Sunday 10 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Συντομη Δεύτερη Ζωή της Μάντριγκα Μπρέννερ

 

"…είναι γρουσουζιά να κρατάς ασπίδα" - Λούκας Πάπαρμπεργκ πρώην φρουρός.

 

Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην φρουρός από την Ουμπερσράηκ
Κρούσες Μπρέρετον, αμαξάς από την Ουμπερσράηκ




Ο Γουόλτροτ φώτισε το δωμάτιο με τον πυρσό του. Η φλόγα τρεμόπαιζε, και το σκηνικό που έβλεπαν μπροστά τους, τους επιβεβαίωσε τις υποψίες που είχαν. Βρίσκονταν μέσα στο οστεοφυλάκιο του Κήπου. Η ξύλινη πόρτα πίσω τους εμπόδιζε τους νεκροζώντανους να μπουν μέσα, αλλά αυτό δεν τους σταμάταγε να την χτυπάνε. Ευτυχώς δεν ήξεραν πως λειτουργούν τα πόμολα, και τα χτυπήματα δεν ήταν πολύ ισχυρά, αλλά αν βαρέσεις κάτι συνέχεια, κάποτε θα σπάσει. Προσπάθησαν να αγνοήσουν τους απέθαντους για την ώρα και επικεντρώθηκαν στο οστεοφυλάκιο και στο μακάβριο θέαμα που έβλεπαν μπροστά τους.

Παντού υπήρχαν στοίβες από κατάλευκα οστά. Αλλά αυτό που προκάλεσε δέος και ταυτόχρονα ανησυχία ήταν τα κοκάλινα κατασκευάσματα. Αρχικά, στην μέση του δωματίου ήταν μια πυραμίδα από κρανία ύψους δυόμισι μέτρων. Δίπλα της, σκαλοπάτια κατέβαιναν σε ένα άλλο δωμάτιο. Αχνό κίτρινο φως φαινόταν στο τέλος της σκάλας. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με οστά, δημιουργώντας εσοχές που έφταναν ως το ταβάνι. Το ταβάνι είχε και αυτό κοκάλινε αψίδες και έναν μεγαλοπρεπή πολυέλαιο από οστά. Στην νότιο τοίχο, ένα πολύπλοκο σχέδιο είχε φτιαχτεί από οστά που απεικόνιζε το οικόσημο του Αυτοκράτορα. Ο Γουόλτροτ, φούσκωσε το στήθος του και με περηφάνια δήλωσε ότι είχε βοηθήσει τον Αδερφό Γκρέημπ όταν έφτιαχνε αυτές τις μακάβριες διακοσμήσεις.Ο Λούκας και ο Κρούσες άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Η φλόγα του πυρσού του Γουόλτροτ έκανε τις σκιές να χοροπηδάνε συνεχώς δίνοντας μια απόκοσμη αίσθηση στον χώρο.

‘Μάλλον του σάλεψε του Ιερέα’. Ο Λούκας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας λογικός άνθρωπος θα έφτιαχνε τέτοια πράγματα με ανθρώπινα οστά. Το ηλίθιο χαμόγελο του Γουόλτροτ, του το επιβεβαίωνε.

Και σε ποιον δεν θα σάλευε αν η μόνη παρέα που είχε ήταν οι νεκροί?‘’, αναρωτήθηκε ο Κρούσες. Μετά θυμήθηκε και τον Γουόλτροτ, ’Δηλαδή, οι νεκροί και ο Γουόλτροτ’, πρόσθεσε.

Η Ιρώνη δεν μπορούσε να εκφέρει γνώμη. Δεν είχε μάθει ακόμα τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων. Ήταν πολλά αυτά που της φαίνονταν αλλόκοτα σε σχέση με τα έθιμα των ξωτικών. Επίσης τα αυτιά τις ακόμα βούιζαν από τις απανωτές ομοβροντίες κεραυνών που είχαν πέσει όταν ήταν ακόμα έξω στον κήπο. Ο Εφρέζι είχε πάει παραπέρα και θαύμαζε από κοντά το κοκάλινο οικόσημο του Αυτοκράτορα όταν άκουσε τον προβληματισμό του Κρούσες και του Λούκας σχετικά με την ψυχική υγεία του Αδερφού Γκρέημπ.

‘Όχι, όχι, μια χαρά είναι ο Αδερφός Γκρέημπ. Ή αν έχει κάποια ψυχολογική διαταραχή, αυτό δεν μπορούμε να το διακρίνουμε από τα κοκάλινα εργοτεχνήματά του’, ο Εφρέζι είχε πάρει ένα δασκαλίστικο ύφος. ‘Τα κοκάλινα έργα είναι συνηθισμένα στους κήπους του Μορρ. Έχω πάει και σε άλλους και έχω δει και εκεί αντίστοιχες καλλιτεχνίες’. Ο Εφρέζι εννοούσε τον Κήπο του Μορρ στην Ουμπερσράηκ, εκεί που είχε χάσει τα λογικά του και τράπηκε σε άτακτη φυγή, ενώ οι υπόλοιποι φρουροί του τάγματος του σφαγιάστηκαν από τους απέθαντους. Αλλά απέφυγε να προσθέσει την λεπτομέρεια αυτή.

‘Με όλα αυτά που βλέπουμε εδώ, ο Αδερφός Γκρέημπ προσπάθησε να δείξει ότι ακόμα και στον θάνατο μπορεί κάποιος να βρει την ομορφιά’

‘Ααα’, αναφώνησαν ο Κρούσες και το Λούκας. Αυτό τα εξηγούσε όλα.

‘Ααα’, ούρλιαξε και ο Γουόλτροτ. Όλοι τους γύρισαν να τον κοιτάξουν. Είχε ασπρίσει και κοίταζε κάτι πίσω από την Ιρώνη. Γύρισαν και αυτοί να δουν τι είχε προκαλέσει τον τρόμο στον αργόστροφο Γουόλτροτ. Ήταν ένας σκελετός, μόνο που αυτός ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Ήταν ζωντανός και με εχθρικές διαθέσεις. Το λευκό κρανίο του είχε μια έκφραση σαν να χαμογελάει, τα άσπρα δόντια του ήταν εκτεθειμένα στο φως του πυρσού. Όρμησε προς την Ιρώνη, η οποία είχε παραλύσει από τον φόβο. Ο Γουόλτροτ πανικοβλήθηκε, και ο πυρσός του έπεσε από τα χέρια. Ο ίδιος έτρεξε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια δυό-δυό. Ένας άλλος σκελετός έπεσε από το ταβάνι και προσγειώθηκε πάνω στα σκαλοπάτια που μόλις είχε κατέβει ο Γουόλτροτ, κλείνοντας τον δρόμο για τους υπόλοιπους. Ένας τρίτος σκελετός προσγειώθηκε πάνω στον πυρσό σβήνοντας τον και βουτώντας όλο το δωμάτιο στο σκοτάδι. Ο Λούκας, ένιωσε το κόκαλα να σφίγγουν γύρω από το δεξί του μπράτσο. Όλοι τους είχαν να αντιμετωπίσουν από έναν σκελετό.

Ο Εφρέζι βούτηξε στο πάτωμα ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει τον πυρσό. Ο Λούκας προσπάθησε να απαγκιστρώσει τον σκελετό που είχε τυλιχτεί πάνω του. Άρχισε να ρίχνει το σώμα του στους τοίχους για να σπάσει τα κόκαλα, και κατά προτίμηση όχι τα δικά του. Η Ιρώνη έκανε ένα βήμα πίσω για να έχει χώρο για ελιγμούς και έριξε δύο βέλη στον σκελετό που ήταν μπροστά της. Σαν ξωτικό, είχε πολύ καλύτερη όραση και έβλεπε στο σκοτάδι καλύτερα από τους ανθρώπους. Τα βέλη της βρήκαν το στόχο της. Καρφώθηκαν στο κρανίο του σκελετού και τον θρυμμάτισαν. Τα κόκαλα έχασαν την συνοχή τους και έπεσαν στο πάτωμα. Ο ήχος που έκαναν της θύμισε όταν έπεζα τα τυχερά παιχνίδια με τα ζάρια της στο πανδοχείο το Φεγγάρι του Ναύτη.


Ο Κρούσες πισωπάτησε και αυτός, αλλά όχι για να κάνει χώρο για ελιγμούς. Δεν έβλεπε που ήταν ο σκελετός που είχε εμφανιστεί μπροστά του και θεώρησε ότι πισωπατώντας θα τον απέφευγε. Πάτησε κάτι μαλακό. Θα ορκιζόταν ότι πάτησε κάποια κουράδα, αλλά οι κουράδες δεν ουρλιάζουν με την φωνή του Εφρέζι (και αμφέβαλε αν οι σκελετοί αφοδεύουν). Όχι, ήταν τα δάχτυλα του, που ψηλάφιζαν στο σκοτάδι ψάχνοντας τον πυρσό. Σκόνταψε. Προσγειώθηκε στον πισινό του. Βόγκηξε από το πέσιμο και τον πόνο που ένοιωσε και αμέσως το μετάνιωσε. Έκλεισε το στόμα του γρήγορα για να μην προδώσει την θέση του στους σκελετούς. Το μόνο που άκουγε ήταν χτυπήματα στον τοίχο που συνοδεύονταν από θρυμματισμούς, σαν να τσουγκρίζει κάποιος αυγά. Ήταν ο Λούκας που προσπαθούσε να σπάσει τα κόκαλα του σκελετού που είχε γραπωθεί πάνω του. Ο Εφρέζι συνέχισε το ψάξιμο (με το ένα χέρι αυτήν την φορά) και τελικά βρήκε τον πυρσό. Τον άναψε βιαστικά για να μπορούν να βλέπουν οι υπόλοιποι. Ο Λούκας είχε καταφέρει να αποδεσμευτεί από τον σκελετό του, όχι όμως αναίμακτα. Από την μολυσμένη πληγή του, είχε αρχίσει πάλι να τρέχει αίμα, και από την κούραση το σπαθί του, του φαινόταν πολύ βαρύ. Το χειρότερο ήταν ότι τα κόκαλα του σκελετού που κατέστρεψε, άρχισαν να κολλάνε μεταξύ τους και να δημιουργούνται δύο μικρότεροι σκελετοί, οι οποίοι όρμησαν εκ νέου στον Λούκας. Ο Κρούσες είδε έναν σκελετό να πλησιάζει τον Εφρέζι χωρίς να τον έχει πάρει είδηση ο τελευταίος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, με γρήγορες κινήσεις όπλισε την βαλλίστρα του, και έριξε δύο βέλη εναντίων του σκελετού, αποφεύγοντας επιδέξια να πετύχει τον Εφρέζι. Ο σκελετός καταστράφηκε, αλλά ο Εφρέζι δεν ήταν ιδιαίτερα ευγνώμον. Γύρισε προς τον Κρούσες εκνευρισμένος, χωρίς να δει τους δύο μικρότερους σκελετούς που σχηματίζονταν πίσω του, από τα κόκαλα του σκελετού που καταστράφηκε.

‘Τι στο Δάεμ..!?! Είσαι τρελός? Θες να με σκοτώσεις?’, φώναξε.

‘Δεν είναι ώρα για φωνές. Δεν βλέπεις ότι παλεύουμε για την ζωή μας?’, ψιθύρισε ο Κρούσες βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα του.

Και τι με αυτό? Αν δεν μας σκοτώσουν οι σκελετοί, σίγουρα θα μας σκοτώσεις εσύ! Μην ρίχνεις βέλη όταν είμαστε μπροστά σου. Μα το τηγανιστό λουκάνικο του Σήγκμαρ, δηλαδή!’. Πάντα όταν εκνευριζόταν ο Έφρεζι του ξέφευγαν εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν οι ναύτες στο λιμάνι της Ουμπερσράηκ.

‘Είχα καλές προθέσεις!’, δικαιολογήθηκε ο Κρούσες.

‘Ο δρόμος για το Καθαρτήριο του Μορρ, είναι στρωμένος με καλές προθέσεις’, απάντησε κοφτά ο Εφρέζι.

‘Τι? Είναι απειλή αυτό, τώρα?’. Ο Κρούσες είχε θιχτεί.

Η Λούκας τους διέκοψε.

‘Πιστεύετε ότι είναι κατάλληλη η ώρα για τσακωμούς’, είπε ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τις πολλαπλές επιθέσεις των δύο κοκάλινων εχθρών του.

Ο Κρούσες το έπιασε το υπονοούμενο, και έσπευσε να τον βοηθήσει. Έριξε άλλο ένας βέλος στους αντιπάλους του Λούκας, καταστρέφοντας τον ένα. Ο Εφρέζι έστρεψε την προσοχή του στους δικούς του αντίπαλους, και άρχισε να στριφογυρίζει την σιδερόμπαλα του.

‘Μα την ανάσα του Σήγκμαρ! Τι κάνεις? Πρόσεχε που ρίχνεις τα βέλη σου! Θες να μας βγάλεις κανένα μάτι!’, φώναξε ο Λούκας. Ούτε αυτός εκτίμησε την βοήθεια του Κρούσες, ιδιαιτέρως. ’ Είμαστε σε κλειστό χώρο!’.

‘Οι σύμμαχοί μου είναι κότες!’, είπε ο Κρούσες σε κανέναν συγκεκριμένα. Κανείς δεν τον άκουσε. Ειδικά η Ιρώνη που τα αυτιά της δεν είχαν σταματήσει να κουδουνίσουν. Αγνοώντας το κουδούνισμα, έστρεψε το βέλος της στον τελευταίο σκελετό και γέμισε βέλη. Έκανε νοητή σημείωση να προσέχει πόσα βέλη της μένουν ακόμα στην φαρέτρα και να ανεφοδιαστεί όταν και αν ποτέ γυρίσει πίσω στο χωριό. Ο Εφρέζι χωρίς να χάνει χρόνο, κατέβασε την σιδερόμπαλα στον τελευταίο του αντίπαλο, θρυμματίζοντας το κρανίο του. Τα κόκαλα σκορπίστηκαν στο δάπεδο. Οι τυχοδιώκτες κοίταξαν τριγύρω τους, αλλά δεν είχαν μείνει άλλοι σκελετοί. Για την ακρίβεια υπήρχαν πολλοί σκελετοί, άλλα κανείς τους δεν έδειχνε να έχει ζωντανέψει από την νεκρομαντική μαγεία. Πήραν μια ανάσα πριν κατέβουν τις σκάλες για να βρουν τον Γουόλτροτ. Η Ιρώνη αποφάσισε να ψάξει την πυραμίδα με τα κρανία. Παραπάτησε όμως και σωριάστηκε πάνω τους, σκορπίζοντας τα σε όλο το δωμάτιο. Κάτι γυαλιστερό της τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα απλό δαχτυλίδι. Το περιεργάστηκε και στην εσωτερική του πλευρά, διάβασε την χαραγμένη φράση ‘Στην Αγαπημένη μου Τζοάννα’. Χαμογέλασε και το έκρυψε στην τσέπη της.

Άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες με προσοχή. Ο Λούκας είχε προσφερθεί να κατέβει πρώτος. Οι υπόλοιποι δεν αρνήθηκαν. Υποτίθεται ότι ο Λούκας ήταν καταλληλότερος να αντιμετωπίσει μια ξαφνική επίθεση. Εξάλλου ήταν ο μόνος που είχε ασπίδα. Η αλήθεια βέβαια δεν είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο Λούκας είχε καλύτερο εξοπλισμό, αλλά η ασπίδα ήταν μια πρόφαση που χρησιμοποίησαν οι υπόλοιποι για να μην πέσει ο κλήρος πάνω τους. Έχεις ασπίδα? Πάς πρώτος, μπροστά. Τέλος.

Όταν έφτασαν στο τέλος της σκάλας, αυτό που είδαν ήταν ένα δωμάτιο με δύο πόρτες στο βάθος και τέσσερις κουρτίνες στους άλλους τοίχους. Στην μέση ήταν ένα τραπέζι. Πάνω του είχε ένα πιάτο με πράσινο τυρί, ένα κουτάλι (που ήταν το πιρούνι?), και ένα κρανίο. Ναι μεν το κρανίο ήταν εκτός τόπου πάνω στο τραπέζι, αλλά αυτό που τους έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν ένα χοντρό βιβλίο με δερμάτινο κάλυμμα που βρισκόταν και αυτό ανοιγμένο πάνω στο τραπέζι. Οι σελίδες είχαν όμορφες λεζάντες και εικόνες που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στο κείμενο γράμματα. Ο Λούκας πλησίασε το τραπέζι για να δει καλύτερη. Οι υπόλοιποι ήταν σίγουρα ότι ο Λούκας δεν είχε σκοπό να διαβάσει το βιβλίο γιατί δεν ήξερε ανάγνωση. Παρόλα αυτά ο Εφρέζι προς στιγμή παρανόησε.

‘Σταμάτα!’, φώναξε και μπήκε μπροστά στο Λούκας, έβγαλε την σιδερόμπαλα του και με μια κίνηση έριξε όλα τα αντικείμενα του τραπεζιού κάτω στο πάτωμα. Στην συνέχεια άρχισε να κοπανάει με μανία το κρανίο. Όλοι σταμάτησαν και τον κοίταγαν.

‘Τι κάνεις?’, ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον ο Λούκας.

‘Δε.. Δεν ξέρω’, ψέλλισε ο Εφρέζι. ‘Δεν μου άρεσε η θέα του τραπεζιού με το τυρί, το κρανίο και το βιβλίο. Μπορεί να ήταν παγίδα!’, είπε άρχισε πάλι να κοπανάει με μανία το κρανίο που είχε πέσει στο πάτωμα, μέχρι που το έκανε σκόνη.

Η Ιρώνη κοίταξε με νόημα τον Κρούσες, ο οποίος της έγνεψε να μην πει τίποτα. Αυτά πρέπει να ήταν το πρώτα σημάδια τρέλας, είχαν σκεφτεί και οι δύο τους.

Έψαξαν βιαστικά το δωμάτιο, προσπαθώντας να καθυστερήσουν την εξερεύνηση των δωματίων πίσω από τις δύο πόρτες. Είχαν το αίσθημα, ότι δεν θα τους άρεσε αυτό που θα έβρισκαν εκεί. Αρχικά, ανακάλυψαν τον Γουόλτροτ κάτω από το τραπέζι, τρομαγμένο από την προηγούμενη εμφάνιση των σκελετών. ‘Αχα!’, φώναξε ο Κρούσες, λύνοντας το μυστήριο του χαμένου πιρουνιού. Το κράταγε ο Γουόλτροτ ως αμυντικό όπλο, αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας. Μετά, έβαλαν τον Λούκας να κοιτάξει πίσω από τις κουρτίνες. ‘Εσύ είσαι αυτός που έχει ασπίδα’, του είπαν.

Πίσω από της κουρτίνες, Ο Λούκας ανακάλυψε μια εσοχή με κρεμασμένα τα μαύρα ράσα του Ιερέα. Στο πάτωμα ήταν ένα μικρό μπαούλο. Το σήκωσε και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Πρώτη φορά έβρισκαν μπαούλο, και σε όλες τις περιπέτειες που άκουγαν να διηγούνται οι τροβαδούροι στα πανδοχεία, τα μπαούλα πάντα έκρυβαν αμύθητους θησαυρούς.

Ο Λούκας έγλυψε τα χείλη του και επεξεργάστηκε την κλειδαριά. Η Ιρώνη, με μια απλή ματιά από μακριά, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μπαούλο δεν είναι παγιδευμένο, ούτε καν κλειδωμένο, αλλά προτίμησε να μην πει τίποτα. Δεν ήθελε να καταλάβουν οι άλλοι την αυθεντία της στις κλειδαριές. Ο Λούκας άνοιξε το μπαούλο, και όλοι κράτησαν την ανάσα τους. Προς μεγάλη τους απογοήτευση, το μόνο που είχε μέσα ήταν τα (μαύρα) εσώρουχα του Ιερέα.

Ο Κρούσες πηρέ θάρρος και αποφάσισε να ανοίξει και αυτός μια κουρτίνα, αλλά το μετάνιωσε αμέσως μόλις κοίταξε τι υπήρχε από πίσω. Κοκάλωσε στην θέση του, γιατί πίσω βρισκόταν μια ψηλή μαυροφορεμένη φιγούρα που κρατούσε ένα δρεπάνι. Ήταν απροετοίμαστος για μάχη, αλλά λίγο πριν αντιληφθούν οι υπόλοιποι την τρομάρα που είχε πάρει, κατάλαβε ότι κοίταγε ένα άγαλμα, όπως αυτά, έξω, στην είσοδο του Κήπου.

Αποφάσισαν τελικά ότι ήρθε η ώρα να ερευνήσουν και δωμάτια στο βάθος. Ο Γουόλτροτ τους είπε ότι το ένα από τα δύο ήταν το δωμάτιο του Ιερέα. Το διπλανό δωμάτιο ήταν το αναγνωστήριο του. Τότε ήταν που άκουσαν μουρμουρητά από το υπνοδωμάτιο. Ήταν ο αδερφός Γκρέημπ που παραμιλούσε στον ύπνο του, ή συνέβαινε κάτι πιο δυσοίωνο? Ήταν σίγουροι για το δεύτερο. Έσπρωξαν τον Λούκας μπροστά για να ανοίξει την πόρτα. Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά του έδειξαν με νόημα την ασπίδα που κράταγε.

Τότε ήταν που ένα κύμα αόρατης νεκρικής παρουσίας έλουσε τους τυχοδιώκτες. Προερχόταν από το μικρό δώμα του Ιερέα. Το συναίσθημα ήταν πολύ έντονο και ανησυχητικό, γιατί όταν τους είχε επιτεθεί η ορδή των νεκροζώντανων προηγουμένως δεν είχαν νοιώσει κάτι αντίστοιχο. Οτιδήποτε βρισκόταν μέσα στο δωματιάκι, πρέπει να ήταν πολύ ψηλότερα στην νεκρομαντική σκάλα από ότι είχαν αντιμετωπίσει μέχρι τώρα. Ο Φόβος και η Απόγνωση τους κυρίευσε. Η Ιρώνη ένοιωσε να τις κόβονται τα πόδια από τον τρόμο. Ο Εφρέζι και ο Κρούσες ένιωθαν εγκλωβισμένοι. Από την μια η ορδή των νεκρών και από την άλλη μια άγνωστη ισχυρή νεκρική δύναμη. Ο πιστός Εφρέζι έκανε μια γρήγορη προσευχή στον Σήγκμαρ, και με τα δάχτυλα του, παίρνοντας το σχήμα του Ιερού Σφυριού, έκανε μια κίνηση που περιέλαβε τους φίλους του, ευλογώντας τους. Ο Λούκας ξεροκατάπιε και άπλωσε διστακτικά το χέρι τους προς την πόρτα. Κοίταξε τους υπόλοιπους. Του έγνεψαν να συνεχίσει. Άνοιξε την πόρτα του δώματος του Γκρέημπ με προσοχή. Είχε σταυρώσει τα δάχτυλα του. Ο Ράνταλ όμως, ο θεός της τύχης και των ριψοκίνδυνων δεν του έδωσε την εύνοια του. Η πόρτα έτριξε και ο Λούκας βλασφήμησε για την τύχη του. Όποιος ήταν μέσα σίγουρα τον είχε ακούσει. Έκλεισε τα μάτια του και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο (ναι, δεν είναι αντιφατικό, αλλά αυτό ακριβώς έκανε).


Όταν τα άνοιξε, είδε τρεις μορφές στο δωμάτιο. Η μια φιγούρα ήταν ξαπλωμένη, με κλειστά τα μάτια. Δεν ανάσαινε, το πρόσωπο της ήταν χλομό και τα μάγουλα της ρουφηγμένα. Μάλλον ήταν νεκρός, αλλά από χτες βράδυ, η λέξη ‘νεκρός’ είχε χάσει την έννοια της. Ο Λούκας συμπέρανε ότι η φιγούρα πρέπει να ήταν ο Ιερέας Γκρέημπ, όχι λόγω της ενδυμασίας του, αλλά επειδή χρησιμοποίηση την μέθοδο του αποκλεισμού. Οι άλλες δύο φιγούρες δεν είχαν καμία ομοιότητα με ζωντανούς ανθρώπους. Η μια ήταν ένας σκελετός μέσα σε μια πράσινη από την μούχλα πανοπλία. Το άσπρο κρανίο σου έδινε την εντύπωση ότι έχει ένα πονηρό χαμόγελο, χωρίς όμως την ύπαρξη σάρκας και χειλιών ήταν δύσκολο να είναι κανείς σίγουρος. Οι κόγχες των ματιών αντί για μάτια ήταν κούφιες, αλλά ένα έντονο κόκκινο φως έδινε ένα πολύ βλοσυρό και δαιμονικό βλέμμα. Πάνω στην πανοπλία που φορούσε, ο Λούκας διέκρινε την διακόσμηση των δράκων. Και αν έβλεπες πέρα από την πράσινη μούχλα, οποιοσδήποτε γνώριζε τα βασικά από πανοπλίες θα καταλάβαινε ότι έβλεπε μια πανοπλία ανώτερης ποιότητος. Ο σκελετός κράδαινε ένα τεράστιο σπαθί στο ένα χέρι. Στο άλλο χέρι είχε δεμένη μια τεράστια άσπρη πλάκα αντί για ασπίδα. Ήταν η ταφόπλακα του. Επίσης ήταν η πέτρα που έψαχνε ο Λάζαρους Μουρν. Λεπτές ακτίνες γαλάζιου φωτός πεταγόντουσαν ανά διαστήματα από την επιφάνεια της άσπρης πέτρας. Από την μία μεριά έγραφε ‘Όλαους Στίκχελμ, Ο Σωτήρας της Πόλης μας’, και από την άλλη είχε λέξεις της ξωτικής διαλέκτου. Ο σκελετός αυτός, δεν μπορούσε να άνηκε σε κανένα άλλον από τον Όλαους Στίκχελμ σκέφτηκε ο Λούκας. Δεν ήταν δύσκολο να φτάσει κανείς σε αυτό το συμπέρασμα, δεδομένου ότι το έγραφε και στην ασπίδα του. Όταν ζούσε ο Όλαους, το τεράστιο σπαθί το κράταγε με τα δύο χέρια. Τώρα όμως ο νεκραναστημένος σκελετός του το χειριζόταν άνετα μόνο με το ένα. Και επιπλέον το σπαθί είχε μια μαύρη νεκρική αύρα. Η τρίτη φιγούρα ήταν γυναικεία και στεκόταν πίσω από τον σώμα του Ιερέα Γκρέημπ. Φόραγε ένα κόκκινο φόρεμα και είχε ένα ασημένιο κολιέ με ένα μαύρο πετράδι. Ήταν η Μαντρίγκα. Τα μάγουλα της ήταν ρουφηγμένα, τα μαλλιά της ήταν μακριά, μαύρα και με κομμάτια λάσπης. Σκουλήκια έκοβαν βόλτες στο στόμα της και στα μπλε χείλη της. Τα σκελετωμένα, με κομμάτια σάρκας να κρέμονται, χέρια της ήταν απλωμένα και ακούμπαγαν τους κροτάφους του Ιερέα Γκρέημπ.

Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο μπερδεμένα όταν η Μαντρίγκα τους μίλησε.

‘Μην έχετε αυτό το ξαφνιασμένο ύφος, ανόητοι! Μπορεί να φοράω αυτό το άχρηστο σώμα, αλλά είναι προσωρινό. Είμαι ο Λάζαρους Μουρν και δεν θα πεθάνω ποτέ. Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για εσάς, αλλά σύντομα θα φορέσω το δικό σας νεκρό σώμα!’’ Η φωνή του Λάζαρους ακούστηκε παράξενη και όχι μόνο επειδή έβγαινε από γυναικείο σώμα. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ακριβώς γιατί, αλλά ακουγόταν απόκοσμη, σε λάθος τόνο ή συχνότητα, σαν να μιλάει κατευθείαν μέσα στο κεφάλι τους. Το σώμα της Μάντριγκας, γύρισε προς το μέρος του χαζού Γουόλτροτ.

‘Γουόλτροτ, δώσε μου το δέρμα σου’, διέταξε με στόμφο η φωνή του Λάζαρους. Με τα δάχτυλα του, χάιδευε ασυναίσθητα το μαύρο πετράδι.

Ο Γούολτροτ, σαν φοβισμένο σκυλάκι, αναγνώρισε την φωνή του νεκρομάντη και έτρεξε προς το Λάζαρους/Μαντρίγκα και έσκισε το ρούχο του, κλαίγοντας και λέγοντας ‘Μάλιστα αφέντη!’. Με φρίκη οι τυχοδιώκτες είδαν ότι στην σάρκα της πλάτης του είχε χαραγμένα σύμβολα και γράμματα. Κάποιο νεκρομαντικό ξόρκι. Ο Άντλερ θα είχε διατάξει την φρουρά να κάψει τα βιβλία του Λάζαρους πέρσι, όταν έγινε και η δίκη, αλλά κανείς δεν θα είχε σκεφτεί ότι ο Λάζαρους θα είχε χαράξει το τελευταίο του ξόρκι στο σώμα του Γούολτροτ.

Ο Στίκχελμ, η καλύτερα, ο σκελετός του, προχώρησε προς την πόρτα. Με το σώμα του έκλεισε τον δρόμο των τυχοδιωκτών προς τον Λάζαρους, δίνοντας του χρόνο να συνεχίσει την ανίερη τελετή του. Έβαλε μπροστά την πέτρινη ασπίδα για να είναι όσον το δυνατόν λιγότερο εκτεθειμένος στις επιθέσεις των τυχοδιωκτών. Φλέβες μπλε στατικού ηλεκτρισμού αναπηδούσαν πάνω στην επιφάνεια της. Ο σκελετός του Στίκχελμ σήκωσε το τεράστιο σπαθί του. Το μαύρο ίχνος καπνού που ανάβλυζε από το σπαθί ακολούθησε την πορεία του σπαθιού, αποτυπώνοντας την στον αέρα. Προσέκρουσε στην ασπίδα του Λούκας, που μόλις είχε προλάβει να σηκώσει. Η δύναμη του χτυπήματος ήταν φοβερή και ανάγκασε τον Λούκας να γονατίσει. Ο Όλαους ετοιμάστηκε να δώσει και το δεύτερο χτύπημα. Η Ιρώνη και ο Κρούσες χωρίς να χάνουν χρόνο, ετοίμασαν τα βέλη τους και στόχευαν τον Λάζαρους στο βάθος του δωματίου. Η βολή ήταν δύσκολη, έπρεπε να τον πετύχουν αποφεύγοντας τον Λούκας ή τον Στίκχελμ. Είχαν την πεποίθηση ότι αν πέθαινε ο Λάζαρους, θα καταστρεφόταν αυτόματα ο σκελετός του Όλαους, οπότε επέλεξαν να τον αγνοήσουν για την ώρα. Ο Εφρέζι αποφάσισε ότι ήταν καλή η ιδέα τους, άφησε την σιδερόμπαλα του και ετοίμασε και αυτός την βαλλίστρα του.

Ο σκελετός του Ολάους όμως δεν τους αγνόησε, ειδικά τον Λούκας που ήταν μπροστά του. Κατέβασε το τεράστιο σπαθί του για να τον κόψει στην μέση. Ο Λούκας πρόφτασε και σήκωσε την ασπίδα του. Το χτύπημα του σπαθιού στην ασπίδα ήταν τόσο δυνατό που ο Λούκας αναγκάστηκε να πέσει στα γόνατα. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι υπόλοιποι. Όταν ο Λούκας έσκυψε, εξαπέλυσαν τα βέλη τους στον Λάζαρους, πίσω από τον Όλαους. Καρφώθηκαν στο σώμα του, αλλά ο Λάζαρους αγνόησε τον πόνο, αν ένιωθε κάτι τέτοιο, και συνέχισε να κρατάει το κεφάλι του Γκρέημπ, απορροφώντας του την ζωτική του ενέργεια. Ο Λούκας σηκώθηκε και τώρα δοκίμασε αυτός να χτυπήσει τον σκελετό. Ο Σκελετός δοκίμασε να αμυνθεί με την δική του ασπίδα, αλλά ο Λούκας την απέφυγε. Το σπαθί του χτύπησε στην πανοπλία του Όλαους, ταρακουνώντας τον προς στιγμή, αλλά στην συνέχεια ο Ολάους συνέχισε τις επιθέσεις του εκ νέου. Ο Κρούσες συγκεντρώθηκε στον στόχο του. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, κράτησε την ανάσα του, και πάτησε την σκανδάλη της βαλλίστρας. Το βέλος του βρήκε τον Λάζαρους στο κρανίο και τον έριξε νεκρό επί τόπου. Ταυτόχρονα, σωριάστηκε και ο σκελετός του Όλαους προς μεγάλη ανακούφιση του Λούκας. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα τις επιθέσεις του. Ένας στεναγμός ανακούφισης ακούστηκε από τον σκελετό του Ολάους, και μετά μετατράπηκε σε σκόνη μπρος στα έκπληκτα μάτια των τυχοδιοκτών. Το σώμα της Μάντριγκας σήκωσε το κεφάλι για μια τελευταία φορά και τους κοίταξε.

‘Δεν θα πεθάνω ποτέ…’, είπε η φωνή του Λάζαρους, και το σώμα της Μάντριγκα σταμάτησε πια να κινείται. Ένα παρακλάδι άσπρου καπνού βγήκε από το στόμα και τα μάτια της, αιωρήθηκε για λίγο, και στην συνέχεια χώθηκε μέσα στο μαύρο πετράδι που φόραγε στον λαιμό της.

Η Ιρώνη έτρεξε στον Ιερέα και προσπάθησε να τον συνεφέρει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχαν ξεμπερδέψει τόσο εύκολα με τον νεκρομάντη. Ο Εφρέζι, σκέφτηκε, θα έλεγε ότι τους χαμογέλασε ο Ράνταλ, αλλά η Ιρώνη δεν γνώριζε πολλά για τις θρησκείες των ανθρώπων. Γύρισε να τον κοιτάξει. Τον είδε να σηκώνει το όπλο του! Ο Εφρέζι, χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν οι υπόλοιποι χτύπησε με δύναμη τον Γουόλτροτ στο κεφάλι με την σιδερόμπαλα του. Το κεφάλι του έγινε μια κόκκινη μάζα, και το άψυχο σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα.

‘Είναι καλύτερα έτσι για αυτόν. Με το σώμα να είναι ένα κινούμενο βιβλίο νεκρομαντείας, δεν είχαμε άλλη επιλογή’, είπε. Κανείς δεν μπόρεσε να διαφωνήσει με αυτό, ούτε καν ο Ιερέας όταν συνήλθε.

Ο Ιερέας δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Ο Λάζαρους του είχε επιτεθεί στον ύπνο και τον είχε αιχμαλωτίσει μέσα στον ίδιο του τον εφιάλτη. Όταν άκουσε ότι είχαν σηκωθεί οι νεκροί στον τάφο του, συγκλονίστηκε και δάκρυσε από την θλίψη του. Ο Γκρέημπ, με τρεμάμενη φωνή, είπε στην Ιρώνη να του φέρει ένα φαρμακευτικό φίλτρο που είχε στο γραφείο του. Όταν του το έδωσε να το πιει, ένιωσε κάπως καλύτερα, αλλά δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι τυχοδιώκτες θα έπρεπε να τον κουβαλήσουν. Ο Λούκας σχολίασε ότι ο Ιερέας ήταν τυχερός που δεν είχαν βρει αυτοί πρώτοι το φιαλίδιο, γιατί θα το είχαν πιει σίγουρα, και τώρα δεν θα είχαν με τι να τον συνεφέρουν. Μετά σκέφτηκε να πάρει μαζί του το τεράστιο σπαθί του Όλαους και την πανοπλία του. Επειδή όμως φοβόταν μην είναι καταραμένα, ή ακόμα χειρότερα μολυσμένα από το Χάος, τα έβαλε σε ένα σακί, νομίζοντας ότι έτσι θα αποφύγει την κατάρα (ή την μόλυνση). Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική ο Εφρέζι πήρε το κολιέ με το μαύρο πετράδι και το έβαλε στην τσέπη του. Αρχικά είχε δοκιμάσει να το καταστρέψει, αλλά χτυπώντας το με την σιδερόμπαλα του, παρατήρησε ότι δεν μπορούσε ούτε να το γρατσουνίσει.


Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment