Sunday 17 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Ιντερλούδιο - (Δεν ήταν) η Φάρσα του Κρίμπινς

Για τον Εδουάρδο Ροντρζίγκεζ ήταν άλλη μια μαγευτική νύχτα κάτω από τα αστέρια και τον Μαννσλιμπ. Ναι η βροχή, η λάσπη και οι αστραπές χάλαγαν λίγο τον ρομαντισμό της ατμόσφαιρας που είχε φτιάξει στο επηρεασμένο από την μπύρα μυαλό του αλλά από την άλλη μπορούσε πάντα να προσποιηθεί πως βρίσκετε σε ένα πολυτελές δωμάτιο με μεταξωτά σεντόνια.Οι οικονομίες του ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τον τελευταίο καιρό. Μόνο σε φαντασιώσεις και με την βοήθεια του υδροκέραυνου ζύθου θα έβλεπε αληθινό κρεβάτι για αρκετό καιρό.

Είχε μόλις πει την ιστορία του για τα ηρωικά του κατορθώματα στην τοπική ταβέρνα, υπήρχαν μερικά νέα πρόσωπα μέσα στο πλήθος οπότε ήταν σίγουρος πως θα κέρδιζε μερικά κεράσματα για αντάλλαγμα μερικές ανείπωτες (ως τη στιγμή που θα τις σκεφτόταν) ιστορίες για τα ταξίδια του πριν την Στορμντορφ. Όλοι ήθελαν να ακούσουν ιστορίες για τις φανταστικές του εξορμήσεις στην ζούγκλα της Λούστρια, ή για την μυθική Βρετοννία και την κυρά της λίμνης. Είχε παρατηρήσει ότι οι ντόπιοι ήταν πιο ευκολόπιστοι όταν τα ψέματα τα αφηγούνται ξένοι από μακρινά μέρη, όπως ο Εσταλός Εδουάρδος ή το ξωτικό που είχε γνωρίσει πρόσφατα. Δεν θα του ήταν καθόλου δύσκολο να σκαρφιστεί και αυτός μερικές τέτοιες ιστορίες.

Ο Εδουάρδος χάιδεψε την γεμάτη από Υδροκέραυνο κοιλιά του, ξάπλωσε αναπαυτικά σε μια γωνία του λασπωμένου σοκακιού, σκεπάστηκε με το παλτό του, φίλησε το σπαθί του και μετά από μια βαθιά ανάσα ηρέμησε και άρχισε να κλείνει σιγά σιγά τα βαριά βλέφαρα του.

Δεν πρέπει να είχαν περάσει ούτε τρία δευτερόλεπτα όταν άκουσε την πρώτη κραυγή, τινάχτηκε από τα σκεπάσματά του και είδε ένα φρουρό να περνάει μπροστά από το σοκάκι του ουρλιάζοντας σαν μικρό κοριτσάκι. “Αυτός ο καταραμένος ο Κρίμπινς πότε θα σταματήσει να κάνει πλάκες στους φρουρούς?” σκέφτηκε “αφού το ξέρει πως δεν τους αρέσει να τους δουλεύουν για τους κτηνάνθρωπους και θα τον κάνουν να πληρώσει αύριο”. Από την άλλη, θυμήθηκε την πλάκα που είχε κάνει στο ξωτικό. Πότε δεν πάλιωνε το αστίο με το σκουλί κι στη μπύρα. Αυτές ήταν ωραίες πλάκες, όταν τις έκανε σε τουρίστες (εκτός του ιδίου βέβαια). Εκεί μάλιστα, αλλά όχι σε φρουρούς.

Με μισάνοιχτα μάτια κινήθηκε νωχελικά μέχρι την άκρη του σοκακιού, και είδε άλλους τρεις φρουρούς να τρέχουν, “Μα τον Σήγκμαρ, ο Κρίμπινς αυτή την φορά ξεπέρασε τον εαυτό του!. Αυτή πρέπει να είναι η πιο πειστική φάρσα που έχει κάνει ποτέ”. Με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα άρχισε να τρέχει προς την πύλη, “αυτό πρέπει να το δω”.

Μόλις έφτασε τον υποδέχθηκε ένας κτηνάνθρωπος κοντά δύο μέτρα ύψος, “Σηγκμαρ μου Κρίμπινς πως το κατάφερες αυτό; είσαι απλά ένα χάλφλινγκ , πρέπει να είναι η καλύτερη αμφιέσή σου ως τώρα” είπε καθώς έσκυψε και χτύπησε τα πόδια του κτηνάνθρωπου με το ξίφος του, χρησιμοποιώντας το ως ραβδί. “χμμ περίεργο, δεν έπρεπε να κάνει κάποιου είδους ξύλινο ήχο;” σκέφτηκε. Όρθωσε το ανάστημά του και κοίταξε τον κτηνάνθρωπο στα μάτια. Αυτός βρυχήθηκε μες τη μούρη του, σάλια τον πέτυχαν και τον έκαναν να τραβηχτεί. “Ή είσαι όντως κτηνάνθρωπος , ή αυτή είναι η καλύτερή σου πλάκα ως τώρα”.

Το χέρι του κτηνανθρώπου σηκώθηκε απότομα με ένα δικέφαλο τσεκούρι και με υπερβολικά περισσότερη ταχύτητα από όσο περίμενε κατέβηκε. Μισό δευτερόλεπτο να αργότερα να κουνιόταν και θα μπορούσε να δει τα εντόσθιά του με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες από όσες θα ήθελε.

Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το ξίφος του από τη θήκη. “Για να σε δούμε τώρα γιε….εεε….ΓΙΔΑΣ” (αργότερα θα έβρισκε κάτι καλύτερο αλλά για τώρα έκανε). Ο κτηνάνθρωπος εξοργισμένος επιτέθηκε ξανά και ξανά, αυτή τη φορά πιο αργά και επιφυλακτικά. Ο Εδουάρδος ήξερε να χειρίζεται το σπαθί του, αυτό ήταν προφανές στον κτηνάνθρωπο.

Παίρνοντας θάρρος από τις εκπληκτικές του ικανότητες στην αποφυγή άρχισε να τον κοροϊδεύει “δεν μπορείς να πετύχεις το έδαφος ακόμα και αν σκοντάψεις, έτσι;”, Όλη η δράση του είχε πάρει το κεφάλι, η αδρεναλίνη του έδινε το λαθεμένο αίσθημα της υπεροχής, ήταν αήττητος, πιο γρήγορος από όλους ω οι ιστορίες που θα μπορούσε να πει μετά, μα τον Ράνταλ θα τον κερνάγανε για μια ζωή για τα ηρωικά του κατορθώματα.

Μετά από τις επόμενες πέντε (εύκολα αποφεύγξιμες) επιθέσεις ο κτηνάνθρωπος είχε αρχίσει να κουράζετε. Ακούμπησε το τσεκούρι του στο έδαφος και προσπαθούσε να ανακτήσει την αναπνοή του. Σχεδόν ακούγοντας ήδη τους ύμνους για το πόσο ηρωικά απέκρουσε την εισβολή των Κτηνανθρώπων μόνος του όρμηξε με το σπαθί του και προσπάθησε να διαπεράσει τον κτηνάνθρωπο ανάμεσα στα μάτια. Πριν καταλάβει καν τι έχει γίνει ο εχθρός είχε αποκρούσει την επίθεσή του με την λαβή του τσεκουριού, με μια κλωτσιά στο δεξί πόδι τον είχε ρίξει στο έδαφος και έκανε στροφή για να αποκτήσει περισσότερη ταχύτητα το τσεκούρι που πλέον θα τον έκοβε σίγουρα στα δύο.

Κάτι το παράξενο έγινε εκείνη τη στιγμή, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων. Όση ώρα απέφευγε τα χτυπήματα του κτηνανθρώπου τον καθοδηγούσε, υποχωρώντας στρατηγικά, κοντά στην είσοδο των κοιτώνων των στρατιωτών που είχαν μια μεγάλη πινακίδα να κρέμεται από έξω. Και πάνω στο θυμό του (κάτι στο οποίο προφανώς είχε υπολογίσει) ο κτηνάνθρωπος δεν πρόσεξε αυτή την πινακίδα , και ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει εξ αρχής το τσεκούρι του εχθρού του μπλέχτηκε στην πινακίδα, και φυσικά το τελευταίο τμήμα του σχεδίου του δεν μπορούσε να αποτύχει, καθώς ο υπηρέτης του Χάους τράβαγε το όπλο του για να ξεκολλήσει από την πολλή δύναμη δεν μπόρεσε να σταματήσει την φόρα που είχε πάρει και έπεσε πάνω στο πέτρινο πλατύσκαλο των κοιτώνων και άνοιξε το κεφάλι του στα δύο. Ο Εδουάρδος έκανε μια γρήγορη ευχαριστήρια προσευχή στον Ράνταλ. Για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξανασηκωνόταν σύντομα, τον μαχαίρωσε μερικές φορές. Άλλωστε το σπαθί του έπρεπε να φαίνεται ματωμένο για να συμφωνεί με την επική ιστορία που θα έλεγε αργότερα στο πανδοχείο.

Τότε ήταν που είδε και τους υπόλοιπους κτηνανθρώπους να πηδάνε από τα τείχη. Κοίταξε κάτω τον νεκρό κτηνάνθρωπο. Ώστε αυτός ήταν η εμπροσθοφυλακή. Θα άνοιγε τα τείχη για να μπουν οι υπόλοιποι, αλλά φαίνεται ότι προτίμησαν να σκαρφαλώσουν τα τείχη. Δεν ήξερε ότι ήταν τόσο εύκολο, αλλά στο κάτω κάτω είχαν φτιαχτεί υπό την επίβλεψη του Κέσσλερ, όχι κάποιου νάνου.

“Λοιπόν έκανα ότι μπορούσα, πιστεύω είναι ώρα να βρω καινούριο σοκάκι προφανώς σε άλλη πόλη” είπε και άρχισε να τρέχει προς την σχετική ασφάλεια που θα του πρόσφερε το κέντρο του χωριού.

Δεν κοίταζε μπροστά του γιατί το θέαμα προς τα πίσω του (και η ταχύτητα που έπρεπε να φτάσει για να μην τον φτάσει το προαναφερθέν θέαμα) ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον, οπότε εξεπλάγην όταν άρχισε να τον προσπερνάει από την αντίθετη μεριά η φρουρά. Αρχικά ένας φρουρός, και μετά και οι υπόλοιποι. Φώναζα πολεμικές ιαχές. Και ποιος ήταν αυτός? Ο Ιερέας Μάγκνους ή του φάνηκε. Και γιατί κράταγε ένα πολεμικό σφυρί. Γιατί όλοι έτρεχαν προς την λάθος κατεύθυνση? Από εκεί είχε κτηνανθρώπους, δεν το ήξεραν?

Από την άλλη σίγουρα θα χρειαζόντουσαν κάποιον να βεβαιώνεται πως οι νεκροί κτηνάνθρωποι είναι όντως νεκροί και μετά να περιμένει υπομονετικά κρυμμένος σε μια γωνία για να εξολοθρεύσει τον επόμενο κτηνάνθρωπο που θα προσποιούνταν πως είναι νεκρός.

“Οι υποχρεώσεις του ήρωα δεν τελειώνουν ποτέ.", σκέφτηκε και γύρισε πάλι πίσω, ακολουθώντας τους φρουρούς.

No comments:

Post a Comment