφους της, γιατί ήταν γνωστή η έχθρα των νάνων με τα ξωτικά, αλλά κατέληξαν να συμπεράνουν ότι η Ιρώνη δεν ήταν ένα συνηθισμένο ξωτικό. Αν ήταν, θα είχε μείνει στο νησί της Ούλθουαν. Ποιος ξέρει, μπορεί και για αυτό να έφυγε από εκεί, μπορεί να την έδιωξαν επειδή ήταν παράξενη και διαφορετική.

Ο Λούκας, αντί για μεταμφιέσεις, μασκαριλίκια και μπάλες, έκανε πιο πρακτικά ψώνια. Αγόρασε ένα σκοινί 6 μέτρα και ένα γάντζο, ζεστές δερμάτινες μπότες, και ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια. Τον ελεύθερο χρόνο του τον πέρναγε στο πανδοχείο απολαμβάνοντας τον ζύθο του Υδροκέραυνου, κάνοντας που και που διαλείμματα για να εξάσκηση την τεχνική του στην χρήση του σπαθιού και ασπίδας. Κάθε πρωί έκανε ένα γρήγορο ζέσταμα, τρέχοντας γύρω από το πανδοχείο και μετά βοηθούσε τους γιους του μακαρίτη πανδοχέα να κόψουν ξύλα για το τζάκι. Ήδη μετά από μερικές μέρες ένιωθε πιο δυνατός και σε καλύτερη φυσική κατάσταση. Η Υλέην, αν και ετοίμαζε το πρωινό για όλους τους τυχοδιώκτες, πάντα φρόντιζε το πιάτο του Λούκας περισσότερο, βάζοντας του μεγαλύτερη ποσότητα και σερβίροντας το με ένα μεγάλο χαμόγελο. Τα βράδια οι τυχοδιώκτες δεν μπόρεσαν να μην παρατηρήσουν την Υλέην να του κάνει συχνές επισκέψεις στο δωμάτιο του, έχοντας μαζί της υλικά για μασάζ. Ειδικά η στάθμη του λαδιού στο μπουκαλάκι που μετέφερε, κάθε μέρα μειωνόταν δραματικά.

Ο Κρούσες Μπρέρετον δεν ξαναεμφανίστηκε. Οι τυχοδιώκτες τον είχαν σχεδόν ξεχάσει, και είχαν πια συνηθίσει την παρέα του συνονόματου νάνου. Ο Κρούσες Αήρονφάουντερσσον πέρασε τις περισσότερες μέρες του πίνοντας και αυτός μαζί με το Λούκας τον ζύθου του Υδροκέραυνου. Του άρεσε τόσο πολύ που αποφάσισε να αγοράσει και ένα μικρό βαρελάκι για να το κουβαλάει μαζί του. Δεν σταματούσε να λέει, ότι το μόνο πράμα που θα μπορούσε να είναι περήφανο το χωριό ότι παράγει είναι αυτός ο ζύθος, ο οποίος θα μπορούσε να συναγωνιστεί στην ποιότητα τον χειρότερο ζύθο του οχυρού του, Κάρακ-Αζγκαραζ. Και αυτό το έλεγε ως κομπλιμέντο. Οι τυχοδιώκτες ήταν ικανοποιημένοι που του άρεσε ο Υδροκέραυνος, γιατί είχαν παρατηρήσει ότι μόνο όταν ήταν υπό την επήρεια του αλκοόλ του ζύθου, μόνο τότε δεν γκρίνιαζε για τον καιρό, την υγρασία, τις κακοτεχνίες των ανθρώπων, την ποιότητα τον κατασκευών και τον κτηρίων, την μπόχα του χωριού, για το κρεβάτι του, για το μάγο Νίκλαους, για την απραξία, την πλήξη και την βαρεμάρα που νιώθει επειδή δεν είχε να κάνει τίποτα, της μύγες και τα κουνούπια, για τον κόκορα που τον ξυπνάει το πρωί, για τις παραφωνίες του βάρδου Πάρτον Αλαγκιά, ή για την παρουσία του ξωτικού.

Οι καταιγίδα δεν σταματούσε. Ακόμα και οι ντόπιοι, συνηθισμένοι στις βροχές, είχαν αρχίσει να αγανακτούν με την συνεχή καταρρακτώδη καταιγίδα. Οι τυχοδιώκτες μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό γιατί η ατμόσφαιρα στο πανδοχείο ήταν τεταμένη. Οι τσακωμοί μεταξύ των θαμώνων δεν ήταν πλέον ασυνήθιστοι Ακόμη χειρότερα, οι τιμές του φαγητού και του ψωμιού αυξάνονταν συνέχεια λόγω της έλλειψης που είχε δημιουργηθεί από την καταστροφή των αποθεμάτων στους σιτοβολώνες. Ο νάνος ξεκίνησε να κάνει ένα σχόλιο για το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ όπου οι γέροντες έχουν ένα μεγάλο καλάθι, το ‘καλάθι του νοικοκύρη’ όπως το ονομάζουν. Μέσα σε αυτό βάζουν ένα από κάθε είδος φαγητού για να δουν πόσο κοστίζουν αυτά που θα χωρέσουν τελικά στο καλάθι. Δεν μπόρεσε όμως να καταλήξει κάπου την ιστορία γιατί το ξωτικό παράγγειλε και τον κέρασε μια μπύρα για να τον κάνει να το βουλώσει. Δεν είχε όρεξη να ακούσει ιστορίες για νάνους και οχυρά. Θα ήθελε να είχε φύγει για την Ουμπερσράηκ μαζί με τους έμπορους Φλόριαν Γουέσλερ και Κλάους Φον Ρόθσταην, αλλά προτίμησε να μείνει με την υπόλοιπη ομάδα. Οι έμποροι είχαν αποχωρήσει για την Ουμπερσράηκ πριν μερικές μέρες. Είχαν φύγει με βάρκα, ακολουθώντας τον ποταμό Τούβελ. Η βάρκα είχε προσαράξει στην αποβάθρα της πόλης. Ήταν αρκετά σπάνιο αυτό. Οι βαρκάρηδες συνήθως απέφευγαν το χωριό λόγω της παραδοσιακής του κακοκαιρίας. Οι έμποροι δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη και τώρα θα κοιμούνται στο ζεστό και στεγνό κρεβάτι τους. Οι τυχοδιώκτες δεν τους ακολούθησαν γιατί περίμεναν να μεταφράσει ο Νικλαους τις πέτρες πρώτα αφενός, αφετέρου η βάρκα δεν τους χώραγε όλους, προς αγανάκτηση του ξωτικού.

Οι πληγές τους δεν είχαν επουλώσει ακόμα. Απεναντίας, πολλά τραύματα τους ταλαιπωρούσαν ακόμα. Έκαναν συχνές επισκέψεις στο φυσιοθεραπευτή γιατρό Κόμπλερ. Ήταν φτηνός, όχι όπως ο Μέσσερ, ο χειρούργος-μπαρμπέρης που ζητούσε 20 ασημένια σελήνια. Όμως οι χαμηλές τιμές του είχαν αντίκτυπο και στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρείχε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεραπεύσει τα σπασμένα κόκαλα, και της ανοιχτές πληγές τους.

Την τέταρτη μέσα από την επίθεση των κτηνανθρώπων ένα γνώριμο χτύπημα στις πόρτες των δωματιών τους, τους ξύπνησε το πρωί. Ήταν ο ένας από τους δύο γιους του μακαρίτη πανδοχέα και είχε μήνυμα από τον Κέσσλερ για τους τυχοδιώκτες.

‘Σε μια ώρα να είστε έξω από το δημαρχείο’, τους είπε.

Όταν συγκεντρώθηκαν στην μεγάλη σάλα του πανδοχείου, η Ιρώνη μιμήθηκε τον γιο του πανδοχέα.
‘Σε μια ώρα να είστε έξω από το δημαρχείο’, επανέλαβε με κωμικά λεπτή φωνή προσποιούμενη ένα εξωτικό κόκκινο πτηνό της Τιλέα γνωστό για την ικανότητα του επαναλαμβάνει τις φράσεις των ανθρώπων. Όλοι τους γέλασαν με την ατάκα της, εκτός από τον νάνο που δεν κατάλαβε το υπονοούμενο της Ιρώνη. Δεν ήταν πολύ καιρό με την ομάδα αυτή και ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την φράση-πρόσκληση του Κέσσλερ, σε αντίθεση με τους άλλους. Αλλά και να καταλάβαινε, δεν θα καταδεχόταν να γελάσει ποτέ με τα χλιαρά αστεία ενός ευγενούς ξωτικού που αντί να αγοράσει ακονισμένα τσεκούρια, αγοράζει περούκες και γυάλινες μπάλες.

Ο Κέσσλερ περίμενε, όπως πάντα, στα σκαλιά, έξω από το δημαρχείο. Τους είπε γρήγορα ότι θέλει να τους μιλήσει ο δήμαρχος. Αυτό που θα τους πει είναι ύψιστης σημασίας και θα επηρεάσει την ζωή κάθε άνδρα, γυναίκας και παιδιού που ζει στην Στρόμντορφ. Όταν μπήκαν στο γραφείο του Άντλερ, που είχε φρεσκοξυριστεί και ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι τις τελευταίες φορές. Εκτός από τον Φίλιπ Άντλερ είδαν και έναν κύριο με μικρή καράφλα, καλοντυμένο με άνετα ρούχα και περιποιημένο μικρό μουσάκι, να κάθεται απέναντι από τον Άντλερ. Ο Δήμαρχος τον σύστησε ως κ. Άκερλαντ. Ο Άκερλαντ ήταν ιδιοκτήτης μιας μεγάλης φάρμας, στα λιβάδια νότια του χωριού. Ο Άντλερ τους εξήγησε ότι οι φάρμες τις τελευταίας βδομάδες πέφτουν θύματα επιθέσεων τα βράδια, αλλά κάνεις δεν έχει δει τους ληστές. Το πρωί, ανακαλύπτουν ότι λείπουν αγελάδες και πρόβατα και άλλα ζωντανά Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό γιατί αν συνεχιστεί, το πολύ σε ένα μήνα θα έχουν καταστραφεί οικονομικά οι φάρμες, μη έχοντας κανένα πλέον ζωντανό για παραγωγή γάλακτος και κρέατος. Αυτό, σε συνάρτηση με την καταστροφή των σιτοβολώνων, το χωρίο θα κινδυνεύει να είναι στα όρια του λιμού. Κάτι έπρεπε να γίνει και μάλιστα σύντομα. Ο Κέσσλερ επενέβη και πρόσθεσε ότι θα μπορούσε να έστελνε άτομα της φρουράς, αλλά θα ήταν καλύτερο να το αναλάβουν οι τυχοδιώκτες που είναι και ’επαγγελματίες’. Η αναγνώριση της αξίας τους, έκανε την ομάδα του Εφρέζι περήφανη.

(Εδώ να σημειώσω, ότι με τις συζητήσεις που είχα κάνει με το ξωτικό Ιρώνη ΜακΆντερ, κατάλαβα ότι ήταν αρχαιότερο μέλος της ομάδας μαζί με τον νάνο Βλασς Χένγκελσσον που έχει εξαφανιστεί, και τον μάγο Νέκραλ Χάλγκμουντ που έχει πεθάνει. Ο Εφρέζι ήταν ο επόμενος που προστέθηκε, μετά ο Λούκας, ύστερα ο τσαρλατάνος Κρούσες, και τέλος ο Κρούσες ο Αληθινός. Παρόλο την αρχαιότητα της στην ομάδα, το ξωτικό δεν θέλει να παίρνει ηγετικές αποφάσεις προτιμώντας να μένει στην αφάνεια χωρίς να τραβάει την προσοχή, αλλά και να ήθελε, δεν θα συμφωνούσε ο νάνος, και ίσως και οι άλλοι δύο να μην ήθελαν ένα ξωτικό να αποφασίζει για την ομάδα που δρα μέσα στα όρια της αυτοκρατορικής επαρχίας. Ίσως να χρειαστεί να αναφερθώ εκτενέστερα στην σύσταση, πορεία απαρίθμηση των διάφορων μελών της ομάδας, αλλά αυτό μπορεί να περιμένει για το επόμενο κεφάλαιο μου. Ή να το στριμώξω στο τέλος σαν παράρτημα).

Ο δήμαρχος τους είπε ότι η αμοιβή τους θα είναι 50 ασημένια σελίνια στον καθένα. Και αστειευόμενος πρόσθεσε ότι προσεύχεται στον Σήγκμαρ, μετά από αυτήν την ‘αποστολή’, να μην τους χρειαστεί άλλο το χωριό τους, γιατί αλλιώς δεν θα μείνει σελίνι τσακιστό στα ταμεία της πόλης. Χαμογέλασε με το αστείο του, το οποίο φαίνεται όμως πως μόνο αυτός κατάλαβε.

Οι τυχοδιώκτες ρώτησαν τον Άκερλαντ να τους πει περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες. Ο Άκερλαντ τους είπε ότι τα βράδια βάζει τους αγρότες του να περιφρουρούν τα ζωντανά, αλλά αυτοί δεν αντιλαμβάνονται τίποτα, εκτός από μια μυρωδιά που θυμίζει σαπισμένη βλάστηση. Το πρωί όμως, λείπουν πρόβατα και αγελάδες. Είχαν προσπαθήσει να έχουν μαζί τους και σκυλιά, αλλά από την πρώτη κιόλας βραδιά, άρχισαν να κλαίνε και να τρέχουν πίσω στο σπίτι για να κρυφτούν. Ο Κρούσες, λόγω πείρας και καταγωγής, υπέθεσε ότι έχουν γίνει στόχος γκόμπλινς, που όπως κάθε πρασινοτόμαρος, είναι και αυτά μισητός εχθρός των νάνων. Ο Άκερλαντ ήταν δύσπιστος και αρνητικός σε αυτό το πόρισμα. Είχαν να δουν γκόμπλινς στο χωριό, πάνω από 100 χρόνια. Μην έχοντας άλλες ερωτήσεις, οι τυχοδιώκτες του είπαν ότι θα επισκεφτούν την φάρμα του για να το ερευνήσουν σε μια-δύο βδομάδες.

‘Μια-δύο εβδομάδες!’, φώναξαν ταυτόχρονα ο Κέσσλερ, ο Άντλερ και ο Άκερλαντ. ‘Μα δεν ακούγατε τι σας λέμε τόση ώρα?’

Οι τυχοδιώκτες απάντησαν πως τους είχαν ακούσει πολύ καλά. Ο Άντλερ, που δεν ήταν πρωτάρης στις διαπραγματεύσεις, προς στιγμή σκέφτηκε ότι ήταν μια μπλόφα των τυχοδιωκτών για να ζητήσουν περισσότερα χρήματα.

‘Είμαστε στο έλεος σας, μην κωλυσιεργείτε. Δεν έχουμε παραπάνω λεφτά να σας προσφέρουμε. Τα ταμεία του χωριού είναι σχεδόν άδεια, όσο και οι αποθήκες με το σιτάρι. Οι τιμές του φαγητού στην πόλη έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Δεν έχουμε ούτε να σας πληρώσουμε, ούτε να αγοράσουμε τρόφιμα για τους κατοίκους. Αλλά και να είχαμε λεφτά για να αγοράσουμε τρόφιμα, λόγω της βροχής οι δρόμοι είναι δύσβατοι, και κανένας έμπορος δεν βάζει την άμαξα του και το εμπόρευμα του σε κίνδυνο να το φέρει ως το χωριό μας!’. Ο Άντλερ ήταν σε απόγνωση.

‘Δεν είναι τα λεφτά το θέμα’, είπε ο νεόφερτος νάνος. Αφού ο Λούκας και ο Εφρέζι δεν είχαν σκοπό να διαπραγματευτούν, θα το έκανε αυτός. Εξάλλου κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί έναν νάνο στην οργάνωση μιας μισθοφορικής ομάδας. Για το ξωτικό ούτε λόγος. ‘Αλλά οι φίλοι μου από εδώ, έχουν πολεμήσει κτηνάνθρωπους, απέθαντους σκελετούς και νεκραναστημένα πτώματα. Ήδη ένας φίλος τους βρίσκετε στην αγκαλιά του Μορρ!’. Οι εκφράσεις των τυχοδιωκτών αλλοιώθηκαν λίγο στην θύμηση του αποτρόπαιου τέλους του Νέκραλ. Όχι επειδή των λυπόντουσαν, αλλά επειδή παρά-τρίχα να είχαν και αυτοί το ίδιο τέλος.

‘Ακριβώς’, διακόπτει το ξωτικό. Έπρεπε να πει κάτι και αυτή. Δεν της άρεσε καθόλου που ο νάνος είχε πάρει το ρόλο του διαπραγματευτή με το έτσι θέλω. ‘Εγώ έχω μια χαρακιά από την μια άκρη του πλευρού μου ως το άλλο. Οι δαγκωματιές των απέθαντων στα πόδια ακόμα δεν έχουν επουλωθεί, και το τραύμα στο χέρι μου, ματώνει συνέχεια!’

‘Πέρα από τις δικές μου πληγές, και το ραγισμένο κόκαλο στο χέρι, το μάτι μου έχει αίμα και βλέπω θολά.’, είπε ο Εφρέζι και συνέχισε, ‘τα βράδια από τους εφιάλτες που έχω με τους απέθαντους, δεν μπορώ να κοιμηθώ και ξυπνάω συνεχώς κουρασμένος και στρεσαρισμένος.’ Αυτό ήταν μισή αλήθεια. Όντως έβλεπε εφιάλτες με απέθαντους, αλλά συνέβαινε εδώ και μήνες, πριν έρθει στην Στρόμντορφ. ‘Και η πλάτη μου είναι γεμάτη πληγές!’. Και πάλι δεν είχε πει ψέματα, αλλά τις πληγές τις είχε κάνει ο ίδιος τα βράδια που αυτομαστιγωνόταν επειδή είχε απογοητεύσει τον Σήγκμαρ όταν έχασε το μενταγιόν του Νεκρομάντη.

Ο νάνος καθάρισε τον λαιμό του και αυτό έκανε τον Λούκας να αντιληφθεί ότι τα βλέμματα των άλλων ήταν στραμμένα πάνω του και περίμεναν να απαριθμήσει και αυτός τα τραύματα που υπέστη κατά την διαμονή του στην Στρόμντορφ.

‘Α, εγώ είμαι εντάξει. Όλα μια χαρά’, είπε ο Λούκας. Και πράγματι, δεν είχε κάποια πληγή που να έχριζε άμεση περιποίηση.

‘Τέλος πάντων’, είπε ο νάνος που δεν ήθελα να χάσει την κεκτημένη ταχύτητα που είχε αποκτήσει η επιχειρηματολογία του. ‘Το θέμα είναι ότι δεν είμαστε σε θέση να τα βάλουμε με αντιπάλους, ακόμα και αν είναι γκόμπλινς-ζωοκλέφτες’, τα λόγια του νάνου τον πόναγαν, αλλά αυτή ήταν η πικρή αλήθεια. Ήθελε να τρυπήσει μερικά πράσινα κεφάλια με το τόξο του, αλλά προτεραιότητα είχε να αναρρώσουν οι φίλοι του, αν δεν ήθελαν να θρηνήσουν και άλλους νεκρούς. Η μάχη έπρεπε να καθυστερήσει λίγο.

‘Μα δύο εβδομάδες είναι πολύς καιρός!’, διαμαρτυρήθηκε ο Άκερλαντ. Εγώ σχεδίαζα σήμερα κι’όλας να γύρναγα στην φάρμα!’

‘Τι να σου κάνουμε’, απαντάει ο νάνος.

‘Καλά, υποθέτω μπορώ να μείνω δύο μέρες στο πανδοχείο. Θα περιμένω ως τότε μήπως αλλάξετε γνώμη’, προθυμοποιήθηκε ο Άκερλαντ. ’Αν και φοβάμαι τι θα βρω όταν γυρίσω στην φάρμα. Ή μάλλον, τι θα βρω ότι λείπει, είπε.

Ο νάνος δεν είχε κάποια καλύτερη λύση. Του είπε ότι μπορεί να κάτσει δύο μέρες στο χωριό να περιμένει νέα τους, αλλά και πάλι δεν μπορεί να του εγγυηθεί ότι όταν περάσει το χρονικό διάστημα, θα είναι έτοιμοι.

Τις επόμενες δύο μέρες τις πέρασαν όλοι ξάπλα στα κρεβάτια τους, έχοντας μισθώσει τις υπηρεσίες του γιατρού Σνάηντερ. Ο γιατρός προσπάθησε πάλι να καθαρίσει τις πληγές τους, έβαζε αντισηπτικά και άλλες αλοιφές που δεν ρώτησαν αλλά ούτε ήθελα να μάθουν την προέλευσή τους. Έβαλε στη θέση του τον εξαρθρωμένο ώμο της Ιρόνι και εισέπραξε βρισιές γιατί ήταν λίγο άγαρμπος. Αν και μέσα σε δύο μέρες, υπήρχε μια βελτίωση, αρκετά τραύματα είχαν παραμείνει και ταλαιπωρούσαν τους τυχοδιώκτες. Ο Άκερλαντ τους επισκέφτηκε αγχωμένος και τους ρώτησε αν είναι έτοιμοι. Τελικά οι τυχοδιώκτες αποφάσισαν να το ρισκάρουν και να πάνε μαζί του στην φάρμα. Ο νάνος είχε αρχίσει να φοβάται ότι θα του βγάλουν το όνομα ότι αποφεύγει τις μάχες. Ήταν τέσσερις ώρες δρόμος, και ο μόνος τρόπος να πάνε ως εκεί ήταν να στριμωχτούν πάνω στο κάρο του αγρότη. Για να μην βρέχονται από την ασταμάτητη βροχή πήραν ένα πανί και το έβαλαν από πάνω τους και ξεκίνησαν.

Το κάρο βγήκε από το χωριό από την νότια πύλη. Συνέχισε νότια με αργό ρυθμό λόγω της λάσπης στο δρόμο. Ακολούθησαν τον δρόμο μέχρι το σημείο που διακλαδιζόταν το μονοπότι που είχε ξεκινήσει από την νότια πύλη του χωριού. Από την αριστερή διακλάδωση ήταν η φάρμα τον Χολτζ, Ο Άκερλαντ πήρε τον δεξί δρόμο. Στο δεξί τους χέρι μερικές φορές έβλεπαν τα μαύρα νερά του ποταμού Τράνινγκ, όταν δεν τα έκρυβαν οι φυτείες από καλαμπόκια ΄και κριθάρια. Η μονοτονία έσπαγε μερικές φορές όταν σπιτάκια αγροτών ή συστάδες δένδρων ξεπρόβαλαν μπροστά τους. Σε ένα ιδιαίτερα λασπωμένο σημείο της διαδρομής κόλλησε ο τροχός του κάρου και οι τυχοδιώκτες αναγκάστηκαν να κατέβουν για να σπρώξουν. Χάρη στις γνώσεις του αμαξά νάνου, και της δύναμης του Λούκας, το κάρο ξεκόλλησε εύκολα. Ο νάνος προσφέρθηκε να οδηγήσει αυτός την άμαξα, προς ανακούφιση του Άκερλαντ. Ήδη είχε γίνει μούσκεμα, και προτιμούσε να κάθεται πίσω στο κάρο, κάτω από τον μουσαμά χωρίς να βρέχεται. Μετά από δύο ώρες έφτασαν σε ένα λόφο. Πάνω από τον λόφο τα σύννεφα ήταν μαύρα, και ο Άκερλαντ έκανε το σήμα του Σήγκμαρ με τα δύο του δάχτυλα. Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους είπε ότι ο λόφος αυτός ονομάζετε Τέμπεστ Κνακ, και ότι εκεί επάνω υπάρχουν κάτι στοιχειωμένα ερείπια. Είχε και άλλα να τους πει, αλλά ο νάνος αμαξάς, αμέσως έστριψε την άμαξα προς το μέρος του λόφου και άρχισε να επιταχύνει. Τότε ο Λούκας κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, και αμέσως ο Κρούσες έστριψε πάλι την άμαξα προς την αρχική κατεύθυνση, και συνέχισε την πορεία. Η αλλόκοτη συμπεριφορά του, εκνεύρισε το ξωτικό. Η βροχή την είχε ήδη στρεσάρει και προτίμησε να μην μιλήσει γιατί δεν ήξερε αν θα μπορούσε να συγκρατήσει την γλώσσα της. Ούτε ο Άκερλαντ σχολίασε την παράξενη οδική συμπεριφορά του νάνου. Προτίμησε να σιγάσει παρά να αναφερθεί στον στοιχειωμένο πύργο και τα παράξενα μπλε φαντάσματα που είχε δει πριν δύο βδομάδες να πετάνε γύρω από τα ερείπια. Ούτε για το πώς ο καιρός άρχισε να χειροτερεύει από εκείνη την μέρα, μια βδομάδα πριν έρθουν οι τυχοδιώκτες στο χωριό. Του είχε προκαλέσει αρκετό τρόμο η θέα τους τότε, και δεν ήθελε να φρεσκάρει την μνήμη του.

Ύστερα από άλλες δύο ώρες οδήγησης μέσα στις λάσπες, ο Κρούσες είχε γίνει μούσκεμα. Οι υπόλοιποι ήταν σχετικά πιο στεγνοί, κάτω από τον μουσαμά. Ακολουθούσαν ένα μονοπάτι που πέρναγε μέσα από τον βάλτο και είχε αρχίσει να γίνεται ανηφορικό. Στους πρόποδες του λόφου ήταν το αγρόκτημα του Άκερλαντ. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, και τα φωτεινά παράθυρα του δυόροφου σπιτιού τους προσκαλούσαν μέσα. Άφησαν το κάρο στους στάβλους. Ο Κρούσες έμεινε να περιποιηθεί τα άλογα λίγο και να μάθει ένα-δύο κόλπα για την περιποίηση των αλόγων στους εργάτες του στάβλου. Οι υπόλοιποι μπήκαν στο σπίτι. Οι οικογένεια του Άκερλαντ τους υποδέχτηκε, η γυναίκα του, η κόρη του Μάριεμ που έδειχνε να την ενδιαφέρει ο Εφρέζι (προς απογοήτευση του Λούκας), και ο μεγάλος αδερφός της, ο δίμετρος Λίαμ. Το τραπέζι ήταν προετοιμασμένο για δείπνο και ενώ έτρωγαν, ο Άκερλαντ τους εξηγούσε πως έχει καταστρώσει την άμυνα της φάρμας ενάντια στους κλέφτες. Ένας αγρότης του ενημέρωσε ότι όσο έλειπαν, οι κλοπές είχαν συνεχιστεί. Είχαν χάσει άλλες δύο αγελάδες, την Μαίρη και την Γαλακτερή, και τρία πρόβατα (αυτά δεν τα είχαν βαφτίσει ακόμα). Όταν τελείωσαν το δείπνο, οι τυχοδιώκτες βγήκαν έξω για να επιθεωρήσουν τις εγκαταστάσεις και την σκηνή του ‘εγκλήματος’.

Με το λιγοστό φως της ημέρας, είδαν πέρα από το αγρόκτημα, αρκετά μακριά, ένα μικρό λόφο από βράχους, παραδίπλα βοσκούσαν τα πρόβατα, με την πλάτη τους γυρισμένη στην βροχή. Πιο κοντά, σε ένα μικρό λιβάδι, με μια μικρή συστάδα δέντρων στην άκρη του, ήταν τρεις αγελάδες που βοσκούσαν και αυτές. Στην φάρμα, πέρα από το σπίτι και τους στάβλους, ήταν ο αχυρώνας, και μια μικρή ξύλινη κατασκευή. Κάτω από αυτή προφυλάσσονταν τα ζώα από την βροχή. Εκεί μέσα, ήταν και ο ταύρος του Άκερλαντ για τον οποίο καυχιόταν ότι ήταν ιδιαίτερα καρπερός. Επίσης υπήρχε και ένας μικρός πύργος-παρατηρητήριο. Ο Άκερλαντ τους εξήγησε, ότι το βράδυ φυλάει σκοπιά πάνω στο παρατηρητήριο ένας αγρότης οπλισμένος με τόξο. Στο αγρόκτημα κάνει περιπολία άλλος ένας. Και στα δύο λιβάδια, των προβάτων και των αγελάδων, είναι από δύο αγρότες οπλισμένοι με τσουγκράνες ή ρόπαλα οι οποίοι περιφέρονται και αυτοί. Οι τυχοδιώκτες δεν κάθισαν να το σκεφτούν πολύ. Ήταν πιο πολύ της δράσης, παρά της σκέψης. Βιαστικά αποφάσισαν να κάτσουν και αυτοί πάνω στο πύργο. Θα είχαν καλύτερη θέα, θα ήταν κοντά στο σπίτι και στους αγρότες, τι μπορούσε να πάει στραβά? Μόνο ο νάνος προτίμησε να κρυφτεί κάτω από τον πύργο, μέσα στις λάσπες, γιατί πίστευε ότι όσο πιο κοντά στο έδαφος, τόσο πιο ασφαλές.
 
‘Τέτοιες σκέψεις κάνετε εσείς οι νάνοι, και γιαυτό δεν ψηλώνετε’, του είπε ειρωνικά η Ιρώνη και όλοι γέλασαν, εκτός από τον νάνο που συχνά τα υπονοούμενα του διέφευγαν.

Πάνω στο παρατηρητήριο, είχαν αρχίσει να βαριούνται. Ήταν στριμογμένοι εκεί πάνω και ο αγρότης είχε καιρό να κάνει μπάνιο. Γύρω στα μεσάνυχτα, μια παράξενη μυρωδιά άρχισε να καλύπτει το παρατηρητήριο, και δεν ήταν από την απλυσιά του αγρότη, Για την ακρίβεια αυτός έπεσε σε βαθύ λήθαργο την ίδια στιγμή μύρισαν την μπόχα. Οι τυχοδιώκτες έκλεισαν την μύτη και τα στόματα τους και απέφυγαν τα συμπτώματα υπνηλίας. Ο νάνος που ήταν κάτω από το παρατηρητήριο είδε καλύτερα τους δράστες. Ήταν δύο κοντές φιγούρες με ρόμπες και κουκούλες και πέταγαν παράξενους σβόλους πάνω στο παρατηρητήριο. Αυτό που του έβγαλε έξω από τα ρούχα του όμως, ήταν ότι το δέρμα των κουκουλοφόρων ήταν πράσινο. Ο Κρούσες σε κατάσταση παραληρήματος άρχισε να φωνάζει:

‘Πρασινοτόμαροι! Στα όπλα! Πρασινοτόμαροι!’.

Τα γκόμπλινς, ξαφνιάστηκαν από τις φωνές του νάνου. Αυτόν δεν τον είχαν δει, σε αντίθεση με τους άλλους πάνω στο παρατηρητήριο. Το έβαλαν στα πόδια φωνάζοντας και τσιρίζοντας στην άγνωστη και τραχιά διάλεκτο τον πρασινοτόμαρων. Ο νάνος όπλισε την βαλλίστρα του χάνοντας πολύτιμα δευτερόλεπτα. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να την έχει πάντα οπλισμένη από εδώ και στο εξής για παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς να λογαριάζει την φθορά του μηχανισμού ή την τυχαία εκπυρσοκρότησή της. Έριξε δύο τόξα και πέτυχε το ένα γκόμπλιν. Η Ιρώνη από το παρατηρητήριο, με το τόξο της, πέτυχε το δεύτερο γκόμπλιν. Ο Λούκας και ο Εφρέζι δεν δυσκολεύτηκαν να τα προφτάσουν, κατέβηκαν βιαστικά από την σκάλα του πυργίσκου και έτρεξαν από πίσω τους. Ήταν πληγωμένα και δεν έτρεχαν γρήγορα. Τα κατάσφαξαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Εφρέζι άρχισε να σκέφτεται αν έπρεπε να είχαν πιάσει ένα από αυτά όμηρο για να το ανακρίνουν. Γινόταν συχνά αυτό. Να σφάζουν τους εχθρούς τους και μετά να σκέφτονται ότι θα έπρεπε να τους ανακρίνουν πρώτα. Τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα είχε νόημα γιατί δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν με τα πρασινοτόμαρα γκόμπλιν. Ίσως με νοήματα να έβγαζαν κάποια άκρη, ποίος ξέρει? Την επόμενη φορά θα το δοκίμαζαν, αν θυμόντουσαν να πάρουν αιχμαλώτους. Το ξωτικό τον διέκοψε από της σκέψεις του. Τον σκούντηξε και με το χέρι της, του έδειξε κάτι στον ορίζοντα. Με το σκοτάδι και την βροχή ο Εφρέζι δεν ‘έβλεπε την τύφλα του’, όπως λένε στην πιάτσα, στην Ουμπερσράηκ. Αγανακτισμένη η Ιρώνη του εξήγησε ότι πέρα στο μακρινό λιβάδι, έβλεπε τρια-τέσσερα ακόμη γκόμπλινς να τρέχουν προς τα νότια, έχοντας κλέψει αγελάδες και πρόβατα. Χωρίς να χάνουν χρόνο, άρχισαν να τρέχουν προς το σημείο αυτό. Ο νάνος έβαζε τα δυνατά του, γιατί με τα μικρά πόδια που είχε, δυσκολευόταν να τους φτάσει, αλλά πιο πολύ δυσκολευόταν να το παραδεχτεί.

Ήταν δύσκολο να τρέχουν μέσα στις λάσπες, και ο κίνδυνος να γλιστρήσουν ήταν μεγάλος. Λόγω της βροχής και του σκοταδιού έφτασε η στιγμή που τα έχασαν. Δεν φαινόντουσαν πουθενά. Το ξωτικό έψαξε να βρει ίχνη, αλλά αυτά είχαν χαθεί από την βροχή και την λάσπη. Ο Εφρέζι σκέφτηκε πως τα γκόμπλινς δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνα και θα είχαν πάρει τον πιο σύντομο και ευθύ δρόμο προς την κρυψώνα τους. Πρότεινε να συνεχίσουν την πορεία τους προς το νότο, και έτσι έκαναν. Ύστερα από μισή ώρα περπάτημα μέσα στις λάσπες, και ανηφόρες, έφτασαν σε ένα ύψωμα. Κάτω ήταν μια μικρή πεδιάδα με ένα αγρόκτημα, που το κύκλωναν οι πλαγιές των λόφων, σαν και αυτή που βρίσκονταν ήδη. Το αγρόκτημα ήταν περικυκλωμένο από ένα ξύλινο τοίχος, στην ουσία πολλοί ξύλινοι κορμοί τοποθετημένοι κάθετα, ο ένας δίπλα από τον άλλο. Ένα πέτρινο κτίριο στην άκρη του τοίχου λειτουργούσε ως φυλάκιο, και δίπλα του ήταν η πύλη. Πάνω από το φυλάκιο ήταν ένα παρατηρητήριο. Μέσα στο αγρόκτημα ήταν ένα διώροφο μεγάλο ξύλινο σπίτι, αχυρώνες, στάβλοι, και μάντρες ζώων. Δεν υπήρχαν άνθρωποι. Τα γκόμπλινς είχα καταλάβει τα αγρόκτημα. Μια ομάδα πέντε γκόμπλινς οδηγούσαν τα πρόβατα και τις αγελάδες που είχαν κλέψει από τους Άκερλαντ στα μαντριά που είχαν ήδη μερικά ζώα. Δεν μπορούσαν να δουν περισσότερα λόγω της νύχτας και αποφάσισαν να κατασκηνώσουν εκεί κοντά και να ερευνήσουν καλύτερα στο φως της ημέρας.

Ο ύπνος δεν τους ξεκούρασε, τα κρύο είχε παγώσει μέχρι και τα κόκαλα τους, και η υγρασία ήταν ανυπόφορη. Το επόμενο πρωί, μπορούσαν να δουν περισσότερες λεπτομέρειες. Το έδαφος του αγροκτήματος ήταν σπαρμένο με κόκαλα. Τα πιο πολλά ήταν από ζώα, αλλά δεν ήταν σίγουροι ότι ορισμένα από αυτά δεν ήταν και ανθρώπινα. Τα γκόμπλινς που κυκλοφορούσαν στο αγρόκτημα την μέρα, είχαν πιο νωχελικούς ρυθμούς. Είχαν τις κουκούλες τους σηκωμένες, σαν να τους ενοχλούσε το φως. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε, αλλά σίγουρα θα ήταν και άλλα κρυμμένα στα σπίτια ή στον αχυρώνα. Ήταν προφανές ότι αυτά τα γκόμπλινς ήταν κάποια από τις νυχτόβιες ποικιλίες της ράτσας των πρασινοτόμαρων.

Η ηρεμία και η νωχελικότητα των γκόμπλιν ταράχτηκε, όταν άνοιξε η εξώπορτα του διώροφου ξύλινου σπιτιού και βγήκαν οχτώ ακόμα γκόμπλινς τα οποία σε αντίθεση με τα άλλα, αυτά ήταν ντυμένα με πανοπλία, φόραγαν κράνη και κράδαιναν χατζάρες. Όσα ήταν στην αυλή κοκάλωσαν στην θέση τους σαν να περίμεναν κάτι, τα βλέμματα τους ήταν ακόμα στραμμένα στην πόρτα. Και πράγματι, μετά από λίγο βγήκαν άλλα δύο γκόμπλιν από το σπίτι. Κράταγαν μια μεγάλη άσπρη πέτρα πάνω στην οποία καθόταν ένα γκόμπλιν με γελοία αυτοκρατορική πόζα. Την πέτρα την κράταγαν αρκετά ψηλά, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του στη κάσα. Κάτι είχε κολυμένο ή δεμένο στο κεφάλι του και κατά τα αλλά ήταν φανερά εκνευρισμένο με κάτι, και όχι μόνο με το χτύπημα του κεφαλιού του στην πόρτα. Τα υπόλοιπα γκόμπλινς άρχισαν να κάνουν βαθιές υποκλίσεις. Υπερβολικά πολύ βαθιές υποκλίσεις. Εκτός από ένα το οποίο μάλλον δεν είχε σκύψει αρκετά χαμηλά και εκνεύρισε το γκόμπλιν που ήταν πάνω στην πέτρα. Με το δάχτυλο του το έδειξε και ένας κεραυνός έφυγε από το δάχτυλο του, χτυπώντας και ανατινάζοντας τον πρασινοτόμαρο στόχο του. Στην συνέχεια, άρχιζε να φωνάζει εντολές στην γλώσσα των γκόμπλινς. Η ηχώ μετέφερε την φωνή του ως τους τυχοδιώκτες. Ήταν σίγουρα ότι δεν θα καταλάβαιναν τίποτα, επειδή δεν ήξεραν να μιλάνε την γλώσσα των γκόμπλινς, αλλά θα ορκίζονταν ότι καταλάβαιναν κάποιες από τις λέξεις που άκουγαν. Οι λέξεις σαν να ξέφευγαν από το γκομπλίν, χωρίς το ίδιο να καταλαβαίνει ότι μιλάει μια γλώσσα που κανονικά δεν γνώριζε. Τα άλλα γκόμπλινς, κοίταγαν το ένα το άλλο με απορία όταν έλεγε μια τέτοια λέξη.
Ο νάνος, Κρούσες Άηρονφάουντερσσον δεν έχασε χρόνο. Το μίσος των νάνων για τους πρασινοτόμαρους ήταν γνωστό σε όλη την αυτοκρατορία. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το ‘Βιβλίο των Αιτιών Φιλονικίας’ των νάνων, πρέπει να έχει πρώτη-πρώτη την ‘φιλονικία’ με τους πρασινοτόμαρους. Σήκωσε την (ήδη οπλισμένη από χτες) βαλλίστρα του, σημάδεψε, είπε: ‘Γκρούγκνι καθοδήγησε το βέλος μου’, και πάτησε την σκανδάλη.

Το βέλος ταξίδεψε την απόσταση και σε κλάσματα δευτερολέπτου πέτυχε το υπερυψωμένο γκόμπλιν,, ρίχνοντας το κάτω. Το ξωτικό βλαστήμησε με την βλακώδη απερισκεψία του Κρούσες. Δεν ξέρουν από τακτική οι νάνοι? Πρέπει πάντα να ορμάνε στον αντίπαλο χωρίς να καταστρώσουν ένα σχέδιο? Πάντως ο Εφρέζι και ο Λούκας δεν φάνηκαν να ενοχλούνται, ίσα ίσα άρχισαν να βγάζουν τα τόξα τους. Οι φρουροί του, άργησαν λίγο να καταλάβουν τι έγινε, αλλά μετά, τον κύκλωσαν, και καλύπτοντας τον, τον οδήγησαν μέσα, στην ασφάλεια του σπιτιού. Τα άλλα γκόμπλινς, όρμηξαν προς την μεριά των τυχοδιωκτών. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν αρκετά μακριά, και κυρίως ανηφορική. Οι τυχοδιώκτες είχαν το πλεονέκτημα. Τα γκόμπλινς θα προτιμούσαν να μπορούσαν αποφύγουν όλη αυτήν την ταλαιπωρία, και την μάχη φυσικά, αλλά προπαντός ήθελαν να αποφύγουν την οργή του Γκόμπσπαητ, του αρχηγού τους. Οι τυχοδιώκτες ξεχώρισαν στο πλήθος τον δεκαπέντε γκόμπλινς, και ένα γκόμπλιν που κράταγε ένα λουρί. Στην άκρη του λουριού ήταν ένα κόκκινο μπαρμπουνόσκυλο, προς έλλειψη καλύτερης περιγραφής. Ήταν μια μεγάλη κόκκινη μπάλα, με πόδια, γλιστερό κόκκινο δέρμα, και μικρά αγριεμένα μάτια. Αλλά αυτό που τους μαγνήτιζε την προσοχή ήταν το στόμα του. Ένα τεράστιο κόκκινο στόμα. Ενας λόγιος και γνώστης της ράτσας των πρασινοτόματων και των συνηθειών τους, θα το έλεγε με το επιστημονικό του όνομα, ‘σκουήγκ’, και όχι μπαρμπουνόσκυλο. έτρεχε με μανία προς το μέρος τους, τραβώντας και σέρνοντας με ευκολία το γκόμπλιν που το κρατούσε. Το πλάσμα αυτό φαινόταν πιο απειλητικό από οποιοδήποτε γκόμπλιν και ήταν ο πρώτος στόχος του ξωτικού και του νάνου. Έτρεχε τόσο γρήγορα και άτσαλα, χοροπηδώντας εδώ και εκεί, που ήταν αρκετά δύσκολο να το σημαδέψουν, αλλά ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες κατάφεραν να το σκοτώσουν.

Μέχρι να ετοιμάσουν τα βέλη και τα τόξα τους, ο Λούκας και ο Εφρέζι, τα γκόμπλινς είχαν ήδη πλησιάσει αρκετά. Αποφάσισαν τότε να τα πετάξουν κάτω και να ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους Η Ιρώνη δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Ήταν ιδιαίτερα καλή στην χρήση του τόξου, και είχε ρίξει άλλα τρία βέλη στα γκόμπλινς που αγκομαχούσαν να ανέβουν την ανηφόρα. Ένα ήδη είχε πέσει νεκρό. Φωνές και κραυγές από το εσωτερικό του σπιτιού τους απέσπασαν την προσοχή για μια στιγμή. Απεναντίας τα γκόμπλινς που ολοένα και τους πλησίαζαν, δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται. Από την πόρτα σπίτι βγήκαν δυο ακόμα γκόμπλινς, τρέχοντας πανικόβλητα. Το ένα γλίστρησε σε κάτι, θα στοιχημάτιζα κοπριά, και έπεσε μα τα μούτρα στο χώμα. Αμέσως μετά η πόρτα και ο τοίχος γύρω της έσπασε. Ξύλα, πέτρες σκόνη πετάχτηκαν προς τα έξω. Ένα μεγάλο ποταμίσιο τρολ ξεπρόβαλε από μέσα. Έπιασε το πεσμένο γκόμπλιν, το έσκισε στα δυο, πέταξε το μισό, και άρχισε να μασουλάει το υπόλοιπο. Ταυτόχρονα, κατευθυνόταν προς το δεύτερο γκόμπλιν. Δεν θα άφηνε να πάει χαμένο ένα τέτοιο νόστιμο σνακ.

Η θέα του τρολ, προκάλεσε ταραχή στους τυχοδιώκτες. Ο Εφρέζι και ο Λούκας δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους τρολ, και ρώταγαν ο ένας τον άλλο πιο είδος ήταν. Ο Κρούσες, όπως και με τα Νυχτερινά Γκόμπλιν, πάλι ήξερε περισσότερα.

‘Ποταμίσιο Τρολ, μα τον Γκρούγκνι, τι άλλο θα δούμε σήμερα!’

Ο Λούκας προς στιγμή σκέφτηκε να ξαναθηκαρώσει το σπαθί του και να βγάλει πάλι το τόξο του, αλλά αν συνέχιζε αυτή την δουλεία, δεν θα κατέληγε ποτέ με πιο όπλο να πολεμήσει. Αποφάσισε να μείνει σταθερός στην επιλογή του να πολεμήσει με το σπαθί.

Το τρολ, έπιασε το δεύτερο γκόμπλιν, το έσκισε και αυτό στην μέση και άρχισε να ρουφάει τα εντόσθια του. Αφού τελείωσε, άρχισε να κατευθύνετε προς μια αγελάδα. Ήταν αρκετά μεγάλη και ζουμερή. Ο Κρούσες είχε άλλη γνώμη όμως, και ενώ το τρόλ άρχισε να σηκώνει την αγελάδα και να την φέρνει στο στόμα του, του έριξε ένα τόξο από την βαλλίστρα του. Η βολή ήταν εύστοχη και πέτυχε το τρόλ στον ώμο. Το τρολ ούρλιαξε και η αγελάδα έκανε ένα ΄μοουουου’. Πάνω στα νεύρα του το τρολ πέταξε την αγελάδα στον νάνο (συνήθως πετάνε πέτρες, αλλά μάλλον η αγελάδα ήταν πιο εύκαιρη). Ήταν αρκετά μεγάλη η απόσταση αλλά το τρολ δεν φάνηκε να δυσκολεύτηκε στην ‘ρίψη αγελάδος’. Η αγελάδα διάνυσε μια τοξοειδείς και ελειπτική τροχιά στον αέρα. Ο νάνος με φρίκη είδε τον ήλιο να καλύπτεται από την αγελάδα. Η τελευταία του σκέψη πριν το πλακώσει η αγελάδα ήταν ότι ο Γκρούγκνι ήταν πολύ σοφός που δεν έδωσε φτερά σε αυτά τα ζώα. Τόσο μεγάλα πλάσματα δεν έχουν καμία δουλεία να βρίσκονται στον ουρανό. Η αγελάδα έσκασε πάνω του κάνοντας ένα ηχηρό ‘κπλοφ’. Τόσο μεγάλη ήταν η ορμή της που αναπήδησε με ένα γκελ, και προσγειώθηκε πάνω στην Ιρώνη, τραυματίζοντας και θάβοντας την κάτω από την μάζα της.
 
Μέχρι να συνέλθει ο νάνος, τα γκόμπλινς είχαν φτάσει τον Λούκας και τον Εφρέζι και είχε ξεκινήσει η μάχη σώμα με σώμα. Ο Νάνος ήθελε να τρυπήσει μερικά ακόμα γκόμπλινς με τα βέλη του, αλλά ένιωθε τύψεις για ότι συνέβη με το ξωτικό. Και επειδή δεν γούσταρε να ακούει την τσιριχτή φωνή του ξωτικού να του κάνει κήρυγμα για τρόπους, τακτικές και ποίος ξέρει τι άλλο προτίμησε να πάει στο βουνό κρέατος που κάποτε ήταν μια αγελάδα και να ξεθάψει την Ιρώνη. Αν την έβρισκε.

Όσο ο νάνος προσπαθούσε να ξεχωρίσει το ξωτικό από την αγελάδα, ο Λούκας και ο Εφρέζι κατάσφαζαν τα γκόμπλινς που τους είχαν περικυκλώσει. Οι επιθέσεις τους ήταν κωμικοτραγικές κυρίως, και σπάνια επικίνδυνες. Δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνα, και δεν είχαν καμία τακτική. Για την ακρίβεια, η τακτική του νάνου φάνταζε σαν ένα πολύπλοκο και καλοστημένη σχέδιο του καλύτερου στρατηγού του αυτοκράτορα, μπροστά στις επιθέσεις τον γκόμπλινς. Ήταν αδέξιες και απλοϊκές και στην ουσία η μόνη κίνηση που ήξεραν να κάνουν είναι να κρατάνε το σπαθί τους ή την χαντζάρα τους και να το σπρώχνουν μπροστά. Παραδόξως, τα περισσότερα γκόμπλιν κράταγαν τα όπλα τους από την σωστή μεριά. Από την άλλη ήταν τόσο πολλά τα γκόμπλινς και οι επιθέσεις τους, που ήταν αναπόφευκτο κάποια από τις επιθέσεις τους να πετύχουν και να χτυπήσουν τον Λούκας ή τον Εφρέζι. Τα τραύματα που τους είχαν προκαλέσει ήταν επιφανειακά, δεν έπαυαν όμως να είναι ενοχλητικά. Αλλά το πιο ανησυχητικό ήταν το τρολ που τους πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Ο νάνος είχε απελευθερώσει το ξωτικό από το κουφάρι της αγελάδας. Το ξωτικό είχε ένα αγριεμένο και παράφρον ύφος και η σιωπή της ήταν εκκωφαντική. Με νεύρο σήκωσε το τόξο της και άρχισε να πετάει τόξα στο τρολ. Ένα, δύο, τρία. Σχεδόν άδειασε όλη την φαρέτρα της. Ο νάνος την παρατηρούσε, και έκανε μια νοητή σημείωση ότι τα ξωτικά όταν νευριάζουν, ξεσπάνε στα βέλη τους. Μετά όπλισε την βαλίστρα του και άρχισε να πετάει και αυτός τόξα στο τρολ. Το τρολ δεν πρόλαβε να πλησιάσει ποτέ αρκετά του τυχοδιώκτες για να τους χτυπήσει με τα μακριά του χέρια. Στην μέση της απόστασης έπεσε νεκρό από τα βέλη τους. Ύστερα από λίγο, τα γκόμπλινς που είχαν απομείνει, κατάλαβαν ότι η επίθεση τους είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και άρχισαν να τρέχουν προς τους λόφους για να σωθούν από τους τυχοδιώκτες ( ή την οργή του Γκόμπσπάητ, δεν είμαι σίγουρος τι φοβόντουσαν περισσότερο).

Οι τυχοδιώκτες είχαν μείνει μόνοι τους. Μπροστά στα πόδια τους ήταν τα κουφάρια των γκόμπλινς, της αγελάδας και λίγο παρακάτω του τρολ. Πιο πέρα τους περίμεναν τα κτήρια της φάρμας, ο Γκόσπαητ, οι δύο βαστάζοι του, οι σωματοφύλακες του, σίγουρα κάποια γκόμπλινς, ίσως και άλλες αναπάντεχες εκπλήξεις. Πήραν μια ανάσα, πριν καταστρώσουν κάποιο σχέδιο. Εκτός και αν άκουγαν τις φωνές του νάνου που τους προέτρεπε να ορμήξουν κατευθείαν στο σπίτι που είχε αμπαρωθεί ο Γκομπσπάητ.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment