Sunday 19 September 2010

Καταιγίδα στον Ορίζοντα: Η Απαστράπτουσα Πέτρα.


Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν προσπαθώντας να εξοικειωθούν με την πόλη και τους κατοίκους της. Πέρα από την συνεχή βροχή, τις λάσπες,την μπόχα από την επεξεργασία του δέρματος και την ξενοφοβία, η πόλη είχε αρκετά παράξενα έθιμα. Ο Εφρέζι για παράδειγμα γνώρισε ένα παιδάκι που για να βγάλει το χαρτζιλίκι του μάζευε με τους φίλους του τις κοπριές των ζώων από τους δρόμους και τις πούλαγαν στα βυρσοδεψία (τα οποία ανήκουν όλα στον κ. Μέρσελ), για λίγα χάλκινα νομίσματα.

Η Ιρώνη ρώτησε έναν ντόπιο για το άγαλμα του Όλαους Στίκχελμ στην πλατεία. Οι ντόπιοι δεν συμπαθούσαν τους ξένους, αλλά από την άλλη ήταν περήφανοι για τον ήρωα τους, οπότε έκαναν μια εξαίρεση και τις εξήγησαν. Πριν από 500 χρόνια, όταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Αλτντορφ ήταν υπό πολιορκία από τον απέθαντο στρατό του οίκου βρικολάκων Φον Κάρσταην, μια μικρή στρατιά απέθαντων είχε έρθει να πολιορκήσει την Στρόμντορφ. Όμως ο Όλαους με λιγοστούς στρατιώτες από την πόλη, κατάφερε να τους απωθήσει στο ποταμό Τράνινγκ, στο σημείο Φρόθινκ Φιορντ, αλλά υπέκυψε στα τραύματα του, στην όχθη του ποταμού και πέθανε. Όταν 80 χρόνια πριν είχαν έρθει πρασινοτόμαροι να λεηλατήσουν την πόλη, φτάνοντας στο ποταμό όμως, χωρίς λόγο, άλλαξαν πορεία και έφυγαν προς τα βουνά του νοτιά. Πολλοί λένε πως σηκώθηκε από τον τάφο του ο Όλαους και τους έδιωξε. Όσοι ώρα εξηγούσαν οι ντόπιοι την ιστορία ο Εφρέζι παρατήρησε ότι όχι ένας, αλλά δύο κεραυνοί έπεσαν στον ναό του Σήγκμαρ, ενώ από μέσα ακουγόντουσαν τα τραγούδια του ποιμνίου και η φωνή του παπά να διαβάζει το ‘Κατά Σήγκμαρ Ευαγγέλιο’. Ο Λούκας ήταν κουρασμένος από την πρόσφατη μάχη με τους ληστές και δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Το ίδιο και ο έμπορος Φλόριαν, ο οποίος ύστερα από λίγο τους είπε ότι θα τους συναντούσε στο Πανδοχείο του Υδροκέραυνου και σηκώθηκε να φύγει.

Οι τυχοδιώκτες πήγαν στα βυρσοδεψία και μίλησαν με τους εργάτες. ¨Εμαθαν ότι οι ντόπιοι πλούσιοι έμποροι δεν συμπαθούσαν καθόλου τον Δήμαρχο Άντλερ και τον θεωρούσαν έναν απλό φοροεισπράκτορα του Γκραφ Σίγκισμουντ της Ούμπερσράηκ. Ο Γκραφ είχε επιλέξει τον Άντλερ, κάτοικο της Ούμπερσράηκ να έρθει στην Στρόμντορφ για να υπηρετήσει ως δήμαρχος. Όλα πήγαιναν καλά, και λόγω των διασυνδέσεων του Άντλερ με την Ουμπερσράηκ το εμπόριο είχε ανθίσει στην Στρομντορφ. Αλλά μετά, κάτι του συνέβη και κλείστηκε στο σπίτι του χωρίς να ασχολείται με τίποτα, αναθέτοντας όλα τα καθήκοντα του στον Διοικητή της Φρουράς Κέσσλερ, άλλος ένας μη-ντόπιος. Μερικοί ντόπιοι έλεγαν ότι είχε πεθάνει η γυναίκα του, άλλοι έλεγαν ότι όχι, η γυναίκα του είχε πεθάνει 2-3 χρόνια πριν, όχι πριν 2 μήνες, γιατί τότε ήταν που κλείστηκε στο δημαρχείο και σταμάτησε να κάνει δημόσιες εμφανίσεις.

Σειρά είχε μια επίσκεψη στην ταβέρνα η Κατραρόλα της Σούπας. Έξω υπήρχε ένα πλημμυρισμένο από την βροχή παρτέρι με μαγειρικά βότανα Η βροχή που έπεφτε από την μια, και η λιμνούλα που είχε μαζευτεί, εμπόδισε τον Νέκραλ να δει ότι ορισμένα από τα βότανα ήταν συστατικά του υπνωτικού Σλάφ, ένα υπνωτικό που παραλίγο να δοκιμάσει και ο ίδιος πριν μερικές βδομάδες στο περιστατικό στο [[Οφθαλμός αντί Οφθαλμού: Χοιρινό και Πάπια, μετά Επιδορπίου | κατάλυμα Γκρούνγολντ]]. Μέσα στην ταβέρνα επικρατούσε ησυχία και ηρεμία. Οι μόνοι πελάτες ήταν μέλη της φρουράς. Αργότερα έμαθαν ότι η Χάλφλινγκ ιδιοκτήτρια, Κέιλα Κομπλεποτ, έκανε έκπτωση στα μέλη της φρουράς, ώστε να αποτρέπονται οι φασαρίες, λόγω της παρουσίας τους. Η Κέιλα ήταν χαρωπή και ευγενική. Τους υποδέχτηκε και τους πρόσφερε ένα πιάτο σούπα. Την ρώτησαν για τον έμπορο Κλάους γιατί είχαν μάθει ότι τον είχαν δει να έρχεται στην ταβέρνα της με τους φρουρούς του. Τους είπε ότι όντως είχε κοιμηθεί εδώ το βράδυ με τους δύο φρουρούς του. Το πρωί έφυγε νωρίς, την ξύπνησε μάλιστα για να πληρώσει, χωρίς τους φρουρούς του, οι οποίοι τον περίμεναν να εμφανιστεί μέχρι που βαρέθηκαν και έφυγαν.

Πηγαίνοντας στο πανδοχείου του Υδροκέραυνου, οι τυχοδιώκτες συνάντησαν τον ζητιάνο Εντουάρντο Ροντρίγκες. Η αναπνοή του βρόμαγε αλκοόλ, τα ρούχα του ήταν βρόμικα, και κοιμόταν σε ένα σοκάκι. Όταν τους ζήτησε τους ζήτησε λίγα λεπτά. Ο Νέκραλ παρατήρησε ότι ενώ ήταν ρακένδυτος, είχε ένα μυτερό σπαθί, καλογιαλισμένο και πολύ καλής ποιότητας. Τους εξήγησε ότι ήταν του πατέρα του. Όταν τον ρώτησαν για την ιστορία του και αν είδε τον Κλάους, ή την άμαξα του με το άσπρο πόνυ, τους είπε ότι θα τους πει ότι θέλουν να μάθουν αν τον κεράσουν ζύθο. Συμφώνησαν και κίνησαν για το πανδοχείο. Πριν μπουν μέσα, άκουγαν κάποιον να τραγουδάει παράφωνα και το πλήθος να διασκεδάζει με τον ‘καλλιτέχνη’, μάλλον εις βάρος του. Όταν άνοιξαν την πόρτα όμως, το γέλιο κόπηκε και όλοι γύρισαν να τους κοιτάξουν με καχυποψία.

‘Δεν είναι ντόπιοι!’, είπε κάποιος.

‘Ψηλομύτες, από την πόλη’, είπε κάποιος άλλος.

‘Και ένα ξωτικό!’

‘Με μελανιασμένη μάπα, αχαχαχα΄. Συμπλήρωσε ένας θαμώνας, και οι άλλοι γέλασαν.
’Έφεραν και τον Εσταλό τον Μεθύστακα, μα τον Σίγκμαρ, θα πρέπει να κλείσουμε την μύτη μας’.
‘Και πίσω πίσω, τί είναι αυτός? Και άλλος μάγος?’

Το ξωτικό σήκωσε το ένα φρύδι της. “Τι εννοούν ‘και άλλος μάγος’”?, ρώτησε τον Εντουαρντο.
Της εξήγησε πως πριν από δυο βδομάδες, λίγο πριν χειροτερέψει περισσότερο ο καιρός, ήρθε ένας μάγος από την Ουράνια Τάξη των κολεγίων της Μαγείας για να μελετήσει τα καιρικά φαινόμενα της πόλης μας.

‘Ονομάζεται Νίκλαους Σούλμαν και μένει εδώ, στο πανδοχείο του Υδροκέραυνου. Στην αρχή ήταν παράξενος, ακόμα είναι, αλλά έχει πλάκα. Κάθε τέταρτη μέρα της οχτωμάδας διδάσκει στα παιδιά της Στρόμντορφ γράμματα, εδώ στο πανδοχείο’.

Η Ιρώνη άρχισε να σκέφτεται και αυτή τρόπους για να σπάσει τον πάγο στο πανδοχείο και να κάνει την παρουσία της ομάδας της πιο καλοδεχούμενη.

“Κερνάω μπύρα όλους!” Φώναξε στον πανδοχέα.

Όλοι ήπιαν μπύρα, αλλά η διάθεση τους απέναντι στους ξένους δεν είχε αλλάξει σημαντικά. Μέχρι που είπε ο μπάρμαν είπε στο ξωτικό, ‘τώρα είναι και η σειρά μας να σε κεράσουμε’. Άρχισε να γεμίζει ένα ποτήρι μπύρα. Ταυτόχρονα χαχάνιζε με τους πελάτες που ήταν κοντά. Της δίνει την μπύρα. Η Ιρώνη είχε την διαίσθηση ότι κάποια πλάκα της ετοίμαζαν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ήπιε την μπύρα μονορούφι προς έκπληξη όλων.

Έκπληξη όχι επειδή ήπιε μονοκοπανιά την πιο ισχυρή μπύρα της περιοχής, αλλά γιατί δεν δίστασε καθόλου να καταπιεί και το ποταμίσιο σωληνοσκούλικο που είχαν βάλει μέσα. Ήταν το κλασσικό αστειάκι που έκαναν σε κάθε καινούργιο επισκέπτη της πόλης και πάντα ακολουθούσε πολύ γέλιο με τις αντιδράσεις του. Το ξωτικό όμως τους στέρησε την απόλαυση αυτή. Τώρα όμως είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Άρχισαν να βλέπουν τους ταξιδιώτες με άλλο μάτι. Μερικοί χαμογέλασαν και όλας.

Εκεί γνώρισαν τον κακόφωνο βάρδο, Πάρτον Αλαγκιά, ο οποίος τους πληροφόρησε να προσέχουν όταν μιλάνε στον πανδοχέα τον Σεμπάστιαν, γιατί πριν δυο μήνες είχε αυτοκτονήσει η γυναίκα του. Είχε πέσει στο πηγάδι και πνίγηκε. Αργότερα μπήκε και ο Μπέημπερ στην ταβέρνα, ένας κυνηγός λιγομίλητος, αλλά από ότι τους είπε ο Πάρτον ήταν ο καλύτερος στο τόξο στο χωριό. Και αυτού η γυναίκα είχε πεθάνει, αλλά αυτήν την σκότωσαν οι κτηνάνθρωποι τους οποίους μισεί θανάσιμα. Ο Νέκραλ σχολίασε, κοιτώντας χαρακτηριστικά την Ιρώνη, ότι οι γυναίκες στην Στρομντορφ, πεθαίνουν συχνά. Ο Εντουάρντο τους είπε την ιστορία του. Ήταν στρατιώτης στην πόλη Μαργκαρίτα στην μακρινή Εστάλια. Παράτησε το πόστο του και έγινε μισθοφόρος, αλλά όταν αποφάσισε να ταξιδέψει στον νέο κόσμο, το πλοίο του έπεσε θύμα της σκληρής πειρατίνας Τζανίν, καπετάνισσα του πειρατικού πλοίου Ο Μονόκερος. Την αποκαλούσαν Λιονταρίνα της Λιονίζ και τον πέταξε στην θάλασσα. Κολύμπησε πολλά χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στην ακτή και παραλίγο να τον φάνε καρχαρίες. Τους περιέγραφε πως είχαν κεφάλι σε σχήμα σφυριού. Όση ώρα μιλούσε, όταν πέρναγαν κυρίες μπροστά του, ακούμπαγε με το χέρι του την άκρη του αστείου καπέλου του, ως ένδειξη ευγενούς χαιρετισμού. Οι τυχοδιώκτες που τον άκουγαν, είχαν την αίσθηση ότι είχε εμπλουτίσει την αληθινή ιστορία με αρκετές ανακρίβειες και υπερβολές.

Αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους για να ξεκουραστούν. Εκτός του Εφρέζι, που δεν κατάφερε να ξεκουραστεί γιατί είχε τους γνωστούς του εφιάλτες. Απέθαντοι των κυνήγαγαν αλλά ξοπίσω τους έτρεχαν και κτηνάνθρωποι και μικροί πράσινοι διάβολοι. Και έτρεχε κατευθείαν προς ένα τεράστια πράσινη οδοντοστοιχία. Το πρωί, η Ιρώνη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ακόμα είχε την μελανία στην μούρη της. Ήξερε ότι όσοι την κοίταγαν, έστρεφαν το κεφάλι τους αλλού. Αυτό την εμπόδιζε να ασκήσει το χόμπυ της, την χαρτοπαιξία, γιατί πολύ απλά κανείς δεν ήθελε να παίξει χαρτιά με κάποιον που δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια. Ούτε να ανοίξει κουβέντα με τους ντόπιους δεν μπορούσε. Αποφάσισε να ψάξει πιο εντατικά να βρει κάποιον να της γιατρέψει το μελάνωμα. Μια γυναίκα που της σύστησαν ως ντόπια μαία και γνώστρια γιατροσοφιών δεν κατάφερε να την βοηθήσει. Η Ιρώνη έφτυσε στο χώμα από τα νεύρα της και βλαστήμησε τους θεούς των Ξωτικών (σημ. Τον GM δηλαδή) για την γκαντεμιά της. Οι σύντροφοί της χλόμιασαν. ‘Δεν είναι σωστό να βρίζεις τους θεούς (σημ. Τον GM δηλαδή), γιατί μπορεί να θυμώσουν και να πολλαπλασιαστούν οι κακουχίες σου’, της είπαν.

Στην συνέχεια επισκέφτηκαν επιτέλους τον ναό του Σήγκμαρ. Ένας παπάς, γεροδεμένος αλλά και μεγάλος στην ηλικία, ντυμένος με την επίσημη πανοπλία του Τάγματος του Σήγκμαρ, τραγούδαγε έναν πολεμικό ύμνο. Το ποίμνιό του από κάτω, τον συνόδευε. Στο κέντρο ήταν η Ιερή Τράπεζα, και δεξιά και αριστερά, δύο τεράστια αγάλματα του Σήγκμαρ, που κρατούσαν το πολεμικό Σφυρί Κρανιοθραύστη. Πίσω από το παπά ήταν δύο κόκκινες κουρτίνες που έκρυβαν δύο πόρτες. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με σύμβολα του Αυτοκρατορικού Αετού και του Ιερού Σφυριού Γκαλ-Μάραζ. Αγιογραφίες έδειχναν τον στρατό το αυτοκράτορα να σφάζει πρασινοτόμαρους, κτηνανθρώπους, στρατιώτες του Χάους και απέθαντους, τους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Το ξωτικό δεν μπορούσε να περιμένει και διέκοψε την τελετή ρωτώντας αν υπάρχει κανένας γιατρός εδώ μέσα. Ο παπάς εκνευρισμένος από την βλασφημία και την υπεροψία την πέταξε έξω. Το ξωτικό πήγε γύρω γύρω και έβλεπε από το τζάμι με τα ψηφιδωτά. Τον Εφρέζι τον είχε συνεπάρει ο λόγος του παπά. Μίλαγε για τις νίκες της αυτοκρατορίας απέναντι στους πρασινοτόμαρους και στους απέθαντους. Μίλαγε για την Ιερή Συμμαχία του Σήγκμαρ με τους νάνους, για τον Αυτοκράτορα Καρλ Φρανζ και τον παντοδύναμο στρατό του, αλλά μίλαγε και για τους δύσκολους καιρούς που προβλέπει ότι ζυγώνουν την πόλη τους και θα βάλουν όλους τους σε δοκιμασία. Τα μάτια του γυάλιζαν, σαν να περίμενε με ανυπομονησία να δοκιμάσει πάλι το σφυρί του σε μάχη εναντίων των εχθρών του Αυτοκράτορα.

Όταν τελείωσε η λειτουργία, ο Ιερέας πλησίασε τους τυχοδιώκτες και τους συστήθηκε ως Μάνφρεντ Γκότσαλκ. Ο Εφρέζι δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον Ιερέα. Ο Γκοτσταλκ τους ρώτησε αν τους έχει ξαναδεί πουθενά γιατί οι φάτσες τους είναι γνωστές. Είπαν όχι. Ο Ιερέας θυμήθηκε. Τους είπε για τα όνειρα που βλέπει τις τελευταίες βδομάδες στα οποία συχνά πρωταγωνιστούσαν οι ίδιοι. Τώρα τους αναγνώρισε. Τους είπε ότι έβλεπε μάχες με κτηνανθρωπους, απέθαντους και μικρούς πράσινους διαβόλους, οι οποίοι χόρευαν γύρω από μια πελώρια πράσινη οδοντοστοιχία. Τους είπε ότι είδε και έναν μάγο πάνω σε μια λίμνη να πολεμάει με τα κύματα ενώ κεραυνοί άστραπταν γύρω του. Ο Νέκραλ ξεροκατάπιε.

Ύστερα συνέχισαν τις ερωτήσεις για τον επικηρυγμένο γιατρό και για τον Κλάους Φον Ρόθσταην. Για τον γιατρό δεν έμαθαν πολλά, αλλά για τον Κλάους συμπέραναν ότι κανείς δεν τον είχε δει να φεύγει από την πόλη. Είχαν δει όμως το κάρο του να φεύγει αργά το βράδυ από την νότια πύλη και να το οδηγάει ένας κοκκινολαίμης (σημ. μετ. redneck )αγρότης, ο Ράηνερ Χολτς, που πήγαινε στην φάρμα του. Άρα η καλύτερη τακτική ήταν να πάνε στην φάρμα για ερωτήσεις. Άρχισαν να κατευθύνονται νότια, έξω από την πόλη προς τις άκρες του βάλτου Ομπερσλέηχτ. Στο σημείο που υπέθεταν ότι θα ήταν η φάρμα, διέκριναν στον ορίζοντα πορτοκαλί φως. Φωτιά. Επιτάχυναν τα βήματα τους. Έφτασαν σε μια φρεσκοκαμμένη φάρμα. Έβλεπαν σημάδια μάχης στο χώμα και στην λάσπη, και αποτυπώματα από ανθρώπινα πόδια και πόδια ζώου που είχε οπλές. Παντού υπήρχε στάχτη, λάσπη, αίμα και κοπριά. Σε ένα σημείο βρήκαν και ένα φυλαχτό, ένα ασημένιο αστέρη με οχτώ άκρες. Το σύμβολο του Χάους. Δεν το άγγιξαν.Ο καπνός και οι στάχτες έκαναν την αναπνοή δύσκολη. Ο Λούκας βρήκε βουλιαγμένο στο χώμα μια πλάκα που έγραφε ‘Εήγκελ’. Άρα αυτή η φάρμα ήταν των Έηγκελ, όχι τον Χόλτς. Παρακάτω είδαν άλλη μια φάρμα, ανέπαφη. Όποιος είχε επιζήσει θα ήταν εκεί. Κατευθύνθηκαν προς την φάρμα.

Στην αυλή της φάρμας δύο αγρότες λογομαχούσαν. Ο ένας με σκισμένα ρούχα και ματωμένος.

‘Έσεις φταίτε, οι Χολτς!’

‘Εμείς? To φταίξιμο είναι δικός σας Τρίσταν, που σταματήσατε!’

Κόσμος μαζευόταν γύρω τους, μέλη της οικογένειας των Χολτς. Εξαθλιωμένες φιγούρες με παράξενα χαρακτηριστικά, σίγουρα λόγω αιμομιξίας.


‘Μα αυτό που είχατε συμφωνήσει, που είχαμε συμφωνήσει, ήταν απάνθρωπο! Και κοίτα που κατέληξε!’

Ο Τρίσταν ήταν εκτός εαυτού. Τράβηξε μαχαίρι.

‘Θα πληρώσεις για τον χαμό της οικογένειας μου!’.

Ο Μάγος μάζεψε μαγεία. Ήθελε να τους κάνει να σταματήσουν. Πήρε μια τρομακτική μορφή και με φωνή μεγενθυμένη από τον άνεμο Άσκυ φώναξε:

‘Σταματήστε!’

Όλοι κοκάλωσαν. Δεν είχαν παρατηρήσει τους τυχοδιώκτες. Η θέα του μάγου ήταν απόκοσμη και τρομακτική. Ο Τρίσταν άφησε το μαχαίρι να πέσει. Η γυναίκα, τον αγκάλιασε και τον πήρε μέσα στο σπίτι. Φώναξε και τους τυχοδιώκτες.

Όταν ηρέμησαν τα πράματα, οι τυχοδιώκτες άρχισαν τις ερωτήσεις. Γιατί είχαν πάρει το καρότσι και το πόνυ του Κλάους? Τους εξήγησαν ότι τους τα πούλησε, αλλά ήταν εμφανές ότι έλεγαν ψέματα. Τελικά τα ομολόγησαν όλα. Στον βάλτο υπήρχε μια μεγάλη αγέλη κτηνανθρώπων. Για να μην ορμήσουν και λεηλατήσουν την πόλη, οι Χολτς και οι Έηγκελ, τους έδιναν ζώα, μπύρες, φαγητά για να τα θυσιάσουν ή να φάνε. Έτσι είχαν συμφωνήσει. Εκτός από αυτά, έδιναν και τον περιστασιακό τουρίστα, ή έμπορο, όπως τον Κλάους. Ήταν ένα μικρό κάκο, για την σωτηρία του χωριού. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν. Μέχρι που πέθανε από φυσικά αίτια ο πατέρας τον Εήγκελ, και οι γιοι του αρνήθηκαν να συνεχίσουν τις θυσίες. Και το πλήρωσαν ακριβά. Η γυναίκα πλησίασε τους τυχοδιώκτες και τους ζήτησε να την βοηθήσουν. Κατάλαβε ότι ήταν γενναίοι και άξιοι εμπιστοσύνης. Τους είπε ότι θα ήθελα να τους συστήσει σε κάποιον. Αλλά έπρεπε να την ακολουθήσουν σε στον βάλτο.




Ξεκίνησαν προς τον βάλτο Ομπερσλέηχτ, οι τυχοδιώκτες, η Μαίρη Χολτς και ο άντρας της Όττο. Μπήκαν στο βάλτο. Οι αστραπές φώτιζαν παροδικά την απόκοσμη βλάστηση του βάλτου. Πλησίασαν ένα γέρικο δέντρο, με μακριά κλαδιά χωρίς φύλλα. Στο χώμα ήταν διάσπαρτα κόκαλα και κρανία ζώων. Και μερικών ανθρώπων. Το δέντρο, αντί για φύλα, υπήρχαν κρεμασμένα χαϊμαλιά και φυλαχτά. Στο κορμό του ήταν δεμένος ο Κλάους. Ο Εφρέζι έλεγξε τον παλμό του. Ήταν ζωντανός, αλλά αναίσθητος. Καλού κακού του έβγαλαν το δαχτυλίδι. Έτσι, ακόμα και αν πέθαινε ή αν τον έχαναν και δεν τον ξανάβλεπαν ποτέ μπροστά τους, δεν θα έχαναν την αμοιβή από την συντεχνία των εμπόρων. Η Μαίρη νόμιζε ότι ήταν ήδη νεκρός ο Κλάους, μάλλον δεν είχαν έρθει ακόμα οι Κτηνάνθρωποι να τον πάρουν. Η Μαίρη τους είπε να περιμένουν, όπου να’ναι θα έρθει αυτός που ήθελε να τους συστήσει. Μετά από λίγο είπε ‘Είσαι εδώ?’, και ύστερα ‘Μπορείς να έρθεις. Θα μας βοηθήσουν’.

Μια ψιλή φιγούρα ξεπρόβαλε από τα βάθη του βάλτου. Κρατούσε ένα ξύλινο κοντάρι αντί για μπαστούνι και όλο της το σώμα ήταν καλυμμένο από μια μακριά ρόμπα. Μίλησε με φωνή που ακουγόταν σαν να αντηχούσε μέσα από ένα κρανίο ζώου.
‘Θέλετε να βοηθήσετε να καταστραφούν οι κτηνάνθρωποι του βάλτου? Να σωθεί το χωριό?’

Κανείς δεν είπε το αντίθετο. Η φιγούρα τους εξήγησε τι γνώριζε. Οι κτηνάνθρωποι ανήκουν στην Φάρα του Κακού Δοντιού. Ο αρχηγός τους είναι ο πολέμαρχος Ιζ-Κα, τα κίνητρα του ήταν απλά, θέλει να καταστρέψει τα Έργα των Ανθρώπων. Πρόσφατα, ανακάλυψαν μια πέτρα που έλκει τους κεραυνούς, την θεωρούν ιερή και έχει εδραιώσει την εξουσία του Ιζ-Κα πάνω στους κτηνανθρώπους. Αν κάποιος καταφέρει και την κλέψει, τότε θα δημιουργηθεί σχίσμα στους κτηνανθρώπους και θα αλληλοσπαραχτούν.

Οι τυχοδιώκτες έβαλαν φωτιά στο γέρικο δέντρο για αντιπερισπασμό. Ήλπιζαν να τραβήξουν την προσοχή των κτηνανθρώπων εδώ, και να πάρουν την πέτρα ανενόχλητοι. Μετά, ο Λούκας και ο Εφρέζι άρχισαν να σέρνουν το βαγόνι μέσα στις λάσπες του βούρκου κατευθύνθηκαν προς το μέρος του βάλτου που έπεφταν οι κεραυνοί και υπέθεταν ότι εκεί θα βρίσκετε η Απαστράπτουσα Πέτρα. Ο Μάγος χρησιμοποιώντας της ελάχιστες γνώσεις του για τους βάλτους τους έδειχνε πιο μονοπάτι να ακολουθήσουν, προσπαθώντας να αποφύγει σημεία δύσκολα, δύσβατα, ή και επικίνδυνα. Υπήρχαν μέρη που τα κουνούπια ήταν μολυσμένα και άλλα μέρη που ο βούρκος μπορούσε να σε καταπιεί ολόκληρο. Η Ιρώνει είχε προχωρήσει μπροστά για να ανιχνεύσει την περιοχή. Έφτασε και στο ξέφωτο που ήταν η μεγάλη πέτρα των θυσιών των Κτηνανθρώπων και πάνω της είδε την Απαστράπτουσα Πέτρα, γύρω γύρω χόρευαν ανθρωπόμορφες φιγούρες, με κέρατα και πόδια ζώων. Γύρισε στην ομάδα και τους είπε τι είδε. Τους ανέφερε και για τα αποτυπώματα των κτηνανθρώπων που πήγαν να ερευνήσουν την φωτιά που έβαλαν ως αντιπερισπασμό αλλά δυστυχώς δεν είχαν φύγει όλη. Η μάχη ήταν αναπόφευκτη. Συνέχισαν την πορεία του μέχρι το ξέφωτο και σταμάτησαν ενώ ήταν ακόμα καλυμμένοι από την βλάστηση. Μπροστά τους έβλεπαν την πέτρα των κτηνανθρώπων και από πάνω της την απαστράπτουσα πέτρα που έπρεπε να πάρουν. Γύρω γύρω οι κτηνάνθρωποι συνέχιζαν να χορεύουν εκστασιασμένοι. Όταν έπεφτε κεραυνός, αυτός χτύπαγε την πέτρα. Τότε οι κτηνάνθρωποι εκστασιάζονταν ακόμα περισσότερο και χτύπαγαν τα στήθη τους, θεορόντας ότι είναι οιωνός των Σκοτεινών Θεών. Ένας τεράστιος Κτηνάθρωπος ήταν πιο κοντά στην πόρτα, γονατιστός και με τα χέρια ψηλά, μουρμούριζε φράσεις που δεν έβγαζαν νοήμα. Μετά από λίγο σηκώθηκε. Όταν στάθηκε όρθιος κατάλαβαν ότι πέρναγε στο ύψος έναν μέσο άνθρωπο για τουλάχιστον δύο κεφάλια, χωρίς να υπολογίζουν τα τεράστια κέρατα του. Στις άκρες τους, κρέμονταν χαϊμαλιά και φυλακτά. Τα κίτρινα δόντια του ήταν μακριά και έβγαιναν έξω από τα χείλη του. Δεν μπορούσε να ήταν άλλος από τον Ιζ-Κα. Η θέα του τεράστιου Πολέμαρχου Γκορ, ταρακούνησε τους τυχοδιώκτες και προσωρινά έχασαν την ψυχραιμία τους. Οι κτηνάνθρωποι που χόρευαν, άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά ‘Ιζ-κα, Ιζ-κα, Ιζ-κα’, και μετά άρχισαν να μυρίζουν τον αέρα. Είχαν ανιχνεύσει ανθρώπινη μυρωδιά. Γύρισαν προς το μέρος των τυχοδιωκτών, με το μίσος να ζωγραφισμένο στα μάτια τους.

Οι κτηνάνθρωποι ήταν υπεράριθμοι. Οι τυχοδιώκτες δεν είχαν καμία ελπίδα να τους νικήσουν. Στο μόνο που έλπιζαν ήταν να κλέψουν την πέτρα γρήγορα και να εξαφανιστούν. Η Ιρώνη άρχισε να ελίσσεται και να πλησιάζει την πέτρα περιφερειακά, προσπαθώντας να μην γίνει αντιληπτή από τους κτηνανθρωπους. Ο Λούκας και ο Εφρέζι ετοίμασαν τα όπλα τους για μια γρήγορη και αιματηρή σύγκρουση. Από πίσω τους ο Νέκραλ άρχισε να μαζεύει την μαγεία του ανέμου Άσκι, αλλά βιάστηκε να πραγματοποιήσει την διαδικασία και πλήρωσε την απερισκεψία του. Όπως συνήθως, έτσι και τώρα η μαγεία που επικαλέστηκε εκπυρσοκρότησε στα μούτρα του. Αν και δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, ο Νέκραλ είχε μολυνθεί από το Χάος, λόγω μιασματικής μαγείας. Ξαφνικά, ένα μοβ είδωλο του εμφανίστηκε και αντέγραφε τις κινήσεις του με διαφορά λίγων δευτερολέπτων. Στην αρχή σάστισαν όλοι. Ήταν απλό αντίγραφο, σαν αντανάκλαση. Είχε υπόσταση, μπορούσε να τους χτυπήσει? Τα νεύρα τεντώθηκαν με την απερισκεψία του μάγου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε τέτοιο λάθος, και κάποια μέρα θα τους στοιχίσουν τα λάθη του ακριβά. Ξαναπροσπάθησε να μαζέψει μαγεία και αυτήν την φορά τα κατάφερε, έστειλε ένα μαγικό βέλος στον πρώτο Γκορ που τους πλησίαζε, τραυματίζοντας τον βαριά. Το δεύτερο μαγικό βέλος του Νέκραλ τον αποτελείωσε. Δύο άλλοι Γκορ, καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια για να καλήψουν μεγάλη απόσταση σε λίγο χρονικό διάστημα, ορμάν στον Λούκας. Λίγο πριν εμπλακούν με τον Λούκας, σκύβουν το κεφάλι και προτάσσουν τα κέρατα τους,. Ο πρώτος προσπαθεί να τον πετύχει στο στομάχι, αλλά ο Λούκας αποφεύγει το χτύπημα επιδέξια, και ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται την ορμή του πρώτου Γκορ, για να του καταφέρει ένα χτύπημα με το σπαθί στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το δεύτερο Γκορ όμως πετυχαίνει τον Λούκας στον ώμο και πέφτουν στο έδαφος μαζί, μια μπλεγμένη μάζα από μυς και σπαθιά. Ένας τελευταίος Γκορ ορμάει στον Εφρέζι με την ίδια τεχνική, κάνοντας του ένα σοβαρό τραύμα στο πόδι. Ο Εφρέζι προετοιμασμένος για την κίνηση αυτή, αν και δεν κατάφερε να την αποφεύγει, μπόρεσε και αυτός να εκμεταλλευτεί την ορμή του Γκορ, την βροχή, το λασπωμένο χώμα και τον κακό έλεγχο που είχε στο σώμα του ο Γκορ κατά την διάρκεια της μανούβρας. Χαμηλώνει την σιδερόμπαλά του και το Γκορ μπλέκεται με τα πόδια του στην αλυσίδα και πέφτει. Με λίγες κινήσεις, ο Εφρέζει τον εξοντώνει και πάει να βοηθήσει τον Λούκας. Ο Νέκραλ κάνει άλλο ένα ξόρκι στο πρώτο Γκορ, το οποίο υποκύπτει στα τραύματα του. Ο Λούκας, εκμεταλλεύεται την βοήθεια του Εφρέζι, και οι δύο μαζί πλάτη πλάτη, αποτελειώνουν και τους άλλους Γκορ.

Μέσα στον πανικό της μάχης δεν είχαν δει τον Πολέμαρχο Γκορ, Ιζ-κα, που τους είχε πλησιάσει επικίνδυνα. Ένας κεραυνός φώτισε το τεράστιο τσεκούρι του που το κράδαινε ψηλά με τα δυο του χέρια. Άρχισε να διαγράφει μια ελλειπτική τροχιά, που στο διάβα της βρήκε όχι μόνο τον Λούκας, αλλά και τον Εφρέζι που δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από τον Λούκας. Αίμα πιτσίλισε τα δέντρα δίπλα τους και τον Νέκραλ που ήταν δυο βήματα πιο πίσω. Ο Λούκας πισωπάτησε κρατώντας το στήθος του. Η μπλούζα του είχε σκιστεί και σιγά σιγά έπαιρνε ένα έντονο πορφυρό χρώμα. Ο Εφρέζι ήταν πιο άτυχος. Η τσεκουριά τον βρήκε στα πλευρά, το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει πριν χάσει τις αισθήσεις του ήταν το ματωμένο έδαφος να τον πλησιάζει επικίνδυνα.

Ο Νέκραλ έριξε άλλο ένα μαγικό βέλος στον Ίζ-κα. Ο πόνος που ένιωσε το Πολέμαρχος τον ανάγκασε να στρέψει την προσοχή του στο ανθρωπάκι με την κόκκινη ρόμπα. Ο Λούκας βιαστικά πήρε τον λιπόθυμο Εφρέζι στην πλάτη και άρχισε την άτακτη οπισθοχώρηση. Ο Ιζ-κα με το τσεκούρι του, διέγραψε μια ακόμα τροχιά, αυτή την φορά ανάποδα. Το πλατύ μέρος του τσεκουριού βρήκε τον Νέκραλ στο στήθος, με αποτέλεσμα να τον πετάξει τρία μέτρα πίσω. Γρήγορα συνήλθε από το χτύπημα και άρχισε και αυτός την οπισθοχώρηση. Ο Ιζ-κα τους είχε πάρει στο κινήγη. Στα τυφλά ο Νέκραλ έριξε ένα τελευταίο μαγικό βέλος που πέτυχε τον Ιζ-κα, τον έκανε να παρατήσει και να σωριαστεί στο έδαφος. Ένας κεραυνός φώτισε το σώμα του Ιζ-κα. Είχε καρφωθεί πάνω σε έναν μυτερός κορμό. Οι υπόλοιποι Κτηνάνθρωποι, έχασαν το ηθικό τους βλέποντας τον Ιζ-κα να ξεψυχάει. Αμέσως οι δυνατότεροι άρχισαν να αλληλοσπαράζονται, ώστε να επικρατήσει ο ισχυρότερος που θα αντικαταστούσε τον Ιζ-κα.

Η Ιρώνη βρήκε ευκαιρία και προχώρησε προς την Απαστράπτουσα Πέτρα και προσεκτικά άρχισε να κόβει τα δεσμά της, αποφεύγοντας δύο κεραυνούς που έπεφταν δίπλα της. Όταν ολοκλήρωσε το κόψιμο, πήρε την πέτρα και άρχισε να τρέχει σαν τον άνεμο, προσπαθώντας να είναι αρκετά γρήγορη ώστε να μην την πετύχουν οι κεραυνοί που φαίνονταν ότι προσέλκυσε η πέτρα.

Όλοι μαζί αντάμωσαν στην φάρμα τον Χολτς. Οι Χολτς περιποιήθηκαν τα τραύματα τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Μετά ρώτησαν τη έγινε και τους παρακάλεσαν να μην πουν τίποτα στην φρουρά. Μάθαινα το μάθημα τους. Ακόμα και αν είχαν καλό σκοπό, αυτό που έκαναν ήταν ασυγχώρητο και θα έπρεπε να μάθουν να ζουν με τις τύψεις τους, αλλά δεν θα ξαναέκαναν θυσίες στους κτηνάνθρωπους. Οι τυχοδιώκτες, μαζί με τον Κλάους ξεκίνησαν για την πόλη. Το πρώτο πράγμα που έκαναν όταν έφτασαν εκεί ήταν να ενημερώσουν την φρουρά για τα εγκλήματα της οικογένειας Χολτς. Αμέσως μια διμηροία ξεκίνησε για να τους συλλάβει. Ο Κέσσλερ έμεινε για να ακούσει τι ακριβώς συνέβη και του τα είπαν όλα. Είχε αρχίσει να μαζεύεται ένα μικρό πλήθος γύρω τους και όταν έμαθαν τι συνέβη άρχισαν να χειροκροτούν και να ζητωκραυγάζουν τους ήρωες. Η φασαρία αυτή προσέλκυσε το ενδιαφέρον του μάγου της Ουράνιας Τάξης, ο οποίος τους πλησίασε και τους συστήθηκε, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την απαστράπτουσα πέτρα και τους ρώτησε αν θα του την έδιναν να την μελετήσει. Η πέτρα είχε μια αρχαία γραφή των Ξωτικών, στην οποία τους διαβεβαίωσε ότι είναι ειδικός. Ακόμα και η Ιρώνη δεν μπορούσε να την διαβάσει. Οι τυχοδιώκτες ευγενικά αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ο Νέκραλ ήθελε να την στείλουν κατευθείαν στα κολέγια της μαγείας, αλλά ήταν δύσκολο αυτό μιας και η γέφυρα δεν είχε επισκευαστεί ακόμα.
Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.