Friday 6 August 2010

Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Η Αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού


 
Ο Μάγος, τρικλίζοντας έτρεξε προς την έπαυλη. Όλα γύριζαν γύρω του. Δεν είχε συνέλθει ακόμα από την αναστροφή του μαγικού ανέμου. Μπήκε στην έπαυλη ανέβηκε τις σκάλες και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του λόρδου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και δεν άκουγε τίποτα από μέσα. Φοβήθηκε ότι είχε φτάσει πολύ αργά. πήρε θάρρος για το θέαμα που τον περίμενε και μπήκε μέσα. Ο Λόρδος ήταν όπως τον είχε αφήσει. Κοιμόταν στο κρεβάτι με τα ρούχα. Την ίδια στιγμή άκουσε φωνές και κραυγές. Οι ήχοι προέρχονταν πίσω από την βιβλιοθήκη. Κοίταξε στο πάτωμα και είδε γρατσουνιές, σαν κάποιος να είχε σπρώξει πολλές φορές το έπιπλο δεξιά και αριστερά στο παρελθόν. Έσπρωξε την βιβλιοθήκη προς την μεριά των γρατζουνιών στο πάτωμα και από πίσω της ανακάλυψε ένα μυστικό πέρασμα που ούτε ο Λόρδος δεν θα ήξερε ότι υπήρχε. Το ακολούθησε. Μόνη πηγή φωτός μια μαγική φλόγα που άναψε ο ίδιος ο Νέκραλ βλέπει και να μην στραβοπατήσει όπως τότε στο Κολέγιο Μαγείας όταν είχε χαθεί στα μπουντρούμια. Έφτασε στην αίθουσα που είχε επισκεφτεί το πρωί, αυτή με το σημάδι του χάους στο πάτωμα, που είχε επισκεφτεί χτες. Το πάτωμα όμως τώρα ήταν γεμάτο αίματα, κουφάρια υπηρετών και τα απομεινάρια του κάδρου του πίνακα του Δαιμονικού Ματιού. Πάνω στο βωμό ήταν δεμένη και φιμωμένη, η Γκέρτυ Χόχεν, μια από τις υπηρέτριες του λόρδου Ασάφενμπεργκ. Ο Νέκραλ την έλυσε και η Γκέρτυ, με δάκρυα στα μάτια, τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε. Αργότερα ήρθαν και οι υπόλοιποι τυχοδιώκτες. Η μάχη με τους εναπομείναντες κτηνάνθρωπους ήταν εύκολη. Το ηθικό των κτηνανθρώπων είχε σπάσει ύστερα από τον θάνατο του Κτηνάνθρωπου και τράπηκαν γρήγορα σε άτακτη φυγή.
Ο Μάγος κατέβηκε στην αίθουσα του δείπνου με γοργά βήματα. Βρήκε τους υπόλοιπους εκεί, να συζητάνε πίνοντας Μπράντυ με τον γιατρό και τον κηπουρό. Η μαγείρισσα είχε έρθει να πάρει τα πιάτα. Ο Πίρσον έκανε νόημα στον μάγο να τον ακολουθήσει στην άκρη του δωματίου, εκεί που ήταν το έπιπλο με τα ποτά, για να μιλήσουν μόνοι.

Του σέρβιρε ένα ποτήρι μπράντυ. ‘Με πληροφόρησε ο βιβλιοθηκάριος ότι έχεις στην κατοχή σου ορισμένα βλάσφημα βιβλία’, είπε ο Πίρσον. Ο Νέκραλ ς δεν το αρνήθηκε και ο Πίρσον συνέχισε. ‘Πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι που δεν έχω πει σε κανένα. Το λέω σε εσένα γιατί κάθε λεπτό που περνάει είναι πολύτιμο. Εργάζομαι σε αυτό το οίκημα πολύ πριν έρθει ο Λόρδος Ασάφενμπεργκ, για την ακρίβεια από την εποχή του Λόρδου Ανδρέα Φον Μπρούνερ’. Ο Νέκραλ δεν απάντησε. Περίμενα να δει που θα το κατέληγε. Ο Φον Μπρούνερ είχε εξαφανιστεί από την έπαυλη πριν 1 χρόνο. ‘Ο Ανδρέας είχε μπλέξει με μια αίρεση, την Αίρεση του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού’, συνέχισε απτόητος ο Πίρσον. ‘Καθόταν στην άλλη αίθουσα, την αίθουσα του Πίνακα, και κοίταγε τον πίνακα επί ώρες, έχανε την αίσθηση του χρόνου. Και ήρθε η μέρα, που δεν βγήκε ποτέ από την αίθουσα. Σαν να τον κατάπιε ο πίνακας!’ Όσο περισσότερο μίλαγε ο Πίρσον, τόσο πιο σίγουρος γινόταν ο Νέκραλ ότι έμπλεκε την αλήθεια με ψέματα. Ο Πίρσον συνέχισε. ‘Εκείνη την εποχή με πλησίασε ένας Κυνηγός Μαγισσών, πράκτορας της Τάξης του Σίγκμαρ, ο … μμμ πως τον λέγαν…. ο Μπομπ Σουγκαρπαντς, ναι αυτός! Και μου ανέθεσε την αποστολή να βρω στοιχεία για την αίρεση αυτή. Μου είπε ότι η έρευνα μου είναι για το καλό της Αυτοκρατορίας!’. Ο Νέκραλ ήταν σίγουρος ότι επινόησε το όνομα εκείνη την στιγμή. ‘Ο κύριος Σούγκαρπαντς επίσης μου είπε, όχι, με διέταξε, να συλλέξω και να του παραδώσω όποιο βλάσφημο βιβλίο πέσει στην αντίληψη μου! Το τάγμα του Σίγκμαρ θα το κατέστρεφε, και ο οίκος Φον Μπρούνερ θα μου χρωστούσε χάρη που κατάφερα να καθαρίσω το όνομα τους’. ‘Κατάλαβα’, είπε ο Νέκραλ ‘Και από εμένα τι θες? Εγώ είμαι εδώ για να μεταφέρω τα έπιπλα του Λόρδου?’ ‘Μα μην κοροϊδευόμαστε κύριε Νέκραλ. Δεν νομίζω ο Λόρδος θα φώναζε έναν Μάγο μόνο για να του μεταφέρει τα έπιπλα. O γιατρός μου είπε ότι ήδη ανακαλύψατε τον πίνακα και τον αφήσατε στον ναό. Πολύ σωστή κίνηση οφείλω να ομολογήσω. Αλλά και ο βιβλιοθηκάριος μου είπε ότι βρήκατε κάποια βλάσφημα βιβλία! Πρέπει να μου τα δώσετε για να τα παραδώσω στον τέτοιον, τον… τον Μπομπ!’ ‘Δεν βρήκα τίποτα βιβλία’, μπλοφάρει ο Νέκραλ. Τότε ακούει την πόρτα της αίθουσας να κλειδώνει από τον φρουρό που είχε επιστρέψει. Αν θυμόταν καλά τον έλεγαν Πίετερ Κοχ, και ήταν αυτός που πήγε το φαγητό στους υπόλοιπους στο φρουραρχείο. Τα αποφάγια που έφερνε ήταν από… χοιρινό! ‘Δεν μου δίνεις άλλη επιλογή, εσύ μου σπρώχνεις το χέρι!’ Φωνάζει ο Πίσρον για να τον ακούσουν όλοι στην αίθουσα. ‘Πιστοί του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού, αλλάξτε την Πίστη στους άπιστους!’.

Ταυτόχρονα όλοι όσοι είχαν παραμείνει στην τραπεζαρία σηκώθηκαν. Εκτός του Χέντρικ που κοιμόταν μέσα στην πουτίγκα του, και του σαστισμένου Κλάους του έμπορου, που προσπαθούσε να καταλάβει τι γίνετε. Η οργή ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο όσων σηκώθηκαν. Ο Πίρσον άρχισε να μουρμουρίζει αποκρυφιστικές προσευχές που είχαν άσχημη επίδραση στην πνευματική διαύγεια των τυχοδιωκτών. Η μαγείρισσα Κάρλα άδραξε την ευκαιρία, έβγαλε από την ζώνη της ένα μπαλτά, ο γιατρός ένα χειρουργικό νυστέρι. Ο Πίετερ, ο φρουρός, και ο κηπουρός από ένα μαχαίρι ο καθένας. Ο Άλμπρεχτ ο αμαξάς εμφάνισε ένα μουσκέτο από τον κόρφο του, από αυτά που έχουν συνήθως οι αμαξάδες για την ασφάλεια τους όταν κάνουν δρομολόγια. Έστρεψε το μουσκέτο προς τον νάνο, αλλά ο Πίρσον ήταν στην μέση. Ο Χέντρικ, παρέμεινε ναρκωμένος μέσα στην πουτίγκα, και ο Κλάους Φον Ροθστάην είχε ασπρίσει και κοκαλώσει στην θέση του. Ο νάνος πετάχτηκε και αυτός όρθιος μαζί με την Ιρόνη, με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το τσεκούρι του και το κάρφωσε στο στομάχι του Πίερσον. Η μαγείρισσα, με τυφλό μίσος χτυπάει με τον μπαλτά την πλάτη του μάγου. Ο Μάγος αποτραβιέται μακριά της και αγνοώντας τον πόνο καταφέρνει να επικαλέσει τον μαγικό άνεμο Άσκι, και βιαστικά τον απελευθερώνει εκτοξεύοντας ένα Μαγικό Βέλος που καρφώνεται στο κεφάλι της Κάρλας. Το άψυχο κουφάρι της χτυπάει στον τοίχο και σωριάζετε στο πάτωμα. Η Ιρόνη με μια κίνηση βρίσκετε πίσω από τον Γιατρό, και του χώνει το μαχαίρι της στα πλευρά του. Η κραυγή του γιατρού είναι εκκωφαντική και θα σήκωνε στο πόδι όλη την έπαυλη αν αυτοί που κοιμόντουσαν δεν ήταν ήδη ναρκωμένοι. Ο φρουρός και ο κηπουρός πέφτουν πάνω στον Νέκραλ για να τον ακινητοποιήσουν και ο Πίρσον, αγνοώντας την πληγή στο στομάχι του και τα έντερα του που κρέμονταν αρχίζει να επικαλείται τις Καταστροφικές Δυνάμεις δείχνοντας τον μάγο. ‘Δώστε μου Δύναμη να αναπροσαρμόσω την Σάρκα του άπιστου κατ’ εικόνα και ομοίωση του Νάργκλ, του θεού της διαστροφής και της μετάλλαξης!’ φωνάζει ο Πίρσον και παράξενα χρώματα αναπηδούν από το χέρι του.

Ο Νέκραλ ένιωσε την σάρκα του να μυρμηγκιάζει, και τους μυς του να συσπώνται. Μυς που δεν γνώριζε, σε μέρη που δεν ήξερε ότι υπήρχαν. Ξαφνικά τα χρώματα χάθηκαν και ο Πίερσον σοργίαστηκε στο έδαφος χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώση το ξόρκι του. Πίσω του ήταν η Ιρόνη που καθάριζε μαχαίρι της, που μόλις είχε μπήξει στην πλάτη του Πίρσον. Ο αμαξάς χάνει την αυτοσυγκράτηση του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πέθανε ο αρχηγός της αίρεσης του. Πιέζει την σκανδάλη του μουσκέτου του προς το μέρος της Ιρόνη, χωρίς να τον νοιάζει ποίον άλλο θα πάρουν τα σκάγια. Η Ίρόνη έκανε μια απεγνωσμένη βουτιά για να καλυφθεί, και τα σκάγια ίσα που την έξυσαν, το δερμάτινο πουκάμισό της όμως άρχιζε να κοκκινίζει και θα χρειαζόταν και ράψιμο, πέρα από το πλύσιμο. Ο φρουρός πίσω της, έπιασε την κοιλιά του. Η κίνηση αυτή του προκάλεσε έντονο πόνο και απομάκρυνε τα χέρια του από το σημείο του σώματος του που ακουμπούσε. Τα χέρια του ήταν κόκκινα. Σωριάστηκε στο έδαφος όταν κατάλαβε ότι τον είχαν διαπεράσει τα σκάγια του μουσκέτου.

Ο αμαξάς δεν είχε υπολογίσει ότι τα πράγματα θα πήγαιναν έτσι. Έκανε έναν γρήγορο απολογισμό της κατάστασης. Ο Πίερσον κειτόταν νεκρός δίπλα από τα έντερα του, η μαγείρισσα νεκρή και αυτή στην άλλη μεριά του δωματίου και δίπλα της νεκρός και ο γιατρός και ο φρουρός (ο τελευταίος από το μουσκέτο του, πρόσθεσε). Στην λίστα συμπλήρωσε και τον κηπουρό που μόλις δέχτηκε ένα θανατηφόρο χτύπημα από τον νάνο. Τότε ο Άλμπρεχτ έκανε την πρώτη του σωστή κίνηση και στραγήγημα. Πήδησε μέσα από το παράθυρο, έπεσε στον κήπο και έτρεξε σαν διάβολος δαέμονας προς τα τείχη. ‘Μάγε, σε καθιστώ υπεύθυνο για όσα μέλη της Αίρεσης μου χάθηκαν! Αν είχες επιστρέψει το βιβλίο μας, τώρα ο Πίρσον θα ζούσε και θα λατρεύαμε τον Αφέντη Δάεμονα που θα είχαμε επικαλέσει! Δεν θα σε ξεχάσω όσο ζωωωω’ απείλησε ο Άλμπρεχτ και χάθηκε στην νύχτα.

Πίσω στην αίθουσα του δείπνου, ο Κλάους Φον Ρόθσταην δυστυχώς βρήκε την φωνή του και άρχισε να τσιρίζει για βοήθεια. Ο Νάνος έκλεισε τα αιτία του και ο μάγος σάστισε από την διαπεραστικότητα της τσιρίδας. ‘Σκασμός’ του είπε η Ιρόνη και του έριξε ένα σκαμπίλι για να ηρεμήσει. ‘Μα! Μα κάθε φορά που σας βλέπω, κινδυνεύει η ζωή μου. Το μόνο που μας λείπει τώρα είναι μερικοί κτηνάνθρωποι’, είπε ο Κλάους όταν συνήλθε, τρίβοντας το μάγουλο του. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και από το έξω, πέρα από το σπασμένο παράθυρο άρχισαν να ακούγονται κτηνώδη ουρλιαχτά, τύμπανα και γαβγίσματα. Ο Κλάους άρχισε να τσιρίζει πάλι και η Ιρόνη αναγκάστηκε να του ρίξει άλλο ένα σκαμπίλι. ‘Πρέπει να την κόψεις αυτήν συνήθεια. Έχει αρχίσει να με πονάει το χέρι μου’, του είπε. Ο Κλάους έβαλε το ένα χέρι του στο μάγουλο του που είχε γίνει κατακόκκινο και με το άλλο έκλεισε το στόμα του. Αφού έδεσαν την πληγή του μάγου, και ανάκτησαν τις δυνάμεις τους, βγήκαν και αυτοί από το παράθυρο για να ερευνήσουν τι γίνεται έξω. Στα αριστερά τους, λίγο πιο μακριά από την κεντρική είσοδο της έπαυλης, ήταν η μεγαλύτερη ομάδα κτηνανθρώπων που είχαν δει ποτέ συγκεντρωμένη σε ένα μέρος. Δώδεκα Ούνγκορς, το κατώτατο είδος κτηνάνθρωπων, αυτό που δεν έχει καν ολόκληρα κέρατα. Ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες και πολέμαγαν τρεις φρουρούς που είχαν ξυπνήσει με το ζόρι από τον λήθαργου του δηλητηρίου. Πιο δίπλα ήταν τρεις Γκορς, μεγαλύτεροι από τους Ούνγκορς και με μεγάλα κέρατα, πολέμαγαν τον Αρχηγό της φρουράς, τον κυνηγό Όλβερ και τα τρία σκυλιά από την Τιλέα. Τέλος, τεράστιος Γκορ Πολέμαρχος έδινε εντολές και μόλις είδε τους τυχοδιώκτες άρχισε να τους πλησιάζει απειλητικά. Τρεις Γκορ, τον ακολουθούσαν. Ο Πολέμαρχος φόραγε μια σκουριασμένη αλυσιδωτή πανοπλία, και όλοι κράταγαν τσεκούρια ή ρόπαλα. Η θέα του πελώριου Πολέμαρχου (είχε το ύψος τεσσάρων νάνων) έκανε τους τυχοδιώκτες να χάσουν το θάρρος τους για μια στιγμή. Μόλις ανασυγκροτήθηκαν οι τυχοδιώκτες, έσπευσαν να τους αναχαιτίσουν τους αντιπάλους τους.

Ο Μάγος έμεινε πίσω, μάζεψε τον Άσκυ, τον άνεμο της μαγείας του και ταυτόχρονα φώναξε στους υπόλοιπους τυχοδιώκτες: ‘Μην τους αφήσετε να μπουν στην έπαυλή, πρέπει να προστατεύσουμε τον Λόρδο’, και συνέχισε μουρμουρίζοντας ‘…αν θέλουμε να πληρωθούμε στο τέλος’. Κάτι δεν πήγε καλά όμως. Eνώ συγκέντρωνε τα αποθέματα της μαγείους του ανέμου Ασκυ, έχασε την αυτοσυγκέντρωση του και η μαγεία παλινδρόμησε. Ο άνεμος της μαγείας εκφορτίστηκε στα μούτρα του κυριολεκτικά, τα κόκαλα του κροτάλισαν και ο Νέκραλ έπεσε στα γόνατα με τις παλάμες του να ακουμπάν στο έδαφος. Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας μάταια να διώξει τις λάμψεις από την όραση του. Το ξωτικό και ο νάνος τρομοκρατήθηκαν από την απότομη εκπυρσοκρότηση μαγείας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο μάγος χειριζόταν την μαγεία πλημμελώς και απερίσκεπτα. Αν κατάφερναν να βγουν ζωντανοί από το καταραμένο κυνηγετικό οίκημα, θα είχαν μια μακροσκελή συζήτηση μαζί του.



Αυτό όμως θα γινόταν κάποια άλλη στιγμή. Τώρα προτεραιότητα είχαν οι Ουνγκορς, Γκορς, και ο πολέμαρχος που ήταν μπροστά τους. Ο Νάνος και το Ξωτικό όρμηξαν στον πελώριο Πολέμαρχο, αγνοώντας το ένστικτο αυτοσυντήρησης τους. Φώναξαν τις πολεμικές ιαχές τους των φυλών τους για να πάρουν κουράγιο ενώ κάναν έφοδο προς τον τρίμετρο αντίπαλο. ‘Για το Ούλθουαν και τον Βασιλέα-Φοίνικα!!’ φώναξε το ξωτικό. ‘Δόξα στα Ορυχεία του Κάρακ-Άλγκαραζ και στα τιμημένα καμίνια των προγόνων μου!’ Ολοκλήρωσε ο νάνος, φροντίζοντας να συμπεριλάβει περισσότερα ορόσημα από το ξωτικό, έτσι για φιγούρα. Ο Πολέμαρχος απέκρουσε το τσεκούρι του νάνου. Η Ιρόνη, πιο πολύ από τύχη παρά από επιδεξιότητα, κατάφερε να τον χαρακώσει, χωρίς να του κάνει ιδιαίτερη ζημιά. Ο Πολέμαρχος εξοργίστηκε, σήκωσε το τεράστιο χέρι του, το οποίο ακολούθησε μια ελλειπτική και επιταχυνόμενη τροχιά με προορισμό το πρόσωπο του Ξωτικού. Ακούστηκε ένα ηχηρό ‘κπλαφ’, και το ξωτικό απογειώθηκε, συνεχίζοντας την πορεία που είχε ξεκινήσει το χέρι του Πολέμαρχου. Όταν η Ιρόνη έμενε στο (ε)ξωτικό νησί Ούλθουαν, έβλεπε τα πουλιά που πετούσαν από κλαδί σε κλαδί και ονειροπολούσε πως θα ήταν να είχε φτερά. Ίσως μάθαινε κάποια άλλη φορά, αλλά όχι τώρα γιατί είχε λιποθυμήσει πολύ πριν προσγειωθεί στο έδαφος και δεν μπόρεσε να απολαύσει την αίσθηση της πτήσης. Ο Κλάους, ο λιπόψυχος χοντρέμπορος (με όλη την σημασία της λέξης), κοιτούσε με τρόμο όσα συμβαίνουν γύρω του. Από νευρική αντίδραση άρχισε να χαχανίζει και ψέλλισε, ‘Αν δεν είναι αυτό ποιητική δικαιοσύνη, τότε δεν ξέρω τι είναι’, τρίβοντας ασυναίσθητα το μάγουλο που του είχε χαστουκίσει πρωτύτερα η Ιρόνη.

Στο βάθος οι έξι Ούνγκορς ξεπάστρεψαν τους τρεις φρουρούς με τους οποίους είχαν συμπλακεί, με λίγες απώλειες. Έστρεψαν την προσοχή τους στον αρχηγό της φρουράς, τον κυνηγό και τα σκυλιά του, οι οποίοι φαίνεται να νίκαγαν στην μάχη με τους τρεις Γκορς. Ο Νάνος κοίταξε το λιπόθυμο ξωτικό. Η μάπα της είχε αρχίσει να αποκτά μια απαίσια μελανιά. Δεν την συμπαθούσε ιδιαίτερα, αλλά από την άλλη δεν συμπαθούσε περισσότερο αυτούς που χτυπάνε τους συμμάχους του. Με μανία και αλλεπάλληλα χτυπήματα εξόντωσε τον Πολέμαρχο και δύο από τα τρία Γκορ που ήταν δίπλα του. Το τρίτο, άρχισε να τρέχει προς την είσοδο της έπαυλης. Ο Νάνος έτρεξε να προστατεύσει το αναίσθητο ξωτικό από τους αντιπάλους. Παίρνοντας βαθιές ανάσες φώναξε στον μάγο να σοβαρευτεί και να σηκωθεί από το έδαφος, αρκετά ξεκουράστηκε. Κάποιος έπρεπε να πάει να προστατεύσει τον Λόρδο από τον κτηνάνθρωπο.

Πήγαν όλοι μαζί στο πρόχειρο νοσοκομείο που είχε δημιουργήσει στον πρώτο όροφο η Αδερφή Σόνια. Εκεί, χωρίς να περιμένει να ακούσει τι συνέβη, τους περιποιήθηκε τα τραύματα. Όταν ηρέμησε η Γκέρτυ, τους εξιστορήθηκε τι είχε γίνει στο υπόγειο. Όση ώρα τους μίλαγε, τα μάτια της δεν ξεκόλλαγαν από τον Νέκραλ. Τους είπε πως αμέσως μετά το δείπνο, και αφού είχε πάρει άδεια από τον Πίρσον να πάει για ύπνο νωρίτερα επειδή δεν αισθανόταν καλά, την απήγαγαν οι άλλοι υπηρέτες, αυτοί που τώρα κείτονται νεκροί στο υπόγειο. Την έφεραν εδώ με σκοπό να την θυσιάσουν μπροστά στον πίνακα του Δαιμονικού Ματιού. Με το αίμα της, είπαν, θα κατάφερνε ο Μέγας Αρχιερέας, ο Πίρσον, να καλέσει τον Δάεμονα. Περίμεναν τον Πίρσον να έρθει με το βιβλίο επίκλησης του Δάεμονα, αλλά καθυστερούσε. Όταν στο τέλος άκουσαν βήματα, νόμιζαν ότι ήρθε ο Πίρσον, αλλά ήταν δύο κτηνάνθρωποι, οι οποίοι τους σκότωσαν και πήραν τον πανί του πίνακα και έφυγαν. Όταν τελείωσε την ιστορία, την πήρε ο ύπνος. Οι τυχοδιώκτες έμειναν μαζί της και κοιμήθηκαν και αυτοί. Το πρωί θα τα έλεγαν όλα στον λόρδο και θα ξεκίναγαν τον δρόμο της επιστροφής. Με τον θάνατο του Αρχιερέα Πίρσον και τον περισσότερων μελών, είχε έρθει το τέλος της Αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού.

Ή έτσι νόμιζαν.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς. 

No comments:

Post a Comment