Saturday 16 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Το Μάτι του Κτήνους

 

Η οργή,
Tη νύχτα περιμένει.
Κόκκινη σαν την φωτιά,
Στο μάτι του κτήνους
(Από την, για ευνόητους λόγους, ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων του Πάρτον Αλαγκιά).


Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην φρουρός από την Ουμπερσράηκ
Κρούσες Μπρέρετον, αμαξάς από την Ουμπερσράηκ



Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν ευχάριστος, ούτε εύκολος. Ο Ιερέας Γκρέημπ με δυσκολία μπορούσε να περπατήσει και χρειαζόταν ένα άτομο να τον κρατάει. Ο Εφρέζι προθυμοποιήθηκε να κάνει αυτή την εξυπηρέτηση, όχι γιατί είχε τις λιγότερες πληγές και άρα ήταν ο πιο κατάλληλος, αλλά γιατί ένιωθε υποχρέωση να βοηθήσει τον ευσεβή γέροντα. Ο Κρούσες δυσκολευόταν και αυτός να περπατήσει, αλλά δεν ζήτησε βοήθεια. Εξάλλου, μόνο ο Λούκας θα μπορούσε να τον κρατήσει παραμάσχαλα, αλλά αυτός είχε την ασπίδα. Ήταν προτιμότερο ο Λούκας να είναι στην εμπροσθοφυλακή Δεν ήξεραν σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Κήπος ή αν υπήρχαν ακόμα απέθαντοι που τους περίμεναν έξω. Τίθεται βέβαια και το θέμα της Μαρμάρινης Πέτρας, του δεύτερου κομματιού που είχαν βρει να χρησιμοποιεί ως ασπίδα ο σκελετός του Στίκχελμ. Αυτές οι πέτρες είχαν την τάση να έλκουν τους κεραυνούς. Δεδομένου ότι έπρεπε να την κουβαλήσουν ως το χωριό, και δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να τρέχουν γρήγορα λόγω της κόπωσης και τον τραυμάτων επιπλέον υπήρχε και ο κίνδυνος να τους χτυπήσει κεραυνός. Τελικά το πρόβλημα αυτό το έλυσαν, αλλά όταν τους ρώτησα με πιο τρόπο, απέφυγαν να μου εξηγήσουν. Από ότι κατάλαβα, η εξήγηση περιλάμβανε ένα μακρύ σκοινί, ένα κομμάτι μεταλλικής βέργας, ένα φέρετρο, και την Ιρώνη να σπρώχνει και να τραβάει την κατασκευή μέσα στις λάσπες προσπαθώντας να αποφύγει τους κεραυνούς με μερική, δυστυχώς, επιτυχία.

Το οστεοφυλάκιο το βρήκαν άνω κάτω. Οι κοκάλινες κατασκευές είχαν καταστραφεί και τα κόκαλα ήταν σπαρμένα σε όλο το δάπεδο. Η πυραμίδα των κρανίων ήταν και αυτή διαλυμένη, τα κρανία μπερδεμένα με τα άλλα κόκαλα. Η Ιρώνη παρίστανε την αδιάφορη, και ο Ιερέας δεν ρώτησε πως καταστράφηκε η πυραμίδα. Θεώρησε ότι ήταν δουλειά του Νεκρομάντη. Όμως η στεναχώρια του για την καταστροφή των καλλιτεχνημάτων ήταν φανερή. Ο Λούκας δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα που θα τους έβγαζε στον Κήπο, αλλά αυτό στάθηκε απρόσμενα δύσκολο. Η πόρτα άνοιγε προς τα έξω αλλά κάτι την εμπόδιζε. Ο Λούκας έβαλε την ασπίδα μπροστά και πήρε φόρα. Έπεσε στην πόρτα και κατάφερε να μετακινήσει αυτό που ήταν πίσω. Η πόρτα τώρα άνοιγε ως την μέση. Ένα σωρός από πτώματα είχε δημιουργηθεί από έξω. Όταν πέθανε ο Νεκρομάντης, σταμάτησε να κινεί τα πτώματα των νεκρών και έπεσαν στο σημείο που βρισκόντουσαν και τα πιο πολλά είχαν μαζευτεί έξω από την πόρτα. , σαν να είχε βρέξει πτώματα. Όταν βγήκαν στο κήπο, το θέαμα ήταν φριχτό. Όλοι οι τάφοι ήταν σκαμμένοι και ανοιχτοί, από τα πτώματα που είχαν σκάψει και είχαν βγει έξω. Τα σώματα των νεκρών ήταν σωριασμένα σε όλο το μήκος του κήπο, άλλα είχαν πέσει μέσα στους τάφους, άλλα είχαν πέσει πάνω στα μνημεία. Η βεβήλωση των νεκρών ήταν ενάντια σε ότι πιο ιερό θεωρούσε ο Ιερέας. Το θέαμα τον ταρακούνησε έντονα, και έπεσε στα γόνατα, κρύβοντας το πρόσωπο του με τα χέρια του και κλαίγοντας με λυγμούς. Η Ιρώνη, ένιωσε άβολα, δεν ήξερε τι να του πει, εξάλλου στην Ούλθουαν τους νεκρούς τους αποτεφρώνουν, δεν τους θάβουν. Περίμενε να ηρεμήσει ο Ιερέας, και μετά τον βοήθησε να βγουν έξω από τον Κήπο. Ο Κρούσες τους είπε πως νιώθει μια υποχρέωση να μείνει πίσω και να αρχίζει να θάβει τα πτώματα, και κανείς δεν διαφώνησε, ειδικά βλέποντας κοράκια να μαζεύονται και να τρώνε τις σάρκες των νεκρών.

Επιβιβάστηκαν στην σχεδία που είχαν αφήσει στην όχθη του ποταμού Τράνινγκ και πέρασαν τα μαύρα νερά του. Κανείς δεν είχε όρεξη να μιλήσει και το μόνο που ήθελαν ήταν να φτάσουν στην Στρομντορφ και να ξεκουραστούν στο πανδοχείο. Ο δρόμος ως το χωριό δεν ήταν μακρύς, αλλά ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν αργά για να μην μείνει πίσω ο Ιερέας με τον Εφρέζι που τον κουβάλαγε. Όταν έφτασαν στην πύλη, οι φρουροί τους αναγνώρισαν και τους χαιρέτησαν. Τους ρώτησαν με ενδιαφέρον τι έγινε στο Κήπο, τα τραύματα τους ήταν εμφανή. Οι τυχοδιώκτες εξήγησαν στους έκπληκτους φρουρούς, συνοπτικά τι είχε συμβεί στον Κήπο και στην συνέχεια κατευθύνθηκαν στο πανδοχείο.

Τα νέα όμως ότι ταξιδεύουν πιο γρήγορα στην Στρομντορφ από ότι οι τυχοδιώκτες. Όταν έφτασαν στο πανδοχείο, ήδη είχα μαζευτεί ένα μικρό πλήθος που ήθελαν να ακούσουν την ιστορία τους. Όταν τους είδαν άρχισαν να τους χειροκροτάνε. Η διάθεση των τυχοδιωκτών άλλαξε ξαφνικά. Αμέσως τα τραύματα τους, άρχισαν να τους φαίνονται λιγότερο σημαντικά, και ο πόνος που ένιωθαν από αυτά, σχεδόν αδιάφορος. Έμειναν λίγο έξω από το πανδοχείο για να απολαύσουν την ξαφνική άνοδο της δημοτικότητας τους. Ύστερα από πίεση του όχλου, είπαν πάλι την ιστορία τους. Το κοινό έκανε επιφωνήματα σε κρίσιμα σημεία της αφήγησης. Τρόμαξαν στο σημείο που οι απέθαντοι έβγαιναν από τους τάφους τους, γέλασαν στο σημείο που η Ιρώνη λιποθύμησε και έπεσε μέσα στον πλημμυρισμένο τάφο. Χειροκρότησαν στο σημείο με την μάχη με τους σκελετούς, αλλά όταν η αφήγηση έφτασε στο σημείο με τον Λάζαρους, και τον Στίκχελμ βουβάθηκαν. Νόμιζαν ότι είχαν ξεφορτωθεί τον νεκρομάντη όταν τον είχαν κάψει, και η εμφάνιση του, τους εξόργισε. Το γεγονός ότι είχε ασελγήσει στο σώμα της αγαπητής σε όλο το χωριό Μάντριγκα και στα κόκαλα του ήρωα της πόλης, τους έκανε να φτάσουν στα όρια του παροξυσμού. Όταν άκουσαν ότι οι τυχοδιώκτες τελικά τον εξόντωσαν, φώναζαν και επευφημούσαν τους τυχοδιώκτες. Τους πήραν στα χέρια και τους σήκωσαν ψηλά. Ο Λούκας έκανε μια νοητή σημείωση για το πόσο αγαπητός ήταν ο ήρωας του χωριού στους κατοίκους του, και μάλλον θα ήθελαν να τους επιστραφεί το σπαθί και η πανοπλία του, αφού ήταν κειμήλια και πολιτιστική κληρονομιά.

Όταν πέρασε ο ενθουσιασμός στους κατοίκους, δύο από αυτούς πήραν τον Ιερέα και τον πήγαν σε ένα δωμάτιο στο πανδοχείο να ξεκουραστεί και φώναξαν τον ιατρό Σνάηντερ για να του παράσχει της υπηρεσίες του. Οι υπόλοιποι, όσοι χώραγαν, μπήκαν μαζί με τους τυχοδιώκτες στο πανδοχείο και τους κέρασαν ποτά. Οι γιοι του πανδοχέα χαιρέτησαν τους τυχοδιώκτες εγκάρδια. Ήταν και αυτοί ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από την ιστορία που διηγήθηκαν οι τυχοδιώκτες. Ο Λάζαρους ήταν υπαίτιος για τον θάνατο της μητέρας τους Μάντριγκα, αλλά και του πατέρα τους Σεμπάστιαν. Είπαν στους τυχοδιώκτες ότι όποτε έρχονται στο χωριό θα έχουν δωρεάν διαμονή και φαγητό στο πανδοχείο τους. Η ατμόσφαιρα είχε ελαφρώσει από την τελευταία φορά που ήταν εδώ, και οι φήμες για επίθεση από την απέθαντη στρατιά των βρικολάκων Φον Κάρσταην είχαν διαλυθεί. Μόνο ο κυνηγός Μπάημπερ ήταν κατσούφης, όπως πάντα. Καθόταν στην μόνιμη θέση του, κοντά στο τζάκι και δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό των θαμώνων. Όταν τον ρώτησαν τι συμβαίνει, είπε ότι καλά θα κάνουν να μην παίρνουν τα μυαλά τους αέρα. Οι κτηνάνθρωποι είναι ακόμα στους βάλτους. Μπορεί οι τυχοδιώκτες να τους έκαναν μεγάλο πλήγμα σκοτώνοντας τον αρχηγό τους, αλλά πάντα κάποιος άλλος θα πάρει την θέση του. Και ο βάλτος, που ο Μπάημπερ επισκέπτεται συχνά, ήταν ιδιαίτερα ήσυχος. Οι υπόλοιποι αρνήθηκαν να αφήσουν τα λόγια του Μπάημπερ να τους επηρεάσουν, και επέστρεψαν στα ποτά τους και ζήτησαν από τους τυχοδιώκτες να τους πουν την ιστορία άλλη μια φορά, προτού πάνε για ύπνο.
Η Ιρώνη κοίταξε τους θαμώνες του πανδοχείου ψάχνοντας τον Πάρτον Αλαγκιά. Όταν βρήκε που καθόταν τον πλησίασε και τον χαιρέτησε. Τον κέρασε μια μπύρα και άρχισε να τον ρωτάει για τις δουλειές που είχε κάνει στο παρελθόν. Ο Πάρτον κατάλαβε ότι η Ιρώνη ήθελε να εμβαθύνει στην τέχνη της απάτης. Δέχτηκε να της μάθει τα μυστικά και τα κόλπα της τέχνης αυτής με αντάλλαγμα να του αφηγείται τις παρελθοντικές και μελλοντικές περιπέτειες της ομάδας της ώστε να γράψει το βιβλίο που πάντα ονειρευόταν.


‘Βέβαια, και το λέω αυτό για να είμαι νομικά καλυμμένος’, εξηγεί ο Πάρτον, ‘ότι κόλπα και τρικ στην τέχνη της απάτης σου λέω, τα λέω με μόνο σκοπό να ξέρεις να προφυλάσσεσαι από διάφορους τσαρλατάνους. Δεν θα ήθελα ποτέ να τα χρησιμοποιήσεις για να εξαπατήσεις τους νομοταγείς πολίτες της αυτοκρατορίας Δεν θα ήθελα ποτέ να γίνεις τσαρλατάνος, και αν γίνεις θα είναι καθήκον μου να σε καταγγείλω στις αρχές. Με καταλαβαίνεις έτσι?’, ρώτησε κλείνοντας το μάτι του.

‘Μα φυσικά!’, απάντησε η Ιρώνη. Από το ύφος της θα νόμιζε κανείς ότι είχε προσβληθεί, αν δεν έβλεπε ότι και αυτή έκλεινε με την σειρά της το μάτι της στον Πάρτον Αλαγκιά. ‘Οι τσαρλατάνοι είναι χειρότεροι και από τους χαρτοκλέφτες!’

Ο έμπορος Φλόριαν καθόταν μαζί με τον Κλάους, ο οποίος φαινόταν να ήταν καλύτερα στην υγεία. Όταν είδε ότι οι κάτοικοι άφησαν τους τυχοδιώκτες ήσυχους, τους έκανε νόημα να έρθουν στο τραπέζι του για να τους μιλήσει.

‘Που είναι ο αμαξάς που σας είχα συστήσει? Ο Κρούσες?’, ρώτησε ο Φλόρια και στον Κλάους. Το όνομα του Κρούσες το είπε σαν να φτύνει δηλητήριο Ο Λούκας και ο Εφρέζι τότε παρατήρησαν έναν νάνο που καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στον Φλόριαν. Ήταν τόσο κοντός που δεν τον είχαν παρατηρήσει προηγουμένως Ο νάνος, κουνήθηκε νευρικά από την καρέκλα του στο άκουσμα του ονόματος Κρούσες.

‘Έμεινε στο νεκροταφείο να θάψει τους νεκρούς. Γιατί ρωτάς?’, ρώτησε ο Εφρέζι.

Προτού απαντήσει ο Φλόριαν, ο νάνος χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και σηκώνετε όρθιος πάνω στην καρέκλα.


‘Γιατί είναι ένας ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΣ!’, φώναξε ο νάνος.
‘Τσαρλατάνος?’, απαντάνε και οι δύο έκπληκτοι. Ήξεραν ότι όταν ανακαλύπτεις ότι κάποιος είναι τσαρλατάνος, ήταν ήδη πολύ αργά. Η ζημιά είχε γίνει και η απάτη είχε ολοκληρωθεί επιτυχημένα.

‘Ναι, τσαρλατάνος’, συνέχισε με πένθιμο ύφος ο Φλόριαν. ‘Και μάλιστα πολύ καλός. Κατάφερε να με ξεγελάσει και να προσποιηθεί τον αμαξά, χωρίς να έχει ιδέα για τις άμαξες. Θέλω να ελπίζω ότι ο απώτερος σκοπός του ήταν να δουλέψει για την συντεχνία των εμπόρων με πλαστές συστατικές επιστολές, αλλά στην θέση σας θα έψαχνα τα πράματα μου να δω αν λείπει τίποτα’.

Ο Εφρέζι και ο Λούκας ήδη είχαν βάλει τα χέρια στις τσέπες τους, αλλά δεν έλειπε τίποτα. Ο Εφρέζι, όταν το χέρι του ακούμπησε το κολιέ με το μαύρο πετράδι που είχε ξεχάσει ότι είχε στην τσέπη του, ένιωσε ένα τσίμπημα και το τράβηξε γρήγορα έξω.

‘Μάλλον όταν ξεκινήσατε το πρωί, ο τσαρλατάνος που ήθελε να τον αποκαλούμε Κρούσες εντόπισε τον αληθινό Κρούσες και σκέφτηκε πώς να την σκαπουλάρει. Πάω στοίχημα ότι αν πάμε στον κήπο δεν θα τον βρούμε εκεί’, εξήγησε ο Εφρέζι.

‘Και πιο είναι ο αληθινός Κρούσες τότε’, ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Μα αυτός εδώ ο νάνος. Να σας τον συστήσω. Κρούσες Αηρονφάουντερσσον, αμαξάς από το νέο και πολλά υποσχόμενο φρούριο Κάρακ-Αζγκαραζ, που αναζητεί να χτίσει ένα όνομα για τον εαυτό του!’, είπε με στόμφο ο Φλόριαν. Τα μάτια του νάνου έλαμψαν με περηφάνια στο άκουσμα του ονόματος του φρουρίου από το οποίο προέρχεται, ‘Από εδώ είναι ο Εφρέζι, ο Λούκας, και στο βάθος είναι το ξωτικό η Ιρώνη, εμ… ναι, αυτοί είναι όλοι τους’. Είχε θυμηθεί γρήγορα ότι ο μάγος Νέκραλ Χάλγκμουντ είχε πεθάνει πριν δύο μέρες, οπότε δεν χρειαζόταν να ψάξει στο πανδοχείο να τον βρει για να τον συστήσει.

Οι τυχοδιώκτες δεν ήταν πεπεισμένοι. Στην Ουμπερσράηκ υπήρχε ένα γνωμικό που λέει όποιος καεί στην κρεατόπιτα, φυσάει και το ξινόγαλο.

‘Είσαι σίγουρος ότι είναι αληθινός αμαξάς?’, ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Μα φυσικά!’, είπε ο Φλόριαν. Είχε το φιλότιμο να κοκκινίσει λίγο από ντροπή. ’Το έλεγξα, είχε όλες τις συστατικές περγαμηνές από το φρούριο, επικυρωμένες από τον αυτοκράτορα Ορίστε κοιτάτε, του είπε δείχνοντας τους τα χαρτιά με της βούλες.

‘Μα πως κατάφερες να σε ξεγελάσει ο ψεύτικος Κρούσες. Πως μπόρεσε να μπερδέψεις έναν άνθρωπο για νάνο. Το ύψος δεν σε έβαλε σε σκέψεις? Για όνομα του Σήγκμαρ δηλαδή!’.

‘Τι να πω. Ήταν πολύ καλός τσαρλατάνος!’.

Εκείνη την στιγμή έκατσε στο τραπέζι η Ιρώνη. Είχε κανονίσει με τον Πάρτον να της αρχίσει εντατικά μαθήματα από αύριο το πρωί.

‘Τι συζητάτε εδώ?’, ρώτησε τον Κλάους. Απέφυγε να παραδεχθεί την παρουσία ενός νάνου στο τραπέζι.

‘Α, τίποτα. Για τσαρλατάνους’, της είπε.

‘Ναι, τσαρλατάνους’, επανέλαβε ο νάνος με νόημα.

Η Ιρώνη τσαντίστηκε. Δεν ήξερε αν ο νάνος εννοούσε κάτι βαθύτερο. Είπε αυτή τσαρλατάνο? Που το ήξερε? Ή απλά ήθελε να προσβάλει όλα τα ξωτικά θεωρώντας τα τσαρλατάνους. Δεν θα τα πήγαινε καλά με αυτόν τον νάνο.

Ο Νίκλαους Σούλμαν κατέβηκε από το δωμάτιο του. Η φασαρία τον είχε διακόψει από τις μελέτες του. Τα μάτια του ήταν μαύρα από την κούραση και την αϋπνία. Όταν είδε τους τυχοδιώκτες, έσπευσε να τους χαιρετήσει. Ρώτησε και αυτός τι συνέβη και η Ιρώνη αναγκάστηκε να διηγηθεί για τρίτη φορά την ίδια ιστορία. Το ενδιαφέρον του Νίκλαους επικεντρώθηκε στην Μαρμάρινη Πέτρα και στο κολιέ με το μαύρο πετράδι. Όταν αντιλήφθηκε ότι το μαύρο πετράδι όμως δεν είχε σχέση με τις πέτρες των ξωτικών, αλλά ήταν συνυφασμένο με την νεκρομαντεία, έχασε αμέσως το ενδιαφέρον του. Είπε ότι η Μαρμάρινη Πέτρα ήταν όντως ένα από τα κομμάτια που του έλειπαν και ζήτησε να την φέρουν στο δωμάτιο του για να συνεχίσει την μελέτη και την μετάφραση.

Ο Λούκας καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και χάζευε τον κόσμο, πίνοντας την μπίρα του. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι το ντόπιο ποτό, ο Υδροκέραυνος ζύθος, ήταν άριστης ποιότητας. Παράλληλα αναλογιζόταν και το μπέρδεμα με τους δύο Κρούσες. Τον αμαξά και τον τσαρλατάνο. Όχι ότι τον πολυενδιέφερε, πιο πολύ για τον χαβαλέ. Για αυτόν όλοι οι αμαξάδες ίδιοι ήταν. Είτε είναι άνθρωποι, είτε νάνοι, είτε ξωτικά. Ακόμα και χάλφινγκ αμαξά να είχε, δεν τον ένοιαζε. Πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν να οδηγείς μια άμαξα. Απλά κάθεσαι στην θέση σου και κρατάς τα ηνία. Τα άλογα συνήθως ακολουθούν το δρόμο. Απλά πράματα. Για την ακρίβεια σκέφτηκε, όλοι οι αμαξάδες είναι και αυτοί λίγο τσαρλατάνοι, αφού παρουσιάζουν το επάγγελμα τους λες και είναι κάτι δύσκολο που χρειάζεσαι ειδικές γνώσεις για να το ασκήσεις. Και ο Λούκας είχε ακολουθήσει και αυτός κάποτε το επάγγελμα του αμαξά, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν του ταίριαζε. Και οι άμαξες που οδηγούσε πρέπει να ήταν ελαττωματικές Είχαν την τάση να χάνουν την πορεία τους από το δρόμο και να ντελαπάρουν .

Από τις σκέψεις του τον έβγαλε μια γυναικεία φωνή.

‘Θα παραγγείλεις τίποτα άλλο?’

Ο Λούκας σήκωσε το βλέμμα του και είδε μια νεαρή σερβιτόρα να μαζεύει τα ποτήρια μπύρας από το τραπέζι. Την είχαν προσλάβει οι γιοι του Σεμπάστιαν για να βοηθήσει στο σερβίρισμα, γιατί από όταν πέθανε ο πατέρας τους, τα είχαν βρει σκούρα με όλες τις λεπτομέρειες της διαχείρισης ενός πανδοχείου.

‘Άλλον έναν Υδροκέραυνο ζύθο’, είπε, προσπαθώντας να θυμηθεί πως την έλεγαν. Είχε ακούσει το όνομα της από τους γιους του Σεμπάστιαν. Ιλένα? Ελάνα? Κάπως έτσι.

‘Αμέσως’. Μετά από λίγο γύρισε με δύο ποτήρια αντί για ένα. ‘Έχω διάλειμμα τώρα, δεν σε πειράζει να κάτσω λίγο εδώ, θέλω να ακούσω την ιστορία σου πάλι. Δούλευα πριν και δεν πρόλαβα να την ακούσω. Μόνο αποσπάσματα εδώ και εκεί’.

Τον Λούκας δεν τον πείραζε. Κάθε άλλο μάλιστα. Η Ιλέϊν ήταν μια ευχάριστη παρουσία. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ζύθο του, ρεύτηκε ευγενικά, και ξεκίνησε την εξιστόρηση. Η Ιλέιν ήταν συνεπαρμένη με την ιστορία και δεν τον διέκοπτε καθόλου. Μόνο όταν έφτασε στο σημείο με το νεκρομάντη άρχισε να κάνει διερευνητικές ιστορίες. Ο Λουκάς συνέχισε να την τροφοδοτεί με πληροφορίες.

‘Και πως είπες ήταν το κολιέ?’ τον ρώτησε.

‘Χρυσό, με ένα μεγάλο μαύρο πετράδι’. Ο Λούκας ένιωθε μια ευφορία από την πολύ μπίρα.
‘Και το πήρατε τελικά?’

‘Ναι!’, είπε ο Λούκας κοιτώντας την… Ελόνα? Ελίζα? Όπως την έλεγαν. Σκεφτόταν πώς θα την δελέαζε να έρθει στο δωμάτιο του.

‘Και ποίος το έχει τώρα?’

Ξαφνικά σαν να σηκώθηκε ένα βαρύ πέπλο από το κεφάλι του. Ανασηκώθηκε στην καρέκλα. Γιατί τον ρωτούσε όλες αυτές τις ερωτήσεις? Συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε καν πως την λένε. Αυτή είχε μάθει σχεδόν τα πάντα για αυτόν, ενώ εκείνος δεν ήξερε τίποτα.

‘Πως είπαμε ότι σε λένε? Τι κάνεις εδώ?’ την ρώτησε απότομα προσπαθώντας να κερδίσει το χαμένο έδαφος.

‘Ιλέιν, γκαρσόνα είμαι. Δεν με θυμάσαι. Εδώ και δύο μέρες σας σερβίρω το πρωινό’, είπε και χαχάνισε ντροπαλά. Κάτι στην φωνή της, κάτι στο τρόπο που είχε στήσει το σώμα της, έκανε τον Λούκας να ξεχάσει τις υποψίες του.

‘Φυσικά σε θυμάμαι. Δεν είναι εύκολο να σε ξεχάσει κάνεις’, είπε ο Λούκας που με ευκολία άλλαξε στυλ, από υποψιασμένος σε ηδονοθήρας. ‘Μήπως θα ήθελες να ακούσεις και άλλες ιστορίες? Αν θες έλα το βραδάκι στο δωμάτιο μου’.

‘Ναι, θέλω! Θα έρθω το βράδυ, γιατί τώρα δεν προλαβαίνω. Τελείωσε το διάλειμμα μου’. Η Ιλέιν σηκώθηκε και γύρισε στον πάγκο. Ο Λούκας έσκυψε πάνω από το ποτήρι του και έκρυψε το χαμόγελο επιτυχίας που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του.

Η Ιρώνη δεν είχε παρακολουθήσει την συζήτηση του Λούκας με την Ιλέιν, αλλά τους είχε δει που μίλαγαν. Όταν έφυγε η Ιλέιν την είδε να πηγαίνει σε έναν καραφλό με μουστάκι και να του μιλάει, και μετά να επιστρέφει στο πάγκο. Έκανε μια νοητή σημείωση του προσώπου του.

Δεν ήταν ντόπιος σίγουρα. Άρχισε να πίνει την μπύρα της και να σκέφτεται τι θα κάνει αύριο. Το πρωί είχε ραντεβού με τον Πάρτον για να της εξηγήσει τα βασικά τρικ των Τσαρλατάνων. Πώς να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του θύματος τους και να το κοροϊδεύουν χωρίς να το παίρνει χαμπάρι ο άλλος. Μετά θα πήγαινε με τους φίλους της να βρουν θεραπευτικά φίλτρα, αλλά αυτή θα έπρεπε να αποφύγει την Χιλντέτ γιατί τις είχε κλέψει δύο φίλτρα χτες. Όσο σκεφτόταν και έπινα την μπύρα, ένιωσε κάτι στην τσέπη της. Έβαλε το χέρι της γρήγορα και έπιασε ένα άλλο χέρι που σίγουρα δεν ήταν δικό της. Δεν το άφησε, αλλά σήκωσε το βλέμμα της για να δει σε ποιον ανήκει Ήταν ο καραφλός τύπος. Ένιωσε βαθιά σοκαρισμένη. Κάποιος προσπάθησε να την κλέψει! Από πού και ως που? Γιατί να το κάνει αυτό? Ποιος ήταν αυτός? Πως τόλμησε? Της ήταν αδιανόητο!

‘Προσπάθησες να με κλέψεις?’ ρώτησε τον καραφλό. ‘Από πού και ως που? Γιατί να το κάνεις αυτό? Ποιος είσαι? Πως τόλμησες?’, οι ερωτήσεις της ήταν καταιγιστικές

‘Ήρεμα! Ήρεμα!’, είπε ο τύπος. ‘Σε παρακαλώ ηρέμησε!’, την εκλιπάρησε.

‘Γιατί ήθελες να με κλέψεις?’, τον ρώτησε ψιθυριστά αλλά έντονα, με φωνή που θύμιζε τον ήχο που κάνουν τα φίδια.

‘Για τα λεφτά! Γιατί άλλο?’, απάντησε ψιθυριστά και αυτός. Η απάντηση που έδωσε μίλησε στην καρδιά της Ιρώνη. Και αυτή για τα λεφτά έκλεβε. Προσπάθησε να διαπιστώσει αν λέει αλήθεια ή ψέματα. Τον κοίταξε στα μάτια έντονα και είδε ότι μέσα στα μάτια του έλαμπε η αλήθεια. Τον λυπήθηκε. Τον κέρασε μια μπύρα και του έδωσε και δέκα (10) ολάκερα σελήνια. Ο τύπος δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα.

‘Άρα μπορώ να φύγω!’

‘Ναι, δεν θα πω τίποτα. Σε καταλαβαίνω’, του απάντησε η Ιρώνη. ‘Αλλά πες μου μόνο πως σε λένε?’.
’Με λένε Γιόνας Μακρυχέρι. Σε ευχαριστώ πολύ. Και να σου πω μια συμβουλή σαν δώρο. Όταν επιστρέψεις στην Ουμπερσράηκ, να ξέρεις ότι ένα στα δέκα σελήνια που κλέβουμε, πρέπει να τα επιστρέφουμε στον Ράνταλ.

Η Ιρώνη μπερδεύτηκε. Ο Ράνταλ ήτνα ο θεός της τύχης και προστάτης των κλεφτών. Αλλά ο Γιόνας που ήξερε ότι είχαν έρθει εδώ από την Ουμπερσράηκ? Και ότι και η ίδια ασκεί την ερασιτεχνική απασχόληση του κλεψίματος. Ίσως ήταν καλύτερος κλέφτης από αυτήν και έκανε έρευνα του θύματος του πριν το κλέψει. Μπράβο του. Η Ιρώνη θα του έβγαζε το καπέλο αν φόραγε ένα. Ο Εφρέζι και ο Λούκας ξεκίνησαν για τον Ναό του Σίγκμαρ. Ο Εφρέζι ήθελε να μιλήσει με τον Ιερέα Μάγκνους. Συναντήθηκαν στην πόρτα με τον Γιόνας, ο οποίος σκουντούφλησε με τον Εφρέζι και του ζήτησε συγνώμη. Η Ιρώνη είδε το περιστατικό αυτό και χαμογέλασε. ‘Μια φορά κλέφτης, πάντα κλέφτης’, έλεγαν στην Ούλθουαν.

‘Τον ξέρεις αυτόν?’, ρώτησε την Ιρώνη εννοώντας τον Γίονας.

‘Όχι, γιατι?’
 
‘Με είχε βάλει να ρωτήσω τον Λούκας για τον νεκρομάντη και το κολιέ, και μου έδωσε λεφτά. Μετά τον είδα να σου μιλάει. Νιώθω τύψεις. Φοβάμαι ότι σας έβαλα σε κίνδυνο και ήθελα να σας προειδοποιήσω! Αλλά είχα ανάγκη τα λεφτά. Μα που πας?’

Η Ιρώνη είχε πεταχτεί από την θέση της και έτρεχε προς την έξοδο. Ίσως τον προλάβαινε. Ώστε αυτό έψαχνε στην τσέπη της. Το κολιέ με το μαύρο πετράδι! Βγήκε έξω. Ήταν σκοτάδι και η βροχή ήταν καταρρακτώδης Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Της φάνηκε ότι κάτι είδε στο βάθος του δρόμου. Έτρεξε προς τα εκεί. Μετά έστριψε αριστερά και μπήκε σε ένα μικρό σοκάκι. Στο βάθος είδε μια φιγούρα. Πλησίασε. Ήταν καραφλός και κάτι φόραγε.

‘Στάσου’, είπε

Ο Γίονας γύρισε. Είχε προλάβει να φορέσει το κολιέ.

‘Δεν ξέρεις τι κάνεις!’, του φώναξε η Ιρώνη. ‘Δώσε το κολιέ πίσω!’.

‘Δεν νομίζω’, είπε ο Γιόνας, βγάζοντας ένα μαχαιράκι, ‘ο εργοδότης μου θα μου δώσει πολλά λεφτά για αυτό το κολιέ’.

Η Ιρώνη ξεθηκάρωσε το τόξο της.

‘Ο εργοδότης σου είναι νεκρός, ηλίθιε!’, του είπε. ‘Τον σκοτώσαμε πριν ώρες, το ξέχασες?’

‘Ο νεκρομάντης? Όχι, όχι. Δεν κάνω δουλείες για νεκρούς. Ο εργοδότης μου είναι μια χαρά, πίσω στην Ουμπερσράηκ!’, απάντησε και όρμηξε με το στιλέτο του.

Η Ιρώνη απέφυγε την επίθεση του, γέρνοντας το κορμί της αριστερά. Ο Γιόνας τράβηξε το στιλέτο πίσω και το ξανάσπρωξε μπροστά, αυτή την φορά προς τα αριστερά, πρως το μέρος που είχε γύρει η Ιρώνη. Ένας κεραυνός έστραψε στον νυχτερινό ουρανό. Ο Γιόνας είχε γυρισμένη την πλάτη του, αλλά η Ιρώνη είχε το πρόσωπο της στραμμένο προς την έντονη λάμψη. Τυφλώθηκε προσωρινά και ο Γιόνας άδραξε την ευκαιρία Έμπιξε το στιλέτο του στα πλευρά της και το έστριψε. Η Ιρώνη ούρλιαξε από τον πόνο. Προσποιήθηκε ότι πέφτει πίσω, αλλά στην πραγματικότητα απλά έκανε μια ανάποδη τούμπα για να απομακρυνθεί από τον Γιόνας. Χωρίς να σηκωθεί, έβαλε γρήγορα ένα βέλος στο τόξο, και το εξαπέλυσε στον αντίπαλο της. Το βέλος καρφώθηκε στο λαιμό του και ένας πίδακας αίματος άρχισε να αναβλύζει. Το αίμα την πιτσίλισε Ο Γιόνας έπεσε στο έδαφος, το αίμα συνέχισε να αναβλύζει από τον λαιμό του. Η Ιρώνη τον παρατηρούσε μέχρι που ξεψύχησε. Για να είναι σίγουρη, πήρε το στιλέτο του και του το κάρφωσε στην κοιλιά τέσσερις φορές. Και για να μην έχει αμφιβολία, το κάρφωσε και μια τελευταία φορά στην καρδία του και το άφησε εκεί, καρφωμένο. Άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, αλλά δεν βρήκε τίποτα πέρα από τα δέκα (10) ολάκερα σελήνια που του είχε δώσει. Τότε ήταν που είδα μια κίνηση στο λαιμό του. Ήταν από το μαύρο πετράδι του κολιέ. Κάτι είχε κουνηθεί, ή ήταν η ιδέα της.

Το χέρι του Γιόνας της έσφιξε το δικό της χέρι και η Ιρώνη ούρλιαξε για μια δεύτερη φορά. Ο Γιόνας σηκώθηκε, το βέλος ήταν ακόμα καρφωμένο στο λαιμό του, και το στιλέτο στην καρδιά του, αλλά δεν έδειχνε να τον ενοχλεί. Τα νεκρά του μάτια την κοίταξαν έντονα. Η Ιρώνη είχε κοκαλώσει.

‘Ενδιαφέρον’, είπε η φωνή του νεκρομάντη Λάζαρους Μουρν που έβγαινε από το στόμα του Γιόνας.

‘Πολύ ενδιαφέρον!’, επανέλαβε σαν να διάβαζε ένα βιβλίο όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μάθει το περιεχόμενο του. Ένα γέλιο άρχισε να βγαίνει από τον λαιμό του.

‘Έχω αρκετούς κοινούς στόχους με τον εργοδότη του μακαρίτη Γιόνας!’ είπε ο Μουρν, διακόπτοντας το μανιακό του γέλιο εδώ και εκεί. ‘Θα πρέπει να τον επισκεφτώ Μπορείς να πεις στους φίλους σου, ότι θα ξανασυναντηθούμε Ιρώνη. Σύντομα!’ Και συνέχισε να γελάει.

Η Ιρώνη δεν ήταν χαζή να τα βάλει με τον νεκρομάντη χωρίς ενισχύσεις. Δεν έχασε χρόνο, γύρισε επιτόπου και άρχισε να τρέχει στον Ναό του Σήγκμαρ. Ο Ναός θα τις προσέφερε ασφάλεια και θα έβρισκε και τον Εφρέζι και τον Λούκας εκεί.

‘Ώστε τον σκοτώσατε τον νεκρομάντη?’, ρώτησε ο Ιερέας Μάγκνους τον Εφρέζι.

‘Βέβαια!’, είπε ο Εφρέζι με περηφάνια.

‘Και πήρατε και το κολιέ με το μαύρο πετράδι?’

‘Ναι, εδώ το έχω’, είπε ο Εφρέζι. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και κοκάλωσε Είχε χάσει το κολιέ! Τι ντροπή απέναντι στον θεό του τον Σήγκμαρ.

Η πόρτα του Ναού άνοιξε με δύναμη και μπήκε μέσα η Ιρώνη, χλωμή σαν το φεγγάρι Μαννσλιμπ.
‘Ο νεκρομάντης επέστρεψε από τους νεκρούς!’, φώναξε λαχανιασμένη η Ιρώνη. ‘Ξανά’, πρόσθεσε.
Οι τυχοδιώκτες ένιωθαν ότι κάνουν ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Ο Εφρέζι ένιωθε ότι βούλιαζε σε βούρκο. Πως θα ζητούσε συγχωρέσει από τον Σήγκμαρ. Μάλλον θα είχε μια δύσκολη νύχτα αυτομαστίγωσης. Ο Μάγκνους γρήγορα κατέστρωσε σχέδιο. Θα μίλαγε με τον Κέσσλερ σχετικά, για να στείλει φρουρούς στο νεκροταφείο του Μορρ. Ο νεκρομάντης σίγουρα δεν θα πήγαινε εκεί. Χωρίς τα πτώματα, η δύναμη του θα ήταν περιορισμένη Από εκεί και πέρα το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραμείνουν σε επιφυλακή και να περιμένουν το πρώτο του βήμα. Κοίταξε τον σωρό που είχε αφήσει ο Λούκας και ο Εφρέζι πιο δίπλα. Ήταν η πανοπλία και το τεράστιο σπαθί του Στικχελμ.

Ο Μάκγνους τους πίστευε πως το πετράδι του κολιέ είναι το κελί της ψυχής του Λάζαρους Μουρν. Δεν γνωρίζει με πιο νεκρομαντικό ξόρκι έβαλε την ψυχή του εκεί μέσα, αλλά θυμόταν πολύ καλά την μέρα που τον είχαν συλλάβει οι φρουροί. Μέχρι και την εκτέλεση του, δεν είχε κουνηθεί καθόλου, ήταν κατατονικός. Τώρα ήταν φανερό γιατί είχε γίνει αυτό. Ο Νεκρομάντης είχε μεταφέρει την ψυχή του στο πετράδι, και έτσι το σώμα του ήταν άψυχο. Όταν το πετράδι βρισκόταν κοντά σε κάποιον νεκρό, ο νεκρομάντης μπορούσε να πηδήσει μέσα σε αυτό και ‘ζωντανέψει’. Το πετράδι ήταν δύσκολο να καταστραφεί, αλλά όχι αδύνατο. Ήδη ο Μάγκνους τους είπε πως μια πολύ ισχυρή εκφόρτηση ενέργειας, όπως ένας κεραυνός θα μπορούσε να την εξουδετερώσει. Τώρα πως θα κατεύθυναν έναν κεραυνό στο πετράδι, δεν ήταν σίγουρος, αλλά οι τυχοδιώκτες είχαν ήδη μερικές ιδέες. Αυτό που δεν είχαν ήταν το πετράδι. Μια άλλη ιδέα ήταν να ρίξουν το πετράδι σε κάποιο βαθύ πηγάδι, κόβοντας την πρόσβαση του νεκρομάντη σε κοντινά άψυχα πτώματα. Το ερώτημα που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, ήταν πώς το πετράδι βρέθηκε στην κατοχή της Μάντριγκα.

Ο Μάγκνους θεώρησε σκόπιμο να αναφερθεί στον σωρό που είχε αφήσει ο Λούκας και ο Εφρέζι πιο δίπλα. Στην πανοπλία και το τεράστιο σπαθί του Στικχελμ.

‘Αυτά είναι κειμήλια και κληρονομιά της πόλης, αλλά φαντάζομαι ότι ίσως σας χρειαστούν σύντομα, ειδικά το σπαθί’, είπε ο Μάγκνους. Η πανοπλία ήταν καταπράσινη από την μούχλα. ‘Δώστε μου πέντε μέρες να το ευλογήσω και να διώξω την ανίερη αύρα της νεκρομαντεία από το σπαθί και θα μιλήσω με τον Κέσσλερ να σας το δανείσουμε σε περίπτωση ανάγκης. Ο Σίγκμαρ και ο Όλαους δεν θα έχουν αντίρρηση αν σφάξουμε μερικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας και της πόλης με αυτό!’

Οι τυχοδιώκτες των ευχαρίστησαν, και επέστρεψαν στο πανδοχείο να ξεκουραστούν επιτέλους. Η μέρα που πέρασαν ήταν επεισοδιακή, πιο πολύ και από εκείνη την νύχτα στο Πανδοχείο του Φεγγαριού του Ναύτη.

Ο νάνος Κρούσες είδε τους τυχοδιώκτες να μπαίνουν στο πανδοχείο, μούσκεμα από την βροχή. Ο Εφρέζι έβηχε και τουρτούριζε. Είχε αρρωστήσει. Η Ιρώνη είχε μια πληγή στα πλευρά της. Άρχιζε να του αρέσει η ομάδα τους. Ήταν μάχιμη. Ακόμα και το ξωτικό. Όταν πήγαν να κοιμηθούν, το δωμάτιο του ήταν ανάμεσα στο δωμάτιο του Λούκας και του Εφρέζι. Και από τα δύο δωμάτιο το βράδυ άκουγε βογγητά. Στο δωμάτιο του Λούκας αργά την νύχτα είχε μπει μια σερβιτόρα. Ανάμεσα στα βογγητά άκουγε τον Λούκας να της λέει, ‘Αχ, αχ και άλλο. Πιο δυνατά. Βάλε πιο πολύ δύναμη. Εκεί εκει, με πονάει! Έχεις πολύ δυνατά χέρια’, και τέτοια πράματα. Του είχε κάνει πολύ εντύπωση. Αλλά πιο πολύ εντύπωση του έκαναν τα βογγητά του Εφρέζι. Αυτός ήταν μόνος του και μεταξύ των βογκητών τον άκουγε να μιλάει σε κάποιον και να ζητάει να τον συνχωρέσει γιατί ήταν απερίσκεπτος με την μαύρη μαγεία! Προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαιναν όλα αυτά, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Το πρωί όταν γευμάτισαν του μίλησε το ξωτικό.

‘Σου έκανε και εσένα μασάζ η γκαρσόνα?’, τον ρώτησε.

‘Μασαζ? Όχι’, είπε.

‘Ούτε εμένα!’, είπε η Ιρώνη εκνευρισμένη ‘Στον Λούκας που έκανε, κοίτα πόσο πιο ξεκούραστος δείχνει’. Όντως, ο νάνος παρατήρησε ότι ο Λούκας ήταν πολύ ευδιάθετος.

‘Θα πρέπει να βρω και εγώ έναν να μου κάνει μασάζ’. Εκείνη την ώρα ήρθε στο τραπέζι τους ο Πάρτον για το ‘επαγγελματικό ραντεβού που είχε με την Ιρώνη. Μια σατανική ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό της.

‘Εφρέζι σε λένε ε?’, είπε ο νάνος στον Εφρέζι.

‘Ναι’, απάντησε ο Εφρέζι. Ηταν ξενυχτισμένος.

‘Με πιον μίλαγες το βράδυ?’, τον ρώτησε ο νάνος.

‘Με τον Σήγκμαρ’, είπε ο Εφρέζι αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν ήθελε να συνεχιστεί άλλο αυτή η συζήτηση. Ο νάνος το σκέφτηκε δύο φορές πριν αποφασίσει να μην τον ρώτησε αν του έκανε μασάζ ο Σήγκμαρ.

Στο τραπέζι της ομάδας είχε πέσει μια άβολη σιγή αμηχανίας που την διέκοψε ο γιος του μακαρίτη Σεμπάστιαν.

‘ Έχω μήνυμα για εσάς’, τους είπε, ‘ο Κέσσλερ σας περιμένει έξω από το δημαρχείο σε μια ώρα’.
‘Ντέτζα Βου!’, είπε το ξωτικό, αλλά η φράση της χάθηκε στην μετάφραση. Ούτε ο νάνος, ούτε οι υπόλοιποι ήταν γνώστες της αργκό που μίλαγαν στην Ούλθουαν.

Παρόλα αυτά, όλοι τους ήταν χαρούμενοι γιατί η μέρα έμπαινε σε έναν γνώριμο ρυθμό. Αν δεν έκαναν λάθος, ο Κέσσλερ θα τους πήγαινε στον Άντλερ, ο οποίος με την σειρά του, αφού θα έβγαζε έναν μικρό και βαρετό λόγο παινεύοντας τους για το κατόρθωμα τους, θα αναγκαζόταν να τηρήσει την υπόσχεση του και να τους δώσει τα πενήντα (50) ολάκερα ασημένια σελίνια που τους είχε υποσχεθεί.

Και πράγματι, έτσι έγινε. Ο Κέσσλερ τους πήγε στο δημαρχείο, τους ανέβασε στον πρώτο όροφο και τους έβαλε στο γραφείο του Άντλερ. Ο Άντλερ ήθελε να ακούσει από πρώτο χέρι τι ακριβώς συνέβη. Στεναχωρήθηκε, αλλά και ανακουφίστηκε, με το τραγικό τέλος της Μάντριγκα. Είπε στους τυχοδιώκτες ότι όπως κατάφεραν να αναπαυτεί η ψυχή της Μάντριγας, έτσι κατάφεραν να αναπαύσουν και την δική του ψυχή από τις τύψεις που είχε. Ήδη ένιωθε έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντά του πάλι ως δήμαρχος της πόλης. Αύριο κιόλας θα καλούσε το συμβούλιο των γερόντων σε συνέλευση! Όλα αυτά ήταν αέρας στα αυτιά των τυχοδιωκτών, και απλά περίμεναν υπομονετικά μέχρι να φτάσει η συζήτηση και στην αμοιβή τους. Και όντως, ο Άντλερ κράτησε την υπόσχεση του. Άνοιξε ένα μικρό θησαυροφυλάκιο στον τοίχο πίσω από το γραφείο του και έβγαλε τέσσερα φουσκωμένα πουγγιά Τα κοίταξε με περιέργεια , έβαλε το ένα πάλι πίσω στο θησαυροφυλάκιο (προς απογοήτευση του νάνου) και έδωσε από ένα στον Λούκας, στον Εφρέζι και στην Ιρώνη. Στον νάνο είπε ότι υποψιάζεται ότι σύντομα θα του δοθεί η ευκαιρία να κερδίσει και αυτός το δικό του μερίδιο. Τα πρόσωπα των υπολοίπων έλαμψαν. Δεν ήταν συχνό φαινόμενο να παίρνουν τόσα ασημένια σελίνια μαζεμένα.

Ο Εφρέζι είχε το αίσθημα ότι κάτι έπρεπε να έχει προσέξει. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πως το κολιέ βρέθηκε σην κατοχή της Μάντριγκα, και ρώτησε τον Άντλερ για αυτό. Το πρόσωπο του Άντλερ σκοτείνιασε.

‘Όταν συλλάβαμε τον Λάζαρους Μουρν στο δωμάτιο του, βρήκα κοντά στο σώμα του το κολιέ αυτό. Δεν το είχε δει κανείς άλλος, και υπέκυψα στον πειρασμό να το κρατήσω. Το έκανα δώρο στην Μάντριγκα. Δεν είχα ιδέα ότι βρισκόταν μέσα στο πετράδι η ψυχή του Λάζαρους.’ Ήταν φανερό ότι η σκέψη αυτή προκαλούσε πόνο στον Άντλερ. ‘Για αυτό έχασε τα λογικά της η Μάντριγκα και έπεσε στο πηγάδι. Μου έλεγε ότι έβλεπε εφιάλτες ότι την κυνήγαγε κάποιος. Φαίνεται ότι την έθαψαν μαζί με αυτό. Ο Λάζαρους Μόρν, δεν θα έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το σώμα της Μάντριγκα και να με εκδικηθεί, γιατί εγώ είμαι αυτός που τον συνέλαβε και τον δίκασε για νεκρομαντεία’.

Ο Εφρέζι ικανοποιήθηκε μόνο εν μέρει με την απάντηση του Άντλερ. Υπήρχαν ακόμη πολλά σημεία που θα ήθελε να ερευνήσει, αλλά δυστυχώς όσο πέρναγε ο καιρός, οι μάρτυρες μειώνονταν. Ο άντρας της Μάντριγκα, ο Σεμπάστιαν, δεν είχε καταλάβει τίποτα? Δεν του είχε κάνει εντύπωση η παράξενη συμπεριφορά της Μάντριγκα? Δεν είχε υποπτευθεί ότι είχε δεσμό με άλλον? Αλλά τώρα ο Σεμπάστιαν είναι νεκρός. Και οι νεκροί είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Επίσης γιατί να πέσει στο πηγάδι η Μάντριγκα? Αν κάποιος βλέπει εφιάλτες, δεν πέφτει σε πηγάδια. Πιο λογικό θα ήταν να είχε πάει στην μαία, την Χιλντέτ για να της ζητήσει κάποιο γιατροσόφι ή υπνωτικό. Ίσως θα έπρεπε να μιλήσει στην Χιλντέτ, σκέφτηκε. Οι υπόλοιποι, δεν είχαν κάνει τέτοιες σκέψεις. Για την ακρίβεια σκέφτονταν πως θα φύγουν και πως θα ξοδέψουν τα λεφτά τους. Άρχισαν να ετοιμάζονται να αποχωρήσουν.

Ο Άντλερ τους χαιρέτησε αλλά ζήτησε από την Ιρώνη να μείνει για να τις μιλήσει όταν έφυγαν οι άλλοι.

‘Με έχεις φέρει σε πολύ δύσκολη θέση’, της είπε με σοβαρό ύφος.

‘Εγώ? Πως?’, απάντησε η Ιρώνη.

‘Δεν ξέρεις ε?’, είπε ο Άντλερ.

‘Όχι’, η Ιρώνη είπε ψέματα. Ήξερε τι είχε γίνει.

‘Όταν έκλεψες τον Ιατρό Κέμπλερ, αυτών που τώρα θα χρειαστείτε για να σας ράψει και να σας βάλει νάρθηκες, θυμάσαι τι σου είπε ο Κέσσλερ?’
‘Ναι.’, της είχε πει ότι αν την ξαναπιάσει να κλέβει, θα την κρέμαγε στο λιβάδι της Βεράνας.
‘Όταν έκλεψες τα θεραπευτικά φιαλίδια της μαίας της Χιλντέτ, τι σκέφτηκες? Ότι δεν θα τις έλειπαν? Ή ότι δεν θα συμπέραινε ότι τις τα έκλεψες εσύ, αφού εσύ τις τα είχες ζητήσει προηγουμένως.
Η Ιρώνη δεν απάντησε.
‘Τώρα εγώ τι πρέπει να πω στον Κέσσλερ? Η Χιλντέτ έκανε καταγγελία, και αν το μάθει ο Κέσσλερ θα πρέπει να σας τιμωρήσει. Ξέρετε πόσο αυστηρώς είναι με το γράμμα του νόμου’. Ο Άντλερ φαινόταν ότι ήταν σε δίλημμα.
‘Από την άλλη έχετε προσφέρει αρκετά στο χωρίο. Ξεσκεπάσατε τους Χολτς, και εξοντώσατε τον αρχηγό των κτηνανθρώπων και τον νεκρομάντη. Και σώσατε την ψυχή της Μάντριγκας’. Το πρόσωπο του Άντλερ σκοτείνιασε όταν ανέφερε το όνομα της φίλης του. Σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε την Ιρώνη σαν να περίμενε να του βρει αυτή την λύση. Η Ιρώνη δεν έπεσε στην παγίδα και περίμενε και αυτή τον Άντλερ να συνεχίσει.

‘Αυτά λοιπόν’, είπε άβολα ο Άντλερ, ‘ελπίζω να τα σκεφτείς καλά, δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω’.
Η Ιρώνη δεν έχασε στιγμή. Γύρισε μεταβολή, άνοιξε την πόρτα και έφυγε, χαϊδεύοντας το πουγκί της και χαμογελώντας.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Έγιναν πολλές επισκέψεις στον Ιατρό της πόλης, Κόμπλερ, και στον Κουρέα-Χειρούργο για να γιατρευτούν τα μακροπρόθεσμα τραύματα τους . Όταν χρειαστεί να γίνει επέμβαση στο Λούκας για να καθαριστεί η μολυσμένη πληγή του, ο Κουρέας-Χειρούργος έδωσε στον Πάρτον ένα μικρό ποσό για να τραγουδάει έξω από το Κουρείο του για να μην ακούγονται οι κραυγές πόνου του Λούκας. Στην συνέχεια ανέλαβε να επουλώσει τα τραύματα του Εφρέζι αλλά δεν τα πήγε τόσο καλά. Παραλίγο μάλιστα να του προκαλούσε και μόνιμη ζημιά. Ο Κουρέας-Χειρούργος έριξε στο φταίξιμο στην προηγούμενη πολύωρη εγχείρηση που πραγματοποίησε στον κύριο Πάπαρμπεργκ και ζήτησε να ξεκουραστεί προτού πραγματοποιήσει και άλλη εγχείρηση, αλλιώς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την επιβίωση του ασθενή. Οι τυχοδιώκτες θεώρησαν σκόπιμο να μην τον ενοχλήσουν άλλο σήμερα.

Ο Ιερέας Γκρέημπ, όταν συνήλθε, ζήτησε να δει και αυτός με την σειρά του τους τυχοδιώκτες. Τους είπε πόσο ευγνώμον είναι για ότι έκαναν για την πόλη και τον Κήπο, και που σταμάτησαν τον Νεκρομάντη. Τους ζήτησε να επιβλέψουν την ταφή των πτωμάτων πάλι. Για να τους ευχαριστήσει τους είπε ότι έχει τέσσερα δώρα να τους δώσει, ένα για τον καθένα. Κοίταξε τα νύχια του με περιέργεια, σαν να τα μετράει και άρχισε να τα κόβει ένα ένα. Στο τρίτο νύχι κοντοστάθηκε και κοίταξε τους τυχοδιώκτες. Προτού κόψει και το τέταρτο νύχι, ρώτησε που ήταν ο αμαξάς ο Κρούσες και όταν του είπαν για το ποιων του και ότι ήταν τελικά τσαρλατάνος, σταμάτησε το κόψιμο στα τρία νύχια. Τους κοίταξε και τους είπε ότι είναι γέρος, και αρκετά ευσεβείς στα μάτια του Μορρ. Όσο έχουν τα νύχια αυτά μαζί τους, και αν συνεχίσουν τον δρόμο που έχουν χαράξει, ο Μορρ θα στρέψει αλλού την προσοχή του όταν βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο. Τελετουργικά, προς απογοήτευση του νάνου, έδωσε από ένα στον Λούκας, στον Εφρέζι και στην Ιρώνη. Στον νάνο είπε ότι υποψιάζεται ότι σύντομα θα του δοθεί η ευκαιρία να κερδίσει και αυτός την εύνοια του Μορρ.

‘Γιατί να θέλω την εύνοια του Μορρ’, είπε ο νάνος. ‘Προτιμώ να μην ξέρει ποιος είμαι!’, είπε. Ο Γκρέημπ του απάντησε ότι ήταν σχήμα λόγω και ότι εννοούσαν το ίδιο πράμα.

Την ίδια μέρα ο βροχερός καιρός έγινε χειρότερος. Μια θύελλα έπληξε την Στρόμντορφ για δύο μέρες. Οι τυχοδιώκτες δεν βγήκαν από το πανδοχείο. Ο Εφρέζι ήθελε να αναρρώσει από το πρόσφατο κρύωμα, και οι υπόλοιποι να θεραπεύσουν τα τραύματα τους. Η Ιρόνη πέρασε τον περισσότερο καιρό της κάνοντας μαθήματα υποκριτικής με τον Πάρτον. Ο νάνος Κρούσες είχε παρέα το βαρελάκι του που ήταν γεμάτο με τον Υδροκέραυνο Ζϋθο. Ο Εφρέζι συνήθως προσευχόταν στον Σήγκμαρ ζητώντας συχώρεση που έχασε το πετράδι του Νεκρομάντη, και αντί να το καταστρέψει και να απαλλαγεί η αυτοκρατορία από αυτό, απεναντίας τώρα υπήρχε ένας ακόμη νεκρομάντης που κατάστρωνε σκοτεινά σχέδια. Ο Λούκας ήταν εξαφανισμένος στο δωμάτιο του. Μόνο η Ιλέην τον είδε τις δύο αυτές μέρες, όταν του πήγαινε τα γεύματα του. Την δεύτερη μέρα της θύελλας, ένας ντόπιος μπήκε στο πανδοχείο φέρνοντας ανησυχητικά νέα. Οι θύελα είχε καταστρέψει της προμήθειες του χωριού. Νερό είχε μπει μέσα στους σιτοβολώνες αχρηστεύοντας το αποθηκευμένο σιτάρι. Την ίδια μέρα και όλας, οι τιμή του ψωμιού είχε διπλασιαστεί. Ο φόβος του λιμού είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του, αλλά για την ώρα ίσως οι σοδειές από τις φόρμες του νότου να ήταν αρκετές για να ξεπεραστεί η κρίση.

Το βράδυ της δεύτερης νύχτας που μαινόταν η θύελλα, τύμπανα άρχισαν να χτυπάνε και καραμούζες να ακούγονται κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Όλο το πανδοχείο σηκώθηκε στο πόδι και όταν οι τυχοδιώκτες κατέβηκαν στην κεντρική σάλα μαζί με όλους τους ένοικους, είδα δυο μέλη της φρουράς να προσπαθούν να εξηγήσουν τι γίνεται.

‘Ησυχία, ακούστε!’, φώναξε ένας από τους δύο. Και οι δύο φρουροί ήταν αναψοκοκκινισμένο, αναμαλιασμένοι και ιδρωμένοι
‘Το χωριό βρίσκεται υπό την επίθεση των Κτηνανθρώπων του βάλτου!’.
Όλοι χλόμιασαν Είχαν ακούσει από τον Μπέημπερ για τους κτηνανθρώπους, οι οποίοι είχαν σκοτώσει την γυναίκα του. Ήταν αλήθεια ότι λεηλατούσαν καμιά φάρμα, αλλά αυτό ήταν σπάνιο, και ποτέ δεν είχαν φτάσει τόσο βόρεια, όσο το χωριό τους. Οι τυχοδιώκτες μάλιστα τους είχαν καθησυχάσει ότι είχαν σκοτώσει τον αρχηγό τους, αν και αυτό απλά σημαίνει λίγο καιρό ησυχίας μέχρι να αναδειχτεί κάποιος άλλος αρχηγός.

‘Όσοι δεν είναι μάχιμοι, να μείνουν στο πανδοχείο, οι υπόλοιποι να έρθουν να ενισχύσουν το τείχος του χωριού’. Οι τυχοδιώκτες και αρκετοί ένοικοι, ετοιμάστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και ακολούθησαν τους φρουρούς. Δεν είχε νόημα να προσποιηθούν ότι δεν είναι σε θέση μάχης, γιατί αν η άμυνα του χωριού κατέρρεε, τότε σίγουρα θα τους σκότωναν όλους οι κτηνάνθρωποι. Στην καλύτερη περίπτωση. Ο νάνος σκέφτηκε γρήγορα. Είχε παρατηρήσει την ύπαρξη ενός μουσκέτου στο πανδοχείου. Βρήκε τους γιους του πανδοχέα και τους ζήτησε να του δανείσουν

Όσο έτρεχαν στα λασπωμένα σοκάκια προς το τείχος του χωριού οι τυχοδιώκτες αναγνώρισαν μερικούς από τους κατοίκους της πόλης. Ο μεθυσμένος Eσταλός, Εντουάρντο Ροντρίγκουες, έτρεχε και αυτός κρατώντας το μακρύ και λεπτό ξίφος του. Η Ιρώνη είδε την φιγούρα του κυνηγού Μπέημπερ να ανεβαίνει στην οροφή ενός σπιτιού για να έχει πλεονεκτική θέση όταν θα άρχιζε να εξαπολύει βέλη με το τόξο του. Όταν έφτασαν στο σημείο του τείχους που ήταν μαζεμένοι οι Κτηνάνθρωποι τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.

Η φρουρά είχε εγκαταλείψει την άμυνα του τείχους, γιατί οι Κτηνάνθρωποι χρησιμοποιώντας μεγάλους κορμούς από δέντρα, είχαν καταφέρει να το σκαρφαλώσουν και να πηδάνε μέσα στην πόλη. Πάνω από δέκα Γκορς με άλλους τόσους Ανγκορς ξεχύνονταν προς το χωριό. Ο Κέσσλερ και οι φρουροί του έκαναν ότι μπορούσαν για να μην τους αφήσουν να προχωρήσουν και το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή τους ήταν ένα βουνό από μυς που ερχόταν προς το μέρος τους, πίσω του, τέσσερις Γκορ και οχτώ Ανγκορς τον ακολούθαγαν φυλάγοντας του τα νώτα. Δεν ήταν άλλος από τον πολέμαρχο Ιζ-κα που οι τυχοδιώκτες θεωρούσαν νεκρό. Σίγουρα τώρα όμως τους φαινόταν πολύ ζωντανός, και απίστευτα τσαντισμένος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ρουθούνισε. Γύρισε το κεφάλι του προς τους τυχοδιώκτες και έβγαλε μια εκκωφαντική κραυγή μίσους. Ήταν προφανές ότι αυτοί ήταν που έψαχνε. Με γρήγορα βήματα όρμησε εναντίων τους. Οι τυχοδιώκτες είχαν παγώσει από τον φόβο τους, βλέποντας τον τεράστιο Ιζ-Κα να ορμά κατά πάνω τους. Κράδαινε το γνωστό τεράστιο τσεκούρι του, και φόραγε την αυτοσχέδια πανοπλία που είχε φτιάξει από περισυλλεγμένα κομμάτια δέρματος και ατσαλιού. Στο στήθος είχε μια τεράστια τρύπα που είχε επουλώσει κακήν κακώς. Ήταν η πληγή που δημιουργήθηκε όταν έπεσε και καρφώθηκε πάνω σε έναν κορμό δέντρου. Προφανώς η πληγή αυτή ήταν για τον Ιζ-Κα ένα απλό ενοχλητικό τραύμα. Παρόλα αυτά, το μόνο που ήθελε ήταν να διαμελίσει αυτούς που είχαν αμφισβητήσει την δύναμη του και να κατασπαράξει την σάρκα τους.

Ο Λούκας ενστικτωδώς προέταξε την ασπίδα του, η οποία μπήκε ανάμεσα σε αυτόν και τον Ίζ-κα. Το χτύπημα τον εκσφενδόνισε στον τοίχο του σπιτιού που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Ο Εφρέζι είχε παγώσει. Τότε ήταν που άκουσε την φωνή του Μάγκνους Γκοτσαλκ, του Ιερέα του ναού του Σήγκμαρ να του φωνάζει; ‘Έφρεζι, έχω μαζί μου το σπαθί του Όλαους’. Ο Μάγκνους ήταν μαζί με τους φρουρούς του Κέσσλερ και προσπαθούσαν να απωθήσουν μια άλλη ομάδα κτηνανθρώπων. Θα έλεγε κανείς ότι ένα χαμόγελο ήταν χαραγμένο στα χείλη του. Η μάχη του είχε ξυπνήσει αναμνήσεις δόξας και θριάμβου που είχε ζήσει σε άλλες εποχές. Το σφυρί του χτύπαγε τους κτηνανθρώπους-Ανγκορ αδιακρίτως. Ο ήχος των κοκάλων που σπάει ακουγόταν ως τους κτηνανθρώπους. Ο Μάγκνους είδε τον Εφρέζι και φώναξε δυνατά για να τον ακούσει μέσα από το θόρυβο της μάχης.

‘Συγκεντρωθείτε στον Πολέμαρχο! Αν τον νικήσετε, θα είναι μεγάλο χτύπημα για το ηθικό των υπόλοιπων. Για τον Σήγκμαρ!’

Το ηθικό του Εφρέζι αναπτερώθηκε Έσφιξε την λαβή της σιδερόμπαλας του. Το ίδιο είδε έκαναν και οι άλλοι. Η βροχή έπεφτε στα πρόσωπά τους, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Ένας κεραυνός φώτισε το τοπίο. Ο Εφρέζι ενστικτωδώς κοίταξε το σημείο του τείχους από το οποίο είχαν εφορμήσει οι κτηνάνθρωποι. Στην κορυφή του τείχους είδε μια φιγούρα με ρόμπες και ένα ραβδί, να κουνάει τα χέρια της και κοιτάζοντας ψηλά τον συννεφιασμένο ουρανό Ήταν η φιγούρα που τους είχε συστήσει η Μαίρη Χολτς. Ήταν αυτός που τους είχε πει το σχέδιο για να νικήσουν τον Ιζ-Κα στον βάλτο. Τι έκανε εδώ?

‘Δείτε για τελευταία φορά το χωριό σας! Πριν το καταστρέψει το Χάος’, φώναξε η φιγούρα, και ένα παράξενο φως άρχισε να βγαίνει από τα χέρια του. Ξαφνικά ένα σμήνος από μύγες άρχισε να τον περικυκλώνει Το σμήνος γινόταν όλο και πιο συμπαγές, και ύστερα από λίγο, ήταν σχεδόν δύσκολο να τον δει κανείς, τόσο παχύ είχε γίνει το παραπέτασμα από τις μύγες. ‘Μαγεία του Χάους!’, φώναξε ο Εφρέζι. Η Ιρώνη που είχε καλύτερη όραση μπόρεσε να δει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις μύγες. Ορισμένες άρχισαν να μπαίνουν στα αυτιά και στο στόμα της φιγούρας. Χασκογέλασε. Ακόμα και οι υπηρέτες του Χάους, δεν μπορούν πάντα να το τιθασεύσουν! Η φιγούρα όμως δεν έδειξε να την νοιάζει αυτή η λεπτομέρεια. Με αφύσικη άνεση, πήδησε από το τείχος και προσγειώθηκε στις λάσπες, και άρχισε να προχωράει και αυτή προς τους τυχοδιώκτες, μουρμουρίζοντας Χαοτικά ξόρκια.

Ο Ιζ-Κα έστρεψε την προσοχή του στον Εφρέζι, την ίδια στιγμή που ο νάνος και το ξωτικό ετοίμαζαν τα τόξα τους. Γύρισε το τσεκούρι του με ελλειπτική τροχιά και έσκισε την κοιλιά του Εφρέζι. Η όραση του θάμπωσε από τον πόνο και έπεσε με τα γόνατα στις λάσπες. Η σιδερόμπαλα του έπεσε από τα χέρια του, τα οποία τα έβαλε αμέσως στο τραύμα του για να μην χυθούν τα άντερα του έξω. Περίεργο. Το ρούχο του ήταν σκισμένο, αλλά δεν ένιωθε την γνωστή υγρασία που περίμενε. Την υγρασία του αίματος όταν αναβλύζει από την πληγή. Κοίταξε το τραύμα του, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Σαν να μην τον είχε ακουμπήσει τίποτα. Σαν να είχε κοιτάξει αλλού ο Μορρ, την στιγμή που ο Ιζ-Κα τον χτύπησε με το τσεκούρι Έβαλε το χέρι μέσα στην τσέπη του και βρήκε το νύχι του Ιερέα Γκρέημπ που είχε ξεχάσει ότι είχε.

Η Ίρωνη είχε οπλίσει το τόξο της και άφησε ένα βέλος να φύγει. Είχε ένα βιαστικό ραντεβού με τον ώμο του Ιζ-Κα. O Κρούσες δεν μπορούσε να αφήσει το ξωτικό να είναι το μόνο που πέτυχε τον Ιζ-Κα. Σημάδεψε με την βαλλίστρα του και πάτησε την σκανδάλη. Χα! Ώμο πέτυχε και αυτός. Ο Λούκας είχε συνέλθει από το χτύπημα με τον τοίχο, είχε σηκωθεί στα πόδια του και έψαχνε το σπαθί του. Η φιγούρα με την ρόμπα μίλησε:

‘Όπως σκοτώσατε την μητέρα μου, έτσι θα σκοτώσω και εσάς Αυτό το ορκίζομαι εγώ, ο Φολντεθ!’, το μίσος λαμπύριζε στα μάτια του, όπως λαμπύριζε και στα μάτια του Ίζ-Κα. Ο Φόλντεθ ήθελε εκδίκηση για το κρέμασμα της μητέρας του Μαίρη Χολτζ, και ο Ίζ-Κα επειδή ηττήθηκε από αυτούς στον βάλτο και αμφισβητήθηκε η ικανότητα του στην μάχη. Μόνο αν τους σκότωνε τώρα θα μπορούσε να κερδίσει την αρχηγία του πίσω πάλι. Το μαύρο σύννεφο από μύγες δεν είχαν φύγε και ακόμα περιτύλιγε τον Φόλντεθ. Η Ιρώνη προσπάθησε να τον σημαδέψει αλλά ήταν αδύνατο. Ο Φόλντεθ, κάτω από την κάλυψη των μυγών, ολοκλήρωσε ένα σαμανικό ξόρκι. Ένας κεραυνός εκτοξεύτηκε από τα χέρια του και χτύπησε στο στήθος τον Εφρέζι. Αυτή την φορά ο Μορρ τον παρακολουθούσε Ο Εφρέζι έπεσε αναίσθητος. Ο Λούκας έτρεξε να τον βοηθήσει και φώναξε για βοήθεια, αλλά κανείς από τους φίλους του δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Θυμήθηκε τον Μάγκνους και ξαναφωνάξε για να τραβήξει την προσοχή του. Ο Ιερέας του Σήγκμαρ ήταν απορροφημένος στην μάχη. Αίμα είχε πιτσιλίσει το πρόσωπο και τα ρούχα του, αλλά έδειχνε πιο ζωντανός από ποτέ. Όταν άκουσε τις κραυγές βοήθειας του Λούκας, γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος του και είδε τον λιπόθυμο Εφρέζι. Άρχισε να υποχωρεί σιγά σιγά, και να πλησιάζει το σημείο που είχε πέσει. Ο Κρούσες πέταξε ένα τελευταίο βέλος στον Ιζ-Κα και άφησε την βαλλίστρα να πέσει στο έδαφος. Βούλιαξε μέσα στην λάσπη. Αν ποτέ την έβρισκε ξανά, θα έπρεπε να αφιερώσει πολύ χρόνο στο καθάρισμα της. Για την ώρα όμως έβγαλε το μουσκέτο από την ζώνη του και άρχιζε να το γεμίζει με μπαρούτι. Πέρα από τον Ιζ-Κα και τον Φολντεθ, στην μάχη είχαν προστεθεί και τρεις Γκορ που ήθελαν πάρουν και αυτοί λίγοι από την δόξα του θανάτου των τυχοδιωκτών. Η Ιρώνη γέμισε με βέλη τον ένα από τους τρεις, σκοτώνοντας τον αργά και διεξοδικά. Ο Κρούσες πυροβόλησε τους άλλους δύο. Τα σκάγια σφηνόθικαν στα γυμνά στήθη τους και έπεσαν νεκροί μέσα στις λάσπες. Ο Ιζ-Κα έσκυψε το κεφάλι του, και όρμησε προς την Ιρώνη. Τα κέρατα του την βρήκαν στο στομάχι και την παρέσυραν Αλλά και πάλι, ο Μορρ κοίταξε αλλού, γιατί η Ιρώνη είχε και αυτή το νύχι του Ιερέα Γκρέημπ. Ο Φολντερ προσπάθησε να κάνει και ένα τρίτο ξόρκι, αλλά η μαγεία που μάζεψε αναδιπλώθηκε και του επιστράφηκε σε διπλάσια ορμή. Έχασε το φως του για λίγο. Ο Λούκας εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, πήδηξε πάνω από τους νεκρούς Γκορ και τον διακόρευσε με το σπαθί του. Ο Φολντεθ έμεινε για λίγο ακίνητος, σαν να αγκάλιαζε τον Λούκας, και μετά γλιστρώντας σιγά σιγά, έγειρε στο πλάι και έπεσε στις λάσπες. Ο Λουκάς για τα επόμενα δευτερόλεπτα προσπαθούσε να απεγκλωβίσει το σπαθί του από το άψυχο κουφάρι του. Ο Ιζ-Κα είχε μείνει μόνος του, αλλά η μανία του δεν είχε ελαττωθεί.

Ο Μάγκνους είχε έρθει και αυτός στο σημείο της μάχης της ομάδας, αλλά αγνόησε τα πάντα γύρω του, έσκυψε προς τον Εφρέζι και προσευχήθηκε σιωπηλά. Μετά σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και φώναξε:

‘Εγώ είμαι το Σφυρί Σου! Σήγκμαρ βοήθα με να σώσω αυτόν τον πιστό’.

Κανείς δεν θα το ορκιζόταν, αλλά νόμισαν ότι είδαν μια κίτρινη λάμψη από το υψωμένο χέρι του Ιερέα. Μετά από λίγο τα μάτια του Εφρέζι άνοιξαν. Οι φίλοι του πήραν θάρος από το θέαμα αυτό. Ήταν γραφτό να μην πεθάνει σήμερα ο Εφρέζι. Η Ιρώνη τράβηξε το τόξο της μία φορά ακόμα. Το βέλος που έφυγε καρφώθηκε στο κεφάλι του Ιζ-Κα, ο οποίος ούρλιαξε κοιτάζοντας το φεγγάρι Μαννσλιμπ. Μάζεψε όση δύναμη του είχε μείνει και ετοιμάστηκε να κάνει μια τελευταία λυσασμένη επίθεση στο ξωτικό. Μια πιστολιά αντήχησε από πίσω της. Ο νάνος είχε σημαδέψει τον Ιζ-Κα με το μουσκέτο του και τον αποτελείωσε πριν προλάβει να χτυπήσει το ξωτικό.

‘Αν είχα μουσκέτο φτιαγμένο στα καμίνια του φρουρίου Κάρακ-Αζγκαραζ, δεν θα χρειαζόταν να τον πυροβολούσε ξανά’, είπε κοιτάζοντας το μουσκέτο του μακαρίτη Σεμπάστιαν Μπρένερ. Οι νάνοι ποτέ δεν χάνουν ευκαιρία να θυμίσουν στους ανθρώπους και στα ξωτικά την υπεροχή των δικών των κατασκευών.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment