Sunday 14 November 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ποιος Φοβάται τον Ιερέα Γκότσαλκ?


Dramatis Personae

Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος της θρησκείας του Σήγκμαρ, από την Ουμπερσράηκ
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό, τζογαδόρος και τσαρλατάνος από την Ούλθουαν
Κρούσες Αηρονφαουντέρσσον, νάνος αμαξάς από το φρούριο Κάρακ-Άζγκαραζ
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην οπλίτης της φρουράς της Ουμπερσράηκ από όπου και κατάγεται.



Οι τυχοδιώκτες πλησίασαν επιφυλακτικά το αγρόκτημα. Τα περισσότερα γκόμπλινς είχαν πανικοβληθεί και τραπεί σε φυγή όταν σκοτώθηκε το τρολ, αλλά κάποια θα είχαν παραμείνει στην φάρμα. Ο νάνος τους εξήγησε ότι τα νυχτερινά γκομπλινς κοιμούνται την ημέρα, και επειδή είναι τεμπέλικα, στοιχημάτιζε πως ορισμένα θα λούφαραν και δεν θα είχαν ορμήξει εναντίων τους. Ένα από αυτά ήταν και ο αρχηγός-σαμάνος Γκόμπσπαητ που τον είχαν δει να μπαίνει μέσα στο διώροφο σπίτι. ήταν μέσα στο διώροφο σπίτι.

Πέρασαν την πύλη του ξύλινου φράχτη του αγροκτήματος και κοντοστάθηκαν κάτω από το παρατηρητήριο. Κοίταξαν πιο προσεκτικά το διώροφο σπίτι. Οι τοίχοι του ήταν φτιαγμένη από πέτρα και ξύλο, η οροφή ήταν φτιαγμένη αυτούσια από ξύλο, ήταν κεκλιμένη και είχε δύο καμινάδες στις άκρες της. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλινες πλάκες για να μην ενοχλεί το φως της ημέρας τα νυχτερινά γκόμπλιν.

Η Ιρώνη ανέβηκε την σκάλα του παρατηρητηρίου χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, παρά την βροχή και την γλίτσα που είχε μαζευτεί στις ξύλινες λαβές της. Όταν έφτασε στην κορυφή, εξέτασε το εσωτερικό του παρατηρητηρίου βιαστικά. Ένα τραπέζι, βρόμικα πιάτα, ζάρια, παπλώματα στην γωνία του δωματίου και τέσσερα γκόμπλινς που χουζούρευαν, κρυμμένα στο ημίφως του δωματίου. Η Ηρώνι γρήγορα κατέβηκε κάτω για να ενημερώσει τους άλλους. Ο χώρος ήταν μικρός και δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τέσσερα από τα πλάσματα αυτά. Τα νυχτερινά γκόμπλινς βρέθηκαν εκ προ εκπλήξεως. Προφανώς δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα από ότι είχε διαδραματιστεί πριν από λίγα λεπτά. Και πέρα από αυτά η θέα του ξωτικού, όπως είναι γνωστό, τους προκάλεσε έντονη δυσφορία και ανατριχίλα. Τα ξωτικά είναι από τα πιο ‘ανατριχιαστικά’ πλάσματα για τα γκόμπλινς.

Επηρεασμένοι από τις προειδοποιήσεις του ξωτικού, και την γρήγορη κατάβαση της σκάλας που πραγματοποίησε, οι τυχοδιώκτες έβγαλαν τα όπλα τους και ετοιμάστηκαν για την έξοδο τον εχθρών τους. Τα γκόμπλινς όμως δεν έκαναν κάτι τέτοιο, ετοίμασαν τα μικρά τόξα τους και έμειναν μέσα στο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας τα μικρά παράθυρα για να σημαδεύσουν τους τυχοδιώκτες με τα βέλη τους. Με τρεμάμενα χέρια, δύο από αυτά άρχισαν να στοχεύουν τον ενοχλητικό και κοντοπίθαρο νάνου, βγάζοντας μικρές τσιριχτές κραυγές. Δεν καταλάβαινε κανείς τι έλεγαν, αλλά ήταν σίγουροι ότι τους έβριζαν στην δική τους βάρβαρη και απολίτιστη γλώσσα. Από τα βέλη που έριξαν τα γκόμπλινς, πιο πολύ από τύχη και όχι λιγότερο από δεξιοτεχνία και ευστοχία ένα από τα βέλοι έγδαρε τον νάνο. Ο Κρούσες, που τόση ώρα μουρμούραγε για το Βιβλίο της Έχθρας των νάνων και την εγγραφή σχετικά με τους πρασινοτόμαρους, δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε.

‘Μην νομίζετε ότι ο θάνατος σας…’, το πρώτο βέλος του Κρούσες διαπέρασε το κρανίο του πρώτου γκόμπλιν και καρφώθηκε στο κρανίο του δεύτερου κρυβόταν πίσω του, ‘…θα ξεπληρώσει το χρέος που συσσωρεύσατε μετά από την καταστροφή του φρουρίου Κάρακ-Βάρν!’. Το δεύτερο βέλος του νάνου διαπέρασε την κοιλιά του τρίτου γκόμπλιν και καρφώθηκε στο λαρύγγι του τέταρτου και τελευταίου. Ένα από τα νεκρά γκόμπλιν έπεσε από το παρατηρητήριο κάτω στο έδαφος. Αυτήν την φορά ο νάνος και το ξωτικό το απέφυγαν με δεξιοτεχνία. Το περιστατικό με την αγελάδα τους είχε προετοιμάσει για τον ‘Θάνατο Από Ψηλά’ και πλέον περίμεναν τον κίνδνο και από τις τρεις διαστάσεις, όχι μόνο μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, αλλά και πάνω-κάτω.

Πήραν μια ανάσα, και ο Λούκας ανακοίνωσε ότι κάτι παράξενο πιστεύει ότι γίνεται μέσα στο σπίτι, εκεί που κλειδαμπαρώθηκε ο Γκομπσπάητ. Με βαρύγδουπο ύφος προσφέρθηκε να ανέβει την σκάλα και να μπει στο παρατηρητήριο για να δει καλύτερα και από πιο πλεονεκτική θέση. Όσο ήταν στην φρουρά της πόλης της Ούμπερσράηκ, θυμόταν την Διοικήτρια Άντρεα Πφάηφερ να τους εξηγεί συνέχεια για το Πλεονέκτημα της Υπερυψωμένης Θέσης. (Ο Λούκας τότε δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε η Άντρεα, αλλά η ίδια του είπε ότι θα καταλάβει όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Και να που ήρθε!).

Κοίταξε την σκάλα με άγριο ύφος προσπαθώντας να την εκφοβίσει. Έπιασε με το ένα χέρι το ένα σκαλί. Με το άλλο, έπιασε το πιο πάνω, και το έσφιξε δυνατά. Η σκάλα έτριξε. Έβαλε προσεκτικά το ένα πόδι πάνω στη σκάλα και μετά το άλλο. Έκανε αργές και σίγουρες κινήσεις. Δεν ήταν ώρα για αστεία. Η σκάλα, πέρα από το νερό και την γλίτσα, τώρα είχε και το αίμα τον γκόμπλινς να κυλάει πάνω τις κάνοντας την γλιστερή και ύπουλη. Είχαν περάσει δέκα λεπτά ανάβασης και ο Λούκας είχε φτάσει ήδη στην μέση της σκάλας. Η πρόοδος που είχε κάνει ήταν αξιοσημείωτη. Ο Εφρέζι και οι υπόλοιποι, των κοίταγαν με κομμένη την ανάσα. Η βροχή όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Ο νάνος και το ξωτικό φταρνίστηκαν ταυτόχρονα. Είχαν πουντιάσει. Ο Λούκας ξαφνιάστηκε από το φτάρνισμα. Ακούστηκε σαν πυροβολισμός από μουσκέτων. Παραπάτησε και έχασε το κράτημα του. Άρχισε να πέφτει, η μάχη με την βαρύτητα ήταν απεγνωσμένη. Τα ακονισμένα αντανακλαστικά του Λούκας τον έσωσαν. Του επέτρεψαν να πιάσει την σκάλα ενώ ήταν ακόμη στον αέρα. Το σώμα του κόλλησε παθιασμένα πάνω στην σκάλα, όπως κολλάνε τα σώματα δύο εραστών. Την είχε ανάγκη όσο ποτέ.

‘Δεν θα κοιτάξω κάτω, δεν θα κοιτάξω κάτω’, επαναλάμβανε στον εαυτό του, αλλά ο εαυτός του δεν τον άκουσε, τον ξεγέλασε και έκλεψε μια ματιά. Μεγάλο λάθος. Τον έπιασε ίλιγγος και το φαγητό άρχισε να αναπηδάει στο στομάχι του ψάχνοντας την πιο σύντομη διέξοδο. Η απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, εδάφους και Πάπαρμπεργκ, ήταν, αν όχι ένα, σίγουρα μισό μέτρο. Ο νάνος αν σήκωνε τα χέρια του μετά βίας θα ακούμπαγε τον πισινό του. Ο Λούκας ξεροκατάπιε. Ίσως η επόμενη κίνηση που θα έκανε να ήταν ένας χορός με τον Μορρ. Κατάλαβε ότι έπρεπε να βασιστεί πλέον μόνο στον εαυτό του. Στο ύψος που βρισκόταν, δεν μπορούσε να περιμένει σε χείρα βοηθείας από τους φίλους του. Μπορούσε να πάει μόνο πάνω. Δεν είχε επιλογή. Άρχισε να ανεβαίνει πάλι, αλλά ο Σήγκμαρ είχε αποφασίσει πως ο Λούκας δεν θα πάταγε ποτέ το πόδι του στο παρατηρητήριο. Μια ομοβροντία τριών κεραυνών έπεσε δίπλα στους τυχοδιώκτες, ευτυχώς χωρίς θύματα. Όμως η ξαφνική λάμψη τύφλωσε τον Λούκας και τον ανάγκασε να κλείσει τα μάτια του με τα χέρια του.

Όταν τα άνοιξε ήταν δύο μέτρα πιο κάτω, σωριασμένος στην λάσπη.

‘Μα του λουκάνικο του Σήγκμαρ’, είπε ο Εφρέζι γυρίζοντας το κεφάλι του προς τους ουρανούς και φωνάζοντας με πάθος, ‘είναι ζωντανός. Ναι, ο Λούκας Πάπαρμπεργκ είναι ζωντανός!’. Η Ιρώνη, που είχε ήδη ανέβει στο παρατηρητήριο όσο ο Λούκας είχε χάσει τις αισθήσεις του, τους χάλασε την πανηγυρική διάθεση. ‘Βλέπω κινήσεις στην οροφή του σπιτιού! Κάτι πράσινο και φωτεινό κρύβετε πίσω από την μια καμινάδα’.

‘Τι?’, είπε ο νάνος και ανέβηκε και αυτός την σκάλα του παρατηρητήριου με ευκολία.

Ο Λούκας έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Εφρέζι έβαλε το χέρι του μπροστά. ‘Όχι, μην κάνεις ανοησίες. Δεν είσαι σε θέση να κουνηθείς ακόμα. Κατάλαβες από τι ύψος έπεσες? Είναι θαύμα που είσαι ζωντανός. Ο Σήγκμαρ, ο μεγαλοδύναμος σε προφύλαξε και πάλι’.

‘Πρασινοτόμαρος!’, άκουσαν να φωνάζει ο νάνος, με ύφος που αναμίγνυε την χαρά, την αηδία, το μίσος και την ανυπομονησία σε ένα κουβάρι αισθημάτων.

‘Οι μανάδ’ σας μυρίζουν κοπριά ‘ουρουνιών, και οι πατεράδ’σας βρομάν’ ξωτικίλα!’, φώναξε ο Γκομπσπαητ. Έλεγε και άλλες προσβλητικές ασυναρτησίες, αλλά η συγκεκριμένη είχε ειπωθεί στην διάλεκτο της Ράικλαντ που καταλάβαιναν οι τυχοδιώκτες. Οι βρισιές του είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στον νάνο. Τα μάτια του γούρλωναν, το πρόσωπο του κοκκίνιζε και έκανε παράξενες νευρικές συσπάσεις. Ο Γκόμπσταητ είχε μια μικρή πέτρα δεμένη γύρο στο κεφάλι του σαν στέμμα, η οποία λαμπύριζε παράξενα. Ο Εφρέζι θυμήθηκε το όραμα του Ιερέα που του είχε αφηγηθεί πριν μέρες, για την πέτρα και τον θρόνο και το τεράστιο στόμα και τους μικρούς πράσινους δαίμονες που φόραγαν την ρόμπα της νύχτας. Το μυστήριο άρχισε να λύνεται, οι πράσινοι μικροί δαίμονες ήταν τα γκόμπλιν, και το τεράστιο στόμα ήταν το τρολ για το οποίο έκλεβαν τα γκομπλινς τις γύρω φάρμες για να το ταΐσουν. Ο Γκόμπσταητ, ο βασιλιάς-σαμάνος με το πέτρινο στέμμα άρχισε να μουρμουράει δείχνοντας την Ιρώνη με το δάχτυλο του. Ένα παράξενο φως άρχισε να βγαίνει από τα χέρια του ενώ μουρμούριζε, κάνοντας την επίκληση του στο ‘Γουαγκχ’ (μην με ρωτάτε, έτσι λέγεται η μαγεία των σαμάνων των πρασινοτόμαρων. Τα κολέγια της μαγείας έχουν κάνει πολλές έρευνες σχετικά με την πηγή της, χωρίς αποτέλεσμα). Η Ιρώνη άρχισε να σημαδεύει το γκόμπλιν. Άφησε να το βέλος να φύγει. Αγνοώντας την βροχή, την απόσταση και την κάλυψη του γκόμπλιν που κρυβόταν πίσω από την καμινάδα, το βέλος την Ιρώνης βρήκε τον στόχο του και καρφώθηκε στον ώμο του Γκομπσπαητ, ρίχνοντας τον στο πάτωμα της οροφής. Ο Γκόμπσπαη σηκώθηκε αμέσως, εξαγριωμένος. Τόσο εξαγριωμένος που αγνοούσε ότι πολύ σύντομα θα πέθαινε από αιμορραγία.

‘’λίθιο ξωτικό, θα πλερώσεις! Θα σ’ανατιναξ’ τον ανύπαρκτ’ ‘γκέφαλό σου!’, τσίριξε δείχνοντας την Ιρώνη και κουνόντας το δάχτυλο του σαν να το είχε τσιμπήσει βαλτόσφηκα.

Ένας αφόρητος πόνος εισέβαλε στο κρανίο του ξωτικού. Η Ιρώνη άφησε το τόξο της να πέσει και έπιασε το κεφάλι με τα χέρια της κλείνοντας τα μάτια. Ο πονοκέφαλος γινόταν ολοένα και πιο δυνατός. Η Ιρώνη λιποθύμησε, και έτσι βρήκε καταφύγιο από τον πόνο στην αναισθησία. Το σώμα της σωριάστηκε στο μικρό δωμάτιο του παρατηρητηρίου, σαν μια μαριονέτα που τις κόβουν τις κλωστές.

Ο νάνος κοίταξε το λιπόθυμο ξωτικό παραξενεμένος. Δεν ήξερε ότι οι απειλές και βρισιές των γκόμπλιν έχουν τέτοια αποτελέσματα στα ξωτικά. Κάθε μέρα και κάτι παραπάνω μαθαίνει από την κουλτούρα τους. Επίσης δεν μπόρεσε να μην προσέξει ότι το ξωτικό είχε την τάση να λιποθυμάει σε κάθε μάχη, μέχρι στιγμής. Πολύ ευπαθή αυτά τα ξωτικά, σκέφτηκε, και καθόλου παράξενο που προτίμησαν να φύγουν από τον Παλαιό Κόσμο και να κρυφτούν στο νησί Ούλθουαν πάρα να μείνουν και να πολεμήσουν το Χάους, όπως έκανε η δική του ένδοξη φυλή. Ο νάνος με ανανεωμένη την περηφάνια του, κοίταξε πάλι στην οροφή του σπιτιού. Ο Γκομπσπαητ είχε πέσει μπρούμυτα για να μην δίνει στόχο. Είδε τον Λούκας και τον Εφρέζι να τρέχουν προς το σπίτι και να προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα, αλλά μάλλον ήταν φραγμένη με κάτι από πίσω. Άρχισαν να την κοπανάνε διαδοχικά μέχρι να την σπάσουν. Μία με τους ώμους τους και αργότερα με το σπαθί και σιδερόμπαλα. Ο Κρούσες άρχισε να οπλίζει την βαλλίστρα του, έχοντας το βλέμμα του πάντα στραμμένο στον Γκομπσπαητ περιμένοντας να σηκωθεί και να δώσει στόχο, όταν άλλος ένας κεραυνός έπεσε έξω από το παρατηρητήριο. Ο Κρουσες τυφλώθηκε από την λάμψη. Ο Γκομπσπαητ άδραξε την ευκαιρία και άρχισε να μουρμουράει πάλι, αυτή την φορά κοιτάζοντας τον νάνο. Ο νάνος δεν τον έβλεπε, αλλά άκουσε να λέει μεταξύ άλλων ‘Το βλέμμα τ’ Μορκ (1) να σε χτυπήσ’ και να σε πονέσ’! Κοντέ!’. Ο νάνος έσφιξε τα δόντια του, περιμένοντας να τον χτυπήσει η σαμανική μαγεία του Γκόμπσπαητ.

‘Χτύπα με, σε προκαλώ!’, ο Κρούσες έφτυσε τις λέξεις στο Γκομπσπαητ, και όντως ένας σουβλερός πόνος διαπέρασε τον νάνο. Και τον Γκομπσπαητ. Είχε μαζέψει περισσότερη ‘Γουάάάάγκχ!’ μαγεία από όση μπορούσε να συγκρατήσει. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να πετάγονται προς τα έξω, και ξαφνικά τον κύκλωσε μια λάμψη. Η έκρηξη των πέταξε στο πίσω μέρος του σπιτιού και ένα υγρό ‘σπλατς’ ακολούθησε την πτώση του. Στο σημείου που ήταν, τώρα υπήρχαν φλόγες που έγλυφαν την ξύλινη σκεπή.

Ο Λούκας σταμάτησε να κοπανάει την πόρτα και έτρεξε μαζί με τον Εφρέζι στο σημείο που είχε πέσει ο Γκομπσπαητ. Δεν θα τον άφηνα να ξεφύγει έτσι εύκολα. Αλλά ο Γκομπσπαητ, ήταν ήδη νεκρός. Το νεκρό του κουφάρι είχε προσγειωθεί σε έναν σορό από κοπριά γουρουνιών. Ο Λούκας έκοψε το κεφάλι του Γκομπσπαητ, και το πήρε σαν λάφηρο μαζί με το ‘πέτρινο στέμμα’. Μετά, μαζί με τον Εφρέζι πήγαν στο παρατηρητήριο (αλλά προτίμησε να μην ανέβει πάνω). Ο Νάνος είχε συνεφέρει την Ιρώνη και όλοι μαζί έκατσαν και παρακολουθούσαν την φωτιά να καίει το σπίτι. Δεν είδαν άλλα γκομπλινς στην φάρμα. Αυτά που ήταν μέσα στο φλεγόμενο σπίτι θα βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο νάνος είχε ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, σαν να βλέπει την πιο αστεία θεατρική παράσταση της ζωής του. Οι τοίχοι του φλεγόμενου σπιτιού άρχισαν να γκρεμίζονται, και ο νάνος άρχισε να χαχανίζει. Μόνο όταν έμειναν μόνο τα ντουβάρια, κατάφερε η βροχή να σβήσει την φωτιά. Ο νάνος, έτρεξε στα ερείπια και άρχισε να ψάχνει μέσα στις στάχτες και στα κάρβουνα. Η λασπωμένη στάχτη κόλλαγε στα ρούχα του, κάνοντας των πιο μαύρο και από τους ανθρώπους που ζούσαν στην μακρινή Αράμπια, αλλά δεν έδειχνε να τον ενοχλεί η βρώμα. Την προσοχή του την τράβηξε μια μεγάλη άσπρη πλάκα. Ο θρόνος του Γκομπσπαητ! Όπως το περίμενε ήταν από το ίδιο υλικό με τα υπόλοιπα κομμάτια της πέτρας που είχαν ήδη βρει και δώσει στον Νίκλαους Σούλμαν για να τα μελετήσει.. Βρήκαν ένα κάρο, φόρτωσαν την πέτρα και ξεκίνησαν για τον δρόμο της επιστροφή προς την αάρμα των Άκερλαντ, αλλά η Ιρώνη με την οξεία ακοής της, άκουσε ένα κλάμα από το πηγάδι της φάρμας. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που είχε κρυφτεί μέσα στο κουβά, όχι πάνω από έντεκα ετών. Την έβγαλαν και τους εξήγησε με δάκρια στα μάτια ότι μέρες τώρα κρυβόταν εκεί από τα γκόμπλινς που είχαν πάρει την οικογένεια της, και τα μπαρμπουνόσκυλα τους. Κανείς δεν τις είπε ότι οι γονείς της ήταν σίγουρα νεκροί. Την πήραν και αυτή μαζί τους και ξεκίνησαν για τους Άκερλαντ.

Ο Γκούμπο Άκερλαντ και η οικογένεια Άκερλαντ ήταν εκστασιασμένοι από την ιστορία που τους διηγήθηκαν οι τυχοδιώκτες και τον θρίαμβο τους. Η κόρη του Άκερλαντ, η Άλην, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τον Εφρέζι, αν και ο Λούκας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Οι Άκερλαντ τους έβαλαν να φάνε, και τους έστρωσαν να κοιμηθούν. Τους είπαν ότι θα στείλουν τον γιο τους στην πόλη να ενημερώσει τον δήμαρχο Άντλερ και τον μάγο για τα συμβάντα στις φάρμες και την εξόντωση της μάστιγας των Γκόμπλιν. Τους καθησύχασαν ότι για το κοριτσάκι που γλίτωσαν από την φάρμα τον Μπάουμερ, δεν έχουν λόγο να ανησυχούν. Αν και δεν ήξεραν πολύ καλά τους Μπάουμερ, τους έβλεπαν μόνο στα παζάρια της πόλης μια φορά τον μήνα, την κόρη τους θα την μεγάλωναν σαν δικιά τους.

Τους έδωσαν αναπαυτικά δωμάτια να ξεκουραστούν, ένα για το καθένα. Όλοι είχαν έναν ξεκούραστο και θεραπευτικό ύπνο, εκτός από τον Εφρέζι. Οι εφιάλτες που των είχαν στοιχειώσει εδώ και μήνες, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Αυτή την φορά όμως δεν ήταν αντιμέτωπος με αιμοδιψή ζόμπι αλλά με τεράστια ποντίκια, ντυμένα με βρώμικες κάπες, που περπάταγαν στα δύο πίσω πόδια. Είχαν κατακλύσει μια πόλη ή ένα χωρίο, δεν ήταν σίγουρος. Αυτό για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι κράταγαν λεπίδες που έφεγγαν με ένα αρρωστημένα πράσινο φως και πλησίαζαν προς το μέρος του απειλητικά. Ξύπνησε μέσα στον κρύο ιδρώτα, φωνάζοντας.

Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε αμέσως και μπήκε μέσα η κόρη του Άκερλαντ. Η ταχύτητα της ήταν εντυπωσιακή και η ανησυχία αποτυπωμένη στο πρόσωπο της. Μάλιστα, μπήκε τόσο γρήγορα στο δωμάτιο του Εφρέζι, που αν ο ίδιος δεν ήταν ακόμα στο μεταίχμιο του ονείρου και της πραγματικότητας, θα αναρωτιόταν αν ήταν όλη την ώρα έξω από το δωμάτιο του. Η Άλην τον ρώτησε αν είναι καλά και ο Εφρέζι, αφού πήρε δύο ανάσες της είπε ‘ναι’. Ύστερα από πιεστικές ερωτήσεις της είπε για το όνειρο του το οποίο είχε αρχίσει ήδη να ξεχνάει τις λεπτομέρειες. Δεν ήταν πια σίγουρος αν τα ποντίκια είχαν κατακλύσει την Στρομντορφ, ή την Ουμπερσράηκ ή κάποια άλλη πόλη. Η Άλην τον ρώτησε αν θέλει να του κάνει παρέα για να μην είναι μόνος μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, αλλά ο Εφρέζι ευγενικά αρνήθηκε λέγοντας της δεν είναι ποτέ μόνος, έχει πάντα δίπλα του τον Σήκγμαρ. Θα ορκιζόταν ότι μέσα από τον τοίχο, από τον διπλανό δωμάτιο, άκουσε την φωνή του Λούκας να λέει ‘Τι βλάκας! Η ντροπή της Ουμπερσράηκ’, αλλά μπορεί και να φάνηκε εξαιτίας του σοκ που πέρασε από τον εφιάλτη.

Την επόμενη μέρα δεν σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, προκειμένου να αναρρώσουν γρηγορότερα. Ο νάνος και η Ιρώνη, λόγο του καιρού, είχαν πυρετό και συνάχι, πέρα από τα τραύματα που είχαν όλοι τους. Ο Άκερλαντ και η γυναίκα του περιποιήθηκαν τα τραύματα των τυχοδιωκτών και η Άλην ασχολήθηκε αποκλειστικά με την περιποίηση του Εφρέζι.

Μη θέλοντας να καταχραστούν την φιλοξενία των Άκερλαντ, αποφάσισαν να ξεκινήσουν για το χωριό την μεθεπόμενη μέρα. Όλη η οικογένεια βγήκε να τους χαιρετήσει εκτός από την Άλην που ήταν πολύ συγκινημένη. Ο Γκούμπο Άκερλαντ τους είπε ότι τους έχει ένα δώρο για να τους ευχαριστήσει και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Όταν γύρισε είχε μαζί του μια αγελάδα, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να δει τι δώρο τους έφερνε. Δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του.

‘Ορίστε. Αυτή η αγελάδα είναι για εσάς!’, τους είπε.

Ο Λούκας και ο Εφρέζι δυσανασχέτησαν. Τι να την έκαναν την αγελάδα? Θα τους καθυστερούσε. Ο νάνος όμως δεν συμμεριζόταν την άποψη τους. Με χαρά έτρεξε πάνω στην αγελάδα και την καβάλησε.

‘Σάλλυ!’, είπε. ‘Θα την ονομάσω Σάλλυ! Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια αναπαυτική σέλα’. Ο νάνος μέρες τώρα καυχιόταν στους υπόλοιπους για τις ιππευτικές του ικανότητες και τώρα θα τους αποδείκνυε ότι δεν ήταν υπερβολές όσα έλεγε. Να δούμε αν θα τολμήσουν να γελάσουν αυτήν την φορά, σκέφτηκε.

Εξίσου παράξενη όμως ήταν και η αντίδραση του ξωτικού. ‘Μια αγελάδα!’, είπε σαν να μην πίστευε στα μάτια της. ‘Ίσως έχει θεραπευτικό γάλα!’. Η επόμενη κίνηση της ήταν να δοκιμάσει να την θηλάσει για να το επαληθεύσει. Ο Εφρέζι κοίταξε παράξενα τον Λούκας, και ο Λούκας σήκωσε του ώμους του. Όχι, δεν είχε ιδέα τι λέει το ξωτικό, φάνηκε να προσπαθεί να πει με την γλώσσα του σώματος του.

Ο Γκούμπο είχε σαστίσει. ‘Οι νάνοι και τα ξωτικά, δεν έχουν αγελάδες στον τόπο τους? Πρώτη φορά βλέπουν μια?’, ρωτάει του Λούκας, ο οποίος προτίμησε να μην απαντήσει. Ο Εφρέζι είπε του Λούκας ότι ίσως η αγελάδα που τους είχε πετάξει το ποταμίσιο τρολ να είχε προκαλέσει ψυχολογικά τραύματα στον Κρούσες και στην Ιρώνη. Ίσως με τον καιρό να το ξεπερνούσαν. Καλύτερα να ξεκινούσαν για την Στρόμντορφ όσο το δυνατών πιο γρήγορα, προτού κάνουν και άλλες κοινωνικές γκάφες ο νάνος και το ξωτικό.

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πληκτικός. Βροχή και λάσπη ήταν το πιάτο της ημέρας (σημείωση: να βρω καλύτερες παρομοιώσεις, θα πρέπει να ρωτήσω τον Καθηγητή Κνόπφεν για μερικές, είναι μορφωμένος. Από το πανεπιστήμιο της Άλτντορφ). Ο μαύρος ποταμός Τράνινγκ ήταν τώρα στα δεξιά τους. Πέρασαν τον λόφο με το ερειπωμένο πύργο, τον πύργο που τους είχε πει ο Άκερλαντ ότι είναι στοιχειωμένος. Το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός της διαδρομής ήταν η ιππασία της αγελάδας από τον Κρούσες. Όταν τους έλεγε τις ιστορίες του, είναι αλήθεια ότι οι υπόλοιποι δεν τον πίστευαν, αλλά οι αμφιβολίες τους εξανεμίστηκαν όπως η ομίχλη στον άνεμο. Δεν θα ξεχάσουν το κόλπο που έκανε και είχε ισορροπήσει πάνω στην αγελάδα στο ένα του πόδι και με την βαλλίστρα του πέτυχε ένα φρούτο σε ένα κλαδί δέντρου, πολλά μέτρα πιο μακριά. Αλλά πιο πολύ από όλους, αυτός που δεν θα το ξεχάσει, είναι η αγελάδα. Ενώ αρχικά είχε ένα βαριεστημένο βλέμμα όπως είναι το χαρακτηριστικό των αγελάδων, στο τέλος του ταξιδιού το βλέμμα της είχε αρχίσει να γίνεται πιο βλοσυρό. Η Ιρώνη ήταν σίγουρη ότι η αγελάδα είχε αρχίσει να κάνει Χαοτικές σκέψεις! Από την άλλη μπορεί να την είχε πειράξει το αγελαδίσιο γάλα που είχε πιει προηγουμένως.

Όταν έφτασαν στην πύλη της πόλης χαιρέτησαν τον φρουρό. ‘Καλησπέρα!’, είπε ο Εφρέζι,

‘Ερχόμαστε από την φάρμα των Μπάουμεν, προχτές εξοντώσαμε τα Γκο…’, αλλά ο φρουρός τον διέκοψε.

‘Μα βέβαια, ξέρουμε, ξέρουμε!’, τους είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο. ‘Μας τα είπε όλα ο γιος τους Άκερλαντ. Μα τον Σήγκμαρ τι περιμένετε? Περάστε!’.

Τα νέα για τον ερχομό τους είχα φτάσει στα αυτιά των κατοίκων του χωριού και ένα μπουλούκι κόσμο ερχόταν να τους υποδεχτεί. Οι καμπάνες της εκκλησίας του Σήγκμαρ άρχισαν να χτυπάνε χαρμόσυνα. Ο δρόμος είχε γεμίσει από τον κόσμο και οι τυχοδιώκτες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. Για να μην πατήσει κανέναν με την αγελάδα του, ο Κρούσες αναγκάστηκε να τραβήξει απότομα τα ινία του. Η αγελάδα σηκώθηκε στα δύο της πίσω πόδια. Με τα μπροστινά της πόδια, άρχισε να κλοτσάει ένα αόρατο εμπόδιο και χλιμίντρησε άγρια. Ο κόσμος πισωπάτησε για να αποφύγει το μένος του βοοειδούς, αλλά μετά, απτόητος πάλι άρχισε να κυκλώνει τους τυχοδιώκτες απαιτώντας να ακούσουν τις ιστορίες και τα κατορθώματα τους. Ευτυχώς, ο διοικητής της φρουρός, ο Κέσσλερ, ήρθε εγκαίρως και τους έσωσε.

‘Καλώς ήρθατε πίσω’, είπε με εμφανή την ευχαρίστηση του. ‘Μην χάνουμε καιρό. Πάμε. Ο Άντλερ θα θέλει να σας δει αμέσως και θέλει να ακούσει την ιστορία σας από το δικό σας στόμα.’

Όταν έφτασαν στο δημαρχείο, κοντοστάθηκαν μπροστά στις σκάλες. Ο νάνος προτίμησε να μην κουράσει άλλο την αγελάδα και ενώ ήθελε πολύ να την συστήσει στον Άντλερ, προτίμησε να μην την βάλει στην ταλαιπωρία να ανέβει τις σκάλες του δημαρχείου και την έδωσε στον φρουρό να την φυλάει.

‘Σάλλυ την λένε, και να της μιλάς γλυκά!’, του είπε με αυστηρό ύφος, και ανέβηκε τις σκάλες να βρει τους άλλους που δεν τον περίμεναν.

Ο φρουρός ένιωσε λίγο άβολα. Ήταν αστείο θέαμα να κάθετε προσοχή στην είσοδο του δημαρχείου με μια αγελάδα δίπλα του. Τι θα έλεγαν οι πιτσιρίκες του χωριού όταν τον έβλεπαν. Ήδη των φώναζαν ‘καλυνυχτάκια’ πίσω από την πλάτη του. Αν τον έλεγαν και ‘αγελαδάρη’, δεν θα το άντεχε. Από την άλλη ήξερε καλύτερα να μην αρνηθεί τίποτα στους ήρωες της ημέρας.

Ο Άντλερ ήταν φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοχτενισμένος και φρεσκοντυμένος. Τα χαρτιά και τα βιβλία του ήταν τακτοποιημένα πάνω στο γραφείο του και δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκόνης στο δωμάτιο. Ο Άντλερ είχε έναν αυστηρό αέρα αυταρχισμού, αλλά μόλις είδε τους τυχοδιώκτες, ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του.

‘Καλώς τους! Οι αγαπημένοι μου, συμπατριώτες!’, είπε, ‘αν εξαιρέσουμε φυσικά το ξωτικό και το νάνο. Εννοώ ότι δεν είναι συμπατριώτες, όχι αγαπημένοι. Είναι πολύ αγαπημένοι. Με την πλατωνική έννοια της αγάπης πάντα! Χα χα!’, σηκώθηκε από την καρέκλα του και έσφιξε το χέρι του καθενός χωριστά.

‘Όλο το χωριό σας ευχαριστεί για την εξοντώση τον γκόμπλιν. Και του Τρολ. Έχουν απίθανη όρεξη αυτά τα τρολ. Λίγο ακόμα και δεν θα έμενε καμία προμήθεια στις αποθήκες του χωριού, αν συνέχιζαν να το ταίζουν με τις αγελάδες μας!’Ο νάνος κόντεψε να λιποθυμήσει. Μια νοητή εικόνα είχε τρυπώσει στο μυαλό του. Το τρολ να τρώει την Σάλλυ του. ‘Κρίμα για τους Μπάουμεν βέβαια. Θα κάνω ότι μπορώ για το κοριτσάκι, μείνετε ήσυχοι. Ορίστε και η αμοιβή σας, όπως είχαμε συμφωνήσει. Πενήντα ολάκερα ασημένια σελίνια! Και μην τα ξοδέψετε μονομιάς έ! Και να προτιμήσετε τα εγχώρια προϊόντα. Πρέπει να τονώσουμε την οικονομία της Στρομντορφ’. Τα μάτια των ηρώων έλαμψαν, αλλά πιο πολύ του νάνου, όταν είδαν τα χοντρά πουγκιά. Ο Λούκας, πριν πάρει το πουγκί του, έδωσε το κεφάλι του Γκόμπσπαητ στον Άντλερ. Ο δήμαρχος άρχισε να κοιτάει τους τέσσερις τοίχους του δωματίου προσπαθώντας να αποφασίσει σε ποιον θα ήταν καλύτερα να το κρεμάσει.

‘Εδώ? Δίπλα στο παράθυρο, τι λέτε?’, ρώτησε ο δήμαρχος.

‘Ίσως απέναντι, για να το βλέπεις όταν κάθεστε στο γραφείο’, του απάντησε το ξωτικό με προθυμία το ξωτικό, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήξερε από διακοσμητική.

‘Ναι αλλά όταν ανοίγει η πόρτα, θα κρύβετε το κεφάλι πίσω της. Όχι, δεν είναι καλή ιδέα’, απάντησε ο δήμαρχος.

‘Τότε εδώ, δίπλα από το κάδρο των προγόνων σου’, πρότεινε ο Εφρέζι

‘Δεν ξέρω, δεν ταιριάζει. Ο πίνακας είναι κόκκινος ενώ το κεφάλι του γκόμπλιν πράσινο. Και στο πίνακα είναι άνθρωποι, ενώ το κεφάλι ανήκει σε γκόμπλιν. Κάνει άσχημη αντίθεση’.

‘Τότε πίσω από την καρέκλα σου? Ώστε όταν σου μιλάνε αυτοί που κάθονται απέναντι σου να βλέπουν και εσένα, αλλά και το κεφάλι του γκόμπλιν? Θα τρομάζουν και θα είναι καλό διπλωματικό τρίκ για να αποδέχονται τους όρους σου!’, είπε με χαρά ο νάνος. Ήταν πολύ έξυπνη η ιδέα του.

‘Ναι αλλά δεν θα είναι καλό για το φενγκ-σουί του χώρου αν το έχω πίσω μου, το είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο από την Νιπονία’, διαμαρτυρήθηκε ο Άντλερ.

‘Ε βάλτο δίπλα από το κεφάλι της αρκούδας’, είπε ο νάνος. Ίσα που πρόλαβε να διορθώσει την γλώσσα του γιατί ήταν έτοιμος να του πει να το βάλει στον κώλο του. Αμάν πια, για ένα κεφαλάκι από γκόμπλιν μιλάγαμε, και όχι για το κεφάλι ενός τρολ. Χμ, σκέφτηκε (μόνο με το μυαλό του, χωρίς να μιλάει αυτήν την φορά) γιατί δεν πήραν και το κεφάλι του τρολ άραγε. Θα μπορούσαν να το βάλουν στο κάρο και θα κέρδιζαν μεγάλη δόξα αν το έφερναν στο χωρίο, σκέφτηκε ο νάνος. Ίσως το μάθαιναν και οι νάνοι στο Φρούριο του, στο Κάρακ-Αζγκαραζ.

Φεύγοντας από το δημαρχείο, πέρασαν από το μαγαζί ενός εμπόρου, και ο νάνος αγόρασε ένα ασημένια μαχαιράκι για να περιποιείται την γενειάδα του και να κάνει την πρακτική του. Ήθελε να ακολουθήσει την σταδιοδρομία του Μπαρμπέρη-Χειρούργου. Επίσης αγόρασε και ένα σακιδιάκι που γέμισε με γάζες και φαρμακευτικά υλικά και μια σέλα για την Σάλλυ (την αγελάδα, ξέρετε…).Ο Λούκας είχε αρχίσει να βρίσκει την όλη φάση με την αγελάδα και την ψύχωση του νάνο με αυτή κάπως διεστραμμένη και ανησυχητική, αλλά κράτησε τις σκέψεις για τον εαυτό του. Για την ώρα τουλάχιστον. Όταν βγήκαν έξω από το μαγαζί του εμπόρου, συνάντησαν τον μάγο Νίκλαους Σούλμαν.

‘Α, βρήκατε και την τελευταία πέτρα βλέπω! Έξοχα. Παρακαλώ, ας την πάμε στο δωμάτιο μου’, τους είπε με χαρά. Όλοι σήμερα ήταν χαρούμενοι, παρατήρησε το ξωτικό.

Ανέβηκαν της σκάλες του πανδοχείου του Υδροκέραυνου και μπήκαν στο δωμάτιο του Σούλμαν. Όλοι τους έμπαιναν για πρώτη φορά. Μόνο ο μακαρίτης ο μάγος Νέκραλ είχε μπει κάποτε στο δωμάτιο αυτό, και τι κέρδισε? Τώρα ήταν νεκρός, η στάχτη του σκορπισμένη στους πέντε ανέμους (πέντε είναι οι άνεμοι? Πρέπει να το ψάξω. Μήπως μπερδεύω την φράση αυτή με τους ανέμους της μαγείας? Όχι, όχι, αυτοί είναι οχτώ, πάω στοίχημα). Το δωμάτιο του μάγου ήταν ακατάστατο. Το κρεβάτι άστρωτο με ρούχα παρατημένα πάνω το. Το ταξιδευτικό σεντούκι του μάγου ήταν ανοιχτό και τα ρούχα μέσα ανακατεμένα. Στο πάτωμα ήταν τα δύο προηγούμενα κομμάτια της μαρμάρινης πέτρας. Στο γραφείο του Σούλμαν έκαιγε ένα κεράκι και φώτιζε τις σημειώσεις και τις περγαμηνές του. Όλες είχαν σύμβολα μυστικιστικά, γραμμένα από τον Σούλμαν στην άγνωστη γλώσσα των μάγων. Φήμες λέγανε πως κάθε μάγος έχει τον δικό του κρυπτογραφικό κώδικα ώστε να μπορεί μόνο αυτός να διαβάσει τις σημειώσεις του. Είναι παρανοϊκοί αυτοί οι μάγοι. Προς στιγμήν ο μάγος φοβήθηκε μην του κλέψει το ξωτικό καμιά περγαμηνή, και κοίταξε πίσω και πάνω από τον ώμο του. Το ξωτικό όμως είχε κολλημένο το βλέμμα του πάνω στις πέτρες και τα αρχαία σύμβολα των ξωτικών. Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να τα διαβάσει η ίδια και έπρεπε να βασιστεί σε έναν ανθρώπινο μάγο. Ο Λούκας άφησε το νέο τρίτο κομμάτι πιο δίπλα. Ο Σούλμαν έκατσε να το μελετήσει, το έσπρωξε κοντά στα άλλα και κατάλαβε ότι είχε μόνο τα τρία τέταρτα ενός μαρμάρινου δίσκου. Του έλειπε ένα τέταρτο κομμάτι. Σηκώθηκε όρθιος μουρμουρίζοντας βρισιές και άρχισε να κλωτσάει το σεντούκι του από τα νεύρα του. Μετά θυμήθηκε ότι δεν είναι μόνος.

‘Αχμ, συγνώμη. Ξεχάστηκα. Η πίεση από το Κολέγιο βλέπετε, μου ζητάνε αποτελέσματα και μάλιστα γρήγορα. Είναι ιδιαίτερα επίμονοι και απαιτητικοί. Λοιπόν, λείπει ένα κομμάτι ακόμα, αλλά μα τον Αυτοκράτορα δεν έχω ιδέα που μπορεί να βρίσκετε’. Άρχισε να σκέπτεται και να ξανακοιτάει τις σημειώσεις του. ‘Αφήστε με λίγο να μελετήσω τα υπόλοιπα κομμάτια πάλι με την ησυχία μου, σας παρακαλώ, και προσπαθήστε να βρείτε που μπορεί να βρίσκετε η τέταρτη πέτρα. Το Κολέγιο της Ουράνιας Τάξης θα σας ανταμείψει καλά! Μην το ξεχνάτε αυτό!’, είπε και τους έδιωξε ευγενικά.
Ο Εφρέζι είχε την διακαή επιθυμία να επισκεφτεί τον ναό του Σήγκμαρ και να ακούσει την λειτουργία του Ιερέα Μάγκνους Γκότσαλκ. Πάντα τον ηρεμούσαν οι λειτουργίες, και ο Ιερέας του ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Μπαίνοντας στον ναό, ο Ιερέας διέκοψε την λειτουργία για να τους χαιρετήσει. Τους αγκάλιασε όλους, ακόμα και το ξωτικό, για το καλό που έκαναν για το χωριό. Μετά επανήλθε στην λειτουργία. Οι τυχοδιώκτες την παρακολούθησαν με ενδιαφέρων, εκτός από το ξωτικό που βαρέθηκε γρήγορα. Αργότερα, όταν έμειναν μόνοι τους, άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις για τον ναό και την ιστορία του, θέλοντας να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους. Ότι, δηλαδή, οι κεραυνοί που πέφτουν συνέχεια στο ναό ήταν επειδή υπάρχει το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι της πέτρας κάπου κοντά.

Άλλα έπρεπε να του το φέρουν απαλά.

‘Έχεις δει κανένα όνειρο τελευταία, Μάγκνους’, είπε διπλωματικά ο Εφρέζι.

‘Συνέχεια το ίδιο όνειρο. Ένα μάγο σε μια βάρκα. Κύματα. Βροχή. Κεραυνοί. Τα γνωστά.’

‘Με μπλε ρόμπα?’

‘Ναι, κάποτε τον έβλεπε με κόκκινη, μέχρι που πέθανε ο Νέκραλ, είθε να κοιμάται καλά στην κρεβατοκάμαρα του Μορρ’.

Οι τυχοδιώκτες έσκυψαν το κεφάλι τους και έκαναν μια σύντομη προσευχή για την ψυχή του Νέκραλ, εκτός από το ξωτικό που δεν ήξερε από αυτά τα έθιμα.

‘Εγώ είδα ένα όνειρο με κτηνάνθρωπους και γκόμπλιν να ορμάνε στο χωριό’, είπε ο Εφρέζι.

Πριν απαντήσει ο Μάγκνους, ο νάνος γύρισε και τον κοίταξε. ‘Μα τι λες? Χτες μας έλεγε ότι στο όνειρο σου είδες μεγάλα ποντίκια!’

‘Ποντίκια? Μπορεί. Μάλλον ήταν ποντίκια ναι.’, είπε ο Εφρέζι τρίβοντας το κεφάλι του. ‘Δεν ξέρω, έχω φάει πολλά χτυπήματα. Μερικές φορές η μνήμη μου, μου παίζει παιχνίδια και με ξεγελάει’. Έμεινε να κοιτάει το κενό για λίγο. ‘Θυμίστε μου όμως, όντως έπεσε μια αγελάδα πάνω στον νάνο και στο ξωτικό, ή το είχα ονειρευτεί και αυτό.’

‘Όντως, Έπεσε.’, είπε η Ιρώνη, φτύνοντας τις λέξεις μια μια. ‘Γκότσαλκ, έχεις δει πουθενά εδώ καμιά άσπρη πέτρα?’, ρώτησε κάνοντας κατά μέτωπο επίθεση στο πρόβλημα.

‘Άσπρη πέτρα? Ξωτικό, δεν βλέπεις? Όλος ο ναός είναι φτιαγμένος από άσπρο μάρμαρο.’

‘Όχι τέτοιες πέτρες. Άσπρη μαγική πέτρα, που βγάζει μπλε λάμψεις και έχει ξωτικά γράμματα πάνω’.

Ο Ιερέας λοξοκοίταξε τον Εφρέζι σαν να του έλεγε ‘τι μου λέει τώρα αυτή’, γύρισε και κοίταξε πάλι το ξωτικό.

‘Άκουσον με τε και άκουσον με καλά. Μπορεί ο συνονόματος, ο Μάγκνους ο Ευσεβείς να έφερε τον μάγο σας, το ξωτικό Τέκλις στην Αυτοκρατωριά για να ιδρύσει τα κολέγια μαγείας, αλλά η Εκκλησία του Σήγκμαρ δεν έχει καμία σχέση με την μαγεία. Και δεν θέλει να έχει ποτέ. Μην ξεχνάς ότι ο ίδιος ο Σήγκμαρ είχε απαγορεύσει την μαγεία, γιατί η μαγεία πηγάζει από το Χάος!’. Ο Ιερέας είχε παθιαστεί με το κήρυγμα του. ‘Για αυτό, μην μου λες ότι στο ναό υπάρχουν μαγικές πέτρες.’

‘Μα μπορεί να μην το ξέρεις ότι υπάρχει κάπου.’

‘Εφρέζι τι μου λέει το ξωτικό σας?’

‘Δεν είμαι το ξωτικό κανενός!’, απαντάει η Ιρώνη.

‘Κοίτα να δεις σεβασμιότατε’, είπε ο Εφρέζι, μην ξέροντας ποιανού μέρος να πάρει. Το ξωτικό δεν είχε άδικο, αλλά και ο Ιερέας είναι σεβαστό πρόσωπο. ‘Δεν μπορείς να το αρνηθείς. Βλέπεις οράματα. Και πέφτουν κεραυνοί συχνά στο ναό. Το ίδιο συμβαίνει και σε όσους είναι κοντά στις άλλες πέτρες.

Άσε μας να ρίξουμε μια ματιά’, του είπε ο Εφρέζι.

Ο Γκότσαλκ φάνηκε να το σκέφτεται. ‘Πολύ καλά, ας ρίξουμε μια ματιά μαζί τότε. Για να ικανοποιήσω την περιέργεια σας. Και να αποδείξω ότι το ξωτικό λέει ασυναρτησίες και ότι είναι κακή επιρροή πάνω σας. Αλλά να προσέχετε, γιατί η περιέργεια είναι αυτή που ωθεί τους περίεργους στο Χάος. Μην σας παραξενέψει αν ξαφνικά ξυπνήσετε με ένα έκτο δάχτυλο στο πόδι!’.

Οι τυχοδιώκτες μαζί με τον Ιερέα έψαξαν τον ναό και το λιτό κελί στο όποιο κοιμάται, καθώς και το κελί του έκπληκτου, μυημένου βοηθού του, αλλά δεν βρήκαν τίποτα παράξενο. Στο τέλος πήγαν στην αποθήκη του ναού, εκεί που είναι κρυμμένα τα κειμήλια. Ναι, εκεί που είχε βρει και κλέψει το ξωτικό τον χρυσό αετό, αλλά τελικά τον επέστρεψε χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με πλάκες, αλλά καμία δεν έμοιαζε με την πέτρα που έψαχναν. Πέρα από τα χοντρά, δερμάτινα βιβλία, τα ιερά κηροπήγια, δισκοπότηρα , εξαπτέρυγα και τους γνώριμους στο ξωτικού, χρυσούς αετούς της αυτοκρατορίας, δεν βρήκαν τίποτα άλλο αξιοσημείωτο. Θα ετοιμάζονταν να φύγουν, όταν ξαφνικά ο νάνος σωριάστηκε στο έδαφος. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο και τα μάτια του ήταν κλειστά σαν να κοιμάται. Όταν τα άνοιξε, στην αρχή δεν καταλάβαινε που βρισκόταν. Και όταν τελικά κατάλαβε εστίασε το βλέμμα του στον Λούκας.

‘Σε είδα!’, του είπε.

‘Ναι’, απάντησε ο Λούκας. ‘Δεν προσπαθούσα να κρυφτώ.’

‘Όχι, μόλις τώρα. Είχα ένα όραμα. Σε είδα σε ένα δάσος, να κάθεσαι με την πλάτη σε ένα δέντρο. Ήσουν νεκρός Λούκας!’.

Ο Λούκας κοίταξε τους άλλους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε ασυναρτησίες ο νάνος, αλλά η αναπνοή του δεν βρόμαγε μπύρα, όπως τις άλλες φορές.

Το ξωτικό παραπάτησε, και κρατήθηκε από τον Εφρέζι. Όταν βρήκε την ισορροπία της είπε, ‘Και εγώ μόλις τώρα, είδα ένα όραμα, ένα άσπρο φως, και ήμουν σε ένα παζάρι προβάτων και κυνήγαγα ένα γκόμπλιν με τρία πόδια!’. Η Ιρώνη είχε πάρει μια έκπληκτη έκφραση.

‘Καλύτερα να βγούμε από αυτό το δωμάτιο, Γκότσαλκ’, του είπε ο Εφρέζι. ‘Τα οράματα τους γίνονται όλο και πιο γελοία’. Ο Γκότσαλκ δεν ήταν τόσο σίγουρος. Για τον νάνο δεν είχε αμφιβολία, αλλά το ξωτικό θα μπορούσε να τον κοροϊδεύει, έτσι για ‘καπρίτσιο’.

Όταν πήγαν πάλι πάνω στην αίθουσα του ναού οι τυχοδιώκτες ήταν σαστισμένοι. Δεν ήξεραν τι νόημα να βγάλουν από τα οράματα. Είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. Τεράστια ποντίκια, γκόμπλιν με τρία πόδια, πανηγύρια προβάτων, μάγοι πάνω σε βάρκες και ο Λούκας νεκρός σε ένα δάσος. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα.

‘Καλύτερα να ψάξουμε για περαιτέρω στοιχεία’, είπε ο νάνος.

‘Ναι, αλλά που’, ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Να σκαρφαλώσει κάποιος στην οροφή του Ναού!’, πρότεινε ο Λούκας.

‘Το κάναμε αυτό, δεν θυμάσαι?’

Όχι, ο Λούκας δεν θυμόταν.

‘Πρέπει να ψάξουμε λίγο την ιστορία της πόλης’, είπε το ξωτικό.

‘Τόσα στοιχεία σας έχει δώσει αυτός ο μαλάκας ο GM, αλλά εσείς δεν μπορείτε να θυμηθείτε αν το όνειρο που είδατε είχε ποντίκια ή κτηνάνθρωπους’, είπε αγανακτισμένος ο Γκότσαλκ. ‘Δεν σας είχα πει να κρατάτε σημειώσεις, επειδή τίποτα δεν λέγεται στην τύχη? Γιατί δεν πάτε για παράδειγμα στον καθηγητή του πανεπιστημίου της Άλτντορφ που έχει έρθει εδώ να κάνει την μελέτη του!’, η φωνή του Ιερέα ήταν βραχνή, σαν να μιλούσε για αυτόν κάποιος άλλος. Ο Σήγκμαρ?

‘Σωστά!’, είπαν οι παίκτες, αφού ξεπέρασαν το ξαφνικό σοκ. Δεν είχαν συνηθίσει να μιλάει έτσι σκληρά ο Ιερέας. Από την άλλη ήταν βετεράνος σε τουλάχιστον δυο εκστρατειών εναντίων του Χάους. Θα είχαν δει πολλά τα μάτια του και θα είχαν ακούσει πολλά τα αυτιά του. ‘Ο καθηγητής Κνόπφεν! Που είχαμε πάει σπίτι του όταν είχε ζωντανέψει ο ιατρικός σκελετός που είχε’.

Σιγά σιγά είχε αρχίσει να φρεσκάρει η μνήμη τους. ‘Αυτός δεν ήταν που έγραφε ένα βιβλίο για την ιστορία της πόλης?’, ρώτησε ο Λούκας.

‘Ναι, πως το έλεγαν το βιβλίο να δεις, στην άκρη της γλώσσας μου το έχω’, ο Εφρέζι δεν μπορούσε να το θυμηθεί ακόμα και αν κρεμόταν η ζωή του από την απάντηση στην ερώτηση αυτή.

‘Εγκυκλοπαίδικους Στρομντόρφιους!’, φώναξε το ξωτικό με ικανοποίηση που το θυμήθηκε. Γενικός η μνήμη της τον τελευταίο καιρό ήταν αδύναμη, λόγω τον χτυπημάτων που έτρωγε στις μάχες.

Ο νάνος απηύδησε με το ξωτικό που το έπαιζε έξυπνο. ‘Να σας θυμίσω ότι εμένα δεν με είχατε γνωρίσει ακόμα, τότε. Αν ήμουν και εγώ εκεί δεν θα κάναμε καν αυτήν την συζήτηση. Θα το είχα θυμηθεί προ πολλού’, είπε ενώ είχε ήδη ξεκινήσει προς το σπίτι του Κνόπφεν.

‘Που πας?’, τον ρώτησε η Ιρώνη. ‘Από την άλλη είναι!’

Όταν έφτασαν στο σπίτι του καθηγητή Κνόπφεν είδαν φως στο πάνω δωμάτιο. Ο καθηγητής δεν κοιμόταν. Η πόρτα ήταν κλειστή. Την χτύπησαν τρεις φορές.

‘Δεν είμαι εδώ!’, ακούστηκε μια φωνή. ‘Φύγετε, μην με ενοχλείτε’.

Ο Λούκας ξεκίνησε να φύγει.

‘Εμείς είμαστε’, είπε το ξωτικό που δεν το έβαζε εύκολα κάτω. ‘Οι τυχοδιώκτες από την Ουμπερσράηκ. Που είχαμε σκοτώσει τον σκελετό σου.’ Το τελευταίο ακούστηκε λίγο παράξενα, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν η αλήθεια!

‘Α! Μα φυσικά. Περάστε, περάστε’, τους είπε ο καθηγητής. Η διάθεση του άλλαξε αμέσως όταν κατάλαβε με ποιους μιλούσε. Ο Λούκας γύρισε πάλι πίσω και μπήκε και αυτός μέσα, μαζί με τους άλλους, βρίζοντας τους κυκλοθυμικούς καθηγητές εν γένει.

Ανέβηκαν στο δωμάτιο του καθηγητή. Ήταν γεμάτο βιβλία, από το πάτωμα ως το ταβάνι. Ο καθηγητής καθόταν στο γραφείο του και έγραφε. Χωρίς να γυρίσει να τους κοιτάξει, τους ρώτησε. ‘Λοιπόν, πως από εδώ?’.

‘Θα θέλαμε πληροφορίες για την ιστορία της πόλης. Και για εκείνον τον ερειπωμένο πύργο, στο λόφο Τέμπεστ Ναπ’, είπε ο Εφρέζι.

Ο καθηγητής τους είπε για την χωριό. Τους είπε πως πριν ακόμα δημιουργηθεί η αυτοκρατορία του Σήγκμαρ, στο σημείο που βρίσκετε τώρα ο ναός ήταν ένα κομμάτι πέτρας. Στο σημείο αυτό μαζεύονταν τα καραβάνια των φυλών των ανθρώπων και έκαναν εμπόριο. Σιγά-σιγά, δημιουργήθηκε ένα καταυλισμός, που αργότερα έγινε χωριουδάκι. Χρόνια αργότερα, όταν είχε δημιουργηθεί η αυτοκρατορία και ο Σήκγμαρ αποκήρυξε την μαγεία και ότι είχε σχέση με το Χάος, οι κάτοικοι γκρέμισαν την πέτρα και πάνω της, συμβολικά, έχτισαν έναν ναό του Σήγκμαρ.

‘Όσο για τον λόφο Τεμπεστ Ναπ, και τον ερειπωμένο πύργο που βρίσκετε εκεί’, ξεκίνησε να λέει ο καθηγητής ενώ σηκώθηκε από την καρέκλα του και άρχισε να κάνει βόλτες από την ένταση και την πώρωση του, ‘αυτός είναι ένα από τα πολλά βαρβαρώδη μνημεία των ξωτικών των οποίων ο αξιολύπητος πολιτισμός, και οι τραγελαφικές προσπάθειες δημιουργίας πολιτιστικών μνημείων, προϋπήρχε του δικού θεσπέσιου πολιτισμού’. Ο Κνόπφεν είχε πάρει φόρα και είχε ξεχάσει την παρουσία της Ιρώνη στο δωμάτιο. Η Ιρώνη από τακτ, ή από βαρεμάρα, προτίμησε να μην το σχολιάσει. Παρόλα αυτά, όταν έφυγαν, πίεσε τους υπόλοιπους να επισκεφτούν τον λόφο, πριν πάνε πάλι πίσω στον Ιερέα και του ανακοινώσουν ότι θα εκτελέσουν ανασκαφές στον ναό του. Ίσως έβρισκαν κάποιο κρυμμένο στοιχείο εκεί. Όπως θα δείτε, κάτι υπήρχε κρυμμένο εκεί, αλλά η παρέα του ξωτικού δεν κατάφερε να ανακαλύψει τίποτα και να μείνει μόνο με τις υποψίες.

Το επόμενο πρωί, παρά την καταρρακτώδη βροχή, ξεκίνησαν για το λόφο Τέμπεστ Ναπ. Είχαν πλέον συνηθίσει την βροχή, και το περπάτημα στις λάσπες. Μόνο ο νάνος είχε μεταφορικό μέσω, την αγελάδα του (την Σάλλυ, ξέρετε…). Στην πύλη, ο φρουρός είχε προσπαθήσει να τους μεταπείσει.

‘Μην πάτε εκεί’, είχε πει, ‘ο πύργος είναι στοιχειωμένος. Τα φαντάσματα εκεί θα σας πιούνε τις ψυχές σας!’, τους προειδοποίησε.

‘Δεν νομίζω’, είπε ο νάνος, ‘έχω μαζί μου το βαρελάκι με τον Υδροκέραυνο. Αν είναι να πιουν κάτι, σίγουρα θα προτιμήσουν τον ζύθο, από την ψυχή του ξωτικού’. Τον φρουρό τον ξεγέλασε, αλλά όχι και τους συνταξιδιώτες του. Η αμηχανία και η νευρικότητα αιωρούνταν πάνω από την ομάδα. Ύστερα από την μάχη με τον Νεκρομάντη, δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλα κακόβουλα, αιθέρια πνεύματα από τον άλλο κόσμο.

‘Δεν νομίζεις πως η αγελάδα του νάνου φαίνεται πιο λεπτή από όταν μας την δώρισε ο Άκερλαντ?’, ρώτησε το ξωτικό τον Λούκας ύστερα από μια ώρα περπατήματος. Η αγελάδα, αν και ήταν δώρο προς όλη την ομάδα, ο νάνος την είχε οικειοποιηθεί και την είχε πάρει υπό την αποκλειστική προστασία του.

‘Ναι. Αν συνεχίσει έτσι την ιππασία του ο Κρούσες, δεν νομίζω να αντέξει η αγελάδα πάνω από τρεις μέρες. Ίσως και δύο, αν μας λυπηθεί ο Σήγκμαρ’, απάντησε ο Λούκας.

‘Γιατί το λες αυτό. Σαν να θες να ψοφήσει η αγελάδα’. Η Ιρώνη κοίταξε υποτιμητικά τον Λούκας

‘Φυσικά! Μα είναι θέαμα αυτό’, ο Λούκας έδειξε τον νάνο. Καβαλούσε την αγελάδα, και ήταν όρθιος στην σέλα και έκανε κολοτούμπες και πάντα προσγειωνόταν πάνω στην σέλα. Το θέαμα ήταν εκπληκτικό. Και γελοίο. Δηλαδή εκπληκτικά γελοίο. ‘ Σε ρωτώ. Είναι θέαμα αυτό? Να καβαλάει αγελάδες ο νάνος? Τα κορίτσια στο χωριό έχουν αρχίσει και μιλάνε πίσω από τις πλάτες μας. Σπέρνουν φήμες!’, ο Λούκας επιτέλους ξέσπασε. ‘Υποτίθεται θέλουμε να φτιάξουμε ένα όνομα για την ομάδα μας. Να μας εμπιστεύονται για να μας δίνουν δουλείες. Ανάθεμα την ώρα που μας έκανε το δώρο ο Άκερλαντ, ο βλάχος. Αγελάδα! Ας μας έδινε ένα κουβά γάλα. Ή τυρί! Όσο πιο γρήγορα πεθάνει η αγελάδα, τόσο το καλύτερο, πίστεψε με’. Η αγελάδα σαν να άκουσε τον Λούκας, και του απάντησε με ένα παραπονεμένο ‘μουουου’.

Ο Λούκας συνέχισε να παραπονιέται. ‘Φοβάμαι, όμως ότι θα μας περάσουν για τρελούς με τις παραξενιές του νάνου’.

‘Ένωσε το ρόπαλο(2)’, είπε η Ιρώνη χρησιμοποιώντας μια φράση που μόνο ένα ευγενές ξωτικό θα καταλάβαινε. ‘Εγώ το φοβόμουν αυτό από την πρώτη μέρα που μας έγινε κολλιτσίδα’.

Φτάνοντας στο λόφο Τέμπεστ Ναπ, ένα αίσθημα κακουχίας και μιζέριας τους κυρίευσε. Ο ερειπωμένος πύργος υψωνόταν στον ουρανό σαν ένα δάχτυλο που έδειχνε κάτι ψηλά. Έπεισαν τον νάνο να δέσει την αγελάδα του χαμηλά στους πρόποδες του λόφου και ανέβηκαν το μονοπατάκι με τα πόδια. Όσο ανέβαιναν ο νάνος ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό. Δεν μπορούσε να ανασάνει με άνεση. Ένιωθε ανεπιθύμητος. Όχι από το ξωτικό, αυτό το ένιωθε συνέχεια, αλλά από τον πύργο. Σαν να μην τον ήθελε ο πύργος εδώ γύρο. Το ξωτικό από την άλλη φαινόταν χαρούμενο. Ήταν σε μια κατάσταση ευφορίας, που όσο πλησίαζαν τα ερείπια γινόταν πιο έντονη. Κοίταγε τις πέτρες με προσοχή, ήταν σίγουρη ότι κάτι έπρεπε να ανακαλύψει, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν αυτό. Ο Εφρέζι της θύμισε ότι ο πύργος αυτός πρέπει να είχε κατασκευαστεί από ξωτικά, και η Ιρώνη θυμήθηκε. Ο Πύργος ήταν κατασκευασμένος κατά την περίοδο του Πολέμου της Γενειάδας. Τότε που οι νάνοι είχαν κηρύξει πόλεμο στα ξωτικά. Τις σκέψεις τις, της διέκοψε ένας ψίθυρος από τα ερείπια.

‘Το ακούσατε αυτό?’, ρώτησε.

‘Ποιο’, ρώτησε ο νάνος κοιτάζοντας την με μισό μάτι.

‘Έναν ψίθυρο. Δεν τον ακούτε? Ακόμα και τώρα τον ακούω’.

‘Μας δουλεύει?’, ρώτησε ο νάνος τον Λούκας.

‘Δεν νομίζω’, είπε ο Λούκας, ‘τα ξωτικά έχουν πολύ καλή ακοή’.

‘Το ίδιο και οι νάνοι’, απάντησε ο Κρούσες πληγωμένος.

‘Δεν μπορεί να μην το ακούτε!’, φώναξε η Ιρώνη, ‘σχεδόν καταλαβαίνω ορισμένες λέξεις! Σχεδόν’. Ο Εφρέζι προσπαθούσε να αφουγκραστεί και αυτός, αλλά μάταια.

‘Μας κοροϊδεύει!’, είπε ο Κρούσες δείχνοντας την Ιρώνη, σαν ένα παιδί που ανακαλύπτει κάποιο άλλο να κάνει ζαβολιά,. ‘Το ξωτικό μας κοροϊδεύει. Είναι τσαρλατάνισα. Δεν ακούσει τίποτα. Το προσποιείται για να μας κάνει κήρυγμα για τον πόλεμο της Εκδίκησης και να κλαφτεί.’

‘Γιατί να κλαφτώ. Τι σχέση έχει ο πόλεμος Γενειάδας με τους ψιθύρους!’.

Ο πόλεμος μεταξύ ξωτικών και νάνων είχε διαφορετική ονομασία, αναλόγως με ποιους μίλαγες. Για τα ξωτικά ήταν ο πόλεμος της γενειάδας, επειδή οι νάνοι κήρυξαν πόλεμο επειδή ο βασιλιάς των ξωτικών είχε ξυρίσει την γενειάδα ενός διαπραγματευτή των νάνων. Για τους νάνους, ήταν ο πόλεμος της εκδίκησης, επειδή τα ξωτικά έπρεπε να πληρώσουν με αίμα για τις προσβολές τους ενάντιων των νάνων. Το χρέος των ξωτικών έχει διαγραφεί με τον θάνατο του Βασιλιά τους από τα χέρια του βασιλιά των Νάνων, Γκότρεκ, εδώ και χρόνια, αλλά οι νάνοι δεν ξεχνάνε εύκολα. Η δυσπιστία τους απέναντι στα ξωτικά είναι θρυλική.

‘Νομίζω ότι αναγνωρίζω κάποιες λέξεις. Η διάλεκτος μου είναι αμυδρά γνώριμη…’, συνέχισε η Ιρώνη και επίτηδες δεν ολοκλήρωσε την φράση της. Δεν είχε νόημα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν οι ψίθυροι που άκουγε.

Ο νάνος ήταν ιδιαίτερα εκνευρισμένος, αλλά ο Εφρέζι που δεν είχε δώσει σημασία στην διαμάχη, παρατήρησε καλύτερα τα ερείπια. Οι πέτρες, όταν της καθάρισε από την βρωμιά και την σκόνη, είχαν το ίδιο χρώμα με τις πέτρες που έψαχναν. Κοίταξε κάτω, αλλά αντί για πλάκες είδε μόνο χώμα.

‘Πρέπει να σκάψουμε…’, είπε ο Εφρέζι.

Ο Νάνος ρίχτηκε με τα μούτρα στο σκάψιμο, με τα γυμνά του χέρια.

‘…αλλά πρώτα να πάμε στο χωριό να φέρουμε φτυάρια’, ολοκλήρωσε ο Εφρέζι.

Όλο αυτό το πήγαινε έλα, είχε αρχίσει να δημιουργεί νεύρα σε όλους (ειδικά στην Σάλλυ, την αγελάδα). Ο Φρούρος της πύλης ξαφνιάστηκε όταν τους είδε να πηγαίνουν δεύτερη φορά στον πύργο.

‘Το φάντασμά σου μας ζήτησε και άλλη μπύρα’, του είπε ο νάνος, αλλά το αστείο του δεν βρήκε ανταπόκριση.

Άρχισαν το σκάψιμο στο εσωτερικό του πύργου. Σε λίγο θα νύχτωνε και κανείς δεν ήθελε να είναι εδώ την νύχτα. Σε βάθος ενός μέτρου βρήκαν το δάπεδο που είχε καλυφτεί από χώμα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Σκαλισμένα στο δάπεδο ήταν τα ίδια σύμβολα με αυτά που είχαν οι πέτρες που είχαν αφήσει στον Σούλμαν, αλλά έλειπαν κάποια κομμάτια. Αποφάσισαν ότι τα κομμάτια που είχαν μαζέψει προέρχονταν από αυτό το σημείο. Για κάποιο λόγο είχαν σκορπιστεί σε τέσσερα σημεία. Κάποια μαγική έκρηξη? Ο νάνος ήταν αυτής της άποψης. Η μαγεία είναι ύπουλη, έλεγε, και να, ακόμα και η μαγεία των ξωτικών έσκασε στα μούτρα τους, είπε γελώντας.

‘Μπαμ! Στα μούτρα τους! Χαχααχχαχα αααχ’, είπε. Πάνω από τέσσερις φορές. Το ξωτικό ήταν έτοιμο να τον στραγγαλίσει.



‘Τέσσερα σημεία λοιπών, και ξέρουμε μόνο τα τρία’, είπε ο Εφρέζι. Του άρεσε να λύνει μυστήρια (αν και το μυστήριο του θανάτου της Μάντριγκα Μπρένερ δεν το έλυσε ποτέ, δεν είχε καταλάβει καν ότι ήταν μυστήριο. Όπως όλοι στο χωριό, έτσι και αυτός είχε χάψει το παραμύθι που διέδωσε ο Σεμπάστιαν Μπρένερ ότι ήταν αυτοκτονία, αλλά δεν ήταν. Οι γιοι του θα ήθελαν πολύ να βρούνε τον ένοχο, αν ήξεραν ότι η μητέρα τους είχε πέσει θύμα δολοφονίας). Όσον αφορά τα σημεία στα οποία σκορπίστηκαν τα κομμάτια της πέτρας, ο Εφρέζι υπέθεσε ότι θα σχημάτιζαν ένα σταυρό με κέντρο το λόφο Τέμπεστ Ναπ. Το βόρειο σημείο ήταν εκεί που βρήκαν τον Γκομπσπάητ. Το δυτικό σημείο ήταν η πέτρα των κτηνανθρώπων. Το ανατολικό σημείο αρχικά υπέθεσαν ότι ήταν ο τάφος του Στίκχελμ, στον ναό του Μορρ, αλλά ο Εφρέζι τους διόρθωσε.

‘Από ότι μου είπε ο Ιερέας, ο Στίκλχελμ είχε αρχικά θαφτεί στις όχθες του ποταμού Τράνινκ στο Φορθινκ Φορντ, εκεί που νίκησε την απέθαντη στρατιά των βρικολάκων, και μετά υπέκυψε στα τραύματα του. Εκεί είχαν βρει την πέτρα τότε οι στρατιώτες του και την χρησιμοποίησαν σαν ταφόπλακα’. Όλα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό του Εφρέζι. ‘Αρά εκεί ήταν το δυτικό σημείο. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Το βόρειο σημείο ήταν στην πόλη. Στο ναό του Σήγκμαρ. Εκεί βρισκόταν η τελευταία πέτρα’, είπε ο Εφρέζι, και αμέσως συνηδητοποίησε ένα μεγάλο πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν.

‘Πάμε λοιπών’, είπε ο Λούκας. ‘Πρέπει να ανοίξουμε ορισμένες τρύπες!’.

Ο Εφρέζι δεν απάντησε. Είχε πέσει σε κατάσταση κατατονίας.

‘Δεν πιστεύω να φοβάσαι τον Ιερέα Γκότσαλκ?’, του είπε η Ιρώνη. Ανυπομονούσε να δει το πρόσωπο του Ιερέα όταν του έλεγαν ότι θα σκάψουν στα θεμέλια του ναού του.

..

‘Άκουσα καλά?’, φώναξε ο Ιερέας τόσο δυνατά που σχεδόν ένιωσαν το οστικό κύμα της φωνής του.

Το πρόσωπο του Γκότσαλκ είχε πάρει ένα σκούρο κόκκινο χρώμα, ‘Εφρέζι, είπες ότι θα σκάψεις στα θεμέλια, ή παράκουσα? Μα το Σήγκμαρ, εύχομαι να παράκουσα. Να εύχεσαι να παράκουσα!’

‘Ε, ναι, θα θέλαμε να σκάψουμε. Με αυτά τα φτυάρια, όταν τα ευλογήσεις’.

‘Πλάκα με κάνεις τώρα?’, ο Ιερέας άρχισε να μιλάει στην διάλεκτο του χωριού του. Πάντα όταν
έβγαινε εκτός εαυτό υποτροπίαζε στην διάλεκτο αυτή.

‘Όχι, κοίταξε, δεν ξέρεις καλά τι έχει γίνει’, ο Εφρέζι θα ορκιζόταν ότι άκουσε το ξωτικό να χαχανίζει.

‘Η πέτρα, αυτή φτέει για τα οράματα σου. Αυτή ελκύει το χάος στο χωριό σου. Τον νεκρομάντη, τους κτηνανθρώπους, τα γκόμπλινς. Τυχαίο? Δεν νομίζω!’.

‘Εφρέζι. Ακούγοντας τι λες, για ένα πράμα είμαι σίγουρος ότι ελκύει η πέτρα. Την βλακεία’. Ενώ μίλαγε ο Γκότσαλκ, έφτυνε χωρίς να το θέλει τον Εφρέζι. Ο Εφρέζι έκανε πως δεν το καταλάβαινε, αλλά το ξωτικό προσπαθούσε τόσο πολύ να μην γελάσει που κόντευε να λιποθυμήσει.

‘Γκότσαλκ…’, πετάχτηκε ο Λούκας για να σώσει την κατάσταση.

‘Σκασμός εσύ!’, του είπε. Ο Γκότσαλκ δεν σήκωνε ποτέ όταν νευρίαζε. ‘Εφρέζι, θες να βεβηλώσω τον ναό του Σήγκμαρ για μια μαγική πέτρα? Των ξωτικών?’

Ο Εφρέζι είχε ιδρώσει. Έπρεπε να φανεί πολύ διπλωμάτης. ‘Μα πως μπορείς να είσαι ύσηχος όταν κάτω από τον ναό σου είναι μια τέτοια πέτρα? Πρέπει να την βγάλουμε’.

‘Όχι! Καλύτερα έτσι. Ο ναός πρέπει να είναι πάνω από την μαγεία. Ανυπέρβλητος’. Ο Γκοτσαλκ είχε παρασυρθεί από το πάθος του για την θρησκεία του Σήγκμαρ και δεν θα άκουγε την λογική. Άρχισε να τους κάνει μισή ώρα κήρυγμα για τον Λόγο του Σήγκμαρ, την αυτοκρατορία και την και την μαγεία που είναι η ρίζα του Χάους. Η Ιρώνη είχε αρχίσει να κουράζετε. Αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσει τα κόλπα του Πάρτοναγκαλια, του καθηγητή της, του μέγα διδασκάλου της Τσαρλατανιάς.

Επί άλλη μισή ώρα η Ιρώνη και ο Γκότσαλκ επιχειρηματολογούσαν. Σαν μια μονομαχία δύο έμπειρων ξιφομάχων, το σπαθί τους χάραζε το κορμί του αντιπάλου, προσπαθώντας να δουν τις αδυναμίες τους και τα δυνατά τους σημεία. Τα λόγια του Γκότσαλκ ήταν τραχιά και βαρύγδουπα, γεμάτα πάθος για τον Σήγκμαρ, την αυτοκρατορία και τα Έργα των Ανθρώπων. Τα λόγια της Ιρώνης ήταν γλυκά και τραγουδιστά, γεμάτα κοπλιμέντα για τους Ανθρώπους, αλλά και με προειδοποιήσεις για την μανία του χάους και την έχθρα του σε κάθε τι που το εναντιώνεται. Κανενός όμως η επιχειρηματολογία δεν μπορούσε να υπερτερήσει του άλλου. Κανείς δεν μπορούσε να πείσει τον άλλο. Η Ιρώνη πάλευε να προωθήσει την ατζέντα της και να τον πείσει να τους αφήσουν να κάνουν μια μικρή ανασκαφή στα θεμέλια της εκκλησίας, ο Γκότσαλκ όσο το άκουγε οργιζόταν. Το θεωρούσε μέγιστη βεβήλωση και ασέβεια στον Σήγκμαρ και στον νάο του. Η Ιρώνη αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να παίξει το τελευταίο της χαρτί.

‘Έχω να σου κάνω μια προσφορά που δεν μπορείς να αρνηθείς’, του είπε.

‘Να ακούσω’, απάντησε ο Ιερέας με επιφύλαξη.

‘Αν μας αφήσεις να ξεθάψουμε την πέτρα από το ναό σου, σαν να βγάζαμε την ρίζα του Χάους από έναν αθώο, τότε σου υπόσχομαι ότι θα ασπαστώ την Θρησκεία του Σήγκμαρ’, του είπε σοβαρά.

‘Τι? Λες αλήθεια?’, αυτό που άκουσε ο Ιερέας ήταν πρωτοφανές. Ακόμα και ο Εφρέζι δεν πίστευε στα αυτιά του.

‘Ναι, αλήθεια’, απάντησε η Ιρώνη.

Ο Γκότσαλκ την κοίταξε στα μάτια έντονα. Οι ματιές τους είχαν κλειδώσει η μια στην άλλη για αρκετά δευτερόλεπτα και μια αμήχανη σιγή επικράτησε.

‘Πολύ καλά, σε πιστεύω!’, είπε ο Σήγκμαρ. Είχε αρχίσει να εκκρεμεί. ‘Πρόσεχε όμως, αν ψεύδεσαι, η οργή του Σήγκμαρ θα είναι τρομερή’.

Η Ιρώνη δεν είχε αμφιβολία για αυτό. Είχε πάρει μια γεύση της οργής του Σήγκμαρ όταν είχε κλέψει εκείνους τους αναθεματισμένους χρυσούς αετούς. Ο Ιερέας άρπαξε ένα φτυάρι.

‘Για να σου αποδείξω ότι εγώ από την μερία μου έχω αγνές προθέσεις, θα κάνω την αρχή του σκαψίματος’, είπε. Κανείς δεν προσπάθησε να τον εμποδίσει. Ενώ έσκαβε ο Ιερέας είχε χαθεί στις σκέψεις του. Όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο περήφανος ήταν με τον εαυτό του. Είχε πάρει μέρος σε τρεις ένδοξους πολέμους της αυτοκρατορίας, αλλά δεν υπήρχε μεγαλύτερη δόξα από το να κάνει ένα άθεο ξωτικό να ασπαστεί την αληθινή θρησκεία του Σήγκμαρ. Και όσον αφορά την βεβήλωση του ναού? Τρίχες. Δεν είναι βεβήλωση όταν σκάβει ο ίδιος, έτσι δεν του είχε πει το ξωτικό? Κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ανακαινίσει. Είχε δίκιο το ξωτικό, η τρύπα αυτή μετά, όταν ξεθάφτει την πέτρα, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πηγάδι. Ή σαν κρύπτη για να κρύβει τα πολύτιμα κειμήλια της εκκλησίας, όπως εκείνους τους χρυσούς αετούς που έχουν την τάση να χάνονται τελευταία. Ο Ιερέας ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του, που είχε ξεχάσει να δώσει και στους άλλους να σκάψουν. Στο τέλος το φτυάρι του χτύπησε την πολύτιμη πέτρα.

‘Ορίστε να τη’, τους είπε.

‘Ωπ, φερτή εδώ’, είπε το ξωτικό. Έδωσε την πέτρα στον νάνο. ‘Οκ, σε ευχαριστούμε. Γεια και καληνύχτα’, του είπε, και έφυγαν βιαστικά.

Ο Γκότσαλκ έμεινε μόνος σαστισμένος. Από την μία ήταν ανακουφισμένος που έδιωξε την πέτρα από τον ναό του, από την άλλη είχε μείνει μόνος σε ένα δωμάτιο με μια τεράστια τρύπα και σωρούς από χώματα. Άρχισε να νιώθει ότι είχε πέσει θύμα ενός επαγγελματία απατεώνα τόσο καλού στην δουλεία του, που όχι μόνο δεν είχε καταλάβει τι απάτη έγινε, αλλά είναι και υποχρεωμένος απέναντί στον θύτη του.

..

‘Νίκλαους, φίλε μου, πες αλεύρι!’, είπε με χαρά ο Λούκας στον Μάγο της Ουράνιας τάξης όταν μπήκε με φόρα στο δωμάτιο του.

‘Ξεχνάς ότι η Ουράνια Τάξη ασχολείται με προφητείες και με προβλέψεις του μέλλοντος’, είπε ο Νίκλαους Σούλμαν. ‘Δεν χρειάζεται ούτε αλεύρι να πω, ούτε να μου πείτε τι με γυρεύει. Ξέρω πολύ καλά, καλοί μου φίλοι. Φέρτε μου την πέτρα να τελειώνουμε με αυτήν την μετάφραση επιτέλους’.
Ο Λούκας σήκωσε τα φρύδια του και κοίταξε την Ιρώνη. Στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένος ο θαυμασμός του προς τον Σούλμαν και ήθελε να δει αν και οι άλλοι είχαν εντυπωσιαστεί από τις ικανότητες του. Ο νάνος απουσίαζε γιατί είχε μείνει στον στάβλο να ταΐσει την αγελάδα του γιατί του είχε φανεί κουρασμένη.

Ο Σούλμαν έβαλε την πέτρα στο πάτωμα του δωματίου, δίπλα από τις άλλες τρεις και ολοκλήρωσε τον πέτρινο δίσκο.

‘Αχ μάλιστα, ναι, ναι’, άρχισε να λέει και μετά συνέχισε να μουρμουρίζει μόνος του. Ο Εφρέζι και ο Λούκας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε. Η Ιρώνη κοίταξε τριγύρω της. Το βλέμμα της πλανήθηκε στις περγαμηνές που είχε κολλήσει στον τοίχο και στα σημειώματα που είχε αφήσει στο γραφείο. Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι ίσως μπορούσε να διαβάσει ορισμένα. Αλλά προσπάθησε να ακούσει τι λέει ο Σούλμαν. ‘Το Σύμπλεγμα’, τον άκουσε να λέει, ‘είναι πιο ισχυρό από ότι περίμενα!’. Έγραφε κάτι στα χαρτιά του και μετά πάλι κοίταγε τις πέτρες. Η βροχή έξω συνεχιζόταν. Ένας κεραυνός έπεσε στο πρόχειρο αλεξικέραυνο που είχε προσαρμόσει κοντά στο παράθυρο του και ο κεραυνός εκκενώθηκε στο έδαφος.

Ξαφνικά, σαν να τον χτύπησε κεραυνός (χεχε, πως τα γράφω), πετάχτηκε όρθιος.

‘Ο νάνος!’, φώναξε. ‘Που είναι ο νάνος?’

‘Στον στάβλο’, απάντησε ο Λούκας, ‘γιατί ρωτάς? Τι συμβαίνει?’

‘Πρέπει να του μιλήσω. Η πέτρα αυτή κατασκευάστηκε την εποχή του πολέμου της Εκδίκησης. Ίσως γνωρίζει τις απαντήσεις σε ορισμένες ερωτήσεις μου. Περιμένετε εδώ, μην κουνηθείτε, επιστρέφω αμέσως!’, είπε και βγήκε γρήγορα από την πόρτα, παίρνοντας μαζί του το ραβδί του.

Η ώρα πέρναγε και οι τυχοδιώκτες είχαν αρχίσει να γίνονται ανυπόμονοι. Ο Σούλμαν δεν είχε γυρίσει. Πρέπει να είχαν περάσει πάνω από δέκα λεπτά, όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε πάλι. Αλλά αυτός που μπήκε μέσα δεν ήταν ο Σούλμαν, αλλά ο νάνος ο Κρούσες.

‘Λοιπών? Τι νέα?’, τους είπε.

Αμέσως οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι έκαναν ένα πολύ μεγάλο λάθος.

‘Δεν ήρθε να σε δει ο Σούλμαν?’, των ρώτησε γρήγορο ο Λούκας.

‘Όχι’, είπε ο νάνος.

‘Γρήγορα, πάρτε τα όπλα σας ανα χείρας και φεύγομαι όχι τρέχοντας, αλλά πετώντας! Κηρύττω την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου των Μπλε Γλάρων!’, είπε φωνάζοντας με πάθος ο Εφρέζι.

Οι υπόλοιποι των κοίταζαν σαστισμένοι, σαν να μιλούσε Νόρσικα.

‘Πάμε να πιάσουμε τον Σούλμαν’, είπε ο Εφρέζι ενοχλημένος που έπρεπε να επαναδιατυπώσει την ωραία ατάκα του.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

(1) Μορκ: Ένας από τους δύο θεούς των πρασινοτόμαρων. Ο άλλος είναι ο Γκορκ. Αν και υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με το φύλο τους, μεταξύ των λογίων της Άλντορφ.

(2) Ένωσε το ρόπαλο: Η φράση αυτή χρησιμοποιείτε κυρίως από τους εμπόρους στην Ούλθουαν, όταν ένας από αυτούς περιέλθει σε δύσκολη ή/και στριμόκολη θέση, στην όποια θέση βρίσκεται ήδη ένας άλλος έμπορος. Η προέλευση της φράσης φημολογείται ότι είναι από ένα περιστατικό κατά το οποίο ο μυθικός έμπορος Τζόην Δ’Εκλαμπ είχε πέσει θύμα απάτης. Τριγυρνούσε στους δρόμους του νησιού Ούλθουαν κραδαίνοντας ένα ρόπαλο με το οποίο είχε σκοπό να ραπίσει τους απατεώνες που τον ξεγέλασαν. Στο δρόμο συνάντησε έναν άλλον έμπορα που είχε πέσει και αυτός θύμα της ίδιας απάτης. Του φώναξε την φράση που έγινε πια παροιμία. ‘Ένωσε το ρόπαλο, μαζί με το δικό μου, να τον ραπίσουμε μαζί, στο όνομα του νόμου!’. Η φράση ακουγόταν τόσο παράξενη στα αυτιά των υπηκόων της αυτοκρατορίας, που έχει αρχίσει και γίνεται σλόγκαν. Αλλά λίγοι ξέρουν την προέλευση που μόλις διαβάσατε.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment