Monday 6 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Μια ήσυχη βραδιά στο Φεγγάρι του Ναύτη.




Να σας μιλήσω για τον Εφρέζι.

Ο Εφρέζι είναι ένας νεαρός της Ούμπερσράικ. Για να βρει χρήματα, όπως πολλοί νεαροί της Ούμπερσραηκ, κατατάχτηκε στην τοπική φρουρά της πόλης, περιμένοντας να κάνει κυρίως αγκαρίες, εξάλλου δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του σπαθί. Βέβαια, στην φρουρά όταν πήγε δεν του έδωσαν σπαθί. Λόγω περικοπών, του έδωσαν μια μια ξύλινη λαβή με μια σιδερένια μπάλα στην άκρη. Και ούτε κάποια εξάσκηση του έκαναν, ούτε για αγγαρεία των έστειλαν. Αλλά δεν του το είπαν έτσι, όχι. Του είπαν θα πας με άλλους τέσσερις φρουρούς στον Κήπου του Μορρ για μια γρήγορη αγγαρεία, να καθαρίσετε έναν δύο τάφους. Ο Εφρέζι ήξερε ότι ‘Κήπο του Μορρ’ ονομάζουν τα νεκροταφεία στην αυτοκρατορία, αλλά δεν ήξερε ότι ‘καθαρισμός τάφου’ εννοούσαν να ‘ξανα΄σκοτώσουν απέθαντα πτώματα που διαφωνούσαν με την ταφή τους. Μάλιστα όταν έφτασε εκεί, η θέα τους τον έκανε να χάσει τα λογικά του. Όταν τα πράματα γύρω του, άρχισαν να βγάζουν νόημα, ήταν σε έναν ναό του Σίγκμαρ και άκουγε το λόγο του Ιερέα. Τα λόγια του ιερέα πλημμύρισαν την ψυχή του και έδιωξαν τις τύψεις που είχε για την άτακτη φυγή του. Έδιωξαν τις τρομακτικές εικόνες που είδε στο νεκροταφείο και του έδωσαν έναν σκοπό στην ζωή του. Να προστατέψει την Αυτοκρατορία από τους απέθαντους, τους δαέμονες και τους αιρετικούς και οποιαδήποτε άλλη απειλή. Έτσι είχε πει ο Σίγκμαρ, έτσι είχε κηρύξει ο Ιερέας και ο Εφρέζι από εδώ και πέρα θα ζούσε για να μεταδώσει την αλήθεια και το φως της πίστης της Θρησκείας Του Σίγκμαρ.

Με αυτές τις σκέψεις μπήκε ο Εφρέζι στο Πανδοχείο του Φεγγαριού του Ναύτη και με την ελπίδα να βρει ζωντανούς τους φίλους του που τελευταία φορά είχε δει στον Κήπο του Μορρ. Το πανδοχείο ήταν σχεδόν γεμάτο, παράξενο φαινόμενο. Πάντα έμπαινε μέσα κόσμος, συνήθως για να αποφύγει την μπόχα των ανοιχτών υπονόμων της Ούμπερσραήκ, αλλά δεν πρέπει να ήταν αυτός ο λόγος για τον χαμό που γινόταν μέσα. Οι φίλοι του δεν ήταν εκεί. Ο Εφρέζι δεν ήθελε να σκεφτεί τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Ο πανδοχέας έτρεχε πάνω κάτω να εξυπηρετήσει τους καλεσμένους, δύο γκαρσόνες έπαιρναν παραγγελίες από τα τραπέζια και ένας ακόμα άνδρας καθόταν πίσω από τον πάγκο για τα ποτά, εκεί που συνήθως καθόταν ο πανδοχέας, ο Σύνηρ.

Ο Εφρέζι γνώριζε τον Σύνηρ από παλιά. Ο Σύνηρ είχε έρθει στην Ούμπερσραηκ πριν χρόνια κουβαλώντας αρκετά χρυσά νομίσματα και η αγορά του πανδοχείου ήταν η πρώτη και μόνη επένδυση που έκανε. Τον πλησίασε να μάθει γιατί είχε τόσο κόσμο.

‘Α, Εφρέζι, συγνώμη για την αναστάτωση. Μου είχαν πει ότι θα έρθει η Λαίδη Γράβιν, αλλά κανείς δεν μου είπε ότι θα έφερνε 6 φρουρούς, 8 υπηρέτες, και άλλους 2-3 γνωστούς της! Πάλι καλά που σκέφτηκα και προσέλαβα δύο ακόμη άτομα ως προσωρινό προσωπικό. Μισό λεπτό’, λέει ο Σίνηρ και πάει στο πάγκο να δώσει ένα ακόμα δωμάτιο και επιστρέφει. ‘Όπως έλεγα, έχει κλείσει ένα ολόκληρο διάδρομο από δωμάτια στον πάνω όροφο. Κάτσε όπου βρεις και θα σου στείλω μια γκαρσόνα να πάρει την παραγγελία σου’.

ΏΡΑ 8:00

 

Ο Εφρέζι κοίταξε το δωμάτιο για να βρει μέρος να κάτσει. Έξι μεγάλα τραπέζια υπήρχαν και σε όλα κάθονταν κάποιοι, χωρίς όμως να γνωρίζουν αναγκαστικά ο καθένας τον διπλανό του. Σε ένα από αυτά ήταν ένας μεγαλόσωμος και γεροδεμένος τύπος που έκανε μπραντεφερ με όποιον τον προκαλούσε, κατόπιν στοιχήματος. Φαινόταν αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του. Γύρω του είχαν μαζευτεί υπηρέτες της Λαίδης Γράβιν και τον συνέχαιραν όποτε νίκαγε (δηλαδή όλη την ώρα). Μάλλον θα ήταν με την παρέα της Λαίδης και αυτός. Επίσης ήταν και δυο φρουροί κοντά του, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν τον φύλαγαν ή αν και αυτός ήταν φρουρός. Δεν φαινόταν να τους έχει ανάγκη. Δίπλα του καθόταν και ένας κύριος, πιο σοβαρός με ελαφρώς γκρίζα μαλλιά, γυαλιά και έναν χαρτοφύλακα. Έμοιαζε με γιατρό. Σε ένα άλλο τραπέζι αναγνώρισε τον Λούκος Πάπαρμπεργκ να πίνει μπύρα με τους φίλους του. Ο Λούκος είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστός και αρεστός στις γυναίκες του Ούμπερσράηκ μετά την νίκη του σε πόση μπύρας εναντίον ενός νάνου. Σε ένα άλλο τραπέζι είδε ένα χαλφλινγκ να παίζει μόνο του με μια τράπουλα χαρτιών και να έχει ένα ηλίθιο χαμόγελο. Αποφάσισε να το αποφύγει. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες με ανόητα και χαζοχαρούμενα χαλφλινγκς. Άρα το μόνο τραπέζι που μπορούσε να κάτσει ήταν αυτό που καθόταν μια γυναικεία φιγούρα σκεπασμένη με μια κάπα με κουκούλα. Το μυστήριο τον διέγειρε.

Όταν έκατσε στο τραπέζι κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν ξωτικό, και υπέθεσε ότι για αυτό φόραγε κουκούλα. Πολύ δεν συμπαθούσαν τα υπεροπτικά ξωτικά. Τους εκνέυριζε που σύγκριναν όλα τα επιτεύγματα της Αυτοκρατορίας με τα δικά τους. Βέβαια το ίδιο έκαναν και οι νάνοι, αλλά οι νάνοι ήταν ιεροί σύμμαχοι της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Σήγκμαρ είχε συμμαχήσει μαζί τους, αιώνες πριν και η θρησκεία του απαιτούσε κάθε πιστός να βοηθάει τους νάνους όταν έχουν ανάγκη την βοήθεια του. Παρόλα αυτά, ο Εφρέζι δεν ήταν τόσο απόλυτος. Στο κάτω κάτω και τα ξωτικά έκαναν πόλεμο εναντίων του Χάους, και ο εχθρός του εχθρού σου δεν είναι φίλος σου? Προσπάθησε να της πιάσει την κουβέντα.

‘Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Εφρέζι!’

‘Γεια σου’ είπε το ξωτικό, σπάνια της μίλαγαν τόσο ευθέως οι άνδρες. Συνήθως την απέφευγαν λόγω της φυλής της. ‘Είμαι η Ιρώνη του Οίκου Μακαντερ’, είπε με περηφάνια σηκώνοντας την μύτη της ψηλά. Ο Εφρέζι είδε έκπληκτος με τέραστια μελανιά στο πρόσωπο της, κουσούρι από κάποιο πρόσφατο τραύμα. Αποφάσισε ότι τελικά την κουκούλα την φόραγε για να κρύψει την μελανιά αυτή και όχι για κάποιο άλλο λόγο.

‘Που το έπαθες αυτό?’, ο Εφρέζι δεν ήταν διπλωμάτης, όταν ήθελε να μάθει κάτι.

‘Πολεμώντας τους εχθρούς της αυτοκρατορίας σας. Της αυτοκρατορία των ανθρώπων’, είπε η Ιρώνη χωρίς να είναι σίγουρη αν τελικά άξιζε το κόπο να χαλάσει την φυσική της ομορφιά.

‘Απέθαντους? Στον κήπο του Μορρ?’ ρωτάει ο Εφρέζι, ελπίζοντας να ακούσει νέα για τους φίλους του. ‘Έζησε κανείς τους!’

‘Όχι, κτηνανθρώπους, στο κατάλυμα Γκρούνγολντ. Δεν επέζησε κανείς.’ Ο Εφρέζι μπερδεύτηκε. Πιο κατάλυμα? Κτηνανθρώπους? Και αυτοί είναι εχθροί της αυτοκρατορίας και του Σίγκμαρ! Και τι δουλεία είχαν οι φίλοι του στο κατάλυμα? Ως εκεί κυνήγησαν τους απέθαντους. Άρχισε να μπερδεύεται πάλι και να βυθίζεται στην άβυσσο του τρόμου και τις παράνοιας. Μόνο η θρησκεία του μπορούσε να τον βοηθήσει να ηρεμήσει. Χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και σηκώνεται όρθιος.

‘Ζήτω ο Σίγκμαρ και το σφυρί του! Ζήτω η Ιερή συμμαχία της αυτοκρατορίας με Νάνους!’, φώναξε και ηρέμησε. Μια παράξενη σιωπή έπεσε στο πανδοχείο, καθώς όλοι σταμάτησαν ότι έκαναν και γύρισαν το βλέμμα τους στον Εφρέζι. Αφού κατάλαβαν ότι ανάμεσα τους υπάρχει άλλος ένας τρελαμένος ζηλωτής, φανατικός οπαδός της θρησκεία του Σίγκμαρ, συνέχισαν ότι έκαναν και πριν. Αυτοί οι τρελοί ήταν άκακοι συνήθως (εκτός και αν νόμιζαν ότι είσαι κάποιος αιρετικός οπαδός των Σκοτεινών Δυνάμεων, όποτε συνήθως σε έκαιγαν ζωντανό).

ΏΡΑ 8:15

 

Η σερβιτόρα Μέριλυν Ανάργυρσσον πλησιάζει το τραπέζι της Ιρώνι και ρωτάει τον Εφρέζι αν θέλει να πιεί τίποτα. Του συστήνει τον Υρδοκέραυνο Ζύθο, αλλά ο Εφρέζι θέλει μόνο κόκκινο κρασί. Η Ιρώνη δεν είχε τελειώσει το ποτό της, αλλά ρωτάει την φίλη της την Μερίλυν αν ήξερε γιατί είχε τόσο κόσμο. Η σερβιτόρα ήταν αρκετά κωλοπετσωμένη και κάτι παραπάνω θα γνώριζε. Η Μέριλυν της εξηγεί ότι ο Λαίδη Γκράβιν Μαρία-Ούλρικ Φον Λιμπβιτζ από την πόλη Aμποστάην είναι η ανιψιά της Δούκισσας Εμμανουέλας της Ναλν, της πρώην πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Η Δούκισσα ήταν γνωστή για τα θρυλικά πάρτι της. Στο τελευταίο μάλιστα πέθανε και ένας καλεσμένος, ο Βαρώνος Σίγκισμουντ από την Ντάμενμπλατσ, ενώ τον συντρόφευε η Γκράβιν. Η Λαίδη τώρα βρίσκετε καθοδόν για την πόλη Κεμπερμπαντ για να ασκήσει το δικαίωμα της για Δίκη με Όπλα, και ο γεροδεμένος τύπος είναι ο υπερασπιστής στην μάχη και τον λένε Μπρούνο, ενώ ο κύριος με τα γκρίζα μαλλιά είναι ο δικηγόρος της. Στην Ουμπερσράηκ κάναν απλά μια στάση.

ΏΡΑ 8:25

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου και μπαίνουν δύο καλοντυμένοι κύριοι. Πλησίασαν τον Σύνηρ και των ρώτησαν κάτι. Ο Σύνηρ απαντάει δείχνοντας το τραπέζι που καθόταν η Ιρώνη. Οι κύριοι γνέφουν καταφατικά και πλησιάζουν. Κάθονται στο τραπέζι, κοιτάζονται μεταξύ τους και λένε στην Ιρώνη και τον Εφρέζι.

‘Μας είπε ο πανδοχέας ότι είστε τυχοδιώκτες. Θα θέλαμε τις υπηρεσίες σας’, είπαν, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο Εφρέζι δεν είναι με την Ιρώνη. Ο Εφρέζι βέβαια δεν είχε πρόβλημα. Κατάλαβε ότι ίσως κέρδιζε λεφτά. Η Ιρώνι τους έγνεψε να συνεχίσουν.

‘Είμαστε μέλη της συντεχνίας των εμπόρων’, είπε ο ένας, ενώ και οι δύο της έδειξαν τα δαχτυλίδια τους. Η Ιρώνη δεν κατάλαβε γιατί της έδειχναν τα δαχτυλίδια τους. Δεν τις φάνηκαν ιδιαίτερα ακριβά, αν και ήταν πανομοιότυπα. Ήθελαν να την εντυπωσιάσουν με τον πλούτο τους? Σε αυτό απέτυχαν οικτρά.

Ο κύριος συνέχισε να μιλάει, ‘Ένα μέλος της συντεχνίας μας, ενώ πήγε για εμπορικούς σκοπούς στην πόλη Στρομντορφ, δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Έπρεπε να έχει γυρίσει εδώ και μια εβδομάδα. Σαν μέλος της συντεχνίας, είμαστε υποχρεωμένοι να τον βοηθήσουμε αν κάτι κακό του έχει συμβεί’. Όπως είπαν το τελευταίο, κατάλαβε η Ιρώνη ότι πιο πολύ ενδιαφέρονταν για την τύχη του έμπορου από νομική δέσμευση, παρά από πραγματικό ενδιαφέρον.

‘Θα θέλατε να μισθώσετε της υπηρεσίες σας σε εμάς και να τον ψάξετε για λογαριασμό της συντεχνίας των εμπόρων?’

‘Ναι, ναι’ είπαν μαζί ο Εφρέζι και η Ιρώνη. Η Ιρώνη είχε βαρεθεί να περιμένει στο πανδοχείο τον μάγο να γυρίσει από την Άλτντορφ, και ο Εφρέζι ήθελε λίγα λεφτά.

‘Μόνος του ήταν ο έμπορος?’ Ρώτησε ο Εφρέζι.

‘Όχι, είχε μαζί του και δύο σωματοφύλακες’.

‘Κάτι που να μας βοηθήσει στην αναζήτηση?’.

‘Είναι μικρή πόλη η Στρομντορφ. Όλοι θα ξέρουν για τον έμπορο που πήγε να τους πουλήσει κάρβουνο αν τους ρωτήσετε. Είχε πάει με ένα άσπρο άλογο που έσερνε ένα άσπρο βαγόνι με κάρβουνα. Μπορεί να τους είχε εκνευρίσει και με την συμπεριφορά του. Είναι λίγο παράξενος ξέρετε’ απάντησε ο ένας κύριος.

‘Μισό λεπτό.’ λέει η Ιρώνη. ‘Ποίο είναι το όνομα του έμπορου?’. Ο συνδυασμός αυτών που είπε ο κύριος την ανησύχησε. Πόσοι ‘παράξενοι έμποροι’ που εκνευρίζουν τους πελάτες τους μπορεί να υπάρχουν στην Ουμπερσράηκ.

‘Κλάους Φον Ρόθσταιν’, είπε ο κύριος με ύφος σαν να ντρέπεται για το μέλος της συντεχνίας τους.
‘Ο Κλάους! Θέλετε να πάω να σώσω τον Κλάους! Ξεχάστε το’, φώναξε η Ιρώνη.

‘Τον ξέρεις?’, ρώτησε ο Εφρέζι. Οι έμποροι δεν έδειξαν να εκπλήσσονται με την αντίδραση της.

‘Α, ώστε τον έχεις γνωρίσει έ? Κοίταξε, δεν μας νοιάζει αν τον βρείτε ζωντανό η νεκρό. Η προσπάθεια μετράει. Και κυρίως να μας επιστρέψετε το δαχτυλίδι του’. είπαν, δείχνοντας της πάλι τα πανομοιότυπα δαχτυλίδια τους.

‘Μα τι παίζει με αυτά τα δαχτυλίδια’, ρώτησε ο Εφρέζι, γλιτώνοντας την Ιρώνη από τον κόπο.
‘Αποδεικνύουν την συμμετοχή στην συντεχνία και εξασφαλίζουν σημαντικές εκπτώσεις για όσους τα έχουν. Δηλαδή έκπτωση από έμπορο σε έμπορο που είναι μέλος. Δεν θα θέλαμε να πέσει το δαχτυλίδι στα χέρια άλλων και για να μην παίρνουν εκπτώσεις που δεν δικαιούνται αλλά και για να μην τα αντιγράψουν’.

Η Ιρώνη και ο Εφρέζι συμφώνησαν τελικά να τους βοηθήσουν με το ανάλογο αντίτιμο. Η Ιρώνη εξασφάλισε και μια θέση για τον μάγο που θα γύρναγε σήμερα από την Αλτντορφ, και κανόνισαν το πρωί να τους περιμένει μια άμαξα για να ξεκινήσουν το τριήμερο ταξίδι προς την Στρομντορφ. Μετά από αυτά συνέχισαν να πίνουν μπύρες παρακολουθώντας τους αγώνες μπραντεφερ του Μπρούνο.

ΏΡΑ 8:45

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου και ο μπαίνει ο μάγος Νέκραλ με την Γκέρτυ, την βοηθό του. Εντόπισε την Ιρώνη και έκατσε στο τραπέζι της. Δεν της είπε για το δαιμονικό βιβλίο που είχε διαβάσει, ούτε ότι λιποθύμησε μετά και όταν συνήλθε δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε για το έκτο δάχτυλο που έβγαλε από τότε στο αριστερό του πόδι και στην συνέχεια καυτηρίασε χρησιμοποιώντας όχι κανονική φωτιά, αλλά ένα δικό του ξόρκι. Της είπε όμως για τα κολέγια της μαγείας και την εξάσκηση που έκανε με τον μέντορα του, ο οποίος τον έστειλε πάλι στον έξω κόσμο για να συλλέξει πληροφορίες για τις μαγικές Δρομόπετρες, ώστε να διευρύνει λίγο την γνώση του. Επίσης της είπα πως τελειοποιήσει την τεχνική του μαγικού καυτηριασμού, και η Ιρώνη με χαρά του ζήτησε να της το αποδείξει θεραπεύοντας της ένα σοβαρό τραύμα που είχε αποκτήσει στα πλευρά από την μάχη της με τον Γουοργκορ. Βγήκαν και οι δύο έξω για να κάνει τα μαγικά του ο Νέκραλ, γιατί ο απλός λαός φοβάται την μαγεία και δεν θα ήταν σωστό να κάνουν ξόρκια μέσα στο πανδοχείο. Με περηφάνια ο Νέκραλ της είπε ότι θα της δείξει την υπεροχή της ανθρώπινης μαγείας και ότι η μαγεία των ξωτικών είναι υπερεκτιμημένη. Συγκεντρώθηκε και έκανε το ξόρκι του και το μόνο που κατάφερε ήταν να καυτηριάσει μια πληγή, αλλά δεν μπόρεσε να γιατρέψει την άσχημη μελανιά στο πρόσωπό της. Η Ιρώνη απογοητεύτηκε, αλλά δεν περίμενε τίποτα περισσότερο. Η τεχνική της μαγείας των ανθρώπων ήταν αξιολύπητη.

Όταν γύρισαν στο τραπέζι η Ιρώνη τον σύστησε στον Εφρέζι και του εξήγησε για την αυριανή τους αποστολή. Ο Νέκραλ φώναξε μια σερβιτόρα και ήρθε η Αντζέλικα, μια καινούργια σερβιτόρα που την προσέλαβε ο Σύνηρ ειδικά για την σημερινή πολυσύχναστη βραδιά. Της ζήτησε ένα τσάι. Οι μάγοι πάντα ζητάνε περίεργα ποτά. Τότε ο μαγος θυμήθηκε τον νανο και ρωτάει που βρίσκετε. Η Ιρώνη του εξηγεί ότι πριν 3 βράδια είδε εφιάλτες με τον τρελό νάνο που είχαν δει στο Γκρουνγοουλντ και αποφάσισε να πάει στα καμίνια των νάνων στην Καρακ-Αζγκαραζ για να ενημερώσει τους γέροντες σχετικά, αλλά και για το κειμήλιο που είχαν βρει, το σφυρί του Οίκο του Κόρντεν. Θα αργούσε να επιστρέψει και θα τους άφηνε μήνυμα στο πανδοχείο όταν γύρναγε.

‘Παράξενος αυτός ο νάνος’, μονολόγησε ο μάγος.

ΏΡΑ 8:55

 

O Νέκραλ νοικιάζει ένα μονόκλινο δωμάτιο και πάει να κοιμηθεί. Αφήνει την Γκέρτυ να κοιμηθεί στο πάτωμα για οικονομία. Η Ιρώνη και ο Εφρέζι έχουν την φαεινή ιδέα να πάνε στο σπίτι του Κλάους να ψάξουν για στοιχεία που μπορεί να μην βρήκαν οι συν τεχνίτες τους. Βρίσκουν μόνο το ημερολόγιο στο οποίο κρατάει τις σημειώσεις του ο Κλάους για τα απομνημονεύματα που γράφει. Η Ιρώνη διαβάζει για την ιστορία που είχε γράψει ο Κλάους που είχε κάνει ένα ξωτικό να του χορέψει προκειμένου να του πουλήσει κάτι φθηνότερα. Επίσης έγραφε και για το επικείμενο ταξίδι του στην Στρομντορφ. Χωρίς να βρουν τίποτα καινούργιο επιστρέφουν στο πανδοχείο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Δεν είχαν νυστάξει ακόμα και κάθονται στο τραπέζι τους.

ΏΡΑ 9:15

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου και τρεις ταξιδιώτες μπαίνουν στο πανδοχείο. Βγάζουν τα παλτά τους και κλείνουν ένα διπλό δωμάτιο με ένα ράντσο και παραγγέλνουν τρία γεύματα. Κάθονται σε ένα τραπέζι και αρχίζουν να μιλάνε μεταξύ τους. Όχι πολύ αργότερα, ένας υπηρέτης από την συνοδεία της Γκράβιν κατεβαίνει από τον πάνω όροφο που είναι τα δωμάτια και πάει στον Μπρούνο να του πει ότι η Γκράβιν είπε να σταματήσει το μπράντεφερ και να ανέβει πάνω να κοιμηθεί. Ο Μπρούνο όμως μάλλον δεν είχε σκοπό να πάει από τώρα για ύπνο. Όλα αυτά τα άκουσε το Ιρώνη με τα ξωτικά (και μεγάλα) αυτιά της. Θεώρησε ότι θα το εκτιμούσε η Λαίδη αν την βοηθούσε και πάει στο τραπέζι του Μπρούνο. Του λέει ότι πρέπει να πάει να ακούσει την Λαίδη. Ο Μπρούνο γελάει με το ξωτικό που του φαίνεται ιδιαίτερα αδύναμο. Θα την προκαλούσε σε μπραντεφερ, αλλά δεν θα είχε ενδιαφέρον. Της λέει ότι αν η Ιρώνη, μαζί με τον σύντροφό της, τον νικήσουν τότε θα πάει πάνω να κοιμηθεί. Η Ιρώνη και ο Εφρέζη δέχονται και αρχίζουν να καθαρίζουν το τραπέζι. Όλοι οι καλεσμένοι, αρχίζουν να βάζουν στοιχήματα. Δημιουργείτε αρκετή φασαρία. Ο Νέκραλ δεν μπορεί να κοιμηθεί με τόσο θόρυβο, αλλά το παλεύει.

Ο αγώνας ξεκινάει και ο Μπρούνο χάνει αμέσως. Μάλιστα είχαν βάλει τόση δύναμη οι αντίπαλοι του που το τραπέζι έσπασε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Άλλη φορά σκέφτεται να μην ξαναβάλει στοίχημα στο μπραντεφερ με δύο άτομα ταυτόχρονα. Οι πιθανότητες είναι εναντίων του. Ο θόρυβος ενόχλησε τον Νέκραλ και πρόσταξε την Γκέρτυ που κοιμόταν στο πάτωμα να πάει πιο κοντά στην πόρτα ώστε να λειτουργήσει και σαν ηχομόνωση. Μετά από λίγο ακούει φωνές από τον όροφο του, μερικές πόρτες να ανοιγοκλείνουν και βήματα στον διάδρομο και μετά στην σκάλα. ‘Παράξενοι ήχοι’, μουρμούρισε τσαντισμένος, και βγήκε έξω να ερευνήσει. Βλέπει την Λαίδη (δεν μπορούσε να ήταν καμία άλλη αυτή η παράξενη γυναίκα που είδε), να κατεβαίνει κάτω με τρεις φρουρούς συνοδεία. Την ακολούθησε.

Στο κάτω δωμάτιο, εκεί που ήταν ο Μπρούνο, επικρατούσε πανικός. Μερικοί προσπαθούσαν να επισκευάσουν το τραπέζι, ενώ ο πανδοχέας φώναζε για την ζημιά και χτύπαγε το χέρι του στον πάγκο, αλλά σταμάτησε όταν είδε δίπλα του 2 χρυσά νομίσματα. Τα είχε πετάξει η Λαίδη ως αποζημίωση.

‘Μπρούνο, πήγαινε στο δωμάτιο σου χωρίς δεύτερη κουβέντα. Γκούσταφ, γιατί δεν τον επέπληξες τόση ώρα?’, ρωτάει τον κύριο με τα γκρίζα μαλλιά. Ο Μπρούνο ανέβηκε τις σκάλες σαν βρεγμένη γάτα.

‘Λαίδη μου, δικηγόρος είμαι, όχι παιδοφύλακας’, απαντά ο Γκούσταφ.

Ο Εφρέζη έπιασε την πάρλα στην Λαίδη. Η Λαίδη αρχικά απέφευγε να του μιλήσει. Δεν ήθελε να συναναστρέφεται με τον απλό λαό, ειδικά με τρελαμένους φανατικούς, αλλά όταν κατάλαβε ότι την είχαν βοηθήσει, έστω και χωρίς λόγο, για να πάει στο δωμάτιο του ο ανυπάκουος Μπρούνο, αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί του για λίγο. Ο Εφρέζι της είπε ότι ήξερε για την δίκη. Η Λαίδη αρνήθηκε την ενοχή της, του είπε οτι ο Βαρώνος είχε μεθύσει πολύ, και όταν δεν τον πρόσεχαν λιποθύμησε με το κεφάλι μέσα σε ένα μπολ με φρουτπαντς, και πνίγηκε. Τώρα ο ανιψιός του την κατηγορεί για παράνομη μαγεία. Ο Εφρέζι προσπάθησε να καταλάβει αν του λέει αλήθεια η ψέματα, αλλά δεν του φάνηκε για άτομο που δεν είναι ειλικρινή. Στο κάτω κάτω, αν λέει αλήθεια ή όχι, θα το αποφασίσει ο Σίγκμαρ την Δίκη με Όπλα.

Η Λαίδη ανεβαίνει στο δωμάτιο της, την ακολουθεί ο δικηγόρος, οι φρουροί της και οι περισσότεροι υπηρέτες που φέρνουν μαζί τους και τις σούπες που θα σερβίρουν αργότερα.

ΏΡΑ 9:25

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου. Αυτήν την φορά μπαίνουν τέσσερα άτομα. Δύο από αυτά, ο Εφρέζι αναγνωρίζει ότι είναι βαρκάρηδες, από την ενδυμασία τους, οι άλλοι δύο προφανώς θα είναι τα άτομα που μετέφεραν. Ένας άνδρας και μια γυναίκα, όχι πολύ μεγάλη. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 25 ετών. Προσπαθεί να ακούσει την συνομιλία τους με τον Σύνηρ, αλλά δεν καταφέρνει πολλά. Το ζευγάρι είναι προφανές ότι έχει μάτια μόνο ο ένας για τον άλλο. Ανεβαίνουν την σκάλα, χωρίς να παραγγείλουν τίποτα και χάνονται στον πάνω όροφο.

‘Ποια ήταν τα ερωτευμένα πουλάκια μας?’ ρωτάει ο Εφρέζι τον Σύνηρ.

‘Ο κύριος και η κυρια Σμίτ. Νιόπαντροι από την γειτονική Γκρίσενβαλντ. Είχαν κλείσει δωμάτιο από χτες μέσω των βαρκάρηδων που τους έφεραν.’

‘Δεν ήξερα ότι είχες και σουίτα για νεόνυμφους’.

‘Μα τον Σίγκμαρ, όχι. Όλοι οι παράξενοι σήμερα βρήκαν να έρθουν, είπε με νόημα κοιτώντας το Χαλφλινγκ.

‘Χαχ, ναι και το Χαλφλινγκ. Έχω ακούσει είναι καλοί μάγειρες. Κάνε του πρόταση’.

‘Μπα, όλη μέρα παίζει με τα χαρτιά του. Θα δημιουργήσει προβλήματα, είμαι σίγουρος’.

Ο Εφρέζι πλησιάζει τους βαρκάρηδες. Κάτι δεν του πήγενε καλά. Γιατί να έρθει ένα νεόνυμφο ζευγάρι στην Ούμπερσραηκ. Και συγκεκριμένα στο Πανδοχείου του Φεγγαριού του Ναύτη. Σπίτια δεν είχαν?.
‘Να σας κεράσω μια μπύρα?’ ρωτάει τους βαρκάρηδες.

‘Παίζει ο Ρανταλ ζάρια?’ απαντάει ο βαρκάρης. Προφανώς η χαζή ερώτηση του Εφρέζι ήταν άξια μιας χαζής απάντησης.

‘Δύο μπύρες για τους νέους φίλους μου’ φωνάζει ο Εφρέζι στην Αντζέλικα.

Αφού τις ήπιαν άρχισαν να κουτσομπολεύουν.

‘Για πείτε μου, τι τρέχει με το ζευγάρι. Από ποιον κρύβονται και ζουζουνίζουν εδώ?’, είπε μπλοφάροντας.

‘Χαχ, το κατάλαβες και εσύ ε?’, η μπλόφα του Εφρέζι είχε πιάσει. ‘Ο κύριος και η κυρία Σμιτ, δεν είναι άλλοι από τον Φρίντριχ Φον Φαηφράουχεν, τον τρίτο γιο του Βαρώνου Μπόνο από την Βίσενλαντ. Και η κυρία Σμιτ είναι η Χάνα Λαστκαν, κόρη ενός πλούσιου ναυπηγού’, μετά από μια δραματική παύση, συνεχίζει πονηρά ο βαρκάρης ‘και αρραβωνιασμένη με τον γιο ενός άλλου πλούσιο ναυπηγού, τον Τόμας Πράμαλτνερ, χαρ χαρ’.

‘Ω’, είπε ο Εφρέζι, ‘κατάλαβα’.

‘Ναι ναι, θα φύλαγα την γλώσσα μου καλύτερα αν ο ‘κύριος Σμιτ’ μου πλήρωνε ένα δωμάτιο και δεν με έβαζε να κοιμηθώ στο κοινό δωμάτιο. Αλλά αφού με κέρασες μπύρα, δεν έχω καθόλου τύψεις που γλίστρησε η γλώσσα μου’.

Ο Εφρέζι γύρισε στο τραπέζι των άλλων και τους είπε τα κουτσομπολιά.

‘Παράξενα πράματα’, μονολόγησε ο μάγος.

ΏΡΑ 9:45

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου. Μπαίνουν δύο αμαξάδες και τους ακολουθούν τρεις μοναχοί του Μορρ, του θεού του άλλου κόσμου. Μαζί τους κουβαλάνε και μια σανίδα με έναν νεκρό καλυμμένο με ένα λευκό σεντόνι. Η έκφραση τους είναι σοβαρή.

‘Για δες κάτι παράξενα πράματα’, λέει ο Νέκραλ στην Ηρώνι και τον Εφρέζι.

Οι μοναχοί εξηγούν στον πανδοχέα, ότι μεταφέρουν ένα πτώμα για ταφή και θα χρειαστούν ένα δωμάτιο για την νύχτα. Οι αμαξάδες μπορούν να κοιμηθούν στο κοινό δωμάτιο. Το βράδυ επειδή θα προσεύχονται για την ψυχή του νεκρού, ίσως να κάνουν λίγο θόρυβο. Η ιδέα δεν αρέσει στον Σύνιρ, αλλά μια γρήγορη ανταλλαγή νομισμάτων τον κάνει να αλλάξει απόφαση γρήγορα. Οι μοναχοί ανεβαίνουν τις σκάλες σιγά σιγά, προσπαθώντας να ισορροπήσουν μαζί με την κάσα του νεκρού. Ο Νέκραλ, η Ιρώνη και ο Εφρέζι καρφώνουν τα μάτια τους στην πόρτα. Έχουν μπει στον παλμό της βραδιάς και είναι σίγουροι ότι σύντομα θα ανοίξει πάλι.



 

ΏΡΑ 9:45

 

Ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου.

‘Για να δούμε, τι θα δούμε’, λέει ο Νέκραλ.

‘Ναι, είναι πολύ διασκεδαστικά εδώ’, λέει ο Εφρέζι. Είναι σχεδόν σίγουρος ότι το πανδοχείο αυτό θα γίνει το νέο στέκι του.

Από την πόρτα μπαίνει δυναμικά μια γυναίκα με δερμάτινο καφέ παντελόνι, μπότες, άσπρο πουκάμισο, και ξανθά μαλλιά. Στο λαιμό της έχει τατουάζ ένα μαργαριταρένιο περιλαίμιο και μπήκε χαμογελαστή.

‘Οοοο’, αναφωνεί ο Εφρέζι σκουντώντας με τον αγκώνα και με νόημα τον Νέκραλ. Αν είχε μάθει ποτέ καλούς τρόπους, σίγουρα τους ξέχασε όταν την είδε. Η γυναίκα όμως τον άκουσε. Κοντοστάθηκε λίγο να τον αγριοκοιτάξει, αλλά αμέσως φόρεσε πάλι το χαμόγελο της και κατευθύνθηκε προς τον πανδοχέα ρωτώντας για δωμάτιο.

‘Κάτσε εδώ μέχρι να ηρεμήσεις λίγο’, λέει η Ιρώνι στον Εφρέζι ‘και άσε με να το χειριστώ εγώ το θέμα’.

‘Ποιο θέμα?’ είπε ο Εφρέζι αλλά η Ιρώνη μίλαγε ήδη με την γυναίκα.

‘Καλησπέρα. Συγνώμη για το θάρρος, αλλά βλέπω ότι ψάχνεις δωμάτιο, και επειδή είμαι και εγώ μόνη στο δικό μου, μήπως θα ήθελες να το μοιραστούμε? Δεν έχω πολλά λεφτά, θέλω να κάνω οικονομία και δεν θα με χάλαγε μια γυναικεία συντροφιά. Δεν πόσο σπανια πλένονται οι ‘συνεργάτες’’, είπε διπλωματικά η Ιρώνη.

‘Καταπληκτική ιδέα. Λέγομαι Ούρσουλα’, είπε.

‘Πολύ ωραία, αν θες έλα να κάτσεις μαζί μας, να πιεις ένα ποτό και ξαπλώνεις αργότερα’. Η Ούρσουλα την ακολούθησε. Ενώ προχωρούσαν προς το τραπέζι τους, η Ούρσουλα έκανε μια απότομη κίνηση με το δεξί της πόδι και το αριστερό της χέρι φέρνοντας το σώμα της μπροστά και μετά πάλι πίσω. Ένας θαμώνας της ταβέρνας που ήταν δίπλα της την μια στιγμή, την επόμενη ήταν φαρδύς πλατύς με τα μούτρα στο (όχι και τόσο καθαρό) πάτωμα.

‘Μου έβαλε χέρι’, είπε η Ούρσουλα απολογητικά στην Ιρωνη. Ο πεσμένος θαμώνας, χωρίς να το αρνηθεί, σηκώθηκε, ψέλλισε ένα συγνώμη, και απομακρύνθηκε.

Όταν έφτασαν στην παρέα της Ιρώνη, συστήθηκε στους υπόλοιπους. Ήταν αρκετά ομιλητική και τους είπε ότι είναι αγγελιοφόρος, και μεταφέρει ένα γράμμα από το Συμβούλιο της πόλης Κέμπερμπαντ προς την Ναλν, και έκανε μια στάση στην Ουμπερσράηκ.

Λίγο αργότερα ένας από τους τρεις ταξιδιώτες που είχαν κάτσει μόνοι τους στο τραπέζι στο βάθος σηκώνετε και ανεβαίνει τις σκάλες, οι άλλοι δύο συνεχίζουν να πίνουν το ποτό τους. Ο Εφρέζι αποφασίζει να τους μιλήσει, αλλά δεν είναι τόσο ομιλητικοί όσο περίμενε, επιστρέφει στο τραπέζι και παραπονιέται σχετικά στους άλλους.

‘Τι, δεν θέλουν να πιάσουν κουβέντα σε κάποιον άγνωστο? Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο’, λέει ο Νέκραλ που το μόνο πράμα που θέλει είναι να πάνε στα δωμάτια τους να κοιμηθούν επιτέλους.

ΏΡΑ 10:00

 

Δεν ανοίγει η πόρτα του πανδοχείου, αλλά ένας υπηρέτης κατεβαίνει από την σκάλα και φωνάζει και τους υπόλοιπους της συνοδείας της Λαίδης Γκράβιν να ανεβούν στα δωμάτια τους. Την ίδια στιγμή κατεβαίνει ο ‘κύριος Σμίτ’ για να πάρει ένα μπουκάλι κρασί για το δωμάτιο. Συναντιέται με έναν υπηρέτη ο οποίος κοντοστέκεται. Μετά αρχίζει να μιλάει με τον Σμιτ, και η κουβέντα τους σιγά σιγά θερμαίνεται. Ο Σμιτ ανεβαίνει στο δωμάτιο του φανερά εκνευρισμένος.

Ο Νέκραλ που τους παρακολουθούσε κατάλαβε ότι κάποιου είδους απειλή έκανε ο υπηρέτης ‘ότι θα πει σε κάποιον για τον Σμιτ’. Ενώ ο υπηρέτης αποσυρόταν στο κοινό υπνοδωμάτιο για να κοιμηθεί, ο Νέκραλ ο Μάγος της Φωτεινής Τάξης είπε προφητικά, όπως θα έλεγε ένας Μάγος της Ουράνιας Τάξης:

‘Πάμε ένα στοίχημα ότι αυτός ο υπηρέτης δεν θα την βγάλει την βραδιά?’

Δυστυχώς για αυτόν, κανείς δεν δέχτηκε το στοίχημα του αυτήν την φορά.

‘Στοπ!’ Φωνάζει ο Εφρέζι.

‘Τι?’, λέει η Ιρώνη.

Ο Εφρέζι γυρνάει να δει πίσω του.

‘Γιατί έβαλες το χέρι σου στην τσέπη μου!’ λέει αγριεμένος στο χάλφλινκ.

‘Α, συγνώμη, ήθελα να δω τι είχες εκεί μέσα’. Λέει το χαλφινκ ξαφνιασμένο. Δεν περίμενε να τον καταλάβουν.

‘Δεν έχω τίποτα, αλλά θα αποκτήσω. Δώσε μου ότι έχεις στις τσέπες σου τώρα, αλλιώς θα σε καρφώσω στην φρουρά και θα περάσεις ένα κρύο και υγρό βράδυ στις φυλακές’.

Το χάλφλινκ φοβήθηκε και άδειασε τις τσέπες του για να την γλυτώσει. Μόνο σαβούρα είχε, κουμπιά, χνούδια και μερικούς άσσους από την τράπουλα του.

‘Με λένε Γκλίμπριν!’ λέει χαρούμενα προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο και να τον καλοπιάσει. ‘Δεν θα με καρφώσεις ε?’

‘Χάσου από τα μάτια μου’, του απαντάει ο Εφρέζι και του γυρίζει την πλάτη.

ΏΡΑ 10:10

 

Ο κόσμος είχε αραιώσει από το κοινό δωμάτιο. Η παρέα του Νέκραλ ετοιμαζόταν να ανέβουν στα δωμάτιο τους, όταν είδαν τον Μπρούνο να κατεβαίνει σιγά σιγά από της σκάλες, σαν ένα μικρό παιδί που είναι έτοιμο να κάνει αταξία. Πάει στο μπαρ και ζητάει μια μπύρα από τον βοηθό του Σύνηρ.
‘Και όταν αδειάσει το ένα ποτήρι, φέρε το άλλο’, συμπληρώνει.

Μετά από λίγο, αρχίζει πάλι το ίδιο τροπάριο με το μπραντεφερ. Νικάει έναν θαμώνα και αρχίζει να καυχιέται.

‘Για δες τον’, λέει η Ούρσουλα. Σηκώνεται και πάει προς τον μέρος του.

‘Δέχεσαι μια πρόσκληση από γυναίκα?’

‘Χμ? Γιατί όχι?’ λέει ο Μπρούνο. Πιάνει το χέρι της και περιμένει να τελειώσουν τα στοιχήματα των λιγοστών θαμώνων. Αρχίζει ο αγώνας.

Αρχικά το χέρι του Μπρούνο αρχίζει να κουνιέται προς τα πίσω. Ξαφνιάζετε. Δεν είχε βάλει όλη την δύναμη του, αλλά δεν περίμενε τόση αντίσταση από μια γυναίκα. Τώρα βάζει όλη την δύναμή του και για μισό λεπτό κανείς δεν φαίνεται να νικάει. Ο Μπρούνο αρχίζει να ιδρώνει στο πρόσωπο. Το χέρι της Ούρσουλας αρχίζει να τρέμει και ο Μπρούνο αποφασίζει να σταματήσει να το παίζει τζέντελμαν. Βάζει όλη την δύναμη του σε μια τελευταία προσπάθεια και καταφέρνει να νικήσει. Κοιτάει την αντίπαλο του με σεβασμό.

‘Μου επιτρέπεις να σε κεράσω μια μπύρα?’, της λέει και κάθονται σε ένα τραπέζι μόνοι τους για να τα πούνε.

Λίγα λεπτά αργότερα η Αντζέλικα τους σερβίρει μια κανάτα μπύρα.

Σε μια έκλαμψη ευφυίας και παρατηρητικότης ο Εφρέζι λέει στους άλλους.

‘Αυτήν την κανάτα που πήγαν στην φίλη σου, δεν την παράγγειλε κανείς τους!’ Λέει και τρέχει προς το τραπέζι του Μπρούνο και της Ούρσουλας.

‘Σταματήστεεεεε!!!’ Φωνάζει κάνοντας ένα σάλτο για να τους φτάσει πιο γρήγορα.

‘Τί έγινε’, λέει ο Μπρούνο, που ήταν απασχολημένος με την Ούρσουλα.

‘Την κανάτα, μην πιείτε από την κανάτα!’, απαντά ο Εφρέζι

‘Πια κανατά?’ λέει ο Μπρούνο, ήταν τόσο αποσβολωμένος στην Ούρσουλα και την κουβέντα που είχαν που δεν είχε δει ότι του έφεραν κανάτα μπύρα. ‘Α, αυτήν. Παράξενο, δεν την παραγγείλαμε εμείς, λάθος θα έγινε. Ούτως ή άλλως δεν είχα σκοπό να πιώ άλλο. Έχω μάχη αύριο!’.

‘Πάντως είμαι σίγουρος ότι είναι δηλητηριασμένη’, λέει ο Εφρέζι, ‘μισό λεπτό, θα σας το αποδείξω. Γκλίμπριν, έλα εδώ λίγο’. Λέει κοιτάζοντας το χάλφλινκ που καθόταν πιο δίπλα. Το χάλφλινκ σηκώνεται και τον πλησιάζει’.

‘Για πιες λίγο από αυτήν την μπύρα, μπορείς να μας επιβεβαιώσεις αν είναι από το Μουτ?’

‘Αν είναι από τη επαρχεία τον Χαλφλινκς? Φυσικά. Μια γουλιά μόνο φτάνει’, λέει ο Γκλίμπριν και πίνει από την μπύρα. ‘Οχι, δεν είναι από το Μουτ, με καμία δύναμη. Αυτή η μπύρα είναι σαν να πίνεις νερό από τους υπονόμους, και να έχεις βάλει μέσα και δύο σβόλους…’. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ την πρόταση του γιατί σωριάστηκε στο πάτωμα.

‘Είναι νεκρός?’ λέει ο Μπρούνο έκπληκτος. Η Ούρσουλα κοιτάει γύρω της.

‘Για να δούμε’, λέει ο Εφρέζι, και ακουμπάει το δάχτυλό του στον λαιμό του. ‘Δυστυχώς όχι. Αλλά θα κοιμάται για μια ολόκληρη μέρα!’. Ο Εφρέζι φωνάζει την Αντζέλικα, ‘Ποίος παρήγγειλε το μπύρα για τον Μπρούνο?’

‘Ένας από τους αμαξάδες μου είπε να την φέρω’, απαντάει με φυσικότητα.

Ο Εφρέζι πάει στο κοινό υπνοδωμάτιο για να τους ανακρίνει, και η Αντζέλικα βγαίνει από την πόρτα για να πετάξει την μπύρα με το υπνωτικό. Ο Εφρέζι βρήκε τους αμαξάδες να κοιμούνται. Δεν μπορεί να ήταν αυτοί που είχαν παραγγείλει την μπύρα. Μετά συνειδητοποιεί ότι η Αντζέλικα είχε βγει έξω. Τρέχει να την προλάβει, αλλά είχε γίνει άφαντη. Βλαστημώντας μπήκε πάλι μέσα. Βρίσκει τον Συνήρ και τον ρωτάει που την βρήκε και την προσέλαβε. Ο Συνήρ του λέει ότι είχε βάλει αγγελία ειδικά για σήμερα γιατί περίμενε την Λαίδη και την συνοδεία της. Πολύ κόσμο δηλαδή. Ο Εφρέζι, πάει στην Λαίδη, παραμερίζει την φρουρά έξω από την πόρτα της και της τα λέει όλα. Η Λαίδη δεν εκπλήσσεται. Ο γιος του Βαρώνου είναι τέτοιος χαρακτήρας που δεν θα δίσταζε να δολοφονήσει τον Υπέρμαχο της ώστε να μην μπορεί να την υπερασπιστεί στην Δίκη των Όπλων. Τον διαβεβαιώνει ότι θα βάλει άλλους δύο φρουρούς έξω από την πόρτα του Μπρούνο.

Ο Εφρέζι κατεβαίνει κάτω και λέει του Μπρούνο ότι θα ήταν καλύτερα να αποσυρθεί στο δωμάτιο του. Ο Μπρούνο δεν φέρνει αντίρρηση, και ο Εφρέζι μαζί με την Ούρσουλα επιστρέφει στο τραπέζι με τον μάγο και το ξωτικό.

ΏΡΑ 10:15

 

Ένας από τους μοναχούς του Μορρ κατεβαίνει από τις σκάλες και μιλάει στον Σύνηρ, αυτός συμφωνεί με αυτά που του λέει και ο μοναχός του δίνει μερικά νομίσματα. Ο μοναχός ανεβαίνει στο δωμάτιο του πάλι, και η Ούρσουλα πηγαίνει στον Σύνηρ του δίνει και αυτοί μερικά νομίσματα και τον ρωτάει τι του είπε ο μοναχός.

‘Νομίζω ότι ο Σύνηρ θα ανοίξει και άλλο πανδοχείο έτσι όπως πάνε τα πράματα’, παρατηρεί ο Εφρέζι. Η Ιρώνη λέει στην Ούρσουλα να πάνε να κοιμηθούν. Η Ούρσουλα συμφωνεί και ανεβαίνουν στο δωμάτιο τους και ξαπλώνουν.

ΏΡΑ 10:20

 

Ο Γκούσταφ, ο δικηγόρος της Λαίδης Γκράβιν κατεβαίνει στο κοινό δωμάτιο ντυμένος με την νυχτικιά του. Ανεβαίνει πάνω και μετά από λίγο τον ακολουθεί και ένας από τους δύο ταξιδιώτες που είχαν μείνει κάτω, αυτοί είχαν αρνηθεί να κοινωνικοποιήθουν με τον Εφρέζι. Ο Εφρέζι αποφασίζει να πάει να κοιμηθεί και αυτός, το ίδιο και ο Νέκραλ. Ο Εφρέζι θα κοιμόταν μόνος του, ο Νέκραλ στο δωμάτιο με την Γκέρτυ (η Γκέρτυ στο πάτωμα, δεν ήταν καιρός για τζέντελμεν).

ΏΡΑ 10:45

 

Ο Νέκραλ μόλις είχε γλαρώσει, αλλά θόρυβοι από το παραδίπλα δωμάτιο, μάλλον το δωμάτιο του δικηγόρου τον ξύπνησαν. Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα, ομιλία, μετά να κλείνει η πόρτα, ομιλία πάλι, πιο δυνατή, αλλά μέσω της πόρτας δεν άκουγε τίποτα, εκτός από την φράση ‘με εκβιάζεις?’, μετά ένα γδούπο, και ύστερα τίποτα. Παράξενα πράματα. Βλαστήμησε και βγήκε πάλι έξω, φώναξε τον Εφρέζι και μαζί πήγαν στο δωμάτιο του δικηγόρου. Χτύπησαν την πόρτα από τακτ, αν και ήταν βέβαιοι ότι ο δικηγόρος δεν ήταν πια μαζί τους στον κόσμο αυτό.

Ξαφνιάστηκαν όταν η πόρτα άνοιξε. Ο δικηγόρους τους κοίταξε με νυσταγμένα μάτια.

‘Παρακαλώ, τι θέλετε τέτοια ώρα?’

‘Ακούσαμε θόρυβο, είστε καλά?’ είπε ο Εφρέζι.

‘Ναι, ναι, μια χαρά. Κοιμόμουν. Γεία σας’, είπε και άρχισε να κλείνει την πόρτα. Όμως ο Νέκραλ νόμισε ότι κάτι είδε να εξέχει κάτω από το κρεβάτι. Για την ακρίβεια, ένα χέρι! Έβαλε αμέσως το πόδι του στην πόρτα και την μπλόκαρε πριν κλείσει. Μπήκε μέσα με ορμή, μαζί με τον Εφρέζι.

‘Τι είναι αυτό?’, είπε με φρίκη. ‘Ένα χέρι?’, κοίταξε κάτω από το κρεβάτι. Δεν ήταν σίγουρος αν ανακουφίστηκε η όχι που είδες ότι το χέρι συνοδευόταν και από το υπόλοιπο σώμα ενός από τους τρεις ταξιδιώτες, από αυτούς που είχαν αρνηθεί να κοινωνικοποιηθούν με τον Εφρέζι.

‘Τί είναι αυτό?’, επανέλαβε ο Νέκραλ, τραβώντας το πτώμα έξω.

‘Ε, ήρθε να με εκβιάσει και γλίστρησε, έπεσε και πέθανε!’, είπε απολογητικά ο δικηγόρος.

‘Μα έχει ένα μαχαίρι καρφωμένο στην κοιλιά του!’

‘Συγνώμη. Γλίστρησε, έπεσε στο μαχαίρι μου και πέθανε! Αλήθεια σας λέω!’.
‘Καλά, γιατί σε εκβίαζε?’

Ο δικηγόρος τους εξήγησε ότι όταν σπούδαζε στην Νάλν δικηγορικά πριν δέκα χρόνια, είχε γίνει μέλος μιας αδελφότητας. Τίποτα το ύποπτο, ήταν πολύ συνηθισμένο στα κολέγια. Αργότερα όταν υποψιάστηκε ότι κάτι ύποπτο υπάρχει με την αδελφότητα αυτή, έκοψε τις σχέσεις του και δεν τους ξαναείδε. Σήμερα όμως, η τύχη το έφερε να συναντηθεί με αυτούς τους τρεις που προφανώς τον αναγνώρισαν και θα τον εκβίαζαν ότι θα έλεγαν ότι είχε σχέσει με Αιρέσεις Δαεμόνων, γιατί προφανώς η αδελφότητα αυτή, αυτό ακριβώς ήταν. Ο Εφρέζι άφρισε, δεν του άρεσαν καθόλου τέτοιες αιρέσεις. Ήταν αντίπαλοι της αυτοκρατορίας και άρα της θρησκείας του. Σήκωσε το μανίκι του νεκρού και όπως το περίμενε, είδε το τατουάζ του. ‘ORDO ULTIMA’.

‘Νέκραλ ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε?’

‘Ε?’

‘Να σκοτώσουμε και τους άλλους δύο!’ είπε ο Εφρέζι.

‘Να το παίξουμε διπλωματικά. Πρώτα να ξεφορτωθούμε το πτώμα αυτό’. Είπε ο Νέκραλ. Ο δικηγόρος ανακουφίστηκε που δεν τον θεώρησαν ένοχο. Φώναξαν τον Σύνηρ και του είπαν τα γεγονότα. Ο Σύνηρ για να μην υπάρξει πανικός τους παρακάλεσε να είναι διακριτικοί με το πως θα συνεχίσουν από εδώ και προς. Ο Νέκραλ σκέφτηκε ότι καλύτερα να πάνε το πτώμα στο δωμάτιο των Μοναχών του Μορρ, του θεού των Νεκρών. Θα ήταν ειδικοί σε κάτι τέτοια, εχέμυθοι, και δεν θα είχαν πρόβλημα να μοιραστούν το δωμάτιο τους με έναν νεκρό. Ήταν συνηθισμένοι σε αυτά. Και έτσι έκαναν. Οι μοναχοί αν και εξεπλάγησαν, τελικά δεν είχαν καμία αντίρρηση. Στην συνέχεια μπούκαραν στο δωμάτιο των άλλων δύο ταξιδιωτών. Αυτοί ήταν σε εγρήγορση γιατί είχε αργήσει να επιστρέψει ο τρίτος φίλος τους και ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν θα σας κουράσω με την περιγραφή της μάχης. Ήταν πολύ σύντομη εξάλλου. Ο Εφρέζι χτύπησε τον πρώτο με την σιδερένια μπάλα του, πριν προλάβει να αντιδράσει. Έπεσε κάτω, και δεν ξανασηκώθηκε. Ποτέ.

Ο Νέκραλ, πέταξε μια μπάλα φωτιάς στον δεύτερο ο οποίος τυλίχτηκε στις φλόγες μαζί με το κρεβάτι. Καπνοί άρχισαν να γεμίζουν το δωμάτιο και για δέκα αγωνιώδη λεπτά ο Νέκραλ και ο Εφρέζι προσπαθούσαν να σβήσουν την φωτιά στο κρεβάτι. Όταν τα κατάφεραν, εστίασαν την προσοχή τους στους δύο νεκρούς.

‘Τώρα τι θα κάνουμε με αυτούς?’, είπε ο Εφρέζι. Ο ένας νεκρός είχε και αυτός το τατουαζ. Όσο για τον καψαλισμένο δεν μπορούσαν να δουν, αλλά πάντως μύριζε σαν φρεσκοψημένο κοτόπουλο. ‘Και δεν τους πάμε και αυτούς στους Μοναχούς’, είπε ο Νέκραλ. Φώναξαν και την Ιρώνη να τους βοηθήσει στην μεταφορά. Οι μοναχοί έκπληκτοι άνοιξαν την πόρτα, αλλά ούτε και αυτή τη φορά αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν. Είχε μαζευτεί κόσμος και κοίταγε το μακάβριο θέαμα. Ο πανδοχεάς απεγνοσμένα προσπαθούσε να τους στείλει στα δωμάτια τους, λέγοντας τοςυ ‘Φυγετε, φύγετε. Δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον να δείτε’, αλλά μάλλον το πλήθος διαφωνούσε. Ο μάγος, ο θρησκόληπτος και το ξωτικό, κουρασμένοι από την μεταφορά, επιστρέφουν στα δωμάτια τους για να κοιμηθούν λίγο αργότερα, αλλά…

ΏΡΑ 11:00

 

...άλλος ένας γδούπος ξυπνάει τον Νέκραλ. Αυτήν την φορά ερχόταν από το δωμάτιο των Σμιτ. Σηκώνετε από το κρεβάτι του και φωνάζει πάλι τον Εφρέζι και την Ιρώνη. Τρέχουν στο δωμάτιο του ‘Σμιτ’. Χτυπάνε την πόρτα και την ανοίγει ο Σμιτ.

‘Ακούσαμε ένα γδούπο!’, είπε ο Εφρέζι.

‘Μόνο έναν? Νεόνυμφη είμαστε. Καταλαβένεται…’, είπε με υπονοούμενο ο Σμιτ.

‘Δηλαδή η κα. Σμιτ είναι ζωντανή?’, ρωτάει η Ιρώνη.

‘Φυσικά!’

‘Να την δούμε’.

‘Μα δεν είναι ντυμένη!’

‘Έχει ένα λεπτό να ντυθεί!’

Τελικά, όταν ντύθηκε, εμφανίστηκε μπροστά τους, πίσω από την μισόκλειστη πόρτα. Αλλά όλα αυτά δεν άρεσαν στον Νέκραλ. Με βια χτύπησε την πόρτα και μπούκαρε μέσα. Όπως το περίμενε, είδε στο πάτωμα το πτώμα ενός υπηρέτη της Λαίδης Γκέρτυ.

‘Τι είναι αυτό!’, φωνάζει ο Νέκραλ.

‘Να σας εξηγήσω’, λέει ο Σμιτ χλωμιασμένος.

Και τους εξηγεί. Τους εξηγεί για τον παράνομο δεσμό του με την κα. Σμιτ, η οποία στην πραγματικότητα λέγεται Χάνα Λαστκαν, και αυτός στην πραγματικότητα λέγεται Φρίντριχ Φον Φαηφράουχεν, και ότι ο υπηρέτης αυτός, δούλευε κάποτε για τον οίκο του αρραβωνιαστικού της και τους αναγνώρισε και ότι απείλησε ότι θα τους καρφώσει. Ο κος Σμιτ ήταν αρκετά πλούσιος, ήταν γιος Βαρώνου, οπότε με λίγα νομίσματα αγόρασε την σιωπή τους, αρκεί να έβρισκαν ένα τρόπο να ξεφωρτόνονταν το πτώμα. Ο Νέκραλ του είπε να μην ανησυχεί και ότι είχε σκεφτεί κάτι.
‘Ανοίξτε λίγο πάλι’, είπε ο Νέκραλ στην πόρτα. Βασικά στους μοναχούς το είπε, αλλά η πόρτα βρισκόταν ανάμεσα τους.

‘Τι είναι πάλι?’, απάντησε ο μοναχός που άνοιξε την πόρτα.

‘Σας φέραμε άλλους δύο νεκρούς. Έχετε χώρο εκεί μέσα?’

‘Ε, θα τους χωρέσουμε και αυτούς, μα τον χορό του Μορρ, αλλά σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν’, είπε ο Μοναχός.

Η Ιρώνη άρχισε να γίνεται καχύποπτη. Οι Μοναχοί ήταν πολύ φιλικοί και βολικοί και αυτό δεν τις άρεσε.

‘Συγνώμη μπορώ να περάσω μέσα?’, τους ρώτησε.

‘Θα προτιμούσαμε, όχι. Οι ψυχές των νεκρών πρέπει να αναπαυτούν και να ξεκινήσουν το ταξίδι τους όσο γίνεται πιο σύντομα και χωρίς την παρουσία θνητών. Έτσι προτιμά ο Μορρ’.

‘Και όμως θα επιμείνω’, είπε απειλητικά η Ιρώνη.

Οι Μοναχοί δεν ήθελαν αιματοχυσία και την άφησαν να μπει. Μαζί της μπήκαν και ο Εφρέζι και ο Νέκραλ. Ήταν ασφυκτικά. Έξι ζωντανοί και πέντε νεκροί, ο ένας μάλιστα ξεροκαμένος.

‘Ποιο είναι το πρόβλημα?’, είπε απορημένος ο μοναχός.

‘Θέλω να δω τον νεκρό που είχατε φέρει όταν μπήκατε μέσα.

‘Γιατί?’

‘Θέλω να δω από τι πέθανε.’

‘Μα πνίγηκε στο ποτάμι, και η οικογένεια του είναι στην γειτονική πόλη. Περιμένουμε το πλοίο να έρθει να τον φορτώσουμε και να φύγουμε’, είπε.

‘Παρόλα αυτά, θέλω να τον δω’, επέμενε η Ιρώνη και σήκωσε το σάβανο από το πτώμα. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα 20, χωρίς τραύματα, με μια έκφραση γαλήνης στο πρόσωπο του. Θα έλεγε κανείς σαν να κοιμάται.

‘Χμ’, είπε η Ιρώνη και τον ξανασκέπασε. Δεν της άρεσε να κάνει λάθος. ‘Θα τα ξαναπούμε!’, τους λέει.

‘Έτσι όπως κυλάει η βραδιά, είμαι σίγουρος’, απάντησε ο μοναχός.

Πήγαν όλοι πάλι πίσω στα δωμάτια τους. Ο Νέκραλ σκόνταψε πάνω στην Γκέρτυ. Είχε ξεχάσει ότι κοιμάται στο πάτωμα. Έπεσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια…

ΏΡΑ 11:30

 

... και τα άνοιξε μετά από λίγο έντρομος. Κάποιος κοπάναγε την κεντρική πόρτα του πανδοχείου, πολύ δυνατά. Αν δεν άνοιγαν γρήγορα θα την έσπαγε. Σηκώθηκε, σκόνταψε πάλι στην Γκέρτυ, και κατέβηκε κάτω. Εκεί ήταν ήδη ο Εφρέζι και η Ιρώνη και ο βοηθός του πανδοχέα, ο Ντόναλντσον είχε ήδη ανοίξει την πόρτα. Έξω ήταν ένας νεαρός με τρεις μπράβους.

‘Που είναι ο βδελυρός Φρίντριχ Φον Φαηφράουχεν!’ είπε ο νεαρός ο οποίος ήταν φανερά πολύ μεθυσμένος.

‘Ποιός?’, απάντησε ο βοηθός. Δεν του είχε πει κανείς ότι αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του ‘κύριου Σμιτ’, και όσοι το ήξεραν δεν μίλαγαν.

‘Μην προσωποποιείστε άγνοια! Είδα την βάρκα του αραγμένη έξω!’, φώναξε ο νεαρός, αλλά και πάλι κανείς δεν μίλησε.

‘Πολύ καλά τότε, θα σπάσω όλες τις πόρτες μέχρι να τον βρω’, είπε και ανέβηκε τις σκάλες με τους τρεις μπράβους του.

Η πρώτη πόρτα που έσπασαν οι μπράβοι ήταν των Μοναχών. Αν και τον θέαμα τον ξάφνιασαν (όσο ξαφνιάστηκαν και οι μοναχοί), βεβαιώθηκε ότι ο Φρίντριχ δεν ήταν εκεί. Στην συνέχεια έσπασαν την πόρτα της Ιρωνη (η οποία του είπε ότι αν περίμενε λίγο θα του την άνοιγε), αλλά μέσα βρήκε μόνο την Ούρσουλα.

Μετά πήγαν να σπάσει την πόρτα του Νέκραλ, αλλά τον πρόλαβε ο μάγος και την άνοιξε. Ο νεαρός είδες την Γκέρτυ να κοιμάται στο πάτωμα και γύρισε να κοιτάξει τον Νέκραλ με ένα κατηγορηματικό βλέμμα.

‘Σταμάτα. Θα γκρεμίσεις όλο το πανδοχείο,’ είπε ο Εφρέζι που βαρέθηκε αυτήν την επίδειξη ανδρισμού. ‘Αυτή είναι η πόρτα που θες’, συνέχισε δείχνοντας του την πόρτα των ‘Σμιτ’. Ο νεαρός όρμηξε μέσα. Οι μπράβοι του έπιασαν τον Φρίντριχ, ενώ ο νεαρός άρχισε να φωνάζει. ‘Χάνα, πως τόλμησες?’

‘Τόμας, τι κάνεις εδώ! Σταμάτα! Άσε τον Φρίντιχ. Δεν ξέρεις τι κάνεις, είσαι μεθυσμένος!’. ‘Όχι. Ο Φρίντριχ θα πληρώσει. Γδύστε των και μαστιγώστε των στο κόλο!’ διέταξε τους μπράβους του. Η Χάνα άρχισε να κλαίει. Ο Εφρέζι μπήκε στην μέση.

‘Σταμάτα για το όνομα του Σίγκμαρ. Δεν είναι σωστά πράματα αυτά!’.

‘Δεν είναι σωστά! Δηλαδή ο Σίγκμαρ προτιμάει ο πλούσιος βαρώνος να ασελγεί πάνω στην αρραβωνιασμένη επειδή είναι γόνος ευγενών!’ φωνάζει ο Τόμας. Ο Εφρέζι δίστασε.

‘Έχεις δίκιο. Συνεχίστε να τον βαράτε!’, αποφάσισε ο Εφρέζι. Και ο Σίγκμαρ το ίδιο θα έκανε. Και οι μπράβοι συνέχισαν να τον βαράνε μέχρι που ο Φρίντριχ λιποθύμησε. Μετά τον πήραν μαζί με την Χάνα και έφυγαν από το πανδοχείο.

Και με αυτά ο μαγός, ο θρησκόληπτος και το ξωτικό πήγαν να ξαπλώσουν. Ο Νέκραλ είπε της Γκέρτυ να βγει έξω και αν δει τίποτα περίεργο να τον ξυπνήσει. Η Γκέρτυ του παραπονέθηκε ότι νυστάζει αλλά ο Νέκραλ δεν άλλαζε γνώμη. Η Γκέρτυ βούρκωσε γιατί επιτέλους κατάλαβε ότι για τον Νέκραλ ήταν ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Βγήκε έξω από το δωμάτιο. Ο Νέκραλ έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε.

ΏΡΑ 12:00

 

Μια κραυγή ακούγεται από το δωμάτιο των μοναχών. Μια παράξενη κραυγή η οποία διαρκεί αρκετή ώρα. Και μετά παράξενοι ήχοι. Όλο το πανδοχείο είναι πάλι στο πόδι. Ο Νέκραλ βγαίνει έξω, η Γκέρτυ δεν τον ξύπνησε και ήταν εκνευρισμένος. Αλλά στο διάδρομο που κοίταζε δεν την έβλεπε πουθενά. Ο πανδοχέας ήταν ήδη έξω από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου των μοναχών και μιλούσε με έναν που στεκόταν στην πόρτα. Τον πλησιάζει μαζί με τους άλλους και τον ρωτάει τι έγινε, όταν τελείωσε την συνομιλία.

‘Α όλα καλά, τίποτα το ανυσηχτικό’.

‘Μα τι λες, κάποιος ούρλιαζε εκεί μεσα!’, λέει ο Εφρέζι.

‘Ηταν ένας μοναχός. Αυτός που μου μίλαγε στην πόρτα μου εξήγησε ότι ένας από τους μοναχούς είναι πολύ εναρμονισμένος με τον άλλο κόσμο. Είναι από τους καλύτερους μοναχούς του Μορρ που έχουν δει, αλλά σε φάσεις παθαίνει παραλλήρημα. Τον είδα, τον είχαν στον πατομα οι άλλοι δύο μοναχοί ακινητοποιημένο μέχρι να του περάσει η επιληψία’, είπε ο Σύνηρ.

‘Μισό λεπτό’, λέει η Ιρώνη, ‘μίλαγες με τον ένα μοναχό και οι άλλοι δύο είχαν αυτό με την επιληψία ακινητοποιημένο στο πάτωμα?’

‘Ναι’.

‘Μα οι μοναχοί ήταν τρεις, όχι τέσσερις!’ εξηγεί η Ιρώνη.

Ο Εφρέζι είχε ακούσει αρκετά, και σπάει την πόρτα.

‘Δεύτερη φορά σημερα που σπάτε αυτήν την πόρτα’, είπε ο Σήνυρ, ‘ίσως θα ήταν καλύτερα να βάλω κουρτίνα εδώ’.

Η Ίρα μπήκε μέσα. Αλλά βλέπει τρεις μοναχούς να κάθονται και να προσεύχονται τον πεθαμενο. Τον ξεσκεπάζει, αλλά είναι ακίνητος. Ακουμπάει το αυτή της στο στήθος του και ακουεί αμηδρό τον χτύπο της καρδιάς τους.

‘Θα σας εξηγήσω εγώ τι γίνεται εδώ’, λέει η Ούρσουλα. Κανείς δεν την είχε ακούσει να έρχεται. ‘Αυτοί οι τρεις δεν είναι μοναχοί, είναι λαθρέμποροι. Και το λαθρεμπόριο που κάνουν είναι αυτός ο νεκρός. Για την ακρίβεια δεν είναι νεκρός αλλά ναρκωμένος. Πριν από λίγο ξύπνησε γιατί δεν περίμεναν ότι θα καθυστερούσαν τόσο και του είχαν ρίξει μικρή δόση. Όταν ξύπνησε άρχισε να φωνάζει αλλά τον ξαναναρκωσαν’.

‘Και τι το εξαιρετικό έχει αυτό?’ ρωτάει ο Νέκραλ.

‘Είναι ένας Υποκινητής’, εξηγεί η Ούρσουλα. Οι Υποκινητές αποπροσανατόλιζαν τα πλήθη με λόγους και τα έσπρωχναν σε εξεγέρσεις. Συχνά οι αυτοκρατορία επικήρυσσε τους πιο επικίνδυνους.

‘Υπάρχει μεγάλη αμοιβή για αυτόν. Βλέπεται δεν είμαι αγγελιοφόρος, αλλά κηνυγός επικυρηγμένων. Τον ακολουθούσα μέχρι που έφτασε στην Ούμπερσράηκ. Αλλά με πρόλαβαν αυτοί οι λαθρέμποροι και αποφάσισα να τους ακολουθήσω ως εδώ’, εξήγησε η Ούρσουλα

‘Δεν υπάρχει λογος να τσακωθούμε’, είπε ο ένας λαθρέμπορος. ‘Η αμοιβή είναι αρκετά μεγάλοι για να την μοιραστούμε όλοι μας΄.

‘Δεν θέλω μερίδιο εγώ’, είπε ο Εφρέζι. ‘Μου αρκεί να τιμωρηθεί ο Υποκινητης, ο εχθρος της αυτοκρατορίας εκ των έσω’. είπε.

‘Και εμένα δεν με ενδιαφέρει η αμοιβή. Θέλω μόνο να κοιμηθώ’.

‘Εγώ θέλω’, είπε η Ιρώνη. ‘Πενήντα σελήνια’.

‘Ορίστε, πάρτα’, απάντησε η Ούρσουλα. Η αμοιβή μάλλον θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από πενήντα σελήνια.

Βγήκαν και πάλι έξω και ξεκίνησαν για τα δωμάτια τους. Έξω τους περίμενε ο Σύνηρ. ‘Όλα καλά?’, ρώτησε.

‘Ναι μια χαρά. Α να σε ρωτήσω. Μήπως είδες την Γκέρτυ?’ είπε ο Νέκραλ.

‘Ναι, κατέβηκε της σκάλες και βγήκε έξω κλαίγοντας’, του απάντησε ο Σύνηρ.

‘Α, καλά’

‘Πάντως Νέκραλ οφείλω να σε προειδοποιήσω να προσέχεις σήμερα. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά πρέπει να υπάρχει κάποιος δολοφόνος ανάμεσα μας!’

ΏΡΑ 12:20

 

‘Τρία, δύο, ένα, τώρα!’, είπε ο Νέκραλ.

Μια γυναικεία κραυγή ακούστηκε από το δωμάτιο του Μπρούνο.

‘Ε, σιγά μην με άφηναν να κοιμηθώ’. Ο Νέκραλ σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ρουτίνα.
Πήγε προς το δωμάτιο του Μπρούνο, αφού έσμιξε τον Εφρέζι και την Ιρώνη. Οι φρουροί του Μπρούνο ήταν από έξω και κοίταγαν μέσα στο δωμάτιο. Η Ιρώνη παρατήρησε ότι είχαν χλωμιάσει. Μέσα από την πόρτα είδε την Υπηρέτρια να κοιτάω με τρόμο το πτώμα του Μπρούνο, σωριασμένο στο πάτωμα. Το πάραθυρο ήταν ανοιχτό. Πριν προλάβει να κουνηθεί η Λαίδη Γκράβην μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Μετά από λίγο βγαίνει έξω κρατώντας ένα ματωμένο μαχαίρι.

‘Αυτό το μαχαίρι ήταν καρφωμένο στην πλάτη του Μπρούνο’, είπε δείχνοντας το μαχαίρι σε όσους είχαν μαζευτεί εκεί. ‘Το έχει ξαναδεί κανείς αυτό το μαχαίρι!’, ρώτησε το πλήθος. Η Ιρώνη είχε ένα ασχημο προαίσθημα. Το μαχαίρι κάτι τις θύμιζε. Μια υπηρέτρια φώναξε ‘Είναι το μαχαίρι που είχε το ξωτικό!’.

Η υπηρέτρια έλεγε αλήθεια. Η Ιρώνη έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα.

‘Είναι αλήθεια. Είναι δικό σου το μαχαίρι αυτό?’, είπε η Γκράβιν. Οι φρουροί την πλησίαζαν απειλητικά. ‘Δείξε μας το μαχαίρι σου!’.

Δεν είχε δεύτερο μαχαίρι για να τους δείξει η Ιρώνη. Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα και να μπλοφάρει. ‘Δικό μου είναι αλλά θα μου έπεσε κάπου’. Δεν ήταν πολύ ισχυρή η μπλόφα. Ένας από το πλήθος φώναξε ‘ναι, σου έπεσε στην πλάτη του Μπρούνο!’.

‘Έχω την εξουσιοδότηση της θείας μου’, άρχισε η Γκράβιν, ‘να εξασκήσω το Αυτοκρατορικό δικαίωμα της απόδοσης κοινής δικαιοσύνης! Και θα το εξασκήσω εδώ και τώρα, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι εγώ είμαι αυτή που αδικήθηκε. Ως εκ τούτου, αποφασίζω ότι το ξωτικό και η παρέα της θα κλειδωθούν σε σε ένα δωμάτιο μέχρι πρωίας. Θα τους αφαιρεθούν όλα τα όπλα και αντικείμενα και θα τοποθετήσω φρούρους έξω από την πόρτα, αλλά και κάτω από το παράθυρο! Το πρωί θα φωνάξουμε την πρωινή περίπολο να τους συλλάβει. Εσύ όμως..’ είπε δείχνοντας τον Εφρέζι (ήταν ο πιο γεροδεμένος), ‘εσένα σε ορίζω σε αναπληρωτή Υπέρμαχο μου για την Δίκη με Όπλα και θα μείνεις στο δωμάτιο του Μπρούνο!’, είπε δυνατά για να το ακούσουν όλοι.

‘Και το πτώμα!’ ρωτάει ένας από το πλήθος.

‘Άσε το θα το φροντίσω’, λέει ο Συνήρ. ‘Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια’.


 

ΏΡΑ 01:20

 

Ο Νέκραλ είχε κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο με την Ιρώνη, όταν κάποιος του χτύπησε την πόρτα. Ήταν μια υπηρέτρια της Λαίδης Γκράβιν και τους είπε ότι ήθελε να τους δει.

‘Ζητώ συγνώμη’, είπε η Λαίδη, ‘αλλά ήταν απαραίτητο να σας κλειδώσω στα δωμάτια σας. Ήταν ο μόνος τρόπος να ηρεμήσω το πλήθος. Πιστεύω ότι είστε αθώοι. Μόνο ένας βλάκας θα άφηνε το όπλο στον τόπο του εγκλήματος. Είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για δουλεία πρακτώρων του γίου του Βαρώνου που πέθανε στο πάρτι της θείας μου. Αν έχω υποθέσει σωστά, ο πράκτωρας του θα κάνει μια τελευταία προσπάθεια να σκοτώσει τον νέο Υπέρμαχό μου, τον φίλο σας. Αλλα αυτή την φορά θα τον περιμένετε. Πάρτε ένα από τα όπλα σας -όχι όλα για να είμαι σίγουρη ότι δεν θα το σκάσετε – και πηγέντε στο πρώην δωμάτιο του Μπρούνο και περιμένετε. Αλλά προσοχή μην σας πάρει ο ύπνος.
Το δωμάτιο του Μπρούνο ήταν πίσσα σκοτάδι. Ο Εφρέζι ήταν χαρούμενος που ήρθαν και οι άλλοι στο δωμάτιο, και τώρα ένιωθε περισσότερη ασφάλεια. Έξω από την πόρτα είχαν εγκατασταθεί δύο φρουροί, και έξω, κάτω από το παράθυρο άλλος ένας. Προσπάθησαν να μην κοιμηθούν, αλλά ήταν μια δύσκολη νύχτα και μετά από κανα μισάωρο απέτυχαν στην προσπάθεια να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά και τους είχε πάρει ο ύπνος.

ΏΡΑ 02:10

 

Η Ιρώνη άνοιξε τα μάτια της. Μέσα στο ύπνο της, της φάνηκε ότι κάτι άκουσε. Τέντωσε τα ξωτικά αυτιά της και σταμάτησε να αναπνέει. Όντως άκουγε έναν θόρυβο σαν να γρατσουνάει κάποιος ξύλο. Η καλύτερα, σαν να τρίβετε ξύλο σε πέτρα. Ο ήχος προερχόταν από την καμινάδα του τσακιού. Κάποιος κατέβενε από την καμινάδα. Το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Σαν ξωτικό μπορούσε να δει καλύτερα από τους άλλους. Σκέφτηκε να βάλει το τόξο της κάτω από το τζάκι και να ρίξει ένα βέλος προς τα πάνω, αλλά το τόξο της και η κλήση της καμινάδας ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε αυτήν την μανούβρα. Αποφάσισε να ξυπνήσει τον Εφρέζι, την ίδια στιγμή που μια φιγούρα ξεπρόβαλε από το τζάκι.

Η Ίρωνη σκούντηξε τον Νέκραλ, ‘Ξύπνα!’, ένα μαχαίρι έλαμψε στο χέρι του δολοφόνου, ανέβηκε ψηλά και καρφώθηκε στον Εφρέζι που κοιμόταν ακόμα. Η Ιρώνη αμόλησε ένα βέλος από το τόξο της και ο Νέκραλ εκτόξευσε μια πύρηνη μπάλα που φώτησε όλο το δωμάτιο. Από το φως της πύρινης μπάλας είδαν τον Εφρέζι να σηκώνετε. Το μαχαίρι είχε αστοχήσει και είχε καρφωθεί στο πάπλωμα. Ο Δολοφόνος έπεσε νεκρός, πριν καταλάβει ο Εφρέζι τι έγινε. Οι φρουροί μπήκαν μέσα και όλοι προσπάθησαν να σβήσουν την φωτιά. Ο Σήνυρ ήρθε και αυτός και βλέποντας την φωτιά που είχαν θέσει πια υπό έλεγχο, σκέφτηκε ότι ήταν ατυχής η επιλογή του να αγοράσει ένα πανδοχείο φτιαγμένο από ξύλο.

Η Ίρώνη ερεύνησε το πτώμα του δολοφόνου. Ήταν ο βοηθός που είχε προσλάβει ο Σύνηρ πρόσφατα, ο Ντόναλτσον. Δύο πράκτορες του γιού του Βαρώνου είχαν καταφέρει να διεισδύσουν και να βρουν δουλειά στο πανδοχείο που θα έκανε την στάση της η Λαίδη Γκραβιν. Κοιτώντας καλύτερα, είδε ότι είχε ένα τατουάζ στο μπράτσο του. Ένα σκουριασμένο τρομπόνι. Η Ιρώνη σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να ψάξει σε πια οργάνωση ανοίκει το τατουάζ αυτό. Με τις σκέψεις αυτές, και αφού ενημέρωσαν την Λαίδη σχετικά με τον θάνατο του δολοφόνου, έπεσαν για ύπνο.

ΏΡΑ 4:30

 

Έξω άρχιζε να ξημερώνει. Κάποιος τους χτύπησε την πόρτα. Η Λαίδη μάζευε όλους τους καλεσμένους για να τους μιλήσει πριν φύγει. Ο μάγος, το ξωτικό και ο Σιγκμαρίτης σηκώθηκαν με δυσκολία. Τα βλέφαρα τους ήταν βαριά και με δυσκολία μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Κατέβηκαν τις σκάλες και συνάντησαν όλους τους άλλους. Περίμεναν δέκα λεπτά ακόμα για να έρθουν οι Μοναχοί και η Ούρσουλα, αλλά τίποτα. Όταν ο Σύνηρ πήγε στα δωμάτια τους ανακάλυψε τα πτώματα τους στο δωμάτιο τους, μαζί με το πτώμα του Υποκινητή. Αυτή την φορά ο Σύνηρ ήταν σίγουρος ότι ο Υποκινητής ήταν νεκρός γιατί έλειπε το κεφάλι του. Η Ούρσουλα ήταν άφαντη. Η Ιρώνη σκέφτηκε ότι μάλλον αποφάσισε να μην μοιραστεί την αμοιβή μαζί τους. Και ένα κεφάλι ήταν πιο εύκολο να μεταφέρει από έναν κοιμισμένο άνθρωπο. Θυμήθηκε το τατουάζ που είχε και η Ούρσουλα, ένα μαργαριταρένιο περιλαίμιο. Ίσως έπρεπε να ερευνήσει και αυτό το σύμβολο.
Η Λαίδη Γκράβιν ανακοινώνει στους καλεσμένους ποίος ήταν ο δολοφόνος και ότι το ξωτικό ήταν αθώο. Η Ιρώνη εισπράττει μερικά χειροκροτήματα από τους καλεσμένους. Στην συνέχεια η Γκράβιν τους λέει ότι φυσικά και δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τον Εφρέζι σαν Υπέρμαχο, γιατί προτιμά να νικήσει την Δίκη των Όπλων. Ευχαριστεί ξανά την παρέα της Ιρώνη και μαζί με τους υπηρέτες της και τους φρουρούς της αποχωρεί από το πανδοχείο.

Ο Σύνηρ άρχισε να μιλάει στο πλήθος. Ο απολογισμός της βραδιάς είναι…’ άρχισε να μετράει με τα δάχτυλα του, ‘τρεις οι μοναχοί, ο Μπρούνο, ένας υπηρέτεις, τρείς αιρετικοί (ο ένας καψαλισμένος), ο Ντόναλτσον. Μμμ, Α! Ο ακέφαλος Υποκινητής. Το Χάλφλινκ.’

‘Όχι, εγώ δεν πέθανα τελικά. Μόνο με νάρκωσαν!’, απαντάει ο Γκλίμπριν, ‘αλλά μα την μαγική κουτάλα, δεν κατάλαβα τίποτα από ότι έλεγε αυτή η κυρία. Τι έγινε?’

‘Α, το χάλφλινκ ζει’, λέει απογοητευμένος ο Σύνηρ. ‘Άρα έχουμε, δέκα πτώματα! Τι θα τα κάνουμε τώρα αυτά?’

Δεν υπήρχε ενδιαφέρον από το κοινό, όλοι τον αγνοούσαν, όποτε ο Σύνηρ απογοητευμένος λέει στον εαυτό του, ‘Κατάλαβα, πάλι ο μαλάκας θα τους θάψει…’

Λίγα λεπτά αργότερα, έρχονται ένας από τους εμπόρους, βρίσκει την Ιρώνη και της λέει: ‘Η άμαξα ξεκινάει από στιγμή σε στιγμή. Εμπρός, πάμε. Ελπίζω να κοιμηθήκατε καλά! Έχουμε δύσκολο ταξίδι μπροστά μας και με ενημέρωσαν ότι μια καταιγίδα πλησιάζει την Στρομντορφ.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment