Monday 6 September 2010

Ιντερλούδιο: Εμπορική Συναλλαγή



Ο Κλάους Ρόθσταιν ξανακοίταξε την ταμπέλα του πανδοχείου. Ήταν από ξύλο και ο αέρας την κουνούσε μπρος πίσω. Οι σκουριασμένη αλυσίδα από την οποία κρεμόταν έκανε έναν ανατριχιαστικό ήχο. Η ονομασία του πανδοχείου ήταν γραμμένη με μαύρα γράμματα. ‘ Το Φεγγάρι του Ναύτη’. Ο Κλάους πήρε την επαγγελματική του έκφραση. Χαμογέλασε και έβαλε το ένα του χέρι στην τσέπη, με το άλλο έστρωσε το μουστάκι του. Αγνόησε τον ζητιάνο που του ζητούσε λεφτά και εισέβαλε μέσα. Η πόρτα έκλεισε πίσω του, κλείνοντας έξω την μπόχα των υπονόμων της Ούμπερσράηκ. Αν και θα συναντούσε τον μάγο, το ξωτικό και τον νάνο, και όποτε τους συναντούσε κάτι κακό του συνέβαινε, αυτή την φορά ήξερε ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Σήμερα, θα ήταν στο στοιχείο του, θα έκανε δουλείες μαζί τους και θα έβγαζε και κέρδος. Χαιρέτησε τον ιδιοκτήτη του πανδοχείου, τονΣίνηρ Μαργκριτζ και αγνάντεψε τον χώρο ανέμελα.

Ήταν ακόμα νωρίς και το πανδοχείο δεν είχε μαζέψει αρκετό κόσμο. Παρόλα αυτά, υπήρχε αρκετός καπνός στην αίθουσα, και η μυρωδιά της φρεσκοχυμένης μπύρας στο πάτωμα ήταν έντονη. Τα παράθυρα ήταν κλεισμένα με χοντρό λαδόχαρτο, το φως που έμπαινε ήταν λιγοστό και κυρίως προερχόταν από τα φανάρια που ήταν κρεμασμένα στο ταβάνι και τα μεγάλα κεριά στα κηροπήγια στο τοίχο. Στο βάθος της αίθουσας αναγνώρισε σε ένα τραπέζι το νάνο και το ξωτικό ή όπως του αποκαλούσε τον κοντό και την ψηλή. Χαμογέλασε όταν διέκρινε καλύτερα το πρόσωπο του ξωτικού. Ήταν ακόμα μελανιασμένο και πρησμένο από την μπούφλα που είχε φάει από το Γουόργκορ πριν μέρες στο Γκρούνγουολντ. Ο Κλάους παρατήρησε ότι ο μάγος δεν ήταν μαζί τους. Η μέρα όσο πήγαινε και γινόταν καλύτερη. Ίσιωσε το τόξο που είχε κρεμάσει στην πλάτη του, αυτό που είχε φέρει για να πουλήσει στην Ιρώνη και πλησίασε το τραπέζι.

‘Καλημέρα, καλημέρα. Και πως είμαστε σήμερα?’ τους είπε με ψεύτικο ενδιαφέρον. Δεν τον πολυενδίεφερε η απάντηση τους. Τον ενδιέφεραν σημαντικότερα θέματα, όπως να πουλήσει στην Ιρώνη το τόξο που κατάφερε να προμηθευτεί από έναν έμπορο στην Ναλν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος.

Ο νάνος δεν απάντησε αμέσως. Ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Ήπιε τον Ζύθο του Υδροκέραυνου από το ποτήρι του. Δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Κλάους, αλλά τουλάχιστον πάντα έμπλεκαν σε περιπέτειες όταν εμφανιζόταν. Και ο Βλας, ο νάνος, ποτέ δεν έλεγε όχι σε νέες περιπέτειες. Όταν ο Βλας έμπλεκε σε περιπέτειες, είχε συμπεράνει, αυξανόταν η πιθανότητα να βρει έναν ένδοξο θάνατο. Τόσο ένδοξο που θα ξέπλενε την ντροπή που κουβαλούσε μέσα του. Όχι μόνο αυτό, αλλά και οι συνταξιδιώτες του, η Ιρώνη και ο Χελγκμουντ θα διέδιδαν τον περήφανο θάνατο του, όπου πήγαιναν, του το είχαν υποσχεθεί. Αν και από την ημέρα που τους συνάντησε ως σήμερα, δεν είχαν κάνει κανένα ταξίδι πολύ μακρύτερα από την πόλη που συναντήθηκαν. Μέχρι στιγμής ο μάγος ήταν αυτός που είχε κάνει το πιο μακρινό ταξίδι, στην Άλντορφ για να επισκεφτεί το κολέγιο μαγείας, για κάποιο δυσνόητο λόγο. Αλλά θα άλλαζε αυτό σύντομα. Ήταν σίγουρος πως πολύ σύντομα θα ερχόταν η στιγμή που θα έκαναν ένα μακρινό ταξίδι, θα ερχόταν η στιγμή που θα έβρισκε τον ένδοξο θάνατο που αναζητούσε και τότε, ακόμη και το ξωτικό, δεσμευμένο από την υπόσχεση της, θα διέδιδε το τέλος του. Ήταν πολύ ικανοποιημένος έτσι όπως τα είχε καταφέρει. Κανένας άλλος νάνος που γνώριζε δεν είχε πείσει ξωτικό να εξυμνεί το θάνατό του. Όλες αυτές οι σκέψεις του προκάλεσαν το γέλιο το οποίο του κόπηκε γρήγορα. Θυμήθηκε ότι έπρεπε πολύ σύντομα να επιστρέψει, για λίγο έστω, στα καμίνια στην Κάρακ-αζ-Γκαραζ, για να ενημερώσει τους γέροντες για τον νάνο τον Κόρντεν που συνάντησε στο κατάλυμα Γκρούνγοουλντ. Τον νάνο αυτόν τον είχαν τρελάνει οι αιρετικοί ώστε να ανακαλύψουν που έκρυβε το σφυρί-κειμήλιο της οικογένειας του, που ήταν ικανό να καταστρέψει τον δαέμονα που θα επικαλούσαν. Βέβαια ο Βλας και η παρέα τους, τους ξεπάστρεψαν τους περισσότερους πριν καλέσουν τον δαέμονα, μόνο ο αμαξάς κατάφερε να διαφύγει. Παρόλα αυτά, έπρεπε να ενημερώσει τους γέροντες για τον νάνο και το σφυρί,. Ίσως κάποιοι από την οικογένεια του θέλουν να επιστρέψουν στο κατάλυμα για να παραλάβουν τον νάνο και το σφυρί.

Η Ιρώνη κοίταξε τον Κλάους. Την εκνεύριζε ο χαρακτήρας του. Ήταν γκρινιάρης και είχε τσιριχτή φωνή. Θεωρούσε ότι όλη υπάρχουν για να του κάνουν τα θελήματα. Παρόλα αυτά, σήμερα τον είχε ανάγκη. Είδε το τόξο που είχε κρεμασμένο πάνω του. Η Ιρώνη αναζητούσε ένα τόξο. Ήταν εκπαιδευμένη στην χρήση τους, και θα ήταν πιο χρήσιμη στην ομάδα με ένα τόξο, παρά με το μικρό μαχαιράκι που είχε.

‘Πως από εδώ κύριε Κλάους΄, είπε, τονίζοντας ειρωνικά την λέξη ‘κύριε’.

‘Κυρίως να δω τι κάνετε!’, απάντησε ο Κλάους, προσπαθώντας να αγνοήσει το γέλιο του νάνου. Μαζί του γελούσε, ή μήπως αυτά ήταν σημάδια μιας πρόωρης τρέλας? Πάντα έβρισκε τους νάνους παράξενους και τους απέφευγε. ‘Να δω αν έχετε αναρρώσει από τα τραύματα σας από την τελευταία περιπέτεια μας’, συνέχισε, ολοκληρώνοντας την πρόταση του. Είχε σκοπό να τους πείσει ότι είχε συνεισφέρει και αυτός στην νίκη τους στο Γκρούνγουολντ, ‘Α, έφερα και το τόξο που μου είχε ζητήσει το ξωτικό!’.

Ο Κλάους άφησε πάνω στο τραπέζι το τόξο σιγά σιγά, σαν να πρόκειται για κάποιο πανάρχαιο μαγικό κειμήλιο, στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό τόξο, μέτριας ποιότητας. Τα τόξα δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους στρατιώτες και μισθοφόρους της αυτοκρατορίας. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να πολεμούν με σπαθί και ασπίδα, ή ακόμα καλύτερα με μουσκέτα αλλά η αξία των τελευταίων ήταν απαγορευτικά υψηλή, για να μην αναφέρουμε και την πιθανότητα εκπυρσοκρότησης. Τα τόξα, λόγω της χαμηλής προτίμησης του, ήταν πιο δύσκολο να βρεθούν. Ο Κλάους είχε υποσχεθεί στο Ιρώνη ότι θα έβαζε τις διασυνδέσεις του να ψάξουν και να εξασφαλίσουν ένα τόξο για να της το πουλήσει, και τα κατάφερε. Η Ιρώνη πήρε το τόξο και άρχισε να το επεξεργάζεται.
‘Που είναι ο μάγος’, ρώτησε ο Κλάους.

‘Δεν έχει επιστρέψει ακόμα από την Αλντορφ’, είπε μονολεκτικά ο νάνος. Η Ιρώνη δεν του εξήγησε ότι ο Νέκραλ είχε πάει στην Αλντορφ για να συναντήσει τον μέντορα του, τον Χάουρντ Λιμπερκουντζ, και να του δώσει τα διαβολικά συγγράμματα που είχαν βρει στο Γκρουνγουολτν. Το κολέγιο της μαγείας θα αποφάσιζε μετά αν θα τα κατέστρεφαν ή αν θα τα παρέδιδαν στην Εκκλησία του Σϊγκμαρ για να τα κρατήσουν αυτοί. Αν του έλεγε ότι ο Νέκραλ είχε στην κατοχή του, έστω και για λίγο, βιβλία που είχαν μολυνθεί από το Χάος, ο Κλάους θα έτρεχε πανικόβλητος όσο πιο μακριά τους μπορούσε.
‘Α, κρίμα, κρίμα’, είπε ο Κλάους, χωρίς να το εννοεί. Δεν ένοιωθε ασφάλεια όταν είναι κοντά σε μάγους της Φωτεινής Τάξης. Κοίταξε την Ιρώνη. Ούτε με τα ξωτικά ένιωθε ασφάλεια, αλλά τουλάχιστον τώρα θα έπαιρνε λεφτά.

‘Πως σου φαίνεται λοιπών το τόξο?’

‘Δεν είναι άσχημο. Θα την κάνει την δουλεία του. Ευχαριστώ. Πόσο θα μου το αφήσεις?’

‘Για εσένα, μόνο 25 σελήνια!’ είπε ο Κλάους.

‘Τι! Μα αυτό είναι κλοπή!’ απάντησε η Ιρώνη, χτυπώντας το χέρι της στο τραπέζι. ‘Λυπάμαι. Αν ήταν από το δικό μου εμπόρευμα, θα σου έκανα καλύτερη τιμή. Αλλά αυτή είναι η τιμή που βρίσκω στο εμπόριο έξω’, είπε ο Κλαους, αν τον έβαζαν να ορκιστεί για την αλήθεια των δηλώσεων του, η ίδια η θεά Βεράνα θα ερχόταν εδώ στο πανδοχείο και θα του έκοβε την γλώσσα. ‘Δεν μπορώ να το βρω φτηνότερα, και στην ουσία είμαι ένα απλώς μεσάζοντας’.

Η Ιρώνη μέτρησε τα λεφτά της για δεύτερη φορά. Πάλι τα έβγαζε 20 σελήνια. Γύρισε στον νάνο και τον ρώτησε αν μπορούσε να την δανείσει 5 σελήνια, αλλά ο νάνος αρνήθηκε ευγενικά γιατί έκανε οικονομίες για να αγοράσει ένα καλό δεύτερο όπλο, για να πάρει προμήθειες για το ταξίδι τους στην Κάρακ-αζ-Γκαραζ και για να μισθώσει αμαξά. Και για να παραγγείλει μπύρες. Η Ιρώνη των διέκοψε, αλλιώς θα συνέχιζε να εφευρίσκει δικαιολογίες μέχρι την δεύτερη επιστροφή του Σίγκμαρ.
‘Μόνο 20 σελήνια έχω, δεν μπορείς να με δανείσεις εσύ?’, είπε η Ιρώνη γυρνώντας να κοιτάξει τον Κλάους.

‘Α, μια από τις αρχές μου είναι να μην δανείζω πελάτες. Δεν κάνει καλό στις πελατειακές σχέσεις. Δημιουργούνται τριβές’.

‘Ούτε για πέντε σελήνια? Θα σου τα επιστρέψω. Εξάλλου σκέψου πόσες φορές σου έχουμε σώσει την ζωή!’

‘Θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς ότι έχετε θέσει εσείς την ζωή σε κίνδυνο άλλες τόσες!’

‘Καλά, καλά’. Τον διέκοψε η Ιρώνη, πριν αρχίσει πάλι το ίδιο τροπάριο. ‘Μήπως υπάρχει κάποια υπηρεσία που μπορούμε να σου προσφέρουμε με αντάλλαγμα τα 5 σελήνια που μου λείπουν’. Είπε το Ιρώνη χωρίς να σκεφτεί καλά αυτό που είπε.

‘Υπηρεσία, ε?’ είπε ο Κλάους χαμογελώντας πονηρά. ‘Ναι, ναι, υπάρχει μια υπηρεσία που σκέφτηκα!’

‘Πρόσεχε τι θα πείς!’ τον απείλησε η Ιρώνη.

Ο Κλάους σκέφτηκε γρήγορα πριν απαντήσει.

‘Θα ήθελα να μου προσφέρεις έναν χορό, από αυτόν τον παραδοσιακό που ακούω πως χορεύουν στην Ούλθουαν τα ξωτικά!’.

‘Που? Εδώ να χορέψω, στο πανδοχείο?’

‘Ναι, ναι, ανέβα πάνω στο τραπέζι’.

‘Μα θα με κοιτάνε όλοι οι θαμώνες!’ αποκρίθηκε η Ιρώνη.

‘Ε και? Θα πάρεις 5 σελήνια, δεν θα πάρεις? Και θα αποδείξεις την ανώτερη χορευτική τεχνική των ξωτικών έναντι των χορευτριών της αυτοκρατορίας. Εσείς τα ξωτικά δεν λέτε συνέχεια ότι οι τέχνες στην Ούλθουαν είναι πιο ανεπτυγμένες από ότι στην Αυτοκρατορία? Απόδειξέ το!’

Η Ιρώνη δεν είχε άλλη επιλογή. Εξάλλου καλύτερα να χορέψει εδώ, σε δημόσιο χώρο, παρά σε κανένα δωμάτιο, μόνη της με τον Κλάους. Εκεί δεν θα είχε κανέναν να την εμποδίσει να τον στραγγαλίσει. Και επιπλέον ήθελε να ξεμπερδεύει με τον Κλάους όσο γινόταν πιο γρήγορα. Το χρειαζόταν το τόξο ώστε να μην την πειράζουν οι άλλοι ότι δεν είναι αποδοτική στις μάχες. Ανέβηκε πάνω στο τραπέζι και χόρεψε έναν χορό που είχε μάθει όταν ήταν ακόμα στο Ούλθουαν. Όλοι οι θαμώνες γύρισαν να την κοιτάξουν. Λίγοι είχαν δει ποτέ τους ένα Ευγενές Ξωτικό, πόσο μάλλον ένα Ευγενές Ξωτικό να χορεύει πάνω σε τραπέζια. Ο Πανδοχέας, ο Σήνιρ Μαργκριτζ, έτριβε τα χέρια του. Το γεγονός αυτό, θα έκανε γνωστή την ταβέρνα του και θα είχε ακόμα περισσότερους πελάτες. Ήδη είχε αρχίσει να κάνει σχέδια για την επέκταση του πανδοχείου.

‘Όταν τελείωσε τον χορό, η Ιρώνη κατέβηκε από το τραπέζι, εμφανώς νευριασμένη, πέταξε τα 20 σελήνια στον Κλάους και πήρε το τόξο. Ο Κλάους την ευχαρίστησε, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σηκώθηκε και ξεκίνησε να φύγει, έχοντας ολοκληρώσει επιτυχώς άλλη μια συναλλαγή με έναν πελάτη. Λίγο πριν βγει από απόσταση ακοής γυρίζει και λέει στο ξωτικό.

‘Αν χρειαστείς και βέλη, ξέρεις που θα με βρεις για να σου πουλήσω. Σε πολύ λογική τιμή!’. Έσκυψε εγκαίρως και απέφυγε με περίσσια χάρη, το πήλινο ποτήρι που του εκτόξευσε η Ιρώνη.

Οι τυχοδιώκτες της Μάζας: Η άνοδος και η πτώση, Πάρτον Αλαγκιάς.

No comments:

Post a Comment