Sunday 3 October 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Αυγή των Νεκρών


Dramatis Personae
Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Λούκας Πάπαρμπεργκ, πρώην μέλος της φρουράς της Ουμπερσράηκ
Κρούσες Μπρέρετον, αμαξάς από την Ουμπερσράηκ

‘Ζωντάνεψε! Για τ’όνομα του Σήγκμαρ, ζωντάνεψε!’

Οι φωνές προέρχονταν από ένα γέρο που φόραγε γυαλιά με κωμικά χοντρά κρύσταλλα. Ήταν ακόμα με τις παντόφλες του, το σκούφο ύπνου και τις άσπρες πυτζάμες του. Έτρεχε πανικόβλητος στο λασπωμένο δρόμο, μέσα στα σκοτάδια και κατευθυνόταν προς το πανδοχείο. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί, μαζί με την φρουρά της πόλης, το έκανε να φαίνεται πως ήταν πιο ασφαλές. Που να ήξερε τι είχε διαδραματιστεί εκεί μέσα, όχι περισσότερο πριν από μισή ώρα.

Οι πιτζάμες του είχαν αρχίσει να παίρνουν μια καφέ απόχρωση από την λάσπη. Ήταν σε κατάσταση σοκ. Ο Εφρέζι τον είδε να μπαίνει μέσα και τον ρώτησε τι τρέχει. Οι μόνες πληροφορίες που κατάφερε να του αποσπάσει ήταν ότι ονομαζόταν Ιερόνυμος Κνόπφεν, ήταν πρώην λέκτορας του πανεπιστημίου της Άλτντορφ, τώρα πια έμενε στην Στρόμντορφ και έγραφε ένα βιβλίο για την ιστορία της. Δεν ήταν σε θέση να τους πει τι ήταν αυτό που τον τρόμαξε, αλλά τους είπε ότι καλύτερα θα ήταν να έρθουν σπίτι του να το δουν οι ίδιοι.

Χωρίς να προλάβουν να πάρουν ανάσα από την προηγούμενη μάχη με τους απέθαντους, χωρίς να προλάβουν να θρηνήσουν για τον χαμό του φίλου τους Νέκραλ Χάλγκμουντ, η Ιρώνη και ο Εφρέζι ετοιμάζονται να ξεκινήσουν για το σπίτι του Ιερόνυμου Κνόπφεν. Στην κορυφή της σκάλας ξεπρόβαλε ο Λούκας Πάπαρμπεργκ κρατώντας το σπαθί του με το ένα χέρι. Με το άλλο πιανόταν από την κουπαστή της σκάλας για να μην χάσει την ισορροπία του. Ήταν χλομός και φανερά εξουθενωμένος από την περίεργη αρρώστια του. Οι φίλοι του προς στιγμή νόμισαν ότι είχε πεθάνει και είχε γίνει και αυτός απέθαντος, αλλά οι αμφιβολίες τους διαλύθηκαν όταν τους μίλησε.

‘Καλύτερα να έρθω και εγώ μαζί σας.’ είπε κοφτά και με δυσκολία, σαν να είχε μόλις ανέβει μια δύσκολη ανηφόρα. ‘Για να μην θρηνήσουμε και άλλους νεκρούς’.

Ακολούθησαν τον γέρο ως το σπίτι του, στην οδό Μαρκετστράσε. Τους είπε να πάνε στο δωμάτιο που είναι το γραφείο του. Αυτός δεν τολμούσε να μπει καν μέσα στο σπίτι του. Το γραφείο του ήταν γεμάτο βιβλία. Στοίβες ξεκίναγαν από το πάτωμα και έφταναν ως το ταβάνι. Στο ταβάνι κρεμόταν ένας σκελετός, από αυτόν που συνηθίζουν να έχουν οι κουρείς-χειρούργοι στα γραφεία τους. Μόνο που αυτός ο σκελετός ήταν ζωντανός και κούναγε τα χέρια και τα πόδια του στον αέρα. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό και ταυτόχρονα γελοίο. Ο Λούκας με μερικά στοχευμένα χτυπήματα κατάφερε να τον θρυμμάτιση. Η Ιρώνη έκανε μια γρήγορη έρευνα στο σπίτι, όσο έλειπε ο οικοδεσπότης, αλλά δεν βρήκε τίποτα σημαντικό, εκτός από πάρα πολλά βιβλίο γλωσσολογίας και ιστορίας. Ο πνευματικός πλούτος δεν ήταν κάτι που την ενδιέφερε.

Οι υπόλοιποι βγήκαν έξω για να μιλήσουν με τον Κνόπφεν. Ο Εφρέζι ήταν ιδιαίτερα καχύποπτος με τον γέρο. Αν και δεν είχε στοιχεία, τον κατηγόρησε για νεκρομαντεία. Να κατηγορείς κάποιον για νεκρομαντεία και να τον καταδικάζεις χωρίς στοιχεία είναι μια τακτική που συνηθίζουν οι Κυνηγοί-Μαγισσών. Καλύτερα να ρίξουν στην πυρρά έναν αθώο, παρά να αφεθεί ελεύθερος ένας νεκρομάντης. Ο Κνόπφεν άσπρισε και τα αρνήθηκε όλα. Ήταν σαφές ότι ήταν αθώος και στο τέλος, ακόμα και ο πιστός Εφρέζι πείσθηκε. Ο Κνίπφεν προσπάθησε να είναι ευγενικός μαζί τους, χωρίς να δείχνει ότι παρεξηγήθηκε που τον κατηγόρησαν αδίκως. Ίσα-ίσα που ήταν και ευγνώμων που τον απάλλαξαν από τον σκελετό που ζωντάνεψε πρόσφατα περιφρονώντας όλους τους φυσικούς νόμους. Τους πρόσφερε ένα ζεστό τσάι το οποίο ηρέμησε τα νεύρα των τυχοδιωκτών που ήταν ιδιαίτερα τεταμένα λόγω των πρόσφατων εξελίξεων. Ύστερα επέστρεψαν στο πανδοχείο για να συνεχίσουν τον ήδη ταραγμένο ύπνο τους.

Το πρωί τους ξύπνησε ο γιος του μακαρίτη πανδοχέα. Ο γιος του πανδοχέα τους είπε ότι θα τους περιμένει ο διοικητής της φρουράς Κέσσλερ σε μια ώρα έξω από το δημαρχείο. Το χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τον εφιάλτη του Εφρέζι στον οποίο πρωταγωνιστούσε ο νεκρός Νέκραλ. Οι υπόλοιποι δεν είχαν πολύ καλύτερο ύπνο. Ίσα που κατάφεραν να ξεκουράσουν τα μάτια τους. Ο πρόσφατος χαμός του φίλους τους, γιατί ναι, φίλο τον θεωρούσαν και ας ήταν παράξενος και οξύθυμος, τους είχε ψυχολογικά προβλήματα. Ένιωθαν πια πιο εύθραυστοι. Λες και ο Μορρ παραμόνευε πια σε κάθε τους βήμα για έναν γρήγορο χορό.

Οι τυχοδιώκτες προγευμάτισαν βιαστικά στην τραπεζαρία του πανδοχείου. Το κλίμα ήταν βαρύ και πένθιμο, ύστερα από τον άδικο χαμό του πανδοχέα και του μάγου της Ερυθράς Τάξεως. Η σάλα δεν είχε καθαριστεί από τα αίματα αλλά η πρόσφατη βία και το αίσθημα του θανάτου ακόμα αιωρούταν στην ατμόσφαιρα. Οι ντόπιοι ήταν φοβισμένοι. Το ξωτικό Ιρώνη κατάφερε να παρακούσει τις συνομιλίες των καλεσμένων. Επικρατούσε φόβος γιατί οι ντόπιοι ήταν σίγουροι ότι από τα Γκρίζα βουνά προέλαυνε ο απέθαντος στρατός των βρικολάκων Φον Κάρσταην για να αποτελειώσει αυτό που τους εμπόδισε να κάνουν ο Όλαους Στικχελμ πριν από πεντακόσια χρόνια. Ο έμπορος Κλάους Φον Ρόθσταην ήταν κατάκοιτος στο κρεβάτι από την ημέρα που τον ελευθέρωσαν από τους κτηνάνθρωπους. Είχε τα ίδια συμπτώματα με αυτά του Λούκας, μάλλον πνευμονία είχε πει ο γιατρός ο Κέμπλερ, αλλά ο οργανισμός του ήταν πιο αδύναμος από του Λούκας και δεν είχε συνέλθει ακόμα. Ο Φλόριαν, το μέλος της συντεχνίας των εμπόρων, πλησίασε τους τυχοδιώκτες και τους συνέστησε στον αμαξά Κρούσες. Τους είπε ότι είχε ξεκινήσει έρευνες για να βρει αμαξά για να τους οδηγήσει πίσω στην Ούμπερσραηκ όταν επισκευαστεί η γέφυρα. Ο Κρούσες είχε δουλέψει σαν αμαξάς και είχε συνεργαστεί και με την συντεχνία με επιτυχία στο παρελθόν. Τώρα έψαχνε για οποιαδήποτε εργασία αδιακρίτως, ακόμα και τυχοδιώκτης, προκειμένου να βρει χρήματα για να αγοράσει μια άμαξα που να την εκμεταλλεύεται ο ίδιος. Οι άδειες αμαξών στην Ουμπερσράηκ δίνονταν από τον διοικητή της πόλης, και ήταν πολύ ακριβές. Αρκετοί αμαξάδες είχαν προβεί σε απεργίες στο παρελθόν για να μειωθεί η τιμή της άδειας, είχαν κλείσει δρόμους με τις άμαξες τους και εμπόδιζαν το εμπόριο της πόλης. Είχαν γίνει πολλές αιματηρές εμπλοκές με την φρουρά με θύματα και από τις δύο πλευρές. Οι τυχοδιώκτες δεν αρνήθηκαν έναν ακόμα στην ομάδα τους. Από μέσα τους σκέφτηκαν ότι θα είναι χρήσιμος στις μάχες αλλά και όταν υποχωρούν ειδικά αν τρέχει πιο αργά από αυτούς.

Είχαν ακόμα λίγο χρόνο πριν συναντήσουν τον Κέσσλερ, όποτε αποφάσισαν να τον αξιοποιήσουν. Η Ιρώνη πήγε να αγοράσει μερικά θεραπευτικά φίλτρα από την ντόπια θεραπεύτρια αλλά δεν τα βρήκαν στην τιμή. Η Ιρώνη θεώρησε σκόπιμο να μην κρατήσει την υπόσχεση της που είχε κάνει στον Κέσσλερ να μην κλέβει ντόπιους. Αγνόησε τον θανάσιμο κίνδυνο να την πιάσει η φρουρά και να την κρεμάσει στο λιβάδι της Βεράνας όπως είχαν κρεμάσει και την οικογένεια Χολτς και τους κλέφτες των προβάτων. Χωρίς δισταγμό έκλεψε δύο φιαλίδια από τις προμήθειες που είχε στην καλύβα της, η φτωχή και άμοιρη γυναίκα. Τι και αν τα χρειαζόταν τα φαρμακευτικά φιαλίδια αργότερα η πόλη? Δεν την ένοιαζε. Ναι, ένας απέθαντος στρατός ερχόταν να λεηλατήσει την πόλη και μπορεί οι ντόπιοι να είχαν ανάγκη τα φάρμακα, αλλά σίγουρα αν τα έκλεβε η Ιρώνη θα έβρισκαν πολύ καλύτερη χρήση και για καλύτερο και ευγενέστερο σκοπό. Στο κάτω-κάτω τι είχε μεγαλύτερη αξία. Οι φτωχοί, αγράμματοι και βρώμικοι δερματάδες, ή ένα ευγενές ξωτικό από την Ούλθουαν? Η Ιρώνη αναλογίστηκε το κέρδος της. Αν είχε αγοράσει τα φιαλίδια θα έπρεπε να είχε πληρώσει περίπου 80 ασημένια νομίσματα, εξωφρενική τιμή για αμφιβόλου ποιότητας ανθρώπινα γιατροσόφια. Χαρούμενη με τα λάφυρα της ξεκίνησε για το δημαρχείο για να ανταμώσει τους υπόλοιπους. Ήταν σίγουρη, πως μέσα στην ημέρα κιόλας, τα φιαλίδια θα της ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα. Και αυτό το λέω «ειρωνικά» για την «Ιρώνη» (χαχα, πως τα γράφω! Το βιβλίο αυτό θα προκαλέσει σάλο, είμαι σίγουρος) γιατί όπως λένε και οι Βρεττονοί ‘no bad deed goes unpnusished’. Στην μακρινή Αράμπια μάλιστα, θα έλεγαν ότι η Ιρώνη έχει αρχίσει να συσσωρεύει αρκετό κακό κάρμα και κάπως θα πρέπει να το κάψει.

Στην άλλη άκρη του βρωχερού χωριού, ο Κρούσες, ο Εφρέζι και ο Λούκας μπήκαν στον ναό του Σήγκμαρ και επιτέλους μπορούσαν να αναπνεύσουν άνετα, χωρίς να μυρίζουν την μπόχα των βυρσοδεψείων. Ο Ιερέας Μάγκνους Γκότσαλκ ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που είδε πάλι τον πιστό Εφρέζι. Είχε ήδη μάθει τα νέα για τον χαμό του Νέκραλ. Ήταν αλήθεια ότι σαν Ιερέας δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους μάγους, αλλά ο Σήγκμαρ ήταν αυτός που επέτρεψε την μαγεία στην Αυτοκρατορία, άλλα δεν μπορεί να ήταν όλοι κακοί και επικίνδυνοι. Όλοι μαζί είπαν μια προσευχή για την ψυχή του αδικοχαμένου μάγου που πέθανε πολεμώντας τους απέθαντους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Ο Εφρέζι αφού έλαβε τις ευλογίες από τον Ιερέα του επέστρεψε το χρυσό αετό του αυτοκράτορα. Όταν του ζητήθηκαν εξηγήσεις του είπε το παραμύθι που του είχε πει η κλέφτρα Ιρώνη, ότι τον αετό τον είχε βρει στο πτώμα του απέθαντου Χολτς. Ο Ιερέας πίστεψε τον Εφρέζι, όπως ο Εφρέζι είχε πιστέψει την κλέφτα (και ψεύτρα) Ιρώνη. Ύστερα ο Μάγκνους τους διηγήθηκε το νέο όνειρο που είχε δει. Όπως και την άλλη φορά, έτσι και τώρα, είδε έναν μάγο, πάνω σε μια βάρκα να προσπαθεί να αποφύγει κεραυνούς που έπεφταν από τον ουρανό. Στην βάρκα ήταν σίγουρος ότι είδε και τον Εφρέζι. Οι φίλοι του δεν πρέπει να ήταν μακριά. Ήταν σχεδόν το ίδιο όνειρο με αυτό που τους είχε διηγηθεί και πριν μέρες. Μόνο που τότε ο Νέκραλ ζούσε, άρα αν το όνειρο ήταν προφητικό, τότε ο μάγος αυτός δεν μπορούσε να είναι ο Νέκραλ. Τον ρώτησαν την χρώμα ρόμπα φορούσε και τους απάντησε ‘μπλε’. Άρα μάλλον ήταν ο Νίκλαους Σούλμαν αυτός που είχε δει στο όνειρο του.

Όλοι οι τυχοδιώκτες συναντήθηκαν πάλι στην πλατεία, έξω από το δημαρχείο. Στα μαρμάρινα σκαλιά τους περίμενε ο Κέσσλερ που τους χαιρέτησε απότομα. Ήταν εκνευρισμένος γιατί τον είχαν στήσει μισή ώρα. Τους είπε ότι τους θέλει ο Δήμαρχος, Φίλιπ Άντλερ. Οι τυχοδιώκτες παραξενεύτηκαν. Νόμιζαν ότι δεν θα τον έβλεπαν ποτέ. Ο Κέσσλερ τους είπε ότι και αυτός παραξενεύτηκε όταν τον κάλεσε ο δήμαρχος το πρωί. Είχε να δείξει σημάδια δραστηριότητας από όταν πέθανε εκείνη η νεαρή κοπέλα. Αφού τον ρώτησαν σχετικά, κατάφεραν να ξεχωρίσουν τα κουτσομπολιά από την αλήθεια. Η γυναίκα του Κέσσλερ είχε πεθάνει πριν δύο χρόνια. Η γυναίκα του πανδοχέα Σεμπάστιαν Μπρένερ είχε πεθάνει πριν δύο μήνες. Ο Φίλιπ Άντλερ κλείστηκε στο δημαρχείο πριν δύο μήνες, όταν πέθανε η νεαρή γυναίκα του Σεμπάστιαν. Ο Κέσσλερ τους πήγε στον πάνω όροφο, ανεβάζοντας τους στην μεγαλοπρεπή σκάλα. Πριν μπουν στο γραφείο του Φίλιπ Άντλερ, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο μάγος της Ουράνιας Τάξης, Νίκλαους Σούλμαν. Το κεφάλι του το είχε γυρισμένο πίσω, κοιτώντας μέσα στο δωμάτιο και λέγοντας:

‘Ναι ναι, προφανώς και είναι νεκρομαντεία. Δυστυχώς δεν μπορώ να βοηθήσω, είμαι τρομερά απασχολημένος. Απλά σκοτώστε τον νεκρομάντη και θα λυθούν τα προβλήματά σας.’ Σκόνταψε πάνω στους τυχοδιώκτες. ‘Α, να και οι ήρωες της Στρόμντορφ, πολύ ωραία. Οπότε τελικά δεν θα με χρειαστείτε!’, είπε και κατέβηκε την σκάλα.

Ο Κέσσλερ τους οδήγησε στο γραφείο του Άντλερ. Ένα χοντρό στρώμα σκόνης κάλυπτε το δάπεδο και το γραφείο. Οι τοίχοι είχαν βιβλιοθήκες, η μια είχε βιβλία, η άλλη περγαμηνές και πάπυρους. Ο Άντλερ καθόταν σε μια μεγάλη κόκκινη δερμάτινη πολυθρόνα και κρατούσε μια κορνίζα με τη ζωγραφιά μιας κοπέλας που φόραγε ένα κόκκινο φόρεμα. Στο λαιμό της είχε περασμένο ένα ασημένιο κολιέ με ένα μεγάλο μαύρο μαργαριτάρι.

‘Κακόμοιρη Μαντρίγκα!’, μουρμούρισε κοιτώντας την ζωγραφιά, ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στους τυχοδιώκτες. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, και είχαν μαύρους κύκλους ‘Την έθαψαν με αυτό το φόρεμα ξέρετε. Το κολιέ που φοράει ήταν το τελευταίο δώρο που της έκανα.’ είπε λυπημένα και άφησε την κορνίζα.

‘Με επισκέφτηκε στον ύπνο μου χτες βράδυ. Η σάρκα της κρεμόταν από τα κοκάλα της, τα μάτια της ήταν κενά. Φόραγε το ίδιο κόκκινο φόρεμα και στο λαιμό της είχε το κολιέ, και όταν άνοιγε τα μπλε χείλη της, μου φώναζε να την βοηθήσω’. Ο Άντλερ κοίταξε τους τυχοδιώκτες προσπαθώντας να δει την αντίδρασή τους και να του δώσουν κάποια εξήγηση. Αλλά δεν είχαν κάτι να του πουν. Ο Κέσσλερ επενέβη.

‘Είναι προφανές ότι το όνειρο αυτό, έχει κάποια σχέση με τα χτεσινοβραδινά γεγονότα. Είμαι σίγουρος ότι ο νεκρομάντης Λάζαρος Μούρν είναι αναμιγμένος. Ξέρω θα μου πείτε ότι τον κάψαμε πέρσι, αλλά αν μάθαμε κάτι χτες, είναι ότι οι νεκροί δεν μένουν πάντα πεθαμένοι’. Ο Κέσσλερ έκανε μια παύση και κοίταξε τον Άντλερ. Ο Άντλερ του έγνεψε να συνεχίσει.

‘Θέλω να πάτε στον κήπο του Μορρ, νοτιοανατολικά από την πόλη και να πείτε στον Ιερέα, τον αδερφό Γκρέημπ ότι το χρειαζόμαστε για να μας εξηγήσει τι σημασία και έννοια αυτού του ονείρου. Ο αδερφός Γκέημπ, αν και μυστήριος, όπως όλοι οι Ιερείς του Μορρ, είναι ειδικός στους οιωνούς και τα όνειρα. Δεν μπορώ να στείλω άτομα της φρουράς γιατί σύμφωνα με τις φήμες θα δεχτούμε επίθεση από τον απέθαντο στρατό του απέθαντου οίκου βρικολάκων Κάρσταην. Ούτε θέλω να στείλω ένα παιδί για τα θελήματα εκεί γιατί δεν ξέρω πως είναι τα πράματα. Εσείς είστε η καλύτερη επιλογή’.

‘50 ασημένια νομίσματα αμοιβή στον καθένα!’ Συμπλήρωσε ο Άντλερ.

‘Πριν δεχτούμε, πες μας, τι έτρεχε με την Μάντριγκα? Γιατί αυτοκτόνησε?’, ρώτησε ο Εφρέζι με ένα ίχνος αδερφικής συνομωσίας.

Ο Άντλερ απέφυγε να παραδεχτεί οτιδήποτε σχετικά με την σχέση του με την Μάντριγκα. Τους είπε ότι ήταν δυστυχισμένη με τον γάμο της. Αλλά τον τελευταίο καιρό, πριν την αυτοκτονία της, είχε αρχίσει να παρανοεί. Νόμιζε ότι την καταδίωκαν. Λίγες μέρες μάλιστα πριν αυτοκτονήσει είχε γδάρει το πρόσωπο της με τα ίδια της τα χέρια. Τον ρώτησαν αν την έβγαλαν ποτέ από το πηγάδι, και τους απάντησε φυσικά. Την κήδεψαν στον Κήπο του Μορρ, έξω από την πόλη. Εκεί που πρέπει να πάνε ούτως ή άλλως για να βρουν τον Ιερέα του Μορρ, τον Αδερφό Γκράμπε. Όλοι οι νεκροί εκεί θάβονται, με τις ευλογίες του Γκράμπε. Το πηγάδι το αποφεύγουν οι ντόπιοι και προτιμούν να περνούν το πόσιμο νερό από ένα ρυάκι κοντά στην πόλη το οποίο όμως έχει βρομόνερα.

Οι τυχοδιώκτες δέχτηκαν την αποστολή (και τα χρήματα). Γενικά όλοι θεωρούσαν γρουσουζιά να επισκέπτεσαι νεκροταφεία, αλλά εφόσον θα τους συνόδευε ο Αδερφός Γκρέημπ έλπιζαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα. Και αν ήταν τυχεροί μπορεί να μην χρειαζόταν καν να μπουν μέσα στο νεκροταφείο, ίσως ο Γκράμπε τους συναντούσε έξω από τον Κήπο και γύριζαν όλοι μαζί στην πόλη. Ο Άντλερ, με δάκρυα στα μάτια του χαιρέτησε έναν-έναν προσωπικά σφίγγοντας τους το χέρι. Όταν βγήκαν από το δημαρχείο, ο Κέσσλερ, τους χαιρέτησε στρατιωτικά.

‘Είδες πως μας χαιρέτησε ο Κέσσλερ?’ είπε ο Λούκας με περηφάνια όταν ήταν σε απόσταση εκτός ακοής. Δεν είχε καταλάβει πόσο του είχε λείψει η στρατιωτική χαιρετούρα μέχρι που τον χαιρέτησε ο Κέσσλερ. Κάτι σκίρτησε στην καρδιά του.

‘Και ο Άντλερ! Πρέπει να συγκινήθηκε!’, είπε ο Κρούσες
‘Ναι,’ απάντησε ο Εφρέζι με σκεφτικό ύφος. ‘Αλλά γιατί? Επειδή θα τους βοηθήσουμε ή επειδή νομίζουν ότι δεν θα μας ξαναδούν?’.

Ο Λούκας κοντοστάθηκε. Όντως, οι αντιδράσεις του ήταν σαν να καταλάβαιναν ότι τους έστελναν σε αποστολή αυτοκτονίας.

‘Ώστε τα είχε με την γυναίκα του πανδοχέα ε? Ο Άντλερ!’, είπε η Ιρώνη εύθυμα για να αλλάξει θέμα.
‘Ω! Φίλοι μου!’ φώναξε ο Νίκλαους Σούλμαν, ο μάγος της Ουράνιας τάξης. Ήταν στην πλατεία και τους πλησίαζε. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα, σαν να μην είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Τους είπε δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο με την μετάφραση της Απαστράπτουσας Πέτρας. Χρειάζεται και τα άλλα κομμάτια. Τους είπε ότι και χτες το βράδυ είδε ένα όνειρο. Είδε μια νεκρή κοπέλα να κατευθύνει μια απέθαντη στρατιά στην πόλη τους. Και ένας φύλακας σκελετός με ένα τεράστιο σπαθί και πανοπλία με σχέδια δράκου να φυλάει μια άσπρη πλάκα. Δεν ήξερε ακριβώς τη σήμαιναν όλα αυτά. Ο Εφρέζι του έδειξε το άγαλμα πίσω του. ‘Κάπως έτσι ήταν ο σκελετός με την πανοπλία’. Ο Σούλμαν κοίταξε το άγαλμα του Όλαους Στικχελμ σαν να το παρατηρούσε για πρώτη φορά.

‘Ναι Ναι! Αυτήν την πανοπλία φόραγε! Ο Στίκχελμ φυλάει την πέτρα, αυτό πρέπει να σήμαινε το όνειρο που είδα. Πρέπει να μου την φέρετε για να συνεχίσω την μετάφραση. Οι ανώτεροι μάγοι της Ουράνιας Τάξης’, τους είπε και ζήτησε συγνώμη. Έπρεπε να φύγει για να συνεχίσει την μετάφραση. Τους ευχήθηκε καλή τύχη και ξεκίνησε για το πανδοχείο.

Η παρέα συνέχισε τον δρόμο προς την πύλη, με κάνοντας φιλική κουβεντούλα και κουτσομπολιό. Από την νότια πύλη θα συνέχιζαν νοτιοανατολικά, θα πέρναγαν τα μαύρα νερά του ποταμού Τράνιγκ και θα έφταναν στο κήπο του Μορρ. Λίγο πριν βγουν από την πόλη εντόπισαν ένα μαγαζί με ρούχα και πανοπλίες, όλα φτιαγμένα από το ντόπιο δέρμα των βυρσοδεψείων. Ο Λούκας που ήξερε από εξοπλισμό, εξήγησε στους άλλους, ότι οι πανοπλίες αυτές είναι εξαιρετικής ποιότητας, πιο ελαφριές και πιο ανθεκτικές από αυτές που φοράνε ήδη. Αποφάσισαν να αγοράσουν όλοι από μια. Ο μαγαζάτορας, αφού τους είπε ότι οι πανοπλίες είναι φτιαγμένες από ντόπιους τεχνίτες, τους έκανε μια γερή έκπτωση. Τα νέα είχαν μαθευτεί, και όλοι τους αναγνώριζαν σαν ήρωες του χωριού. Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να τους εξόπλιζαν καλύτερα γιατί αν όντως ερχόταν στρατός απέθαντων θα ήταν προς όφελος όλων των κατοίκων να αντέξουν οι νέοι ήρωες μερικά χτυπήματα παραπάνω.

Άρχισαν να κατευθύνονται προς τον ποταμό Τράνινγκ. Η Ιρώνη θυμήθηκε τα δύο μπουκαλάκια με το θεραπευτικό φίλτρο που είχε κλέψει. Έδωσε το ένα στον Εφρέζι. Φυσικά δεν του είπε ότι τα είχε κλέψει αλλά ότι τα αγόρασε. Ήξερε ότι αν του έλεγε την αλήθεια, δεν θα δεχόταν να το πιει, ενώ αν του έλεγε ότι τα αγόρασε θα της χρώσταγε και χάρη. Ο Εφρέζι είχε ακόμα πληγές ανοιχτές από την χτεσινή μάχη με τους απέθαντους. Άνοιξε το μπουκαλάκι και το ήπιε. Καμία βελτίωση δεν ένιωσε όμως. Ίσως είχε περάσει η ημερομηνία λήξης του? Γκαντεμιά! Συνέχισαν την πορεία ύστερα από το ολιγόλεπτο διάλειμμα. Είχαν πάρει το ‘μονοπάτι του φέρετρου’, όπως το έλεγαν οι ντόπιοι. Ένα στενό μονοπατάκι από το οποίο πέρναγε το φέρετρο που πήγαινε για ταφή, και από πίσω όσοι θρηνούσαν. Δεξιά και αριστερά τους ήταν φητείες και σπαρτά. Δεν είχε περάσει μια ώρα από όταν είχαν βγει από την πύλη, όταν η Ιρόνη εντόπισε κάποιον να τους ακολουθεί και τώρα ήταν κριμένος πίσω από τις καλαμποκιές. Πήγε να δει πιος ήταν και αναγνώρισε τον Γουόλτροτ, τον χαζό του χωριού. Τους ρώτησε αν πάνε να δουν τον φίλο του, τον Αδερφό Γκρέημπ, και του είπαν ναι. Τους ζήτησε να τους ακολουθήσει και δεν αρνήθηκαν. Όταν έφτασαν στην όχθη του ποταμού, είδαν από την δικιά τους μεριά ένα ξύλινο σπιτάκι με ένα κουδούνι από έξω, και στην άλλη όχθη, μια σχεδία δεμένη στον κορμό ενός δέντρου. Ο Γουόλτροτ τους είπε ότι πρέπει να βαρέσουν την καμπάνα για να έρθει ο Ιερέας να τους πάρει με την σχεδία. Ο Κρούσες βάρεσε την καμπάνα και περίμεναν. Η βροχή συνέχισε να πέφτει ορμητικά, μερικοί κεραυνοί έπεφταν κάπου πέρα από την απέναντι όχθη. Ο Ιερέας αργούσε να εμφανιστεί. Ο Κρούσες ξαναβάρεσε την καμπάνα. Τίποτα. Ο Γουόλτροτ άρχισε να ανησυχεί. ‘Μα πάντα έρχεται!’, έλεγε στον εαυτό του. Άρχισαν να σκέφτονται άλλο τρόπο να περάσουν, αλλά ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να σκεφτούν ήταν κάποιος να κολυμπήσει ως την απέναντι όχθη και να φέρει την σχεδία. Δεν τους άρεσε πολύ η ιδέα γιατί την τελευταία φορά που το είχαν δοκιμάσει, παραλίγο να πνιγεί ένας από αυτούς. Ο Κρούσες πρότεινε να γυρίσουν πίσω. Είχαν κάνει ότι μπορούσαν στο κάτω κάτω. Αλλά ούτε αυτό ήταν επιλογή.

‘Καλά, θα πάω εγώ!’ είπε τελικά ο Λούκας. Αφού ήταν κότες οι άλλοι, τι να έκανε. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και έπεσε μέσα στο νερό. Οι άλλοι (οι κότες) των συνέχαιραν για το θάρρος του και άρχισαν να κάνουν ότι μπορούν για να τον βοηθήσουν να κολυμπήσει απέναντι, δηλαδή να του φωνάζουν ενθαρρυντικά συνθήματα.

Τα νερά δεν ήταν ιδιαίτερα ορμητικά, αλλά και ο Λούκας δεν ήταν και ο καλύτερος κολυμβητής. Ενώ κολυμπούσε κάτι του ακούμπησε το πόδι. Μάλλον τα χέλια του Ράηκ. Σκέφτηκε. Μετά όμως θυμήθηκε ότι τα χέλια αυτά είναι σαρκοβόρα. Άρχισαν να τον δαγκώνουν. Έκανε πιο σβέλτες και νευρικές κινήσεις για να φτάσει πιο γρήγορα στην όχθη. Τα δαγκώματα συνεχίζονταν, αλλά ο Λούκας τα αγνόησε. Οι σύντροφοί του απέναντι κατάλαβαν το κίνδυνο που διέτρεχε και την μάχη που έδινε και άρχισαν και αυτοί να τον βοηθάνε με τον μόνο τρόπο που μπορούσαν. Συνέχισαν να του φωνάζουν ενθαρρυντικά συνθήματα. Ο Γουόλτροτ χοροπήδαγε από την ένταση. Όταν ο Λούκας βγήκε έξω, είδε ότι τα πόδια του και η κοιλιά του είχε σημάδια από τα δαγκώματα και το αίμα είχε αρχίσει να κυλάει. Ανακατεύτηκε, αλλά τελικά κατάφερε να προσποιηθεί ότι αγνοεί τον πόνο με επιτυχία. Εξάλλου το κρύο νερό του ποταμού του είχε προκαλέσει αναισθησία. Έλυσε την σχεδία, κωπηλάτησε ώς απέναντι, βγήκε στην όχθη, φόρεσε τα ρούχα του, και όλοι μαζί ανέβηκαν στην σχεδία ξαναπήγαν στην άλλη όχθη. Απλά πράματα.

Στο βάθος είδαν ένα πέτρινο τείχος, τρία μέτρα ψηλό. Μέσα ήταν ο κήπος το Μορρ. Δεν υπήρχαν πόρτες ή πύλες για να τον διαπεράσουν. Μπροστά τους ήταν δύο αγάλματα που απεικόνιζαν δύο σκελετωμένες φιγούρες που φόραγαν ρόμπες και κρατούσαν δρεπάνια. Ανάμεσα τους σκαλιά κατέβαιναν στο υπέδαφος, δεξιά και αριστερά του τούνελ, οι τοίχοι είχαν ρουνικά που σκοτείνιαζαν με μαγικό τρόπο το τούνελ. Το φώς ήταν αδύνατο να διαπεράσει το μαγικό παραπέτασμα του σκότους. Αν και κανείς τους δεν ήταν Ιερέας του Μορρ, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τον συμβολισμό του σκοτεινού τούνελ. Αν ήθελαν να βρουν τον Αδερφό Γκρέημπ, έπρεπε και αυτοί να κάνουν περάσουν μέσα από το σκότος, όπως περνάνε και οι ψυχές των νεκρών στο ταξίδι τους για τον άλλο κόσμο.

Σιγά-σιγα και διστακτικά, με αβέβαια βήματα, άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο και κανείς τους, εκτός από την Ιρώνη δεν έβλεπε τίποτα. Ο Λούκας ήταν πρώτος. Όχι επειδή έβλεπε καλύτερα, αλλά επειδή ήταν πιο γεροδεμένος και ικανός να αντιμετώπιση πιθανές απειλές, έστω και στα τυφλά. Ο αέρας το τούνελ ήταν παγωμένος. Ξαφνικά ο Λούκας ένιωσε ένα αεράκι να φυσάει πάνω του, και κοντοστάθηκε. Οι υπόλοιποι έπεσαν πάνω του. Συνέχισε να προχωράει, ήθελα να το παίξει ατρόμητος. Τα μάτια του έκαναν παιχνίδια λόγω τις έλλειψης του φωτός. Του φάνηκε ή είδε σκιές λίγα μέτρα πιο μπροστά. Ξεθηκάρωσε το σπαθί του, αλλά δεν ήταν κανείς. Μετά άκουσε φτερουγίσματα και έσκυψε ενστικτωδώς. Νυχτερίδες! Είχαν περπατήσει λίγα λεπτά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, αλλά τους είχαν φανεί ολόκληρες ώρες, όταν το τούνελ τελείωσε και έφτασαν σε μια αίθουσα που είχε αμυδρό φως. Αντιλήφθηκαν ότι έλειπε ο Γουόλτροτ. Μάλλον δεν κατέβηκε ποτέ κάτω μαζί τους. Τον είχε τρομοκρατήσει το σκοτάδι. Κοίταξαν το δωμάτιο μπροστά τους. Στο βάθος υπήρχε μια πελώρια μαύρη πόρτα. Στην μέση του δωματίου δύο μαρμάρινες κολώνες. Μια μαύρη και μια άσπρη. Το πάτωμα ήταν σαν σκακιέρα. Με μαύρα και άσπρα πλακάκια. Ο Εφρέζι σκέφτηκε τον συμβολισμό. Το καλό και το κακό? Το φως και το σκότος. Το γίνκ και το γιάνκ, ότι και αν ήταν αυτό? Δεν ήξερε και δεν μίλησε. Το φως στο δωμάτιο προερχόταν από δύο αναμμένους πυρσούς στους τοίχους. Στην μέση των δυο κολόνων ήταν μια πλάκα για να ακουμπάνε τα φέρετρα για να λάβουν τις ευλογίες του Ιερέα. Πιο μέσα ήταν η Αγία Τράπεζα. Δεξιά της, μια μικρή κολόνα, όχι πάνω από ένα μέτρο. Στην κορυφή της είχε ένα νιπτήρα γεμισμένο με νερό. Ο Εφρέζι έβαλε το χέρι του μέσα. Το νερό ήταν καθαρό και δροσερό. Γέμισε τα δύο μπουκαλάκια που του είχαν περισσέψει από το φαρμακευτικό φίλτρο. Το νερό πρέπει να ήταν αγιασμός, είχε σκεφτεί. Δεξιά και αριστερά τους ήταν έξι κουρτίνες. Ο Λούκας άνοιξε μια και μπήκε μέσα.

‘Τι έχει εκεί?’, Τον ρωτάει η Ιρώνη που προτιμούσε την ασφάλεια του ήδη εξερευνημένου δωματίου

‘Μμμ, ένα φέρετρο, βαρέλια με υγρό για βαλσάμωμα, και εργαλεία ταρίχευσης’, απάντησε μετά από λίγο.

‘Το φέρετρο είναι άδειο?’, ρώτησε η Ιρώνη.

‘Που να ξέρω, μα το λουκάνικο του Σήγκμαρ?’, απάντησε εκνευρισμένος ο Λούκας. Ήταν σίγουρος που θα κατέληγε η κουβέντα.

‘Ε, άνοιξε το να δεις’.

‘Είσαι τρελή?’, ρώτησε. Η κουβέντα είχε καταλήξει εκεί που φοβόταν.

‘Όχι ακόμα!’, απάντησε η Ιρώνη κοροϊδεύοντας τον. Που να ήξερε πόσο σωστή ήταν η φράση που χρησιμοποίησε.

Ο Λούκας έκανε να φύγει. Αλλά τον έτρωγε η περιέργεια. Μακάβρια περιέργεια. Όπως όταν γίνεται ατύχημα στους δρόμους και από την μια θες να φύγεις, αλλά από την άλλη θες να δεις τα πτώματα που είναι μέσα στις άμαξες. Πήρε μια ανάσα, πήρε θάρρος, και πήρε την απόφαση να ανοίξει την κάσα.

‘Γεμάτο είναι’, απάντησε. ‘Με ένα κοριτσάκι’.

‘Νεκρό ε? Κουνιέται?’

‘Όχι, δεν κουνιέται’, είπε ο Λούκας, αλλά ήταν ψέματα. Το κοριτσάκι άνοιξε τα νεκρά της μάτια και άρχισε να σηκώνετε σιγά.

‘Ναι! ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ!!!’, φώναξε ο Λούκας με υστερική φωνή. Ο Εφρέζι ετοίμασε την σιδερόμπαλα του, ο Κρούσες και η Ιρώνη ετοίμασαν τα τόξα τους. Άκουσαν ένα υγρό γρούμπος από το δωματιάκι που ήταν ο Λούκας. Μετά από λίγο ο Λούκας βγήκε έξω. Το σπαθί του ματωμένο. ‘Τώρα δεν κουνιέται’, είπε.

Θόρυβοι ακούστηκα από τα άλλα δωματιάκια. Η παρουσία των ζωντανών είχε ξυπνήσει τους νεκρούς από την ανάπαυση τους. Δύο ακόμα νεκροζώντανοι βγήκαν από δυο αντίθετα δωμάτια, αλλά αμέσως σωριάστηκαν νεκροί (ξανά), από τα βέλη του Κρούσες και της Ιρώνη. Ο Εφρέζι τα αποτελείωσε συνθλίβοντας τα κρανία τους με την σιδερόμπαλα του. Μισούσε τους απέθαντους. Οι άλλοι των κοίταζαν αποσβολωμένοι από την υπερβολική βία.

‘Τι? Είναι ο μόνος τρόπος για να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα ξαναζωντανέψουν’. Κοίταξαν τα πτώματα που ακόμα σπαρτάραγαν. Η Ιρώνη τους έβαλε φωτιά, αλλά ο καπνός τους δυσκόλευε στην αναπνοή. Η Ιρώνη έτρεξε να ανοίξει την μαύρη πρώτη. Ήταν κλειδωμένη. Δοκίμασε να την παραβιάσει αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Λούκας άρχισε να κλοτσάει την πόρτα. Τίποτα και πάλι. Όλοι μαζί άρχισαν να την κοπανάν συγχρονισμένα, με τους ώμους τους. Η πόρτα αντιστεκόταν. Η Ιρώνη έκανε λίγο πίσω, και σκόνταψε πάνω στην κολόνα με τον νιπτήρα, ρίχνοντας την κάτω. Ο Κρούσες αμέσως σκέφτηκε να χρησιμοποιήσουν την κολόνα σαν πολιορκητικό κριό. Πήραν φόρα και έπεσαν πάνω στην πόρτα. Η πόρτα δεν άντεξε τα χτυπήματα με την κολόνα και έσπασε προς τα έξω. Μπροστά τους σκαλοπάτια που έβγαζαν πάνω, έξω από το τούνελ. Τα ανέβηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν βγήκαν έξω στο φώς, ήταν πλέον εντός του Κήπου του Μορρ περικυκλωμένη από τα ψηλά τείχη. Η βροχή συνεχιζόταν. Επικρατούσε ηρεμία και γαλήνη, όπως αρμόζει σε κάθε Κήπο. Οι θάμνοι είχαν μαύρα τριαντάφυλλα. Κάθε Κήπος είχε μαύρα τριαντάφυλλα, μόνο που αυτά είχαν μαραθεί. Αυτό σήμαινε ότι ο Κήπος είχε χάσει την εύνοια του Μορρ. Το τελευταία τους ανησύχησε. Εξάλλου κανείς θνητός δεν πήγαινε στο Κήπου του Μορρ χωρίς την συνοδεία του Ιερέα του Κήπου και όλοι στην αυτοκρατορία ήξεραν γιατί υπήρχαν τα τοίχοι στους Κήπους. Δεν ήταν για να εμποδίσουν την είσοδο, αλλά για να εμποδίσουν την έξοδο. Η νεκρομαντεία δεν ήταν τόσο σπάνιο φαινόμενο.

Οι τάφοι ήταν σπαρμένοι εδώ και εκεί, άτακτα, χωρίς κάποιο σχέδιο ή μοτίβο. Αλλού έβλεπες λιτές ταφόπλακες και άλλου γλυπτά αγάλματα, ανάλογα με το αν ο πεθαμένος ήταν πλούσιος η όχι. Ένας μεγαλοπρεπείς τάφος ήταν στην μέση του Κήπου. Τον πλησίασαν. Ο Εφρέζι είχε το νου του και έψαχνε να δει αν κάποιος τάφος ήταν της Μαντριγκα, άλλα δεν βρήκε τίποτα. Ο μεγαλοπρεπείς τάφος έγραφε ‘Ολαους Στικχελμ’, ήταν από γκρίζα πέτρα, και στην μια άκρη του είχε κάποτε μια υψωμένη πλάκα η οποία τώρα έλειπε. Ήταν σπασμένος, σαν να τον είχαν ανοίξει πρόσφατα. Ο Λούκας, συνηθισμένος, κοίταξε μέσα. Σκοτάδι. Όταν τα μάτια του συνήθισαν, είδε ότι ήταν άδειος. Η Ιρώνη επεξεργάστηκε το έδαφος γύρω. Είδε κομματάκια από άσπρη πέτρα. Η πλάκα που έλειπε, πρέπει να ήταν από το ίδιο υλικό. Ένας κεραυνός έπεσε στο βάθος, σε ένα πέτρινο κτήριο.

‘Το μαυσωλείο’, είπε ο Γουόλτροτ.

Όλοι αναπήδησαν. Από πού ξεφύτρωσε αυτός? Ο Γουόλτροτ χαμογελούσε σαν ηλίθιος. (Βασικά ήταν καθυστερημένος, δεν χώραγε αμφιβολία). Η Ιρώνη συνδύασε τα δύο αυτά στοιχεία: τον κεραυνό, με την Απαστράπτουσα Πέτρα. Ήταν και αυτή άσπρη, όπως τα κομματάκια που είδε κάτω. Μάλλον το άλλο κομμάτι της πέτρας ήταν μέσα στο μαυσωλείο είπε στους φίλους της και τότε το χρώμα έφυγε από το πρόσωπο της!

Ένα χέρι είχε φυτρώσει από το χώμα. Μετά από λίγο βγήκε και το δεύτερο χέρι, και μαζί με το πρώτο έσκαβαν για να βγει και το υπόλοιπο σώμα. Δεξιά και αριστερά η ίδια σκηνή επαναλαμβανόταν μπροστά από δεκάδες τάφους. Νεκροί έβγαιναν σκάβοντας από τους τάφους τους. Ο Κήπος είχε αρχίσει να πλημμυρίζει από πτώματα που περπάταγαν με αργά και αδέξια βήματα, μουγκρίζοντας. Τα μάτια τους ήταν άδεια και το σαγόνι τους κρεμόταν ανοιχτό. Το χρώμα τους ήταν χλομό και η σάρκα τους αρκετά καλοδιατηρημένη. Οι Ιερείς του Μορρ είχαν κάνει καλή δουλεία με την ταριχευτική διαδικασία. Μόνο που τα χέρια τους ήταν σπασμένα, κόκαλα έβγαιναν από την σάρκα τους και τα δάχτυλα τους ήταν φαγωμένα από το σκάψιμο που έκαναν για να βγουν στην επιφάνεια. Οι τυχοδιώκτες είχαν σαστίσει. Έπρεπε να κάνουν κάτι και γρήγορα, αλλιώς οι υπεράριθμοι νεκροί θα τους περικύκλωναν.

‘Μαυσωλείο, μαυσωλείο’, στρίγκλισε ο Γουόλτροτ, ενώ με το δάχτυλο του έδειχνε το πέτρινο σπίτι στο βάθος. Και όντως, το μονοπάτι μέχρι το μαυσωλείο είχε τους λιγότερους νεκροζώντανους. Οι περισσότεροι ήταν μαζεμένοι πίσω τους, και τους έκλειναν τον δρόμο για την έξοδο. Η Ιρώνη και ο Κρούσες ετοίμασαν τα βέλη τους, ενώ ο Λούκας και ο Εφρέζι έβγαλαν τα όπλα τους και προχώρησαν πρώτοι μπροστά. Ήδη μια ομάδα από τέσσερις νεκροζώντανοους είχε παραταχθεί μπροστά τους κλείνοντας τους το δρόμο. Δεξιά, αριστερά και πίσω νεκροί σερνόντουσαν έξω από τους τάφους τους. Ο Εφρέζι επιτέθηκε με την σιδερόμπαλα επιλέγοντας ένα νεκροζώντανο στην τύχη που είχε το σαπισμένο σώμα ενός νεαρού. Ο φόβος του τον εμπόδισε να πλησιάσει πολύ κοντά ςτο άψυχο κουφάρι που όρμαγε εναντίον του και αστόχησε. Ο νεκρός έπιασε το χέρι του και δάγκωσε την σάρκα του. Ένα κύμα πόνου πλημμύρισε το νευρικό του σύστημα. Η Ιρώνη και ο Κρούσες εξαπέλυσαν τέσσερα βέλη ο καθένας και άλλοι δύο νεκροζώντανοι σωριάστηκαν στο λασπωμένο χώμα. Ο Λούκας, σήκωσε και αυτός το σπαθί του. Όταν το κατέβασε είχε κόψει το κεφάλι ενός ακόμα νεκροζώντανου και έσπρωξε τον τέταρτο ρίχνοντας τον κάτω. Έκαναν μερικά βήματα ακόμα προς το μαυσωλείο, αλλά και πάλι ο δρόμος τους έκλεισε από άλλη μια ομάδα νεκροζώντανων. Γύρω τους, οι υπόλοιποι νεκροζώντανοι είχαν αρχίσει να τους πλησιάζουν. Μια δεύτερη ομάδα από νεκρούς συγκροτήθηκε στα νώτα τους. Πλησίασαν την Ιρώνη χωρίς να τους καταλάβει και την γράπωσαν. Ούρλιαξε. Ένας κεραυνός φώτισε την συννεφιασμένη μέρα. Η βροχή είχε ξεκινήσει με μανία ξανά. Ο Κρούσες κοίταξε πίσω του και είδε την Ιρώνη να προσπαθεί να διώξει τους απέθαντους από πάνω της. Σκέφτηκε να αμολήσει τόξα, αλλά φοβήθηκε μην πετύχαινε και την Ιρώνη. Η καταρρακτώδης βροχή που είχε ξεκινήσει να πέφτει, επηρέαζε την ευστοχία και την εμπιστοσύνη στην ευθυβολία του.

Παρόλα αυτά έτρεξε να την βοηθήσει.

Έπιασε έναν νεκροζώνταnο και προσπάθησε να τον απομακρύνει από την Ιρώνη. Ήταν μια κοπέλα, γύρω στα 30 όταν είχε πεθάνει, αλλά η σάρκα της ήταν ήδη σιτεμένη, και σκουλήκια έβγαιναν από τις τρύπες των ματιών της. Ο Κρούσες από τον φόβο είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Δεν ήξερε γιατί αλλά θυμήθηκε πριν χρόνια έναν φίλο του, τον Ζόλνταρ, που του έλεγε ότι οι γυναίκες που είναι πάνω από τριάντα ετών είναι σιτεμένες και ότι ο ίδιος προτιμούσε φρέσκο κρέας. Τότε ο Κρούσες είχε διαφωνήσει, αλλά σήμερα άλλαξε γνώμη. Ο Λούκας του έριξε μια σφαλιάρα για να συνέλθει, και στην συνέχεια άρχισε και αυτός να τον βοηθάει να απαγκιστρώσουν την Ιρώνη από την λαβή των νεκρών. Έπιασε το χέρι ενός νεκροζώντανου. Το τράβηξε για να τον απομακρύνει από την Ιρώνη αλλά το χέρι ξεκόλλησε. Ο Λούκας ξέρασε. Η Ιρώνη ούρλιαξε. Ένας ακόμα νεκροζώντανος είχε αρχίσει να της δαγκώνει το μπούτι και να τρώει το κρέας της. Η Ιρώνη τον κάρφωσε με το μαχαιράκι της και μετά κοίταξε τα πόδια της. Μεγάλα κομμάτια έλειπαν από τα σημεία που της τα είχαν δαγκώσει.

Λιποθύμησε και έπεσε μέσα σε έναν φρεσκοσκαμένο τάφο.

Οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με τους νεκροζώντανους που είχαν εξαπολύσει μια επίθεση εκ νέου. Ο Λούκας σκότωσε άλλους δύο με το σπαθί του, και ο Κρούσες επέλεγε τα θύματα του με χειρουργική ακρίβεια με την βαλλίστρα του. Οι απέθαντοι περπάταγαν τόσο αργά που ήταν εύκολο να τους πετύχει. Το μόνο πρόβλημα του ήταν ότι σε λίγο δεν θα είχε άλλα βέλη. Ο Εφρέζι συνέχιζε να αστοχεί με το σπαθί του. Ο τρόμος είχε συσσωρευτεί στο αδύναμο μυαλό του. Η όραση του πότε θόλωνε, πότε ήταν σαν να βλέπει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο. Λίγα βήματα πίσω του, η Ιρώνη κειτόταν λιπόθυμη στο τάφο που είχε πέσει μπρούμητα, με το νερό της βροχής να σχηματίζει μια λιμνούλα. Ο Εφρέζι έτρεξε να την βοηθήσει. Αν αργούσε θα πνιγόταν μέσα στις λάσπες. Ο Γουόλτροτ συνέχιζε να στριγκλίζει, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσε να βοηθήσει τον Λούκας, σπρώχνοντας τους νεκρούς έτσι ώστε είτε να τους εμποδίσει να χτυπήσουν τον Λούκας, είτε ώστε να είναι σε καλύτερη θέση για να τους χτυπήσει αυτός. Ένας νεκρός πλησίασε τον Εφρέζι χωρίς να τον πάρει χαμπάρι. Ο Εφρέζει ήταν απασχολημένος, είχε σκύψει και προσπαθούσε να φτάσει την Ιρώνη για να την βγάλει από τον τάφο. Ο Κρούσες έριξε δύο ακόμη βέλη, σκοτώνοντας τον απ΄θενατο και σώζοντας τον Εφρέζι, χωρίς ο τελευταίος να καταλάβει κάτι. Εϊχε ήδη πίασει το χέρι της Ιρώνης και το τράβηξε προς τα πάνω. Το χέρι δεν άνηκε σε κάποιο σώμα. Δεν ήταν κάν της Ιρώνης. Το πέταξε με αηδία μακριά. Έπιασε την Ιρώνη από τα μαλλιά. Ήταν ακόμα λιπόθυμη και καλυμμένη στις λάσπες. Την έβγαλε από τον τάφο, και την πήρε στην πλάτη του. Θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει πριν δύο μέρες. Μόνο που στο όνειρο αυτό, ο ίδιος είχε κρυφτεί σε ένα τάφο, όχι η Ιρώνη. Μήπως και όλα αυτά ήταν ένα όνειρο.

Ο Εφρέζι είχε αρχίσει να χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα. Σαν σε όνειρο άρχισε να προχωράει προς το Μαυσωλείο μέχρι το σημείο που είχαν καθαρίσει ο Λούκας και ο Κρούσες. Έκανε αργά βήματα. Το ξωτικό ήταν πιο βαρύ από ότι περίμενε. Γύρω του νεκροί τον γρατζούναγαν ή τον δάγκωναν, αλλά δεν έδινε σημασία. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να φτάσει την πόρτα του μαυσωλείο. Πιο μπροστά ο Λούκας συνέχιζε να θερίζει νεκρούς όπως οι γεωργοί τα στάχυα. Ο Κρούσες επέλεγε όσους ξέφευγαν από τον Λούκας και τους κάρφωνε με τα βέλη του. Αυτό συνεχίστηκε για δέκα λεπτά ακόμα που στους τυχοδιώκτες είχαν φανεί ώρες.

Όταν έφτασαν στο Μαυσωλείο, άνοιξαν την πόρτα και μπήκε μέσα πρώτο ο Εφρέζι με την αναίσθητη Ιρώνη. Μετά ο Κρούσες. Ο Λούκας κοίταξε πίσω του πριν μπει. Το μονοπάτι ήταν σπαρμένο με πτώματα σωριασμένο. Δεκάδες νεκροί όμως ήταν ακόμα όρθιοι και έρχονταν προς το μαυσωλείο, ενώ ακόμα συνέχιζαν να βγαίνουν και άλλοι. Ένας νεκρός αιφνιδίασε τον Λούκας και έπιασε το χέρι του και άρχισε να το ροκανίζει. Το δάγκωσε με τα σάπια δόντια του. Η πληγή μολύνθηκε αμέσως, είτε από τα μικρόβια του νεκρού, είτε από την σκοτεινή μαγεία που τον είχε ζωντανέψει. Το μολυσμένο χέρι του Λούκας τον έκαιγε, και κάθε κίνηση που έκανε υπερφόρτωνε το νεύρο του, προκαλώντας αφόρητο πόνο. Ο Λούκας έριξε μια κλωτσιά στον νεκρό, απομακρύνοντας τον. Γρήγορα μπήκε και αυτός μέσα και έκλεισε την πόρτα η οποία όμως δεν είχε λουκέτα ή κλειδαριά. Οι τυχοδιώκτες πήραν μια γρήγορη ανάσα και τύλιξαν με γάζες τις πληγές τους. Ο Εφρέζι ήταν τραυματισμένος βαρύτερα από τους άλλους. Η Ιρώνη ήταν αναίσθητη από το ψυχολογικό σοκ, παρά από τα τραύματα της, αν και τα πόδια της δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Έξω οι νεκροί άρχισαν να κοπανάν την πόρτα προσπαθώντας να την σπάσουν. Αν είχαν ακόμα μυαλά θα σκεφτόντουσαν να χρησιμοποιήσουν το πόμολο, αλλά ευτυχώς αυτά είχαν σαπίσει προ πολλού. Για την ώρα οι τυχοδιώκτες ήταν ασφαλείς από τους νεκρούς που ήταν μαζεμένοι έξω. Η Ιρώνη συνήλθε και άνοιξε τα μάτια της. Ο Λούκας άναψε έναν πυρσό που βρήκε στον τοίχο για να δει καλύτερα το δωμάτιο που μπήκαν. Αυτό που είδαν ήταν ένα όμορφο και ταυτόχρονα μακάβρια αποκρουστικό καλλιτέχνημα.
Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment