Friday 17 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Καλώς ήλθατε στην Στρόμντορφ



Ο κόσμος στο πανδοχείο είχε αρχίσει να ηρεμεί ύστερα από τα χτεσινοβραδινά έκτροπα. Η συνοδεία της λαίδης Γκράβιν ετοιμαζόταν να φύγει. Οι τυχοδιώκτες μάζευαν τα πράγματα τους για να επιβιβαστούν στην άμαξα που τους περίμενε όταν η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε και μια γυναίκα φορώντας την στολή της φρουράς της Ουμπερσράηκ μπήκε με γοργά βήματα μέσα. Η στάση της ήταν σοβαρή και επίσημη. Την ακολουθούσαν άλλα πέντε άτομα με παρόμοιο ντύσιμο. Η γυναίκα συστήθηκε κοφτά και αυστηρά στους πελάτες του πανδοχείου που είχαν μαζευτεί στο κοινό δωμάτιου. Την έλεγαν ‘Αντρεα Πφέφερ, και ήταν διοικήτρια της Φρουράς της πόλης. Την είχε φωνάξει ο Σύνηρ για να της αναφέρει το περιστατικό της περασμένης βραδιάς και να συλλάβει τους ενόχους. Όταν την είχε φωνάξει όμως δεν ήξερε ότι όσοι ένοχοι είχαν απομείνει θα ήταν νεκροί το πρωί. Αφού της εξήγησε με λεπτομέρεια τα γεγονότα, η Άντρεα πήρε την κατάθεση της Λαίδης Γκράβιν. Μετά απευθύνθηκε στους τυχοδιώκτες τους οποίους είχε στην αναμονή και δεν επέτρεπε να φύγουν με την άμαξα του εμπόρου προτού πάρει και την δική τους κατάθεση. Όταν την πήρε, και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχαν ανάμιξη με τους δολοφόνους της βραδιάς, τους επέτρεψε να φύγουν και τους προειδοποίησε ότι δεν θα ανεχτεί τυχοδιώκτες που παίρνουν τον νόμο του Αυτοκράτορα στα χέρια τους. Για την δουλεία αυτή υπήρχε η Φρουρά της πόλης.

Στην άμαξα βρήκαν τον έμπορο και μέλος της συντεχνίας των εμπόρων που τους είχε μισθώσει για να βρουν τον εξαφανισμένο Κλάους Φον Ρόθσταην να τους περιμένει. Με έκπληξη τους είδαν ότι οδηγός της άμαξας ήταν ο Λούκας Πάπαρμπεργκ. Ο Λούκας είχε γίνει τοπικός μύθος στην συνοικία που ήταν το πανδοχείο Το Φεγγάρι του Ναύτη, γιατί είχε κερδίσει πριν ένα μήνα έναν νάνο σε διαγωνισμό μπύρας. Κάτι τέτοιο μέχρι πρότινος το θεωρούσαν απίθανο να γίνει. Παρόλα αυτά, δεν ήξεραν ότι ο Λούκας είχε και την ιδιότητα του αμαξά. Για την ακρίβεια δεν την είχε, αλλά ήταν και αυτή μια περιστασιακή εργασία για να βγάλει το μεροκάματο. Αν οι ταξιδιώτες ήξεραν πόσο γνώστης της τεχνικής της οδήγησης αμαξών είναι, θα προτιμούσαν να πάνε στην Στρομντορφ με καράβι.
Οι τυχοδιώκτες μπήκαν στην άμαξα μαζί με τον έμπορο ο οποίος τους συστήθηκε ως Φλόριαν Βέλτσερ. Ο Νέκραλ έφερε μαζί του και μερικά άχυρα για να κοιμηθεί. Το περασμένο βράδυ δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι και ήταν σε υπερένταση. Όταν ήταν σε υπερένταση, αντικείμενα που ήταν τριγύρω του συνήθιζαν να αρπάζουν φωτιά. Από την αϋπνία είχε μπερδευτεί και δεν είχε καταλάβει πως είναι ο εσωτερικός χώρος. Τα άχυρα πιο πολύ τον τσίμπαγαν, αυτόν και τον Εφρέζι, παρά τον βοήθησαν να ξεκουραστεί καλύτερα. Η Ιρώνη, για να εκμεταλλευτεί την παρατηρητικότητα της έκατσε έξω, στο μπροστινό κάθισμα της άμαξα, δίπλα στον Λούκας, για να παρατηρεί την διαδρομή για ύποπτες καταστάσεις. Οι δρόμοι, όσο πιο μακριά από τις πόλεις, τόσο πιο επικίνδυνοι ήταν. Και οι Οδοφύλακες δεν μπορούσαν να είναι παντού ταυτόχρονα. Η Ιρώνη, κατά την διάρκεια της διαδρομής διηγήθηκε στον Λούκας τις περιπέτειες της με τον μάγο Νέκραλ, και τον φανατικό θρησκόληπτο Εφρέζι. Επίσης του είπε για τον παράξενο νάνο Βλας Ανγκελσσον, ο οποίος είχε φύγει για να πάει στα καμίνια της Κάρακ-Αζ-Γκαραζ, και για την ξωτικιά Μπρουνχίλντα και τον αγύρτη Μάρκλεφ. Του είπε για την αίρεση που ανακάλυψαν στο κατάλυμα Γκρούνγοουλντ, και πως ο Λόρδος Ρίκαρντ Ασσάφενμπεργκ τους χρωστούσε χάρη. Του είπε πως έσωσαν τον Κλάους Φον Ροθστάιν, μια φορά από ενέδρα κτηνάνθρωπων και άλλη μια φορά από τα νύχια της Αίρεσης του Ορθάνοιχτου Οφθαλμού, και πως τώρα τρέχουν για να τον σώσουν για άλλη μια φορά. Του είπε επίσης για την πολυτάραχη χτεσινή βραδιά. Ο Λούκας από την μεριά του, την μόνη περιπέτεια που είχε να διηγηθεί ήταν όταν νίκησε σε διαγωνισμό τον νάνο Βλας Ανγκελσσον, αλλά την ιστορία αυτή την ήξεραν ήδη όλοι, πόσο μάλλον η Ιρώνη που τον Βλας τον ήξερε καλύτερα από τον Λούκας. Για αυτό κράτησε το στόμα του κλειστό.

Όση ώρα μίλαγαν, είχαν απομακρυνθεί από την ανατολική πύλη της Ούμπερσράηκ και προχώραγαν παράλληλα με τα σύνορα του δάσους Ράηκβαλντ. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να το διασχίσουν, αλλά προτιμούσαν να το κάνουν το πρωί όταν θα ξημέρωνε γιατί το δάσος ήταν συνηθισμένο μέρος που έστηναν ενέδρα. Στις αρχές του δάσους οι ληστές και πιο βαθιά οι κτηνάνθρωποι και ακόμα χειρότερα τέρατα τα οποία δεν είχε επιζήσει ποτέ κανείς για να τα περιγράψει. Οι τυχοδιώκτες δεν είχαν σκοπό να μπουν τόσο βαθιά στο δάσος, αλλά ληστές μπορεί να εγκυμονούσαν οπουδήποτε. Στα αριστερά τους ήταν πάντα ο Ποταμός Τόεβελ. Ο ποταμός αυτός πέρναγε και μέσα από την Ουμπερσράηκ, και μάλιστα ήταν δίπλα από το πανδοχείο τους και εκεί αγκυροβολούσαν εμπορικά πλοία για να ξεφορτώσουν εμπορεύματα.

Όταν η άμαξα έκανε στάση για να ξεκουραστούν τα άλογα και να κοιμηθούν οι ταξιδιώτες, η Ιρώνη πηρε την πρώτη βάρδια. Κοίταξε τον ποταμό βαριεστημένα. Ο ποταμός είχε το χαρακτηριστικό του κόκκινο χρώμα. Οι ντόπιοι πόλης πίστευαν πως ήταν κόκκινο γιατί στις πηγές του ποταμού στα Γκρίζα Βουνά γινόντουσαν συνέχεια μάχες. Οι νάνοι πολέμαγαν τα Όρκς και το αίμα τους έβαφε το ποταμό. Το ξωτικό δεν πίστευε αυτές τις ανοησίες. Το κόκκινο χρώμα του ποταμού σίγουρα θα προερχόταν από το χρώμα του υπέδαφος ή της λάσπης.

Το πρωί συνέχισαν το ταξίδι τους για την Στρόμντορφ. Είχαν μπει στο δάσος το οποίο τώρα έκρυβε την θέα τον Γκρίζων Βουνών και του ηλιόλουστου ορίζοντα. Το λιγοστό φως που διαπερνούσε τις φυλλωσιές των δέντρων έδιναν ένα μουντό τόνο στο ταξίδι τους. Ο Λούκας δεν είχε ξανακάνει την διαδρομή Ουμπερσράηκ-Στρόμντορφ και ευχόταν να μην πέσει σε κανένα φυσικό εμπόδιο. Ήταν νευρικός γιατί τώρα ήταν μεγαλύτερη η πιθανότητα να πέσουν σε ενέδρα. Τα μάτια του κοίταγαν μια μπροστά, μια δεξιά και μια αριστερά. Ακόμα και τα άλογα ήταν νευρικά, χλιμίντριζαν χωρίς λόγο και είχαν άτακτο βηματισμό. Ξαφνικά η Ιρώνη είδε έναν κορμό στο δρόμο της, καλυμμένο με φύλλα για να μην φαίνεται. Μάταια φώναξε στον Λούκας να σταματήσει. Ο Λούκας δεν πρόλαβε να αντιδράσει, τα άλογα πήδηξαν τον κορμό, αλλά η άμαξα έχασε την πορεία της, αναπήδησαν οι αριστεροί τροχή, έχασε την πορεία της και έπεσε πλάγια, σκορπίζοντας την Ιρώνη και τον Λούκας. Οι υπόλοιποι ήταν μέσα στην άμαξα, και ταρακουνήθηκαν βίαια από την πρόσκρουση χτυπώντας τα τοιχώματα του εσωτερικού της άμαξας. Ο Φλόριαν έχασε τις αισθήσεις του. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν ομιλίες από τις δύο απέναντι άκρες του δρόμου.

Αμέσως ο Λούκας και η Ιρώνη κατάλαβαν ότι είχαν πέσει θύματα ενέδρας. Ο Λούκας σηκώθηκε και κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το τράνταγμα που είχε υποστεί. Η Ιρώνη κρύφτηκε πίσω από την πεσμένη άμαξα και προσπαθούσε να εντοπίσει τους ληστές που τους είχαν στήσει την ενέδρα. Η ξωτικιά της όραση της έδινε ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων. Έβλεπε πολύ καλύτερα στο σκοτάδι από ότι οι άνθρωποι. Μέσα από την άμαξα βγήκε γρήγορα και ο Εφρέζι, ενώ ο μάγος έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι του για να βρει στόχο για το ξόρκι του. Τέσσερα βέλη εκτοξεύθηκαν από ισάριθμες βαλλίστρες. Όλα είχαν στόχο τον Λούκας που ήταν πιο εκτεθειμένος από τους άλλους. Από τα τέσσερα βέλη, το ένα μόνο κινδύνεψε να τον πετύχει, αλλά καρφώθηκε στην ασπίδα του που είχε προλάβει να χρησιμοποιήσει ως κάλυψη. Οι ληστές αναγκάστηκαν να αποκαλύψουν την θέση τους, ήταν κρυμμένοι σε θάμνους στις αντίθετες πλευρές του δρόμου για να εκτοξεύσουν τα βέλη τους. Τώρα οι τυχοδιώκτες είχαν στόχους. Ο Λούκας έτρεψε προς το μέρος της μια από τις δύο ομάδες και βάρεσε την μάπα ενός ληστή με την ασπίδα του. Ο ληστής έπεσε κάτω, το πρόσωπο του κόκκινο από το αίμα που έτρεχε από τα σκισμένα χείλη του. Ο Λούκας είδε ότι του έλειπαν μερικά δόντια. Δεν ήταν σίγουρος αν έφταιγε η ασπίδα του για αυτό ή όχι. Η Ιρώνη εξαπέλυσε ένα βέλος σε έναν άλλο ληστή και τον βρήκε στο πόδι. Η κραυγή του αντήχησε στο δάσος. Ο μάγος άρχισε να μαζεύει τον άνεμο της μαγείας απρόσεκτα και βιαστικά. Η μαγεία αναδιπλώθηκε και τον χτύπησε. Μια εκτυφλωτική λάμψη του έλουσε και έχασε το φως του προσωρινά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναδιπλώνει η μαγεία μπροστά του, αλλά ποτέ δεν θα το συνήθιζε. Και κάθε φορά το αποτέλεσμα της αναδίπλωσης ήταν διαφορετικό. Ο Εφρέζι που ήταν δίπλα του ξαφνιάστηκε από το απότομο και δυνατό φως. Εκείνη την ώρα έτρεχε και αυτός προς το μέρος του Λούκας για να επιτεθεί στους ληστές, αλλά παραπάτησε. Σηκώθηκε, βλαστήμησε τον Νέκραλ και συνέχισε την πορεία του. Οι τρεις ληστές συνέχισαν να πετάν βέλη, ενώ ο πεσμένος ληστής με τα λιγοστά δόντια σηκώθηκε βιαστικά και έβγαλε το σπαθί του, ορμώντας στον Λούκας. Ο Λούκας απέφυγε το χτύπημα και αντεπιτέθηκε καρφώνοντας το σπαθί στην κοιλιά του ληστή. Ο ληστής σωριάστηκε για άλλη μια φορά κάτω, αλλά ο Λούκας ήξερε ότι δεν θα σηκωνόταν ποτέ ξανά. Οι ληστές είδαν ότι είχαν να κάνουν με εκπαιδευμένους αντίπαλους και όχι ανυπεράσπιστους εμπόρους, και αυτό τους είχε επηρεάσει ψυχολογικά. Οι επιθέσεις τους ήταν πιο απρόσεκτες, σαν να προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο διαφυγής, παρά να ήθελαν να τους ληστέψουν πια. Ο Εφρέζι έφτασε έναν ληστή και τον βάρεσε με την σιδερόμπαλα του, φέρνοντας τον χέρι του από κάτω προς τα πάνω. Η μπάλα τον βρήκε στο πιο αδύναμο σημείο του. Ο Εφρέζι θα ορκιζόταν ότι η κραυγή που άκουσε ήταν μερικούς τόνους πιο ψιλή. Με ένα γρήγορο χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, Ο Εφρέζι έβγαλε τον ληστή από την δυστυχία του.

Οι άλλοι δύο ληστές που είχαν επιζήσει τράπηκαν σε φυγή, αλλά δεν θα ξέμπλεκαν τόσο εύκολα. Η Ιρώνη πρόλαβε τον ένα και τον ακινητοποίησε. Τον δεύτερο τον κυνηγούσε ο Νέκραλ σε κατάσταση εκτός εαυτού μαζί με τον Εφρέζι. Ο ακινητοποιημένους ληστής κοιτούσε μια τον φίλο του να τρέχει κυνηγημένος από τον μάγο και μια το ξωτικό. Την παρακάλεσε να τους χαρίσει την ζωή και ότι έχει πληροφορίες που ίσως τις φανούν χρήσιμες. Η Ιρώνη δέχτηκε και ο ληστής άρχισε να της λέει ότι είχαν ακούσει ότι στην Στρομντορφ, στην πόλη που προφανώς πήγαιναν οι τυχοδιώκτες, γιατί μόνο εκεί καταλήγει ο δρόμος, υπήρχε ένας γιατρός / φυσιοθεραπευτής που πήγε στην πόλη αυτή πριν από 2 χρόνια. Πριν πάει στην Στρόμντορφ, έμενε στην Ναλν, την πρώην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Εκεί, τον είχε επισκεφτεί μια Βαρόνη που έπασχε από δυσκοίλια, αλλά αντί να την θεραπεύσει την έκανε να έχει μονίμως αέρια. Μάλιστα είχε δημιουργηθεί και ένα διπλωματικό επεισόδιο εξαιτίας των αερίων της σε μια σύσκεψη που είχε. Η αμοιβή που είχε ορίσει ανερχόταν στα διακόσια ασημένια σελήνια! Όση ώρα της εξιστορούσε το γεγονός, συνεχώς την ρωτούσε αν ο μάγος θα τον αφήσει ελεύθερο γιατί τον φοβόταν. Η Ιρώνη του έλεγε πως ναι, αλλά ο ληστής είχε και μια μικρή αμφιβολία. Όταν ο μάγος έκαψε ζωντανό τον ληστή που κυνηγούσε, οι αμφιβολίες του ληστή που είχε ακινητοποιήσει η Ιρώνη πολλαπλασιάστηκαν, αλλά η Ιρώνη πάντα τον καθησύχαζε. Τελειώνοντας την ιστορία του, η Ιρώνη τον άφησε, με την βοήθεια του Λούκας, σήκωσε την άμαξα, και ο Νέκραλ τον έκαψε ζωντανό. Μέσα στην άμαξα, ο Φλόριαν ήταν ακόμα λιπόθυμος και η Ιρώνη όταν δεν κοίταγε κανείς, τον απάλλαξε από τα βάρη της τσέπης του. Όταν τελικά συνήλθε, άρχισε να ακουμπάει το σώμα του, ψάχνοντας για πληγές, ή σπασμένα κόκαλα, αλλά δεν βρήκε τίποτα από αυτά. Επίσης δεν βρήκε τίποτα και στις τσέπες του και ρώτησε τι έγινε, και αν είχαν πέσει θύματα ληστών. Η Ιρώνη χωρίς να χρειαστεί να πει ψέματα, είπε πως ναι, τους την έπεσαν ληστές, αλλά όλα είναι καλά τώρα. Ο Φλόριαν στεναχωρήθηκε που του είχαν πάρει τα λεφτά, όχι γιατί θα του έλειπαν, αλλά γιατί με αυτά είχε σκοπό να πληρώσει τις υπηρεσίες του αμαξά Λούκας. Αλλά ξέχασε το περιστατικό γρήγορα όταν μέσα στην άμαξα μπήκε ο Εφρέζε φορώντας μόνο τα εσώρουχα. Ο Εφρέζι του καθησύχασε και τους εξήγησε ότι ενώ κυνηγούσε και αυτός τον ληστή στο δάσος, πέρασε από θάμνους με αγκάθια και του σκίστηκαν τα ρούχα.

Όταν η άμαξα βγήκε από το δάσος, αντάμωσε και πάλι τον ποταμό Τόεβελ. Τα Γκρίζα Όρη να υψώνονταν μπροστά τους απειλητικότερα, άρχισε να μαζεύονται σύννεφα στον ουρανό και δεν άργησε να έρθει και η βροχή. Στην αρχή ψιχάλιζε, αλλά μετά μετατράπηκε σε μπόρα. Λίγο πριν μπουν στο χωριό της Στρομντορφ, τα τείχη του φαίνονταν στο βάθος, είδαν ένα ξύλινο κρεμαστό γεφύρι. Η άμαξα ίσα που θα χώραγε, και ο ποταμός είχε φουσκώσει από την βροχή. Τα κύματα μερικές φορές κουκούλωναν την γέφυρα και ήταν επικίνδυνη η διέλευση. Ήταν όμως ο μόνος δρόμος για να φτάσουν στην πόλη. Άφησαν την άμαξα πίσω του. Ο Μάγος την έκαψε. Καλύτερα να μην είναι χρήσιμη για κανέναν παρά να την πάρουν ληστές για διευκόλυνση τους, σκέφτηκε. Άρχισαν να περνάνε την γέφυρα ένας-ένας. Πρώτος πέρασε ο Λούκας, ισορροπώντας στο γλιστερό ξύλινο δάπεδο της γέφυρας. Ακούστηκαν ξύλα να ραγίζουν και μετά από λίγο η γέφυρα άρχισε να καταρρέει. Ο Εφρέζι έτρεξε και πήδησε πάνω από το σημείο που κατέρρεε, το ίδιο και η Ιρώνη και ο Νέκραλ, αν και ο τελευταίος με λιγότερη χάρη γιατί τον ενοχλούσε η ρόμπα του. Ο Φλόριαν όμως δεν τα κατάφερε και έπεσε στο ποτάμι. Η ορμή του ποταμού άρχισε να τον παρασέρνει και κολυμπούσε μανιωδώς για να μείνει στο ίδιο σημείο. Φώναξε να φέρουν σκηνή από την άμαξα, αλλά ο Εφρέζι του θύμισε ότι την είχαν κάψει. Ο Φλόριαν άρχισε να απομακρύνετε. Το ορμητικό ποτάμι τον είχε παρασύρει. Ο Λούκας που όλη την ώρα σκεφτόταν κάποιο έξυπνη λύση είπε ‘Μα το λουκάνικο του Σίγκμαρ, θα πέσω να τον σώσω’. Και με τα λόγια αυτά βούτηξε στο ποτάμι. Αλλά η ορμή ήταν δυνατότερη από ότι είχε υπολογίσει και τον παρέσυρε και αυτόν. Ένα ξύλινο μέρος της γκρεμισμένης γέφυρας τον χτύπησε στο κεφάλι και έχασε τις αισθήσεις του.

Ο μάγος, ο Εφρέζι και το ξωτικό κοίταγαν τα σώματα των δύο φίλων τους, να τα παρασέρνει ο κόκκινος ποταμός. Αποφάσισαν να ακολουθήσουν την ορμή του ποταμού με τα ποδιά για να δουν που θα τους ξέβραζε. Μετά από λίγο είδαν έναν μύλο που δούλευε με την ορμή του ποταμού, και δίπλα ένα σπιτάκι, μάλλον του μυλωνά. Ο Εφρέζι χτύπησε την πόρτα. Ο μυλωνάς που άνοιξε, τρόμαξε βλέποντας τον σχεδόν γυμνό Εφρέζι. Όταν τους εξήγησαν τι έγινε στους φίλους τους, τους είπε ότι ρίχνει και δίχτυα στο ποτάμι για να πιάσει τα φημισμένα χέλια του Ρέηκ. Για μεγάλη τους τύχη στα δίχτυα βρίσκονταν λιπόθυμοι ο Φλόριαν και ο Λούκας. Τους έβγαλαν έξω και κοίταγαν τα σώματα τους.

‘Ξέρετε,’ τους λέει ο μυλωνάς ‘κάποιος θα πρέπει να τους κάνει το Φιλί της Ζωής’.

‘Σωστά’, είπε ο Εφρέζι, ‘κάποιος πρέπει να τους δώσει το … Φιλί της Ζωής’. Προφανώς δεν ήθελε να είναι αυτός.

‘Το Ξωτικό να το κάνει!’, φωνάζει ο Μάγος. Κανείς τους δεν ήθελε να φιλήσει τον Λούκας και τον έμπορο, ‘είναι και γυναίκα και είναι πιο φυσικό!’

‘Μα είμαι ξωτικό εγώ, δεν ξέρω να κάνω το Φιλί της Ζωής ή όπως το λέτε εσείς οι άνθρωποι’, είπε σαν δικαιολογία η Ιρώνη. Έλεγε ψέματα.

‘Εγώ πάντως δεν το κάνω’, είπε ο μυλωνάς.

‘Γιατί όχι?’, τον ρώτησε η Ιρώνη. ‘Από την Στρομντορφ δεν είσαι. Θα ήθελες να λέμε στα ταξίδια ότι στην Στρόμντορφ, πέρα από τον κακό καιρό, έχει και άκαρδους κατοίκους’.

‘Μα τον Σίγκμαρ, όχι! Με έπεισες!’ είπε ο μυλωνάς. Το ξωτικό είχε εκμεταλλευτεί την περηφάνια του μυλωνά για την πόλη του. Η έτσι νόμισε. Όταν έδωσε το Φιλί της Ζωής στον Λούκας, η διάρκεια του ήταν παραπάνω από όσο έπρεπε. Ο Λούκας είχε συνέλθει, αλλά ο μυλωνάς συνέχισε να τον φυλάει κρατώντας τον γερά από τα μπράτσα του. Όταν απομάκρυνε το στόμα του από το στόμα του Λούκας, το βλέμμα του έλαμπε. ‘Ορίστε! Είναι σώος και αβλαβής. Πως σε λένε φίλε μου? Εμένα με λένε Ένος.’

‘Λούκας’, είπε ο Λούκας μπερδεμένος. Μετά καταλάβει τι είχε γίνει. ‘Γρήγορα, ο έμπορος πρέπει να τον σώσουμε!’, είπε και έκανε τεχνητή αναπνοή στον έμπορα. Όλοι οι άλλοι ανακουφίστηκαν που δεν χρειάστηκε να περάσουν την διαδικασία ξανά. Ο Ένος δεν τους άφηνε να φύγουν αν δεν στέγνωναν πρώτα στην φωτιά του Τζακιού του. Εκεί τον ρώτησαν αν ξέρει για κανέναν κάτοικο της πόλης που είχε πάει τα τελευταία δυο χρόνια. Είπε ότι αρκετοί είναι κάτοικοι που δεν είχαν γεννηθεί στο χωριό, αλλά ο μόνος που θυμάται ότι είχε πάει τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ο Δήμαρχος ο Άντλερ. Αλλά δύσκολα θα τον βρουν γιατί από ότι λένε η φήμες ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του έχει κλειστεί στο δωμάτιο του, στον πάνω όροφο του δημαρχείου και δεν βλέπει κανέναν. Εκτός από τον διοικητή της Φρουράς τον Άρνο Κέσσλερ, που έχει πλέον αναλάβει και καθήκοντα του βοηθού του Δημάρχου.

Οι τυχοδιώκτες ευχαρίστησαν τον μυλωνά Ένος και συνέχισαν προς την πόλη. Έφτασαν στην δυτική πύλη, την πύλη Αλτντορφ (γιατί από εκεί έπρεπε να βγει όποιος ήθελε να πάει στην Αλτντορφ). Ο φρουρός τους ρώτησε από που έρχονται και τη θέλουν στην πόλη. Τους είπε ότι δεν έρχονται συχνά ξένοι στην πόλη και να μην κάνουν φασαρίες, γιατί ο Διοικητής έχει μικρή υπομονή για τους ταραχοποιούς. Τον ρώτησαν αν ξέρει κανέναν που να έχει έρθει τα τελευταία δύο χρόνια ελπίζοντας να πάρουν πληροφορίες για τον επικηρυγμένο γιατρό. Τους είπε ότι ο Δήμαρχος είχε έρθει στην πόλη τον καιρό αυτό, ένας βάρδος είχε έρθει πολύ αργότερα, σχεδόν πριν τρεις μήνες, και στο διάστημα αυτό είχε έρθει και ένας απένταρος πολεμιστής από την Εστάλια, ο οποίος ζητιάνευε λεφτά όταν δεν είχε. Όταν είχε, έπινε μπύρες στην ταβέρνα του Υδροκέραυνου.

Μόλις πέρασαν την πύλη, τα πρώτα σπίτια που είδαν ήταν κάτι καλύβες. Σε μια από αυτές παρατήρησαν μια γυναίκα να τους κοιτάει. Υπήρχαν ξύλινες σανίδες στους κεντρικούς δρόμους για να μην λερώνονται με λάσπες οι κάτοικοι. Στα μικρά σοκάκια όμως δεν υπήρχαν αυτές οι σανίδες και η λάσπη ξεπέρναγε τον αστράγαλο. Η πόλη ήταν κυριευμένη από μια απαίσια μυρωδιά που προερχόταν από τα βυρσοδεψία τα οποία ήταν εγκατεστημένα μέσα στην πόλη και όχι κάπου απόμερα όπως συνηθιζόταν. Οι κάτοικοι δεν παραποιούνταν γιατί η διεργασία δέρματος ήταν ένας από τους βασικότερους παράγοντες για την ευημερία της πόλης. Μάλιστα οι τυχοδιώκτες παρατήρησαν πολλά μαγαζιά που εμπορεύονταν σε ρουχισμό από δέρμα. Δερμάτινα καπέλα, παντελόνια, μέχρι και πανοπλίες, όλα πολύ καλής ποιότητας. Καθώς περιπλανιόνταν στην πόλη, πέρασαν ένα κτήριο που έλεγε ‘Εξαγωγές Μπρένερ’, και ένα που έγραφε ‘Ταβέρνα το Χύτρα της Σούπας’. Οι ντόπιοι δεν αποδείχτηκαν ιδιαίτερα φιλόξενοι. Δεν έμοιαζαν να θέλουν τουρίστες στην πόλη τους και με δυσκολία έμαθαν πιο είναι το σπίτι του διοικητή της φρουράς. Μπήκαν μέσα για να βρούν τον Κέσσλερ, αλλά το γραφείο του ήταν γεμάτο από ντόπιους που ήθελαν να λύσουν τα θέματα τους. Ο γραμματέας είπε στους τυχοδιώκτες ότι ο Κέσσλερ δεν είναι εδώ και αν θέλουν να κλείσουν ραντεβού για την επόμενη βδομάδα αν υπάρχει κάποιο σοβαρό θέμα. Βγήκαν έξω και συνέχειας προς το κέντρο της πόλης που βρισκόταν το η Πλατεία Αγοράς.

Η πλατεία είχε πολύ κόσμο, παρά το ανεμοβρόχι, που έκανε τις αγορές του από τους πάγκους των εμπόρων, κάτω από τις στέγες τον πάγκων. Στο κέντρο ήταν ένα μεγάλου μπρούτζινο άγαλμα καλυμμένο από πράσινη πλατίνα. Μια επιγραφή στην βάση του έγραφε ‘Όλαους Στικχελμ. Ο Σωτήρας της Πόλης μας’. Είχε το ένα χέρι σηκωμένο ψηλά κρατώντας ένα ξίφος. Το άγαλμα σαν να κοιτούσε όλη την αγορά, έτοιμο να την υπερασπιστεί από κάθε απειλή. Δίπλα υπήρχε ένα καλοδιατηρημένο πηγάδι, με τον κουβά βυθισμένο στο νερό. Γύρω γύρα από την πλατεία ήταν τα πιο πολυτελή σπίτια του χωριού, τριώροφα και με ανοιχτά τα παράθυρα, εκτός από το δημαρχείο, που τα παράθυρα ήταν κλειστά, ρωγμές είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους, και αναρριχητικά φυτά είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στον τοίχο. Στην μια άκρη της πλατεία ήταν ένας μικρός βωμός για την θεά της Υγείας, την Σάλια, και στην άλλη άκρη ένας μεγαλοπρεπείς ναός του Σίγκμαρ με την διπλή πόρτα του ορθάνοιχτη, σαν να προσκαλεί όλον τον κόσμο μέσα. Σε μια άλλη άκρη ήταν οι σιτοβολώνες που τους φύλασσαν δύο φρουροί. Οι σιτοβολώνες ήταν κρεμαστοί, ώστε να μην μπορούν να έχουν εύκολοι πρόσβαση τα διάφορα τρωκτικά. Και επίσης ήταν καλυμμένοι με πανιά για να προστατεύονται τα σιτηρά από τον καιρό.
Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.