Tuesday 21 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Νύχτα των ζωντανών-νεκρών.


Dramatis Personae

Εφρέζι ο Πιστός, φανατικός θρησκόληπτος
Ιρώνη του οίκου Μάκαντερ, ευγενές ξωτικό και τζογαδόρος
Νέκραλ Χάλγκμουντ, μαθητευόμενος μάγος της Φωτεινής Τάξης




Ενώ δίνονταν οι απαραίτητες εξηγήσεις στην φρουρά, άλλος ένας κεραυνός χτύπησε την Απαστράπτουσα Πέτρα, τρομάζοντας τους κατοίκους που είχαν μαζευτεί. Ο Νέκραλ άλλαξε γνώμη σχετικά με την πέτρα, και αποφάσισε να την δώσει στον Νίκλαους Σούλμαν να την μελετήσει, αντί να την κρατήσει ο ίδιος. Ούτε. Όχι ότι εμπιστευόταν τις γνώσεις του Σούλμαν αλλά προτιμούσε να μην είναι στο ίδιο δωμάτιο με την πέτρα που ελκύει τους κεραυνούς. Ο Λούκας δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Τώρα που πέρασε η επίδραση της αδρεναλίνης από την μάχη, άρχισε να έχει κρυάδες και να ανακατεύεται. Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να πάει πέσει στο κρεβάτι του και να μην σηκωθεί μέχρι να φύγουν από αυτή την αναθεματισμένη πόλη. Τους παράτησε και πήγε στο πανδοχείο του Υδροκέραυνου να ξεκουραστεί.

Η τελευταία τους στάση πριν επιστρέψουν στο Πανδοχείο τους ήταν να επισκεφτούν τον ναό του Σήγκμαρ. Ο Εφρέζι είχε πειστεί ότι οι κεραυνοί που έπεφταν συχνά στον ναό δεν ήταν τυχαίοι. Μετά την πρόσφατη εμπειρία του με την Απαστράπτουσα Πέτρα είχε δημιουργήσει στον μυαλό του την εντύπωση ότι πρέπει να υπήρχε στην οροφή του ναού κάποιο άλλο κομμάτι της πέτρα. Όταν μπήκαν μέσα, ο Ιερέας Γκότσαλκ του υποδέχτηκε με χαρά. Είχε ακούσει για την μάχη τους με τους Κτηνανθρώπους και τους συνέχαιρε για τον ζήλο που δείχνουν εναντίον των εχθρών της Αυτοκρατορίας. Τα τραύματα τους ήταν εμφανή και ο Ιερέας απολογήθηκε που δεν μπορούσε να τους προσφέρει ανακούφιση με τις ιατρικές ικανότητες της πίστης του. Τους εξήγησε ότι αυτές λειτουργούν μόνο σε κατάσταση μάχης, γιατί τότε μόνο ο Σήγκμαρ θεωρεί ότι πρέπει να παρέμβει. Αφού τώρα είναι ζωντανοί, δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης. Τα τραύματα τους θα επουλωθούν με το πέρασμα του χρόνου. Να επικαλεστούν την βοήθεια των θεών τώρα, θα ήταν ύβρης. Παρ’όλα αυτά, τους συνέστησε να ακολουθήσουν πιο συμβατικές οδούς και να επισκεφτούν δύο γιατρούς, λέγοντας τους ότι έρχονται με τις συστάσεις του. Στην συνέχεια τους εξιστορήθηκε για τις δικές τους μάχες όταν ήταν νέος, και έπαιρνε μέρος στις εκστρατείες του τάγματος, εναντίων πρασινοτόμαρων και απέθαντων. Ο Εφρέζι, με σεβασμό τον διέκοψε και ρώτησε αν έχει την άδεια του να σκαρφαλώσει στον ναό για να ελέγξει την οροφή. Αυτό παραξένεψε τον Γκότσαλκ, αλλά δεν βρήκε λόγο να του το αρνηθεί, αλλά τον παρακάλεσε να προσέξει να μην χαλάσει τα σκαλίσματα και διακοσμήσεις της πρόσοψης. Ο Νέκραλ, παίρνοντας θάρρος, τον ρώτησε αν μπορούσε να σκάψει το πάτωμα για να δει αν υπάρχει καμία θαμμένη πέτρα. Ο Ιερέας εξοργίστηκε με το θράσος του μάγου και την ιδέα του να βεβηλώσει το καθαγιασμένο έδαφος του ναού.

Ενώ συνέχισαν να συζητάνε, ο Εφρέζι βγήκε έξω και κοίταξε από πια μεριά του ναού να σκαρφαλώσει στην οροφή. Αφού κατέληξε από πού θα προσέγγιζε την αναρρίχηση έκανε το πρώτο βήμα. Η αναρρίχηση δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αν εξαιρέσει κανείς την βροχή που έπεφτε και έκανε της προεξοχές από τις οποίες κρατιόταν ο Εφρέζι να γλιστράνε. Μετά από ένα αγωνιώδες δεκάλεπτο, κατάφερε να φτάσει στην οροφή του ναού. Πριν προλάβει σταθεί στα πόδια τους, όλα ασπρίζουν γύρω του. Ένας κεραυνός έπεσε πάνω, όχι μόνο τυφλώνοντας τον παροδικά, αλλά τον πετάει και κάτω από την οροφή του ναού.

Ο Νέκραλ και η Ιρώνη άκουσαν ένα υπόκωφο γδούπο έξω από το ναό και αμέσως κατάλαβαν τι έγινε. Τρέχουν έξω και βλέπουν τον Εφρέζι να κείτεται λιπόθυμος, το σώμα του να έχει πάρει μια αφύσικη πόζα. Δίπλα του ήταν ένας κάτοικος του χωριού που έκπληκτος κοίταζε μία τον ουρανό και μια τον Εφρέζι. Βλέποντας τους τυχοδιώκτες προσπάθησε να αποποιηθεί τυχόν ευθύνες που θα του έριχναν λέγοντας:

‘Έπεσε… Έπεσε από τον ουρανό!’

Δυσκολεύτηκαν να τον συνεφέρουν. Ο Εφρέζι ήταν ήδη σε άσχημη κατάσταση από την μάχη με τους Κτηνανθρώπους, και όσο πέρναγε ο καιρός γινόταν και χειρότερα. Πέρα από τα προηγούμενα τραύματα του, τώρα με το πέσιμο δεν μπορούσε να εστιάσει και την όρασή του σε μακρινά αντικείμενα . Ο ντόπιος που ήταν δίπλα του, συστήθηκε ως Γουόλτρουτ, και κατάλαβαν ότι ήταν ο καθυστερημένος του χωριού. Σε κάθε χωριό υπήρχε και ένας. Θεωρούσε τον Εφρέζι σαν τον ουρανοκατέβατο φίλο του. Ο Σήγκμαρ του έφερε τον φίλο που του είχε ζητήσει! Κατευθύνθηκαν προς το πανδοχείο και περίμεναν τον γιατρό που κάλεσε για αυτούς ο πανδοχέας Σεμπάστιαν.

Όσο περίμεναν, ο έμπορος της συντεχνίας, Φλόριαν, τους είπε ότι είχε έρθει στο πανδοχείο και ο Κλάους σε άσχημη κατάσταση και πήγε να ξεκουραστεί. Τους είπε πως είχε έρθει και ο Λούκας, χλομός σαν κιμωλιά, και πήγε στο δωμάτιο του χωρίς να πει κουβέντα. Θα μπορούσαν να φύγουν αμέσως μόλις επισκευαστεί η γέφυρα. Όταν ήρθε ο γιατρός, έκανε ότι μπορούσε για να ανακουφίσει τους πόνους και τα τραύματα των τυχοδιωκτών. Έβαλε το δάχτυλο του μέσα στα μούτρα του Εφρέζι και το κουνούσε δεξιά και αριστερά. Τα μάτια του Εφρέζι δεν ακολουθούσαν το δάχτυλο του, οπότε αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει μαλάξεις στον οφθαλμό του. Αφού τύλιξε με γάζες τα τραύματα τους, ξεκίνησε να φύγει, αλλά ο Νέκραλ τον σταμάτησε και τον ρώτησε από πού είναι. Τους είπε από την Ναλν. Ο γιατρός δεν άργησε να καταλάβει ότι οι τυχοδιώκτες ήξεραν ότι είναι επικηρυγμένος, αλλά κατάφερε να τους πείσει να μην τον καταδώσουν, τουλάχιστον για την ώρα, γιατί μπορεί να προσφέρει έργο στην Στρόμντορφ, και στο κάτω-κάτω ο λόγος που τον είχαν επικηρύσσει ήταν και λίγο γελοίος. Πριν κοιμηθούν, τους επισκέφτηκε ο Κέσσλερ.

‘Πως πάει?’

‘Ας τα λέμε καλά’, απάντησε ο Νέκραλ. Ο Εφρέζι χασμουρήθηκε αλλά όταν άνοιξε το στόμα του, ένας πόνος διαπέρασε το κεφάλι του. Δεν έπρεπε να κάνει απερίσκεπτες κινήσεις αν ήθελε να αποφύγει τον πόνο.

‘Μόλις συλλάβαμε όλη την οικογένεια Χολτς, τον Τρίσταν Έηγκελ και την Κέιλα Κόμπλποτ. Στο τσακ μάλιστα. Ετοιμάζονταν να το σκάσουν για να διαφύγουν από την δικαιοσύνη’. Ο Κέσσλερ σταμάτησε και κοίταξε τους τυχοδιώκτες.

‘Αύριο το μεσημέρι θα γίνει η δίκη με συνοπτικές διαδικασίες’, συνέχισε να λέει με το στόμα γεμάτο. ‘Οι Γέροντες της πόλης σας θέλουν για μάρτυρες κατηγορίας’. Απέφυγε να σχολιάσει την απουσία του Άντλερ από την σύνθεση του δικαστηρίου. Υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είναι παρών και αυτός στην δίκη. Δεν είναι ασήμαντο γεγονός δύο οικογένειες να προμηθεύουν για θυσίες κτηνανθρώπους. Κοίταξε τους τυχοδιώκτες.

‘Αγοράστε και καινούργια ρούχα. Δεν θα ήταν πρέπον να εμφανιστείτε ενώπιον των Γερόντων και τον ενόρκων με σκισμένα ρούχα’. Σηκώθηκε και ξεκίνησε προς την πόρτα. Λίγο πριν βγει έξω τους είπε, ΄Στο Δημαρχείο, στις 3 το μεσημέρι. Μην αργήσετε. Τα λέμε εκεί’.

Οι τυχοδιώκτες έπεσαν να κοιμηθούν. Ο ύπνος τους ήταν βαρύς και το πρωί ξύπνησαν πιο αργά από το συνηθισμένο. Όλοι τους ήταν φανερά πιο ξεκούραστοι. Θα έμεναν στην πόλη άλλη μια-δύο μέρες για να ξεκουραστούν και να αναρρώσουν πλήρως από τα τραύματα τους, και μετά θα επέστρεφαν στην Ουμπερσράηκ. Μόνο ο Εφρέζη δεν κατάφερε να ξεκουραστεί όσο θα ήθελε γιατί τα όνειρα του τα είχε στοιχειώσει εκείνη η βραδιά στην Ουμπερσράηκ, που του είχαν επιτεθεί οι απέθαντοι. Στο σημερινό όνειρο του, τον κυνηγούσαν σε όλη την πόλη και το μόνο καταφύγιο που βρήκε ήταν στον κήπο του Μορρ, σε ένα φρεσκοσκαμμένο τάφο που έγραφε το όνομα του. Κατέβηκαν στην τραπεζαρία για το πρωινό τους, και μετά πήγαν να αγοράσουν καινούργια ρούχα. Συνάντησαν τον χαζό του χωριού, τον Γουόλτρουτ, ο οποίος ήταν πολύ χαρούμενος που είδε πάλι τον φίλο του Εφρέζι, όρθιο στα πόδια του. Η Ιρώνη, πιο πολύ από συνήθεια, παρά από ανάγκη, προσπάθησε να κλέψει λεφτά από τις τσέπες ενός περαστικού αλλά την είδαν οι φρουροί και την συνέλαβαν. Επειδή ήδη είχε βοηθήσει αρκετά το χωριό, αποφάσισαν να την βάλουν σε ένα κελί για λίγες ώρες για να σκεφτεί τι έκανε μήπως και βάλει μυαλό. Το κελί ήταν υπόγειο, βρόμαγε ακαθαρσίες και ήταν πλημμυρισμένο ως το γόνατο λόγω τις ακατάπαυστης βροχής των τελευταίων ημερών. Και το χειρότερο ήταν ο δεσμοφύλακας της. Εϊχε σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Ναλν, αλλά γύρισε στην Στρομντορφ χωρίς να βρει δουλειά. Όποτε είχε κρατούμενους, ανοίγει φιλοσοφικές συζητήσεις μαζί τους, πιο πολύ απαγγελίες μάλλον παρά συζητήσεις, για να ξεχνάει το αντικείμενο που σπούδασε. Όλη αυτή η ακατάπαυστη πολυλογία του, είχε ζαλίσει την Ιρώνη. Λίγο ήθελε για να βουτήξει το κεφάλι της μέσα στο βρομόνερα για να σταματήσει να τον ακούει.

Όταν ήρθε η ώρα της δίκης ο Εφρέζι και ο Νέκραλ κατηφόρισαν προς την πλατεία. Ο αέρας στον δρόμο βρόμαγε από της μυρωδιές των βυρσοδεψείων, αλλά είχαν αρχίσει πια να συνηθίζουν την μυρωδιά Οι φρουροί αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερη την Ιρώνη μιας και ήταν βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Την έβαλαν να υποσχεθεί ότι δεν θα ξανάκανε ‘άλλες πουστιές στην πόλη τους’ (αυτήν την φράση χρησημοποίησαν) και της ξεκλείδωσαν το κελί. Η Ιρώνη δέχτηκε και τους το υποσχέθηκε, αλλά είχε σταυρωμένα τα δάχτυλα της. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και δεν χώραγαν όλοι μέσα στο δημαρχείο. Ακόμα και έξω από το δημαρχείο, στην πλατεία, είχε δημιουργηθεί συμφόρηση, παρά τον βροχερό καιρό. Κανείς δεν θα μπορούσε να χάσει το γεγονός της χρονιάς, ακόμα και αν έριχνε ο ουρανός καρέκλες (ή Εφρέζιδες, αχαχαχαχ!). Πέρα από τους Χολτς, στους κατηγορούμενους ήταν και ο Τρίσταν Εήγκελ και το Χάλφλινγκ η Κέιλα Κομπλεποτ. Η Κέιλα δεν ήταν ντόπια, από μόνο του το γεγονός αυτό ήταν άκρως ενοχοποιητικό. Ήδη οι χωρικοί φώναζαν για την καταδίκη της. Οι Χολτς όμως ήταν ντόπιοι, αλλά παρόλα αυτά, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους κατοίκους. Τα ανήλικα παιδιά των Χολτς δεν θα δικάζονταν, αλλά θα δίνονταν για υιοθεσία, αλλά ποιος θα τα δεχόταν? Το κατηγορητήριο περιλάμβανε πολλές κατηγορίες. Ο Νέκραλ που ήταν ο πιο σπουδαγμένος σχετικά με την γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας προσπάθησε να θυμηθεί ποίες ήταν οι κατηγορίες. Κλοπή περιουσίας, Καταστροφή περιουσίας, Απαγωγή, Φόνοι, Κακοποίηση ανθρώπων, Κακοποίηση ζώων, Ανθρωποθυσία, Θυσία ζώων, Συναναστροφή με υπηρέτες του χάους. Φοροδιαφυγή! Ειδικά αυτό ήταν το τελευταίο καρφί στο φέρετρό τους. Τα πράγματα ήταν σκούρα για τους Χολτς και το σινάφι τους. Από τώρα μπορούσε να δει το κρέμασμα όλων των ενήλικων Χολτς και της Κέιλα, έξω από το χωριό, στο Πεδίο της Βεράνας. Και δεν είχε άδικο. Η δίκη ήταν για τα προσχήματα. Το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο. Οι ένορκοι έκαναν μερικές υποτυπώδεις ερωτήσεις στους τυχοδιώκτες και οι Γέροντες, διέκοπταν για να κάνουν ερευνητικές ερωτήσεις, αφήνοντας ταυτόχρονα υπονοούμενα για την πλημμελή τήρηση των καθηκόντων του απόντος δημάρχου, έβγαλαν την ετυμηγορία. Η υπεράσπιση επιχειρηματολόγησε ότι οι θυσίες που έγιναν δεν είχαν θύματα ντόπιους, και ήταν και για καλό σκοπό, για την σωτηρία της πόλης! Αφού ακούστηκαν όλες οι πλευρές, οι γέροντες συνεδρίασαν μυστικά αλλά και σύντομα. Μετά, ο γέροντας Γκέρμπερ σηκώθηκε, βάρεσε το σφυράκι του στο έδρανο και φώναξε:

‘Οι Γέροντες είναι έτοιμη να βγάλουν απόφαση’. Καθάρισε το λαιμό του, και συνέχισε.
‘Εις το όνομα της Βεράνα της Δίκαιης, ο Όττο Χόλτς, Ο Ράηνερ Χολτς, η Μαίρη Χολτς, ο Κλάους ο Χοντρός, συγνώμη, ο Κλάους Χόλτς, ο Τρίσταν Έηγκελ και η Κέιλα Κόμμπλεποτ, κρίνονται ένοχοι χωρίς επιφύλαξη ενώπιον του Σήγκμαρ, για εγκλήματα κατά της αυτοκρατορίας. Η ποινή είναι άμεσος απαγχονισμός στο λιβάδι της Βεράνα.’

Ο Νέκραλ έκανε το χέρι του γροθιά και το τράβηξε πίσω, λέγοντας μέσα από τα δόντια του ‘Γιές!’. Ήταν μια κίνηση που συνήθιζαν να κάνουν οι μάγοι της Ουράνιας Τάξης όταν οι προβλέψεις τους βγαίνουν αληθινές. Θεώρησε ότι ήταν πρέπων να το κάνει και αυτός στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Όλος ο κόσμος που είχε μαζευτεί στην δίκη, σαφώς ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της δίκης, άρχισε να κατευθύνετε στο πεδίο έξω από το χωριό. Στην ουσία ήταν ένα λιβάδι με μια μεγάλη πλατφόρμα πάνω στην οποία υπήρχαν οι κρεμάλες. Επειδή ήταν πολλά τα άτομα που θα κρέμαγαν σήμερα, δεν χώραγαν στις κρεμάλες και έτσι αποφάσισαν να τους κρεμάσουν δύο-δύο. Σε μια κρεμάλα μάλιστα χώρεσαν και τρεις από τους κατηγορούμενος. Ο Νέκραλ παρατήρησε ότι υπήρχαν ήδη δύο κρεμασμένοι. Ρώτησε τους ντόπιους και τους είπαν ότι είναι κρεμασμένοι εκεί από την προηγούμενη μέρα της αφίξεως τους στην Στρομντορφ. Είχαν κλέψει πρόβατα. Η Ιρώνη εντόπισε ένα σημείο στο λιβάδι που το χρώμα ήταν πιο μαύρο. Της εξήγησαν ότι εκεί είχαν κάψει πέρσι έναν νεκρομάντη. Τον Λάζαρους Μουρν. Τον είχαν συλλάβει επειδή βρήκαν στοιχεία ότι εξασκούσε την τέχνη της Νεκρομαντείας. Αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα διασκεδαστικός ο θάνατος του γιατί ο νεκρομάντης, κατά την πυρπόληση του δεν φώναξε καθόλου. Γενικότερα και κατά την διάρκεια της δίκης ήταν ακίνητος, κατατονικός. Αναγκάστηκαν να τον κουβαλήσουν δυο φρουροί ως το πεδίο. Η Ιρώνη κοίταξε τους Χολτς. Ο απαγχονισμός τους, σίγουρα δεν θα ήταν αθόρυβος. Ήδη φώναζαν, και καταριόντουσαν τους ντόπιους. Η Μαίρη, ευχόταν ο γιος της να καταστρέψει το χωριό, αλλά ήταν πολύ μικρός για να είναι απειλή.

Μετά τον απαγχονισμό, το απογευματάκι, οι ντόπιοι κατευθύνθηκαν προς το πανδοχείο του Υδροκέραυνου, για να συζητήσουν τα τελευταία κουτσομπολιά. Οι τυχοδιώκτες πήγαν να δουν τον Ιερέα στον ναό του Σήγκμαρ. Ο Ιερέας τους είπε για το νέο όνειρο που είδε στον ύπνο του το βράδυ. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους, ήταν σαφές ότι δεν είχε κοιμηθεί καλά. Τους είπε ότι είχε δει μια μεγάλη λίμνη από την οποία εξείχαν οι ξύλινες στέγες σπιτιών. Οι στέγες, τους είπε, έμοιαζαν πάρα πολύ με αυτές της Στρόμντορφ. Όσο μίλαγαν η Ιρώνη παρατήρησε τις πόρτες πίσω από τις κουρτίνες στα βάθος του ναού και έκανε μια νοητή σημείωση να τις ερευνήσει βράδυ, όταν θα έπεφτε ο Ιερέας για ύπνο. Η μια οδηγούσε σίγουρα στο δωμάτιο του Ιερέα, αλλά η άλλη που θα οδηγούσε?

Επέστρεψαν στο πανδοχείο για να ξεκουραστούν. Ο Λούκας ήταν ακόμα άρρωστος. Ήταν χλωμός, και δεν δεχόταν να φάει ή να πιει. Ούτε καν μπύρα, μα τα γένια του Σήγκμαρ! Ο Εφρέζι άρχισε να ανησυχεί για την κατάσταση του. Όταν άγγιξαν το κούτελο του, ζεμάταγε.. Ο οργανισμός του χρειαζόταν ενέργεια για να επουλώσει από τα τραύματα και να πολεμήσει το κρυολόγημα του. Ο Γιατρός είπε πως πρέπει να αρρώστησε επειδή στεκόταν στην βροχή πολύ ώρα Αν δεν έτρωγε κάτι μέσα στις επόμενες μέρες, θα κινδύνευε η ζωή του. Ο Νέκραλ επισκέφτηκε τον Νίκλαους Σούλμαν για να δει πως πάει η μελέτη της πέτρας. Ο Νίκλαους δεν είχε κάνει μεγάλη πρόοδο στην ανάγνωση της πέτρας. Είχε και αυτός μαύρους κύκλους στα μάτια του. Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλο το βράδι από την μελέτη. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τις σημειώσεις σταματάει είπε στον Νέκραλ ότι η πέτρα πρέπει να είναι μέρος ενός χάρτη. Πόσα κομμάτια ακόμα υπήρχαν και τι έδειχνε ο χάρτης δεν μπορεί να είναι σίγουρος, αλλά η ηλικία της πέτρας είναι άνω των 1000 ετών.

Η Ιρώνη αποφάσισε να γλιστρήσει αθόρυβα από το πανδοχείο και να πάει στον ναό για να κάνει την δική της έρευνα. Περπατούσε στα σκοτεινά σοκάκια, κρυμμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα των κατοίκων της πόλης. Ένοιωσε ένα ψυχρό αεράκι να διαπερνάει τα κόκαλα της. Σαν κάποιος να περπατάει πάνω από τον τάφο της, όπως συνήθιζαν να λένε οι πολίτες της Αυτοκρατορίας. Το ίδιο αεράκι ένιωσε και ο Εφρέζι και αρκετοί από τους πελάτες του πανδοχείου. Ήταν στην κεντρική σάλα, και τους είδε ξαφνικά, να αγκαλιάζονται ή να ανασκουμπώνονται σαν να τους διαπερνάει ένα ρίγος. Ο Νέκραλ ένιωσε το ίδιο και ένα αρρωστημένο συναίσθημα στρογγυλοκάθισε στο στομάχι του. Ένιωσε τα σωθικά του να δένονται κόμπος. Κανείς δεν κατάλαβε τι προμήνυε αυτός ο απόκοσμος άνεμος, αλλά η βραδιά απέκτησε μια κατήφεια και το γλέντι σταμάτησε. Σιγά-σιγά, κατευθύνθηκαν όλοι για ύπνο, συμπεριλαμβανομένου του Νέκραλ και του Εφρέζι.

Η Ιρώνη μπήκε αθόρυβα στον ναό, και κρύφτηκε πίσω από το άγαλμα του Σήγκμαρ. Ο ναός ήταν άδειος. Όχι, ψέματα. Ξαφνικά ήρθε ο νεαρός μύστης και άρχισε να καθαρίζει τα ιερά κειμήλια. Η Ιρώνη κράτησε την αναπνοή της και έμεινε ακίνητη μέχρι να τελειώσει. Όταν έφυγε ο νεαρός, παραβίασε σιγά-σιγά την πόρτα της κρύπτης και κατέβηκε στο υπόγειο. Το δωμάτιο ήταν το μέρος που φύλαγαν όλα τα ιερά κειμήλια, ποτήρια, φυλαχτά και κηροπήγια του ναού. Στην μέση ήταν ένα μεγάλο βιβλίο με εξώφυλλο από δέρμα που είχε γραμμένους τους ιερούς ύμνους του Σήγκμαρ. Την Ιρώνη δεν την ενδιέφεραν καθόλου οι ύμνοι των ανθρώπων και τα βιβλία τους. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Την προσοχή την αιχμαλώτισε ένα φυλαχτό. Ήταν ένας μικρός, χρυσός αετός. Αρκετά μικρός για να τον κρύψει στην τσάντα της, και αρκετά χρυσός για να πιάσει καλή τιμή στην μαύρη αγορά. Άρπαξε τον χρυσό αετό χωρίς δεύτερη σκέψη, τον καταχώνιασε στην τσέπη της τσάντας της, ανέβηκε τα σκαλοπάτια, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να επιστρέφει χαρούμενη στο πανδοχείο.

Ο Εφρέζι και ο Νέκραλ κοιμόντουσαν πολύ βαριά. Οι τελευταίες μέρες ήταν εξουθενωτικές. Τόσο βαριά που δεν άκουσαν τα χτυπήματα στην μπροστινή πόρτα του πανδοχείου. Ο Πανδοχέας όμως τα άκουσε. Άνοιξε το παράθυρο του και έβγαλε το κεφάλι του έξω και φώναξε πως είναι κλειστά και δεν πρόκειται να ανοίξει σε μεθυσμένους ταραχοποιούς. Μετά από λίγο, ο Νέκραλ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του. Νόμισε ότι άκουσε να σπάει η μπροστινή πόρτα. Θυμήθηκε τα αντίστοιχα επεισόδια στο Πανδοχείο Το Φεγγάρι του Ναύτη πριν κάτι μέρες και πήγε να ξυπνήσει τον Εφρέζι και την Ιρώνη. Ο Λούκας ήταν άρρωστος, στο κρεβάτι του πόνου και προτίμησε να μην τον ενοχλήσει. Το δωμάτιο της Ιρώνη ήταν άδειο. Περίεργο. Ο Εφρέζι ήταν εκεί. Τον σκούντηξε, αλλά δεν ξύπναγε. Μια πιστολιά αντήχησε στο πανδοχείο από τον κάτω όροφο. Επιτέλους, ο Εφρέζι ξύπνησε αλλά και αρκετοί ένοικοι. Πόρτες δεξιά και αριστερά στον διάδρομο άνοιγαν και οι ένοικοι έβγαζαν τα κεφάλια τους έξω να δουν τι γίνεται, αλλά κανείς δεν τόλμαγε να ξεμυτίσει από το δωμάτιο του. Οι δύο τυχοδιώκτες πήγαν προς την σκάλα. Συγκρούστηκαν με τον πανδοχέα που κρατούσε ένα αχνιστό μουσκέτο Μπλάντερμπας, και τους δύο γιους του που την ίδια στιγμή ανέβαιναν τις σκάλες κατατρομαγμένοι. Κάτι ψέλλισαν, δείχνοντας κάτω από τις σκάλες, αλλά οι τυχοδιώκτες δεν κατάλαβαν τι εννοούσαν ούτε μπορούσαν να δουν. Κατέβηκαν τις σκάλες και αντίκρισαν ένα αποκρουστικό θέαμα.



Τα περισσότερα κεριά και φανάρια του δωματίου ήταν κλειστά. Αυτά που είχαν παραμείνει αναμμένα παρείχαν ελάχιστο φως στο χώρο. Η πόρτα ήταν θρυμματισμένη και σπασμένη προς τα μέσα. Ένας φρουρός κειτόταν νεκρός, το κεφάλι του έλειπε, και ο τοίχος δεξιά από την πόρτα ήταν πιτσιλισμένος με έντονα κόκκινα αίμα και φαιά ουσία. Το σώμα του σπαρτάραγε σαν να πολέμαγε ακόμα με τον θάνατο. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος με τα μέλη της οικογένειας Χολτς. Από το λαιμό τους κρεμόντουσαν οι θηλιές με τις οποίες τους είχαν κρεμάσει. Οι άκρες των θηλιών φαγωμένες.. Δεν έλειπε και ο Τρίσταν, η Κέιλα, και οι δύο κρεμασμένοι κλέφτες προβάτων. Τα κεφάλια τους γέρνανε δεξιά η αριστερά, και το σαγόνι τους κρεμόταν ανοιχτό, το πρόσωπο τους είχε μια ηλίθια έκφραση, τα μάτια τους κοίταγαν το κενό και αντί να μιλάνε έβγαζαν ένα μακρόσυρτο βογκητό. Ο Νέκραλ και ο Εφρέζι σάστισαν προς στιγμή στην θέα του φόνου και τον απέθαντων, αλλά ο Εφρέζι γρήγορα βρήκε κουράγιο. Θυμήθηκε την νύχτα στην Ούμπερσράηκ που του είχαν επιτεθεί απέθαντοι. Τα όνειρά του των είχαν προετοιμάσει για την σημερινή αναμέτρηση. Όρμησε. Τέσσερα μέλη της οικογένειας Χολτς τον πλησίασαν. Οι υπόλοιποι τέσσερις κατευθύνθηκαν προς τις σκάλες που ήταν ο Νέκραλ και ο και ο Σεμπάστιαν που κρατούσε το μουσκέτο Μπλάντερμπας με χέρια που έτρεμαν.

Ο Νέκραλ κατέβηκε τα σκαλιά, μάζεψε απόθεμα από τον άνεμο Άσκυ και αμόλησε μια πύρινη μπάλα στο πιο κοντινό απέθαντο. Το σώμα που κάποτε άνηκε στον Όττο τυλίχτηκε στις φλόγες και σωριάστηκε στο έδαφος. Σε λίγα μόνο λέπτα το μόνο που είχε απομείνει ήταν τα απανθρακωμένα λείψανα του. Οι υπόλοιποι τρεις απέθαντοι περικύκλωσαν τον Νέκραλ. Ο Σεμπάστιαν πυροβόλησε με το μουσκέτο του. Η σφαίρα διαπέρασε το σώμα της απέθαντης Μαίρης, προς στιγμήν την σταμάτησε, αλλά μετά η Μαίρη συνέχισε την πορεία της σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ο Εφρέζι κοπάνησε την σιδερόμπαλα του στο κεφάλι του Ρέηνερ, ανοίγοντας του μια φρικτή τρύπα. Ο Ρέηνερ φάνηκε να μην ενοχλείτε ιδιαίτερα και απλώνοντας τα χέρια του, τυλίγεται γύρω από τον Εφρέζι, ο οποίος δεν ένιωσε ιδιαίτερα ευχάριστα, τόσο κοντά σε νεκρή σάρκα.

Η Ιρώνη ακούγοντας τον πρώτο πυροβολισμό επιτάχυνε το βήμα της. Όταν άκουσε και τον τρίτο ήταν πλέον σίγουρη ότι προέρχονταν από το πανδοχείο της. Άρχισε να τρέχει. Ξαφνικά έχασε την όραση της, και μπροστά της, σαν όραμα είδε τον ιερό, χρυσό αετό που είχε κλέψει. Στραβοπάτησε και έπεσε στα λασπόνερα. Σηκώθηκε και συνέχισε. Είδε την πόρτα του πανδοχείου ανοιχτή και από έξω είδε τι διαδραματιζόταν μέσα. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Νεκροζώντανοι είχαν πλημμυρίσει το πανδοχείο. Έβγαλε το τόξο της και άρχισε να εκτοξεύει βέλη στους απέθαντους. Το πρώτο βέλος αστόχησε, το δεύτερο και τρίτο καρφώθηκε στο σώμα του Ρέηνερ. Το σώμα του σωριάστηκε στο έδαφος. Το τέταρτο βέλος είχε διαπεράσει το ήδη τρύπιο κρανίο του.

Τρεις απέθαντοι άρπαξαν τον Νέκραλ και τον έριξαν στο πάτωμα. Το σώμα του χάθηκε κάτω από τα κορμιά τον απέθαντων που άρχισαν να του δαγκώνουν την σάρκα. Ο Σεμπάστια δεν μπορούσε να πιστέψει το θέαμα που έβλεπε στο κάτω μέρος της σκάλας. Κόκκινο αίμα άρχισε να πλημμυρίζει το πάτωμα, και τότε κατάλαβε ότι ο Νέκραλ ήταν νεκρός. Είδε το δάχτυλο του να πατάει την σκανδάλη επανειλημμένα. Την πρώτη φορά το μουσκέτο πυροβόλησε και πέτυχε την πλάτη ενός απέθαντου. Της υπόλοιπες φορές δεν είχε μπαρούτι και απλά ακουγόταν ένα κλικ κλικ. Δύο από τους τρεις απέθαντους άφησαν το νεκρό σώμα του Νέκραλ και ανέβηκαν τις σκάλες, ρίχνοντας στο πάτωμα τον Σεμπάστιαν. Ο τρίτος απέθαντος πλησίαζε τον Εφρέζι από πίσω. Ο Εφρέζι δεν τον είχε αντιληφθεί. Τότε ο Νέκραλ, σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του. Από το μπράτσο του, έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας και φαινόταν το κόκκαλο. Ο Νέκραλ με την τελευταία του πνοή, εξαπέλυσε μια πύρινη μπάλα, το τελευταίο ξόρκυ που θα έκανε ποτέ του. Η μπάλα πέτυχε τον απέθαντο πριν πλησιάσει Εφρέζι, αφήνοντας τον στον τόπο. Ο Εφρέζι γύρισε να δει πίσω του. Ο Νέκραλ, μέσα σε μια λίμνη αίματος, με κομάτια κρέατος να λείπουν από το σώμα του, του είπε:

‘Άκου προσεκτικά… αυτό που θα… σου πω… ναααργκκχχχχ…γκλγκλ!’, και ξεψύχησε.

Η Ιρώνη αμόλησε άλλα τέσσερα βέλη στον απέθαντο Τρίσταν, αποτελειώνοντας τον. Οι δύο απέθαντοι που είχαν ανέβει στις σκάλες κατασπάραξαν τον Σεμπάστιαν. Ο Εφρέζι ανέβηκε δύο δύο τα σκαλιά, αλλά ήταν πολύ αργά. Εύκολα έσπασε τα κρανία των απέθαντων που ήταν απασχολημένοι να τρώνε τα έντερα του πανδοχέα. Η Ιρώνη αποτελείωσε και τους απέθαντους που βρίσκοντας την κάτω αίθουσα. Όταν ήρθαν οι φρουροί με τον Κέσσλερ, κανένας νεκρός δεν είχε πια το παραμικρό σημάδι ζωής. Πριν προλάβει να ελέγξει την φρικτή σκηνή μάχης, η Ιρώνη έτρεξε στο πτώμα του Νέκραλ. Τον είχε δει να κρύβει κάποια νομίσματα στην μπότα του. Έψαξε στα βιαστικά.

‘Αχα!’, βρήκε, δύο χρυσά νομίσματα. Απομακρύνθηκε γρήγορα πριν την πάρουν πρέφα οι φρουροί που πλησίαζαν, αλλά ο Νέκραλ ήταν αυτός που θα είχε τον τελευταίο λόγο. Η Ιρώνη γλίστρησε στο πηχτό αίμα του Νέκραλ που είχε ποτίσει όλο το δάπεδο και ο ξωτικός πισινός της συγκρούστηκε με βια στο δάπεδο. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Για κακή της τύχη είχε πέσει πάνω στον χρυσό αετό που είχε κλέψει από τον ναό. Σαν να την τιμωρούσε ο Σήγκμαρ για την ιεροσυλία της. Γρήγορα μάζεψε τον χρυσό αετό και τον έβαλε πάλι στην τσάντα της μαζί με τα δύο χρυσά νομίσματα, το μόνο της ενθύμιο από τον μαθητευόμενο μάγο Νέκραλ Χάλγκμουντ, αιώνια του η μνήμη.

‘Μα το Σήγκμαρ, τι έγινε εδώ!’ Φώναξε έξαλλος ο Κέσσλερ. Κανείς δεν ήταν σίγουρος αν ο εκνευρισμός του προερχόταν από το γεγονός ότι υπήρχαν 2 πολίτες νεκροί ή επειδή εμφανίστηκαν απέθαντοι στην πόλη του, ή επειδή ένα μέλος της φρουράς ήταν τόσο απρόσεκτος ώστε να μετατραπεί και αυτός σε απέθαντο. Κόσμος από τα γύρω σπίτια είχε μαζευτεί. Ο Κέσσλερ άρχισε να τους διώχνει, λέγοντας ‘Φύγετε, φύγετε. Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε, εδώ!’

Οι φρουροί είχαν ήδη βγάλει το πτώμα του Νέκραλ και του Σεμπάστιαν στο πίσω μέρος της αυλής του πανδοχείου και τους είχαν βάλει φωτιά, όταν ακούστηκε μια ανδρική φωνή από το δρόμο.
Βοήθεια! Βοήθεια! Ζωντάνεψε!’

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment